Το βουβό ζώο
Το δειλινό μιας όμορφης μέρας, κάποια παράξενη διάθεση έπιασε τη ψυχή μου και βγήκα απο τα σύνορα της πόλης και περιδιάβασα γύρω στα ερείπια ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού, που μόνο οι γκρεμισμένες πέτρες του είχαν μείνει.
Πάνω σ'αυτές τις πέτρες, είδα ένα σκύλο ξαπλωμένο ανάμεσα στις βρωμιές και τις στάχτες. Είχε πληγές πάνω στο δέρμα του και η αρρώστια σακάτευε το ισχνό κορμί του. Αντικρίζοντας πότε πότε τον ήλιο που βασίλευε, τα γεμάτα θλίψη μάτια του φανέρωναν τη ταπείνωση, την απελπισία και τη δυστυχία του.
Βάδισα αργά και τον πλησίασα και ήθελα να 'ξερα τη γλώσσα των ζώων για να μπορούσα να τον παρηγορήσω με τη συμπόνια μου. Αλλά ο σκύλος μόνο που τρόμαξε απο το πλησίασμα μου, και προσπάθησε να σταθεί στα τρεμάμενα πόδια του. Επεσε όμως, και μου έριξε ένα βλέμμα όπου ανακατευόταν η αδύναμη οργή και η ικεσία. Το βλέμμα αυτο μιλούσε πιο καθαρά απο τα λόγια ενός άντρα και πιο συγκινητικά απο τα δάκρυα μιας γυναίκας. Και να τι ένιωσα πως μου είπε. "Ανθρωπε, υποφέρω απο την αρρώστια που μου έφερε η δική σου κτηνωδία και καταδίωξη. Εφυγα μακρυά απο τα πόδια σου που με κλωτσούσαν και βρήκα καταφύγιο εδώ, γιατί το χώμα και οι στάχτες είναι πιο καλότροπα απο του ανθρώπου την καρδιά, κι αυτά τα ερείπια λιγότερο μελαγχολικά απο τη ψυχή του ανθρώπου. Φύγε εσύ που ήρθες απο το κόσμο της αδικίας και της τυραννίας. Εγω εγώ είμαι ένα άθλιο πλάσμα που υπηρέτησε πιστά το γιο του Αδάμ. Ήμουν ο πιστός σύντροφος του ανθρώπου, τον φρουρούσα μέρα και νύχτα. Λυπόμουν όταν ήταν μακρυά και τον καλωσόριζα και τον καλωσόριζα με χαρά όταν γύριζε. Ευχαριστιόμουν με τα ψίχουλα που έπεφταν απο το τραπέζι του, και χαιρόμουν με τα κόκκαλα που εκείνος είχε φάει όλο το κρέας τους. Όταν όμως γέρασα κι αρρώστησα, μ'έδιωξε απο το σπίτι του και με παράτησε στ' άσπλαχνα παιδιά του δρόμου.
"Ω γιέ του Αδάμ, βλέπω την ομοιότητα ανάμεσα σε σένα και στους συνανθρώπους σου, όταν τα γηρατειά τους κάνουν ανήμπορους. Βλέπω τους στρατιώτες που πολέμησαν για τη πατρίδα τους όταν ήταν ακόμα στο άνθος της ηλικίας τους, και που αργότερα καλλιεργούσαν τα χωράφια της. Τώρα όμως που ήρθε ο χειμώνας της ζωής τους και δεν είναι πια χρήσιμοι, πετιούνται στην άκρη.
Και βλέπω ακόμα την ομοιότητα ανάμεσα στη δική μου μοίρα και στη μοίρα της γυναίκας, που στα χρόνια της όμορφης νιότης, έδινε χαρά στην καρδιά του νέου άντρα και που μετά σαν μητέρα, αφιέρωσε τη ζωή της στα παιδιά της. Αλλά τώρα γριά πιά, την αγνοούν και την αποφεύγουν. Πόσο σκληρός και τυρρανικός είσαι, ω γιέ του Αδάμ, και πόσο βάναυσος."
Έτσι μίλησε το βουβό ζώο που η καρδιά μου το κατάλαβε. - Χαλίλ Γκιμπράν
Μας το εστειλε η
No comments:
Post a Comment