EFHMERIS

Friday, August 30, 2019

Φάκελος: Ελληνική ποίηση [2018-2019]: Γιώργος Βέης

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

«Μα τι χρειάζονται οι ποιητές σε 
τόσο μίζερους καιρούς;»                                                                             
Φρήντριχ Χαίλντερλιν 

Τqο Literature ανοίγει τον φάκελο Ελληνική Ποίηση 2018-2019 και εγκαινιάζει μια νέα σειρά συνεντεύξεων με τους πλέον καταξιωμένους σύγχρονους Έλληνες ποιητές. Στο πλαίσιο αυτό θα φιλοξενηθούν οι απόψεις των σημαντικότερων Ελλήνων ποιητών της σημερινής εποχής με σκοπό να φανούν οι απόψεις των δημιουργών αναφορικά με το παρόν και το μέλλον της Ελληνικής ποίησης. Στόχος είναι επίσης να παρουσιαστεί το έργο, οι ιδέες αλλά και η προσωπικότητα των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι επιμένουν να λειτουργούν ποιητικά σε καιρούς τόσο «μίζερους», γράφοντας εκλεκτή ποίηση, στη γλώσσα του Ομήρου και συνεχίζοντας επάξια την αδιάλειπτη για 3000 χρόνια παρουσία της ποίησης στην Ελλάδα. Επιμέλεια:  Τέσυ Μπάιλα 


  Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε με δυο λόγια τον ποιητή Γιώργο Βέη θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για τον ταξιδευτή των τόπων, των ψυχών και των αισθήσεων. Και είναι αλήθεια ότι η Ποίηση του Γιώργου Βέη, είτε στη μορφή των σονέτων είτε με την επιλογή του ελεύθερου στίχου, συμπυκνώνει την απεραντοσύνη του κόσμου και εκτείνεται από την εντοπιότητα στην οικουμένη των αισθήσεων και στην παγκοσμιοποίηση της ανθρωπιάς. Άλλωστε αυτό που αναφαίνεται σε όλο του το έργο είναι κυρίως ο άνθρωπος πέρα από τα σύνορα αλλά και μέσα σ’ αυτά. Ο άνθρωπος των αντιφάσεων και των νοοτροπιών. Αλλά και του αέναου κύκλου ζωής που καθορίζεται από τη φύση και τον χρόνο. Γράφει χαρακτηριστικά:  «Η μέρα έχει σχεδόν σωθεί στη λέξη ακόμη μα ζήτησε όμως τα πάντα πάλι από μένα  μέλη πρόσφορα κύματα πλούσια ξανθιά κόμη ζητά τα πάντα ή δυνατόν όλα, κύματα και πλούσια ξανθιά κόμη  το κάθε λεπτό αξίζει η χαρά του υμένα».    Ο λόγος του, πάντοτε υπαινικτικός και με έναν εσωτερικό, μουσικό ρυθμό προκαλεί σε μια ουσιαστική ανάγνωση, προσκαλεί τον αναγνώστη σε μια  καταβύθιση στα αφανέρωτα με την πρώτη ανάγνωση νοήματα. Στην εξερεύνηση της υπαρκτικής τους διάστασης. Η ποιητικότητα του λόγου του όμως είναι εμφανής και στα πεζά του έργα. Στις ταξιδιωτικές εκείνες μαρτυρίες που αφηγούνται την Ιστορία, τόσο την ατομική όσο και τη συλλογική, των τόπων, των ανθρώπων, των παθών αλλά και των οραμάτων τους και σηματοδοτούν μια ουσιαστική χαρτογράφηση της πολυσημίας που χαρακτηρίζει την καθημερινότητα των ανθρώπων. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1974 με το βιβλίο του «Φόρμες και άλλα ποιήματα». Ακολούθησαν άλλες δέκα τρεις ποιητικές συλλογές έως το «Για ένα πιάτο χόρτα», από τις εκδόσεις Ύψιλον, 2016. Από το 1976 ασχολείται με την κριτική της λογοτεχνίας. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Υπηρετεί στο Διπλωματικό Κλάδο του Υπουργείου Εξωτερικών. Διετέλεσε Πρόξενος στη Νέα Υόρκη, Γενικός Πρόξενος στο Ντόρτμουντ, στη Μελβούρνη, στο Χονγκ Κονγκ και στο Μακάο, σύμβουλος Πρεσβείας στο Πεκίνο και στη Σεούλ, επιτετραμμένος στο Καμερούν, με παράλληλη διαπίστευση στο Τσαντ, στο Σάο Τομέ-Πρινσίπε, στην Γκαμπόν, στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και στη Γουϊνέα του Ισημερινού. Διετέλεσε πρέσβης στο Σουδάν, με παράλληλη διαπίστευση στη Σομαλία. Το 2010 τοποθετήθηκε πρέσβης στην Ινδονησία, με παράλληλη διαπίστευση στη Μαλαισία, στο Σουλτανάτο του Μπρουνέι και στο Ανατολικό Τιμόρ. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε επτά ευρωπαϊκές γλώσσες και στα κινεζικά. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας το 2000, για το βιβλίο «Ασία, Ασία», και με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας το 2010, για το βιβλίο «Από το Τόκιο στο Χαρτούμ». Η ποιητική του συλλογή «Λεπτομέρειες κόσμων» απέσπασε το Βραβείο Λάμπρος Πορφύρας της Ακαδημίας Αθηνών το 2007. Το 2012 του απονεμήθηκε ο Ανώτερος Ταξιάρχης του Φοίνικος για τις υπηρεσίες του στο διπλωματικό σώμα. Το 2014 τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου του. Τον Ιούλιο του 2015 προήχθη κατ’ απόλυτη εκλογή από τον βαθμό του Πληρεξούσιου Υπουργού Α’ στον βαθμό του Πρέσβεως και διορίστηκε Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην UNESCO. Το 2014 τιμήθηκε με το  Βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών και το 2016 με το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Μαρτυρίας – Βιογραφίας – Χρονικού-Ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας για το βιβλίο του με τίτλο «Παντού: Μαρτυρίες, μεταμορφώσεις». Άνθρωπος προσηνής και ευγενικός μίλησε μαζί μας για τη φύση της ελληνικής Ποίησης, για το παρόν και το μέλλον της, για τον σύγχρονο αναγνώστη και την απομάγευση του, για το πώς ο σημερινός ποιητής αντιμετωπίζει την κοινωνική και πολιτισμική αποδόμηση της χώρας αλλά και για τον ρόλο που έπαιξε ο έρωτας και το ταξίδι στη διαμόρφωση της δικής του ποιητικής. Αν και θα έγραφε ποίηση ακόμα κι αν δεν είχε ταξιδέψει ποτέ του, όπως λέει, εντούτοις υποστηρίζει ότι: «όντως ταξιδεύουμε αενάως. Δηλαδή ακόμη και μέσα στα όνειρα των άλλων».        