Η λευκή γενοκτονία με τις πορείες θανάτου διήρκεσε περίπου τρία χρόνια και εξόντωσε τα δύο τρίτα των εκτοπισμένων
* Της Παναγιώτάς ΙωακειμίδουΟ Λίμαν φον Σάδερς (Γερμανός στρατηγός, που είχε αναλάβει στρατιωτικός σύμβουλος και ανώτατος στρατιωτικός διοικητής του στρατού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο) συνέλαβε την ιδέα της λευκής γενοκτονίας και οι Τούρκοι την εφάρμοσαν με μεγάλο ζήλο. Αυτός ο πρώην Πρώσος αξιωματικός το σχεδίασε και οι Τούρκοι το εφάρμοσαν άψογα. Η λευκή γενοκτονία με τις πορείες θανάτου διήρκεσε περίπου τρία χρόνια και εξόντωσε τα δύο τρίτα των εκτοπισμένων.
Η εξόντωσή τους με τις πορείες θανάτου ήταν ο πιο επώδυνος θάνατος. Οι εκτοπισμοί ξεκινούσαν πάντα, όταν επικρατούσαν ακραίες καιρικές συνθήκες, δηλαδή πολύ κρύο ή πολύ ζέστη. Οι εξαντλητικές πορείες μέσα στον χειμώνα οδηγούσαν σε βέβαιο θάνατο από υπερβολικό ψύχος πολλούς από αυτούς και κυρίως τα παιδιά,τους αδύναμους και τους γέρους. Το καλοκαίρι επίσης με τους μεγάλους καύσωνες η πείνα,η δίψα και η υπερβολική ζέστη είχαν το ίδιο οδυνηρό αποτέλεσμα. Ο θάνατος ήταν βασανιστικός, γιατί ήταν αργός, αλλά σταθερός.
Τους κατοίκους των παραλίων τους εκτόπιζαν χειμώνα. Τους οδηγούσαν στα ορεινά μέρη του Πόντου, όπου οι χειμώνες ήταν βαρείς και αυτοί ήταν αμάθητοι σε ακραία καιρικά φαινόμενα. Τους συγκέντρωναν στην Σεβάστεια, η οποία βρίσκεται σε οροπέδιο,μια περιοχή όπου φυσούσαν δριμείς άνεμοι και το χιόνι έπεφτε νωρίς. Οι θαλασσινοί άμαθοι από το δριμύ ψύχος, χωρίς καμιά προστασία, χωρίς φαγητό, πέθαιναν πολύ γρήγορα.
Την αντίθετη πορεία ακολουθούσαν οι κάτοικοι από τα ορεινά του Πόντου. Καθώς κατέβαιναν κατά χιλιάδες και κατευθύνονταν προς τα παράλια, στην πραγματικότητα όμως άγνωστο για πού, συλλάμβαναν τα παιδιά τα έβαζαν σε βάρκες δήθεν να τα πάνε στην Αμισό, αλλά στη συνέχεια οι λεμβούχοι τα χτυπούσαν πάνω στα βράχια και τα πετούσαν στην θάλασσα.
Τους μεγάλους τους περιόριζαν μέσα σε άθλια οικήματα, με σκοπό να εξαθλιωθούν σωματικά και ηθικά. Αυτό συνέβαινε πολύ σύντομα. Πεινασμένοι,ταλαιπωρημένοι,άυπνοι οδηγημένοι από το ένστικτο της επιβίωσης τρώγανε τα φορέματα τους, τα παπούτσια τους και ό,τι έβρισκαν για να κορέσουν την πείνα τους. Θυμάμαι την γιαγιά μου, η οποία πείνασε στην πορεία προς την Συρία, να μου λέει: «πούλιμ,η πείνα σκύλ΄ υιός έν».Όσοι επιβίωναν τους έστελναν εξορία ,στους δρόμους του πουθενά,ανα 200 άτομα. Μέσα σε αυτές τις άθλιες αποθήκες στοίβαζαν και άλλους, πάνω στα σηπόμενα πτώματα. Όσοι κατόρθωναν να ξεγελάσουν τον θάνατο,έπαιρναν τον άγνωστο δρόμο στις «πορείες θανάτου».
Μέχρι τον Νοέμβριο του 1921 είχαν συγκεντρωθεί στην Μαλάτεια 10 χιλιάδες ψυχές προερχόμενοι από Αμισό, Πάφρα, Αμάσεια, Μερζιφούντα ,Κιουμούς, Μαδενί, Επές, Τοκάτ, τσιφλίκ κλπ. Πολλοί από αυτούς δεν πρόλαβαν να διεκδικήσουν την επιβίωσή τους ακολουθώντας τις πορείες θανάτου. Η εξορία θα ξεκινούσε όταν συμπληρωνόταν 200,αλλά ποτέ δεν γινόταν αυτό, καθώς πέθαιναν στοιβαγμένοι σε χώρους ανθυγιεινούς,μέσα στάβλους και αχυρώνες. Ο συνωστισμός, η πείνα, το δριμύ ψύχος, οι ψείρες, οι ακαθαρσίες συνέβαλλαν στην εμφάνιση δυσεντεριών και εξανθηματικού τύφου. Καθημερινά πέθαιναν δεκάδες από αυτούς τους δυστυχείς. Μέσα σε τρεις μήνες πέθαναν περίπου 3,5 χιλιάδες άτομα. Παρακαλούσαν τους διοικούντες να τους αραιώσουν,αλλά κανείς δεν νοιαζόταν. Η ταφή των νεκρών ήταν δύσκολη κι αυτή, γιατί η μεταφορά δεν διευκολυνόταν και οι ζωντανοί δεν είχαν σωματικές δυνάμεις να κάνουν το καθήκον της ταφής. Μετά από 4 μήνες η κυβέρνηση ζητεί κατάλογο νεκρών κι ζωντανών. Οι νεκροί ήταν 5 χιλιάδες, το ίδιο και οι ζωντανοί.
