Τα τραγούδια του Καζαντζίδη στο πικάπ, ένα φιλικό σπίτι, ένα εστιατόριο της γειτονιάς, είναι αυτά που θα κρατήσουν συντροφιά τους νέους Έλληνες μετανάστες του 1970, που θα γιορτάσουν τις Άγιες Ημέρες για πρώτη φορά χωρίς οικογένεια, χωρίς τους δικούς τους, και πολύ μακριά από την πατρίδα τους. Στην πρωτοχρονιάτικη έκδοση του “Νέου Κόσμου” με ημερομηνία 30/12/1970, ο Δ. Παπαγεωργίου μιλάει με τους νεοφερμένους, εκείνη την πρώτη γενιά μεταναστών που αναγκάστηκαν να φύγουν για τα ξένα, γιατί στην πατρίδα “όσες πόρτες κι αν χτυπούσαν για δουλειά ήταν κλειστές”. Στο άρθρο του “Η Πρωτοχρονιά των εργένηδων στην Αυστραλία”, περιγράφει τα συναισθήματα και τις σκέψεις που κατακλύζουν τους Έλληνες που ζουν μόνοι τους… σε μια “παράγκα του Ρίτσμοντ, του Φιτζρόυ, του Πέραν, του Ρέντφερν, της κάθε φτωχοσυνοικίας, και σκέπτεται πως έχει βάσανα η ζωή”.
Η νοσταλγία, η μοναξιά είναι πάντα πιο έντονη, τις ημέρες των γιορτών, όταν η δουλειά σταματά, και όταν όλοι τριγύρω γιορτάζουν…“Χωμένος σε κάποιο πάγκαλο ή μέσα σ’ ένα στενό άχαρο δωμάτιο με κολλημένη στον τοίχο μια φωτογραφία της Μπριζίτ Μπαρντό ή με κάποια κορνίζα των γονιών του στον καθρέφτη, θα υποδεχθεί τον καινούργιο χρόνο, όπως υποδέχθηκε τα Χριστούγεννα και τις άλλες γιορτές. Αυτός είναι ο εργένης.
Στο δωμάτιό του μην ψάξετε για χριστουγεννιάτικο δένδρο, ούτε για ολοκάθαροα σεντόνια. Έχει βαρεθεί πλέον. Στην αρχή μαγείρευε μόνος, έστρωνε καθημερινώς το κρεβάτι. Αλλά είδε ότι δεν υπήρχε λόγος να κουράζεται να στρώνει το μονό ή το διπλό κρεβάτι του αφού κανένας δεν πατούσε στο σπίτι του. Πολλές φορές ζητά να πει τον πόνο του, τα όνειρά του, τις σκέψεις του. Αλλά δεν βρίσκει κανέναν και τα κρατά μέσα του. Ένα μικρό πικάπ —αν έχει— θα μπει σε κίνηση για να βρει εκεί την παρηγοριά του. Στο σύνολό τους οι δίσκοι είναι με τραγούδια του Καζαντζίδη. Αυτός ο μεγάλος τραγουδιστής, που με τα πονεμένα του τραγούδια ρίχνει βάλσαμο στην ερημιά της καρδιάς του.
“…Δίχως μανούλα, δίχως πατέρα, δίχως τού φίλου την καλημέρα…” ξεχύνονται οι νότες του λαϊκού τραγουδιού μέσα στην κάμαρα και αυτό είναι η προσωποποίηση του ίδιου του εργένη.
Τελειώνει ο δίσκος κι ένας άλλος στην τύχη είναι έτοιμος να μιλήσει για πόνο, παράπονο, νοσταλγία.
“Νοστάλγησα να πάω σ’ αυτούς που αγαπάω, σ’ αυτούς που αγαπάω, σ’ αυτούς που μ’αγαπούν” λέει το τραγούδι και δεν φεύγει ούτε ίντσα από τις επιθυμίες του.
Σκέπτεται πως αυτές τις μέρες σ’ ένα μακρινό φτωχικό σπιτάκι, μιά γριά μάνα, ένας ρυτιδωμένος πατέρας, μιά χαριτωμένη αδελφή θα έλαβαν την επιταγή και κλαίνε από θλίψη και χαρά. Θα ήθελε να βρεθεί και αυτός μαζί τους, να καθίσουν όλοι μαζί στη φτωχική γωνιά και να κουβεντιάσουν. Για τα παλιά τα χρόνια, για χίλιους δυό μύθους, για το σήμερα, για το αύριο. Να βγει στο καφενείο και να δοκιμάσει την τύχη του στο 31 για το καλό του χρόνου. Θα ήθελε να τους αγκαλιάσει όλους. Αλλά χωμένος τώρα σε μια παράγκα του Ρίτσμοντ, του Φιτζρόυ, του Πέραν, του Ρέντφερν, της κάθε φτωχοσυνοικίας, σκέπτεται πως έχει βάσανα η ζωή. Σκέπτεται πως το χρήμα σήμερα κυβερνά και τα χρόνια του στην Ελλάδα τα πέρασε στην ανέχεια, στην ταπείνωση, σε μεγαλύτερη στενοχώρια.