Μπορεί η ποίηση να λειτουργήσει ως οδηγός επιβίωσης στις μέρες μας;   Εξαρτάται. Εννοώ: αν διαβάζουμε όντως δημιουργικά την ποίηση, τότε, ναι, μπορεί να λειτουργήσει και ως οδηγός επιβίωσης. Η ποίηση μπορεί να είναι επαναστατική, υπερβατική, αφαιρετική, συνθετική, να δηλώνει φυγή από τα αισθήματα, άρση των αντιφάσεων ή ακόμα και καταφυγή μέσα στις αντιθέσεις. Στις μέρες μας μπορεί να αλλάξει τις συνειδήσεις των ανθρώπων, ώστε να δημιουργήσει ένα καλύτερο μέλλον στις κοινωνίες; Θα μπορούσε! Αρκεί να διαβαστεί όπως προανέφερα.   Πότε γράφει κανείς ποίηση; Όταν δονείται από το πάθος των συναισθημάτων ή όταν απομακρύνεται από αυτό και βλέπει καθαρότερα;  Ο καθείς, η κάθε μια και ο τρόπος του /της. Το αποτέλεσμα εν τέλει ΜΕΤΡΑΕΙ κι όχι η αιτία, η αφορμή, η συνθήκη, η συγκυρία και τα συναφή.    Ο Βαλερύ έλεγε ότι: «ένα Ποίημα δεν τελειώνει ποτέ. Μόνο εγκαταλείπεται». Συμμερίζεστε αυτή την άποψη; Αφού ούτε η ζωή η ίδια τελειώνει εδώ, πόσο μάλλον ένα ποίημα!   Πότε περιορίζεται η ποιητική δύναμη ενός ποιητή; Όταν παρασύρεται από τη ρητορική του δεινότητα, όταν πέφτει δηλαδή στην παγίδα του αυτισμού.   «Ο καθείς και τα όπλα του», έλεγε ο Ελύτης. Ποια πρέπει να είναι τα όπλα ενός ποιητή στην υπηρεσία της ποίησης; Συνέπεια στον εσωτερικό του ρυθμό. Συντήρηση, καθημερινή αν χρειάζεται, της γέφυρας μεταξύ πραγματικότητας ( κι ό, τι θεωρείται πραγματικότητα) και φαντασίας.   Πώς αρχίσατε να ασχολείστε με την ποίηση; Από το Δημοτικό Σχολείο. Κάτι σα να έπινα νερό, σα να έπαιζα. Κι όμως οι δάσκαλοι κι οι γονείς μου δεν με υποτίμησαν, δεν με έψεξαν ποτέ. Ίσως γιατί εκ παραλλήλου δεν παρέλειπα να μελετώ ό, τι έπρεπε.        Είναι η ενασχόληση με την Ποίηση μια επικίνδυνη διαδικασία; Η Ποίηση τα θέλει εξ ορισμού όλα δικά της. Αν είναι Ποίηση, βέβαια. Κι είναι επικίνδυνη, διότι αίρει εν τέλει το εγώ. Ούτε βέβαια μπόρεσε να βοηθήσει τους αυτόχειρες ποιητές.   Πώς βλέπετε το μέλλον της ελληνικής ποίησης; Υπάρχει σήμερα μια ελληνική σχολή ποίησης με τον τρόπο που τη γνωρίσαμε από την περίφημη γενιά του ’30, ή τη γενιά του ’70; Τα δείγματα δεν πιστοποιούν την ύπαρξη σχολής, αλλά ύφους αντίστασης στη φθορά. Ευτυχώς δεν συναντώ εμμανείς μοιρολάτρες ανάμεσα στους νέους και στις νέες μας. Συγκρατώ: την παρουσία, υποδόρια ή απτή, του ελυτικού χρώματος, του σεφερικού τόνου, τις πυκνώσεις με τακτ από την πλευρά των ωρίμων της ποιητικής σκηνής, τις καλώς συγκερασμένες προτάσεις από τους επί δεκαετίες ασκημένους, την επανάληψη μοτίβων στέρησης, τις αναφορές, συγκεκριμένες και σαφείς, στα πολιτικά πράγματα, τις προβολές νεφελωδών ή μη ιδεολογημάτων, τα φιλόδοξα λυρικά σχήματα, τα εξειδικευμένα λεκτικά σχήματα από τους συστηματικούς του είδους, σε αντιδιαστολή με όσα εκθέτουν οι δεκάδες «συλλογές» των εμφανώς ματαιόδοξων, δηλαδή των φανατικών οπαδών της λεγόμενης vanity press, οι οποίοι, ως γνωστόν, δεν κουράζονται ποτέ να γεμίζουν την αγορά με τις ασημαντότητές τους. Διατείνονται μάλιστα ότι πρωτοτυπούν, ενώ μηρυκάζουν ασυστόλως, φέρ΄ ειπείν, Γιάννη Ρίτσο, Μίλτο Σαχτούρη, Νίκο Καρούζο και Τάσο Λειβαδίτη. Πρόκειται για τα αχρείαστα δείγματα των Α. Ε. Π. Ήτοι: ανιαρών, επιφανειακών, προβλέψιμων σκαριφημάτων. Πάντως, στις καλύτερες στιγμές της, η ποιητική παραγωγή δικαιώνει την πρωταρχική πρόθεσή της. Εξ ου και η αισιοδοξία μου.   