EFHMERIS

Monday, January 9, 2017

Γενεύη. Αρχίζει το Κυπριακό: Η ώρα της αλήθειας (;)




Στη Γενεύη, από σήμερα 9 έως την 11η Ιανουαρίου, επαναλαμβάνεται ο
ενδοκυπριακός διάλογος μεταξύ του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας
 Νίκου Αναστασιάδη και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί.

Σε διάφορες πόλεις της Ελβετίας -ευρωπαϊκή έδρα του ΟΗΕ- 
έχουν γραφεί σημαντικά κεφάλαια των ελληνοτουρκικών 
σχέσεων και του Κυπριακού.

Από τη Λωζάννη το 1923, το Μοντρέ το 1936, τη Ζυρίχη το 
1959, στη Γενεύη το 1974, το Νταβόςτο 1975 και το 1988, το Μπούργκενστοκ στη λίμνη της Λουκέρνης το 2004, έως το 
Μοντ Πελεράν τον Νοέμβριο του 2016, η διαδρομή είναι 
σπαρμένη με τα ράκη του διαλόγου Ελλήνων και Τούρκων σε αναζήτηση μιας κοινά αποδεκτής βάσης ειρηνικής γειτονικής συνύπαρξης.

Στη Γενεύη, από σήμερα έως την 11η Ιανουαρίου, 
επαναλαμβάνεται ο ενδοκυπριακός διάλογος μεταξύ του 
Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκου Αναστασιάδη 
και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί, σε μια 
ακόμη προσπάθεια να γεφυρωθούν οι διαφορές που
 καταγράφηκαν στις συνομιλίες του Μοντ Πελεράν, 
τον περασμένο Νοέμβριο.
Φιλοδοξία όσων εμπλέκονται στη διαδικασία αναζήτησης 
μιας «δίκαιης και βιώσιμης λύσης» του Κυπριακού είναι η 
παρούσα φάση των συνομιλιών να ολοκληρωθεί με τη 
σύγκληση της λεγόμενης «πολυμερούς Διάσκεψης», 
προκειμένου να απαντηθούν τα ζητήματα της Ασφάλειας 
και των Εγγυήσεων. Πρόκειται για ζητήματα που 
παρακολουθούν την Κυπριακή Δημοκρατία από την πρώτη
 ημέρα της συστάσεώς της, το 1960, και υπήρξαν -μαζί με τη συνταγματική δομή- στη βάση των προβλημάτων που 
ευνόησαν τις διχοτομικές ενέργειες της Τουρκίας στο 
νησί, καθώς και τις παρεμβάσεις τόσο της Ελλάδας -με
 αποκορύφωμα το προδοτικό πραξικόπημα τον Ιούλιο του 
1974- όσο και την ανάμιξη ΗΠΑ και ΕΣΣΔ στο πλαίσιο του ανταγωνισμού τους, την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.

Ό,τι διασπά το πέπλο της μυστικότητας, που καλύπτει τις εν εξελίξει συνομιλίες Αναστασιάδη-Ακιντζί, ελάχιστα περιθώρια αισιοδοξίας επιτρέπει ότι τα «παθήματα έγιναν μαθήματα». Η απαίτηση της Άγκυρας για αποτύπωση της «πλήρους πολιτικής ισότητας» των δύο κοινοτήτων, μέσω της εναλλασσόμενης προεδρίας Ελληνοκύπριου και Τουρκοκύπριου προέδρου, θα καταστήσει, για άλλη μια φορά, την Κύπρο μοναδικό παράδειγμα κράτους με μειωμένη εφαρμογή του δημοκρατικού κανόνα.































Στο Κυπριακό περίσσεψαν οι συναισθηματικές 
προσεγγίσεις 
και οι εύκολες κατηγοριοποιήσεις σε «πατριώτες 
και ενδοτικούς», κατάσταση που ελάχιστα βοήθησε
 στην κατανόηση του 
ζητήματος, συσκότισε τα κριτήρια πρόσληψής του 
από τους
 πολίτες και εμπόδισε τις πολιτικές ηγεσίες, σε Αθήνα 
και 
Λευκωσία, να επιδιώξουν έναν επωφελή συμβιβασμό,
 για την 
επίλυσή του, σε συνέχεια της μείζονος παραδοχής 
στην οποίαν
 ήχθη η ελληνοκυπριακή πλευρά, με τις Συμφωνίες
 Κορυφής 
Μακαρίου-Ντενκτάς το 1977 και Κυπριανού-Ντενκτάς
 το 1979, αποδεχόμενη την εγκαθίδρυση μιας 
«διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας».
Η μακρά διαδρομή του Κυπριακού και η παρέλκυση
 της επίλυσής
 του, δεκαετίες τώρα, δεν επιτρέπουν την καλλιέργεια
 αυταπατών
 περί λύσης ικανής να περιγραφεί ως «δίκαιη».
Η απολύτως θεμιτή και νόμιμη απαίτηση για