Όσες πόρτες κι αν χτυπούσε για δουλειά ήταν κλειστές, δεν άνοιγαν. Απέφευγε νά συναντήσει άνθρωπο, μην τυχόν και χρειασθεί να καθήσει σε μια ταβέρνα για ένα καραφάκι και γινόταν ρεζίλι που δεν είχε 3 δραχμές να πληρώσει. Τι να πει κάνεις για τη σημερινή ευημερούσα κοινωνία! Φεύγουμε σαν τους πελαργούς και τα χελιδόνια σε άλλα μέρη, λες και η πατρίδα μας είναι κτισμένη πάνω σέ μπετόν Αρμέ. Γνωστά και χιλιοειπωμένα.
Όλοι νοσταλγούν αυτές τις μέρες το αναμμένο τζάκι και τις παγωνιές που θύμιζαν τη γέννηση του Χριστού, τον ερχομό μιας καινούργιας χρονιάς. Ο εργένης όμως έχει μια εντελώς ξεχωριστή ιστορία. Βρίσκεται κλεισμένος στο δικό του καβούκι.
“Δεν μπορώ να πιστέψω ότι γιορτάσαμε τα Χριστούγεννα μ’ αυτές τις ζέστες και τώρα αρχίζει το νέο έτος. Εδώ θα πρέπει τώρα να γιορτάζουμε το Πάσχα και το Πάσχα τα Χριστούγεννα» λέει ο Γεώργιος Αντ. τον Δεκέμβριο του 1970, μετά από έξι μήνες στην Αυστραλία. Advertisement
“Έτσι μού ‘ρχεται να βγω στο δρόμο και να φωνάξω; ‘Είστε όλοι ψεύτες’, έχω χάσει καθετί το ανθρώπινο. Δουλειά σπίτι, σπίτι δουλειά. Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, όπως έκανα και τα Χριστούγεννα, θα κοιμηθώ από το πρωί μέχρι το βράδυ για να μην καταλάβω ότι ήρθε μια τέτοια μεγάλη γιορτή,” λέει ο Γ. Δημητρίου που έχει πέντε μήνες στην Αυστραλία. Μόνες στην Αυστραλία ζουν και πολλές κοπέλες Ελληνίδες. Το δράμα τους είναι πράγματι μεγάλο, γράφει ο Δημήτρης Παπαγεωργίου. Η Ρίτσα, έβγαλε το γυμνάσιο στην ‘Ελλάδα και ήρθε πριν λίγους μήνες στην Αυστραλία για σπουδές και για μια καλύτερη οικονομική ζωή. “…Δεν ξέρω τι να πω, λέει μέ κάποιο παράπονο. Λένε ότι οί γυναίκες έχουν με το μέρος τους όλους τους νόμους εδώ πέρα. Η αλήθεια είναι πώς αν είσαι μόνη, δέν ξεχωρίζεις και πολύ άπό ένα σκλάβο.
“Πριν φύγω μου είπαν ότι μπορώ να σπουδάσω εδώ. Αλλά είναι φύσει αδύνατον. Ο μισθός μας δεν φτάνει ούτε για φαγητό. Αναγκαζόμαστε να δουλεύομε υπερωρίες για να βάζουμε λίγα λεφτά στην τράπεζα. Πώς να πας μετά από ένα 10ωρο ή 12ωρο να διαβάσεις; Θα βλέπεις τον ουρανό με τ’ άστρα. Θά προσπαθήσω νά ξεχάσω ότι ήρθαν μεγάλες μέρες. Μακάρι ο καινούργιος χρόνος να σημάνη καλύτερες μέρες για όλους, δεν το πιστεύω όμως…”.
Έτσι θα υποδεχθούν την Πρωτοχρονιά στην ξενητειά, αυτή η μερίδα ανθρώπων που λέγονται εργένηδες, καταλήγει στο άρθρο του ο κ. Παπαγεωργίου.
“Φυσικά, πολλοί θα το ρίξουν έξω. Κάπου θα βρούν να μεθύσουν και να ξεχάσουν αλλά σαν ξαναβρεθούν μόνοι τους στην άδεια κάμαρά τους η θλίψη θα γυρίσει μεγαλύτερη. Ευχόμαστε με όλη την καρδιά μας να μην συμβούν έτσι τα πράγματα. Νά νοιώσουν για λίγο χαρούμενοι και να έχουν, τι άλλο; καλές γιορτές και εύτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος!”