Αν γράφατε εσείς σήμερα «γράμμα σε έναν νέο ποιητή» τι θα τον συμβουλεύατε να κάνει; α) να βιώνει το δευτερόλεπτο σαν να ήταν η αιωνιότητα, β) να διαβάζει, αν δεν γράφει,από το πρωί ως το βράδυ τους Μείζονες του είδους, σε όσες γλώσσες μπορεί, γ) να μάθει απέξω κι ανακατωτά τις σχετικές οδηγίες, μεταξύ άλλων, του Ορατίου, του Γουάλας Στήβενς και βεβαίως του νομπελίστα μας Οδυσσέα  Ελύτη, δ) να μην ζει, παρά ως λέξη – ει δυνατόν! Κατ’ αρχήν αυτά…   Τι μέλλον πιστεύετε ότι έχει η ελληνική ποίηση στο εξωτερικό; Πόσο γνωστή είναι; Έχουμε τόσα και τόσα να κάνουμε για να έχει στο εξωτερικό η νεώτερη και νεότατη ποίηση μας τη θέση εκείνη, η οποία της αρμόζει. Το κλειδί είναι ασφαλώς ένα: η ορθολογική επιχορήγηση των ευθύβολων μεταφράσεων σε πολλές ταυτοχρόνως γλώσσες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, από καθαρά διεθνή σκοπιά, εξακολουθούμε να γράφουμε σε μια γλώσσα εξοντωτικού περιθωρίου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, επίσης, ότι τα τελευταία χρόνια έχουν κλείσει πολλά τμήματα και έδρες νεοελληνικών σπουδών σε πλείστα Α.Ε.Ι. στην αλλοδαπή. Εξ ου και η επιβαλλόμενη, ως εκ των πραγμάτων, αναθεώρηση της όλης στρατηγικής μας στον τομέα των χρηστικών μεταφράσεων.   Σε μια χώρα όπου από την εποχή του Ομήρου έως σήμερα γράφεται ανελλιπώς ποίηση ποια πιστεύετε πως είναι η κοινωνική αποστολή ενός ποιητή, ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα; Πώς βλέπετε εσείς τη σημερινή κοινωνική και πολιτισμική αποδόμηση της χώρας; Το πεδίο δράσης είναι ευρύ. Αρκεί ο φορέας της ποιητικής γλώσσας να είναι επαρκής. Δεν νοείται ποίηση μη-πολιτική. Στον πυρήνα της τουλάχιστον. Ίσως η υπόθεση μιας θεαματικής έκπληξης από την πλευρά των νέων να είναι κι αυτή υπόθεση του άμεσου μέλλοντός μας.  Δεν αποκλείεται ορισμένοι από τους εν λόγω δημιουργούς να δώσουν προσεχώς απτά  δείγματα της αποφασιστικής και γενναίας εκείνης υφολογικής και θεματικής τομής τους, η οποία θα τους μετέθετε ενδεχομένως, από την κατηγορία των σχεδόν ισοτίμων συντρόφων του δεδομένου λογοτεχνικού χώρου, στην άλλη ομάδα, αυτή των ρηξικέλευθων, των μεθοδικών ανανεωτών του δημιουργικού λόγου.   Ο σύγχρονος αναγνώστης είναι ικανός να «ξεκλειδώσει» τα μυστικά της ποίησης ή έχει χάσει την παρθενικότητα των αισθήσεών του σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί να κατανοήσει τη μαγεία της; Η απομάγευση του τοπίου είναι πράγματι ο όλεθρος. Το εμπράγματο Κακό. Από ανάγκη ύψιστη, η ποιητική γραφή δρα ιαματικά κυρίως. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι αναγνώστες οφείλουν να διαβάσουν το κάθε (ευθύβολο, εννοείται) ποίημα σα να ήταν δικό τους. Γι’ αυτούς άλλωστε δεν γράφτηκε; Έχουν όμως χρόνο για την ανάγνωση αυτού του συγκεκριμένου είδους; Την διεισδυτική, την απερίσπαστη, την ολική, εννοώ, ανάγνωση.   Ο έρωτας τι ρόλο έχει παίξει στην ποιητική σας διαδρομή; Είναι μια ανυψωτική δύναμη ή η ποίηση είναι μια εσωτερική διαδικασία που χρειάζεται απομόνωση; Κάθε ποίημα, ανεξαιρέτως, δεν είναι κατ’ αρχήν ερωτικό;  Κάθε ουσιαστικό, κάθε ρήμα, κάθε επίθετο δεν είναι προϊόν έρωτος για ζωή; Από έρωτα για το πράγμα δεν έρχεται η λέξη (του) κοντά του και δένεται για ΠΑΝΤΑ μαζί του; Η απομόνωση, που αναφέρετε, ίσως να χρειάζεται στο τελευταίο στάδιο επεξεργασίας του ποιήματος. Ιδίως αν είναι συνθετικό. Αλλά και πάλι δεν ισχύουν εδώ αυστηροί, καθολικοί κανόνες.        