«δίκαιη λύση» προϋποθέτει την πλήρη κι απόλυτη
 εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου, την 
πλήρη κι απόλυτη υλοποίηση των 
Ψηφισμάτων της Γ.Σ. και των Αποφάσεων του Σ.Α.
 του 
ΟΗΕ και εν τέλει την καθολική άρση των τετελεσ
μένων που δημιούργησε η εισβολή του Αττίλα το 1974.
Αλλά, δυστυχώς, στο Κυπριακό, από την πρώτη ημέρα της 
εγέρσεώς του, είτε στη φάση του αντιαποικιακού αγώνα, 
είτε με την εγκαθίδρυση της ανεξάρτητης Κυπριακής
 Δημοκρατίας, η κατίσχυση του δικαίου και του δημοκρατικού
 κανόνα ήταν και παραμένουν ζητούμενα.
Ο βιαστικός, ενθουσιώδης μαξιμαλισμός της ελληνικής 
πλευράς την δεκαετία του ‘50 κατέληξε σε αναγνώριση 
και απόδοση δικαιωμάτων στην τουρκική μειοψηφία που
 οδήγησαν σε πλήρη παράλυση το νεοσύστατο κράτος.
Η κτηθείσα εμπειρία δηλοί ότι μια λύση, για να είναι
 «δίκαιη 
και βιώσιμη», οφείλει να μην παραβιάζει εξόφθαλμα 
τον πάγιο δημοκρατικό κανόνα και να είναι λειτουργική.
 Να επιτρέπει,
 δηλαδή, στο κράτος να λειτουργεί αποτελεσματικά,
 να προάγει
 το κοινό καλό, να επιλύει και να μη δημιουργεί προβλήματα.
Ό,τι διασπά το πέπλο της μυστικότητας, που καλύπτει 
τις εν εξελίξει συνομιλίες Αναστασιάδη-Ακιντζί, ελάχιστα
 περιθώρια αισιοδοξίας επιτρέπει ότι τα «παθήματα
 έγιναν μαθήματα». Η απαίτηση της Άγκυρας για
 αποτύπωση της «πλήρους πολιτικής ισότητας» των 
δύο κοινοτήτων, μέσω της εναλλασσόμενης προεδρίας
 Ελληνοκύπριου και Τουρκοκύπριου προέδρου, θα
 καταστήσει, για άλλη μια φορά, την Κύπρο μοναδικό
 παράδειγμα κράτους με μειωμένη εφαρμογή του 
δημοκρατικού κανόνα.
Στο εδαφικό, που είναι η σημαντικότερη πτυχή των 
συνομιλιών που επαναλαμβάνονται σήμερα, οι
 διαφορές των δύο πλευρών δεν φαίνεται να είναι
 αγεφύρωτες, καθώς στο Μοντ Πελεράν -τον Νοέμβριο-
 υπήρξε καταρχήν συμφωνία για την έκταση της 
τουρκοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας σε ποσοστά 
μεταξύ 28,2% και 29,2%. Στη Γενεύη, το επόμενο 
διήμερο, θα πρέπει να παρουσιαστούν χάρτες με 
την ακριβή αποτύπωση των εδαφών της κάθε 
συνιστώσας πολιτείας και στο πλαίσιο αυτό τόσο 
το ζήτημα της επιστροφής της Μόρφου, όσο και της
 ακτογραμμής της κάθε πλευράς αποκτά μείζονα σημασία.
Η κυπριακή κυβέρνηση έχει καταστήσει σαφές ότι 
επιδιώκει να επιστραφούν περιοχές που ήταν 
πυκνοκατοικημένες πριν από την εισβολή της 
Τουρκίας και επιμένει στην απόδοση της Μόρφου, 
δεχόμενη ακόμη και την παραμονή αριθμού
 Τουρκοκυπρίων στο έδαφός της. Σε εκκρεμότητα
 παραμένει -και θα συζητηθεί από σήμερα- τόσο 
ο αριθμός των προσφύγων του 1974 που θα 
επιστρέψουν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση, 
όσο και το ποσοστό της ακτογραμμής της κάθε 
συνιστώσας πολιτείας.
Πέραν όλων αυτών, μείζον ζήτημα παραμένει αυτό
 της Ασφάλειας και των Εγγυήσεων, στο οποίο έχουν
 αποφασιστικό λόγο και ρόλο οι τρεις Εγγυήτριες 
Δυνάμεις των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, 
το 1959-1960, και στο οποίο οι διαφορετικές 
προσεγγίσεις Αθήνας και Άγκυρας μοιάζουν 
αγεφύρωτες.
Η Αθήνα έχει διαμηνύσει σε όλους τους τόνους
 -και εγγράφως- ότι δεν στέργει σε παράταση του
 καθεστώτος εγγυήσεων και συναφώς στην παραμονή
 τουρκικών στρατευμάτων στο νησί, μετά τη λύση του
 Κυπριακού. Στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση
 κινείται η Άγκυρα, επιμένοντας να αντιμετωπίζει 
το Κυπριακό ως μείζον ζήτημα «εθνικής ασφαλείας»,