Τον Μάιο του 1922 ξεκινάει η εφαρμογή του σχεδίου. Η Μαλάτεια περικυκλώνεται και μέσα σε 11 μέρες 4265 άντρες και γυναικόπαιδα συλλαμβάνονται και στέλνονται στο Βιτλίς,500 χιλιόμετρα απόσταση από την Μαλάτεια, μέσω Χαρπούτ και Διαρπεκίρ. Ενώ βρίσκονται στον δρόμο για την εξορία έρχεται νέα εντολή να παραμείνουν εκεί όπου βρίσκονται. Έτσι άλλοι παρέμειναν στο Χαρπούτ, άλλοι στα Άργανα, οι περισσότεροι στο Διαρπεκίρ.
Περπατάνε μέρες χωρίς να ξεκουραστούν, χωρίς φαγητό και πεθαίνουν από πείνα. Τα τούρκικα χώματα τους κράτησαν για πάντα στην αγκαλιά τους αδιάβαστους και άκλαυτους. Περνάνε μέσα από χωριά απολίστων τούρκων και φοβούνται μην «πειράξουν» τις γυναίκες και τα κορίτσια. Λερώνονται και αλείφονται με καπνιά, φοράνε κουρέλια για να μην προκαλούν. Για κάθε ενδεχόμενο όμως είναι εξοπλισμένοι και με ρόπαλα και αποφασισμένοι για όλα.
Αυτό που βιώνουν είναι ο «ζωντανός θάνατος». Οι εξαντλητικές πορείες λυγίζουν τους αδύναμους. Κάθε πρωί πολλοί ήταν αυτοί που δεν ξανάνοιγαν τα μάτια τους, είχαν βασιλέψει για την παντοτινή νύχτα.Οι ψείρες τότε έκαναν γιουρούσι σε όλο το κορμί,κατέκλυζαν ακόμα και τα τσίνορά τους.Στα γυάλινα μάτια τους έλαμπε το τελευταίο τους βλέμμα που απόμεινε να κοιτάζει οργισμένο για την άδικη μοίρα τους.Αυτό το βλέμμα μπορούσε να σκιάξει ακόμα και τους εχθρούς .Τους παρατούσαν άταφους και άκλαυτους στις άκρες του δρόμου .Άφηναν πίσω αγαπημένους νεκρούς και συνέχιζαν την πορεία στο άγνωστο.
Θεριό είναι ο άνθρωπος και αντέχει τα πάντα. Έσφιγγαν τα δόντια,και συνέχιζαν την πορεία. Η σκέψη πάγωνε και για ώρες περπατούσαν χωρίς να μιλάνε. Καραβάνια απελπισμένων,ζεμένα κάρα,πρόσωπα σκυθρωπά,μάτια κλαμένα.
Η πείνα γονατίζει τα μικρά παιδιά,κλαίνε κάτω από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες,τον βαρύ χειμώνα της Ανατολής και τον καύσωνα. Τα μάτια τους έχουν στεγνώσει από τα δάκρυα ,πεθαίνουν αβοήθητα. Κάθε πρωί που ξημερώνει μαζεύουν τα πτώματα και τα αφήνουν στον δρόμο,το καραβάνι συνεχίζει την πορεία του χωρίς να θάψει τους νεκρούς του. Τα μισόγυμνα νεκρά παιδιά θα γίνουν βορά στα όρνεα και τα άγρια θηρία που παραμονεύουν. Άταφοι, άκλαυτοι ,αλειτούργητοι,θύματα της λευκής γενοκτονίας,θύματα ενός θανάτου που είναι πιο σκληρός από την σφαγή και τον απαγχονισμό. Ο θάνατος αυτός είναι πολύμηνος και τον βιώνουν καθημερινά, ξέρουν το τέλος τους, το περιμένουν και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα να το αποτρέψουν.
Περπάτησαν μήνες,ταλαιπωρήθηκαν χρόνια διανύοντας εκατοντάδες χιλιόμετρα από το Επες και την Σεβάστεια μέχρι το νοτιότερο άκρο της Τουρκίας το Ντιαρπεκίρ.Πέρασαν σε εδάφη Συριακά και Λιβανέζικα. Έζησαν για μήνες ανάμεσα σε άγριους και βάρβαρους κούρδους κάτω από απάνθρωπες συνθήκες.Επέζησαν μόνον οι σκληραγωγημένοι και οι δυνατοί οργανισμοί. Αντιμετώπισαν κάθε είδους δυσκολίες και εμπόδια.Από την περιοχή του παππού μου,το ηρωικό Επές,ξεκίνησαν για τις πορείες θανάτου 12,5 χιλιάδες,έφτασαν στην Ελλάδα μόνον 2,5 χιλιάδες.Οι υπόλοιποι υπήρξαν θύματα της λευκής γενοκτονίας.
Όχι, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε όσα έγιναν, οι νεκροί μας έχουν «δικαίωμα στην μνήμη».
* Η Παναγιώτα Ιωακειμίδου είναι φιλόλογος και δασκάλα ποντιακής διαλέκτου στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Ντοκιμαντέρ για τη γενοκτονία των Ποντίων