Και το ταξίδι; Είναι γνωστό πως ακόμα και στα ταξιδιωτικά, πεζά σας κείμενα η ποιητική έκφραση κυριαρχεί. Με ποιους τρόπους το ταξίδι διαμόρφωσε την προσωπικότητα του ποιητή Γιώργου Βέη και πώς επηρέασε την ποιητική σας έκφραση; Θα προτάξω εδώ ορισμένα δάνεια λόγου. Πρόκειται για διαρκείς δείκτες σύνθεσης λόγου: «αγαπώ τα ταξίδια, τα θεωρώ προσπάθειες επιστροφής. Αναζήτηση σημαδεμένη με σταθμούς, κάθε φορά που πλησιάζουμε τόπους οι οποίοι ταιριάζουν στους πόθους μας […]. Μια τέτοια αναζήτηση είναι και η ποίηση: μεριμνά μόνο για τούτο το σημείο του κόσμου που το προϊδεάζομαι, στήνει και ερμηνεύει αυτό το μνημείο της φυσικής ευγλωττίας, όπου θα λάμψει η μέρα που εκείνη ποθεί, η παντού θαμμένη. Ποίηση και ταξίδι έχουν την ίδια υπόσταση και το ίδιο αίμα. Και ξαναλέω, μετά τον Baudelaire, ότι από όλες τις πράξεις τις δυνατές στον άνθρωπο, αυτές είναι οι μόνες ίσως χρήσιμες και οι μόνες σκόπιμες». (Ιβ Μπονφουά, Οι Τάφοι της Ραβέννας, μετάφραση: Χριστόφορος Λιοντάκης, εκδόσεις Γνώση, 1981). Κι έχω υποστηρίξει ήδη ότι όντως ταξιδεύουμε αενάως. Δηλαδή ακόμη και μέσα στα όνειρα των άλλων. Δηλαδή θέλοντας και μη. Το συναρπαστικότερο μέρος του ταξιδιού είναι μάλλον η ανάμνησή του. Ίσως διότι την επινοούμε σ’ έναν βαθμό. Αυτό θα πει επιστροφή. Θα έγραφα ποίηση κι ας μην είχα βγει ποτέ από τα όρια της πρωτεύουσας μας. Θα ήταν όμως σαφώς διαφορετική, όχι κατ’ ανάγκην κατώτερη, από αυτήν που γράφω έχοντας ζήσει κι εργαστεί για τριάντα και πλέον χρόνια σε πόλεις και των Πέντε Ηπείρων. Το ταξίδι είναι ένα παλίμψηστο. Εκεί γραφόμαστε όπως είμαστε. Παραθέτω, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής μια σχετική αποτίμηση του Κώστα Γεωργουσόπουλου, όπως κατατέθηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα», στις 9 Μαρτίου του 2007: «Διαβάζω αυτές τις μέρες τους Έρωτες τοπίων του ποιητή, δοκιμιογράφου και διπλωμάτη Γιώργου Βέη. Είναι το τρίτο βιβλίο του από χώρες της Ασίας κυρίως (το ένα ήδη βραβευμένο) που μας χαρίζει. Στη γραφή του προέχει ο ποιητής, τα κείμενά του είναι πεζά ποιήματα. Ιδού μια άλλη εκδοχή αυτού που ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος ονόμαζε «Λυρική Γεωγραφία». Ο Βέης ταξιδεύει στα ψυχικά τοπία και ετάζει νεφρούς ανθρώπων. Βλέπει και το βλέμμα του μεταποιεί τη μνήμη σε χαρακτική εγκαυστική».   Τελικά, κ. Βέη χρειάζονται οι ποιητές σε τόσο μίζερους καιρούς; Φρονώ ότι, για ευνόητους λόγους, οι ποιητές χρειάζονται ιδίως στους μίζερους καιρούς! Δεν συνιστούν δηλαδή πολυτέλεια. Είναι υπόθεση ανάσας. Τόσο απλό. Αναμφίβολα η ποίηση θα εξακολουθεί να ενεργεί παλίντροπα — από τη μια θα την έλκει και θα την ελκύει ο πόλος του πραγματικού και ό,τι αυτό μπορεί ενδεχομένως να σημαίνει, κι από την άλλη θα τη διεγείρει το φαντασιακό με όλη τη δυναμική του. Στο αναμφισβήτητο χάος που είναι έτοιμο ανά πάσα στιγμή να ανοίξει μπροστά μας, χάος που υπονοούν και επαπειλούν μεταξύ άλλων οι πυρηνικοί εξοπλισμοί, με αφοπλιστική μάλιστα ειλικρίνεια, προοιωνίζοντας το βιολογικό μας τέλος, έρχεται η ποίηση αυτών των καιρών να μας βοηθήσει να δούμε με καθαρότερα μάτια την τάξη στη θέση της αταξίας, το ρυθμό στη θέση της αναρχίας και της αρρυθμίας. Οφείλουμε «μέσα από την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών», όπως ορίζει ο περίφημος καβαφικός στίχος, να διασφαλίσουμε την ποιητική διάσταση του κόσμου. Η ελευθερία της λεκτικής δράσης, η ρηματική συναλληλία προκαθορίζουν με τον τρόπο τους τη συναντίληψη των όντων. Αν πράγματι «μόνο η φαντασία και όχι η επινόηση είναι η υπέρτατη κυρίαρχος της τέχνης, όπως και της ζωής», όπως διατείνεται ο Τζόζεφ Κόνραντ, τότε οι ευθύνες μας για τη διατήρηση του δικαιώματος να ονειρευόμαστε μέσα στο δάσος των λέξεων είναι τώρα ιδιαίτερα αυξημένες.      

Read more at: https://www.literature.gr/

No comments:

Post a Comment