 και εμφανιζόμενη έτοιμη να δεχθεί διατήρηση των 
εγγυήσεων μόνο για την τουρκοκυπριακή συνιστώσα
πολιτεία, στην οποίαν θα παραμείνει και αριθμός 
τουρκικών στρατευμάτων, κατά προφανή παραβίασ
η κάθε νομικού κανόνα και του ευρωπαϊκού κεκτημένου!
Η αξίωση αυτή της Τουρκίας είναι ικανή να τινάξει στον αέρα κάθε προσπάθεια για τη σύγκληση πολυμερούς Διάσκεψης, την οποίαν κι επιζητεί, από το 1974, να περιορίσει στο πλαίσιο μιας πενταμερούς. Δηλαδή, οι τρεις Εγγυήτριες Δυνάμεις -Ελλάδα, Βρετανία, Τουρκία- και οι δύο κοινότητες της Κύπρου.
Ένα παλαιό αγγλοσαξωνικό κλισέ, αγνώστου πατρότητας, προτρέπει: «Ποτέ μην αφήνεις την αλήθεια να σου χαλάσει μια ωραία ιστορία».
Στο Κυπριακό, η «αλήθεια» συστηματικά αποσιωπήθηκε και διαστρεβλώθηκε, ενώ παραμένει δεκαετίες τώρα ζητούμενο η «ωραία ιστορία».
Η προϊστορία του εδαφικού ζητήματος
1977 - Στον 6ο γύρο των ενδοκυπριακών συνομιλιών, η Λευκωσία κατέθεσε χάρτη με το 80,3% του εδάφους στην ελληνοκυπριακή πλευρά και το 19,7% στην τουρκοκυπριακή, ενώ για την ακτογραμμή προέβλεπε το 75,3% να ανήκει στην ελληνοκυπριακή και το 24,7% στην τουρκοκυπριακή πλευρά, καθώς και την επιστροφή 109.515 Ελληνοκυπρίων στα εδάφη τους.
1978 - Η τουρκική πλευρά παρουσίασε πρόταση σύμφωνα με την οποία διατηρούσε το 35,2% του εδάφους και το 55,5% της ακτογραμμής και απέδιδε στην ελληνοκυπριακή το 64,8% και 44,5% αντιστοίχως, ενώ θα επέστρεφαν στις εστίες τους μόνον 4.124 πρόσφυγες.
1981 - Η τουρκοκυπριακή πλευρά -η Τουρκία δηλαδή- επανήλθε με ελαφρώς βελτιωμένη πρόταση με ποσοστό εδάφους 33,4% και 53,4% ακτογραμμής για την ίδια και 66,6% και 46,6% για την ελληνοκυπριακή πλευρά, ενώ θα επέστρεφαν 13.818 Ελληνοκύπριοι.
Την ίδια χρονιά παρουσίασε χάρτη και ο ΟΗΕ, για πρώτη φορά. Με τον χάρτη του ειδικού αντιπροσώπου Χούγκο Γκόμπι, ποσοστό εδάφους 72,6% ετίθετο υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση και 27,4% υπό τουρκοκυπριακή, ενώ το 49,8% της ακτογραμμής θα ανήκε στην ελληνοκυπριακή πλευρά και 50,2% στην τουρκοκυπριακή. Θα επέστρεφαν 78.025 Ελληνοκύπριοι.
Ο δεύτερος χάρτης Γκόμπι, έδινε 0,2% περισσότερο ποσοστό εδάφους στην ελληνοκυπριακή πλευρά (72,8%) και το 27,2% στην τουρκοκυπριακή. Τα ποσοστά της ακτογραμμής παρέμεναν τα ίδια, ενώ θα επέστρεφαν 79.720 Ελληνοκύπριοι.
1993 - O γ.γ. του ΟΗΕ Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι παρουσίασε νέο χάρτη, με ποσοστό εδαφών 72,1% υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση και 27,9% υπό τουρκοκυπριακή. Επίσης, η ελληνοκυπριακή πλευρά θα κατείχε το 49,9% της ακτογραμμής και η τουρκοκυπριακή το 50,1%. Θα επέστρεφαν 78.912 Ελληνοκύπριοι.
2002 - Με το πρώτο σχέδιο Ανάν, τον Νοέμβριο, το ελληνοκυπριακό συνιστών κρατίδιο θα είχε το 71,4% του εδάφους και το τουρκοκυπριακό το 28,6%. Η ελληνοκυπριακή πλευρά θα είχε το 45,5% της ακτογραμμής και η τουρκοκυπριακή το 54,5%, ενώ θα επέστρεφαν 82.170 Ελληνοκύπριοι.
2004 - Έπειτα από διαδοχικές τροποποιήσεις στο «σχέδιο Ανάν 5», που τέθηκε σε δημοψήφισμα, ποσοστό εδάφους 71,3% ετίθετο υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση και 28,7% υπό τουρκοκυπριακή και επέστρεφαν 86.366 Ελληνοκυπρίων. Σε ό,τι αφορά την ακτογραμμή, τα ποσοστά ήταν 45,7% για την ελληνοκυπριακή πλευρά και 54,3% για 
NAFTEMPORIKI.gr απο την έντυπη έκδοση


Του Δημήτρη Η. Χατζηδημητρίου 
dhatz@naftemporiki.gr

No comments:

Post a Comment