Τέσσερα χρόνια σχεδόν μετά την κήρυξη της Επανάστασης ο Ιωάννης Καποδίστριας έλαβε ένα γράμμα από τρεις επιφανείς πολίτες της επαναστατημένης Ελλάδας το οποίο περιείχε πρόσκληση προς αυτόν να αναλάβει την αρχηγία του αγώνα εναντίον των Τούρκων. Αποκλείεται να μην γνώριζαν αυτοί ότι είχε ήδη αρνηθεί την αρχηγία στην Φιλική Εταιρεία. Τότε, όμως, είχε ήδη θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία του Τσάρου, του ιδρυτή της Ιεράς Συμμαχίας, ο οποίος δεν ήταν πρόθυμος να διαταράξει τις σχέσεις του με τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις για χάρη της Ελλάδας πρέπει να σκέφτηκαν. Ένας από τους επιφανείς αυτούς Έλληνες ήταν και ο μετέπειτα άσπονδος εχθρός του Καποδίστρια Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.
Ο Πετρόμπεης, που γύρευε μεταξύ άλλων να γνωρίσει την γαλλική κουζίνα στους συμπατριώτες του, αφότου ο Καποδίστριας ήρθε στην Ελλάδα και ανέλαβε την θέση του Κυβερνήτη του κράτους, του ζητούσε συνεχώς χρήματα, επειδή οι Μανιάτες φοβόντουσαν να μην χάσουν τον έλεγχο, τον οποίο τελικά έχασαν, των τελωνείων της Μεσσηνίας, τους φόρους από τα λάδια και τα βελανίδια και τα υπόλοιπα προνόμια που είχαν εξασφαλίσει από τους Τούρκους. Πολύ γρήγορα ο Κυβερνήτης συνειδητοποίησε πως δεν διψούσαν όλοι οι κάτοικοι της ρημαγμένης χώρας για ασφάλεια και ησυχία ή μάλλον καλύτερα ότι κάποιοι διψούσαν μόνο για την δική τους ασφάλεια και ησυχία. «Τι είδος άνθρωποι είσθε!» φέρεται να είπε στον Νικόλαο Δραγούμη μόλις εξήλθε από το γραφείο του ο Πετρόμπεης που είχε πάει για να του ευχηθεί για την ονομαστική του εορτή και δεν είχε παραλείψει να του ζητήσει και πάλι χρήματα. Μόλις τον Μάρτιο του 1829 ο επιφανής Μανιάτης του είχε ζητήσει 50.000 γρόσια και συμβιβαζόταν, αν το δημόσιο ταμείο δεν μπορούσε να αντέξει κι αυτό το βάρος, με την παραχώρηση της Εύβοιας…
Η συμπεριφορά του Πετρόμπεη και των ομοίων του είχε αναγκάσει τον Κυβερνήτη να τους χαρακτηρίσει φθορείς του έθνους σε συνομιλία του με τον ίδιο τον αρχηγό της κακιάς φάρας των Μαυρομιχαλαίων. «Νόμιζα ότι οι Έλληνες έχουν τις απαιτούμενες αρετές , αλλά δυστυχώς δεν τις βλέπω» τόλμησε να ξεστομίσει στον ίδιο διάλογο. Όταν άκουσε ο αρχικοτζάμπασης Πετρόμπεης τον τελείως απαξιωτικό χαρακτηρισμό «φθορείς» αντέταξε πως αυτούς τους φθορείς ακολούθησαν όλοι οι Έλληνες και αποτίναξαν τον ζυγό τους. Πολύ δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε την μαρτυρία πως το 1840 ο προστατευόμενος των Άγγλων Πετρόμπεης εξέφρασε την μετάνοιά του για την δολοφονία του Κυβερνήτη σε μία συγκέντρωση σε ένα σπίτι λέγοντας: «Ανάθεμα στους Άγγλους και τους Γάλλους που ήταν η αιτία. Κι εγώ έχασα τους δικούς μου και το έθνος έχασε έναν άνθρωπο που δεν θα τον ματαβρεί και το αίμα του με παιδεύει ως σήμερα». Αντίθετα πολύ πειστική μας φαίνεται η μαρτυρία πως όταν ο Καποδίστριας είχε φυλακίσει τον Πετρόμπεη στην Ακροναυπλία λόγω της ανταρσίας που είχε ξεσπάσει στη Μάνη είχε επέμβει ο ρώσος ναύαρχος Ρίκορντ που ήθελε να γίνει μία συζήτηση κυρίων ανάμεσα στους δύο άντρες. Όταν όμως έφτασαν ο ναύαρχος με τον Πετρόμπεη στο Κυβερνείο ο Κυβερνήτης ήταν ήδη έξω φρενών γιατί μόλις είχε διαβάσει μία αγγλική εφημερίδα που τον κατακεραύνωνε. Έτσι όταν είδε τον αρχικοτζάμπαση εκνευρίστηκε περισσότερο και διέταξε να τον πάνε πίσω στη φυλακή. Τότε ήταν που ο αδερφός του Πετρόμπεη Κωνσταντίνος, που είχε συλληφθεί παλιότερα αν δεν κάνουμε λάθος από τον Κυβερνήτη με την κατηγορία της πειρατείας και ο γιος του Πετρόμπεη Γεώργιος ορκίστηκαν να εκδικηθούν τον Καποδίστρια και γι’ αυτήν την διαπόμπευση του έγκλειστου από τον Ιανουάριο αρχηγού τους.
Ο γιος του Πετρόμπεη «ξέπλυνε» με την δολοφονία και την ντροπή που του είχε χαρίσει ο Κυβερνήτης όταν τον είχε επισκεφτεί στο Κυβερνείο με τα καλά του τα ρούχα. «Δεν σε επαινώ για τα ρούχα σου, του είπε. Είναι καιρός που πρέπει να σφίγγουμε το ζωνάρι και να τρώμε ακρίδες και μέλι άγριο». «Σήμερα ο Κυβερνήτης με έκανε να ντραπώ» εκμυστηρεύτηκε σε έναν φίλο του μόλις βγήκε από το Κυβερνείο.
Οι Υδραίοι από την μεριά τους διέθεταν χίλιους λόγους, τους ίδιους σχεδόν με τους συντρόφους τους Μανιάτες για να τον δολοφονήσουν αλλά τους πρόλαβαν οι σύντροφοί τους. Κατ’ αρχήν ο εχθρός τους μόλις έφτασε στην χώρα κατήργησε τη βουλή (με την δική της πάντως συγκατάθεση) και τον θεσμό του υπουργικού συμβουλίου, έκρινε ακατάλληλο για εφαρμογή το Σύνταγμα της Τροιζήνας που είχε διακηρύξει ότι «το αδιαίρετον Ελληνικόν Κράτος στηρίζεται επί της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας» και ίδρυσε δικής του εμπνεύσεως όργανα διακυβέρνησης στα οποία παραχώρησε λίγες αρμοδιότητες.
Έπειτα, όπως γράφει ο Σπυρίδων Τρικούπης στην ιστορία του, θεωρούσε άξιους της αγάπης του και της προστασίας του μόνο τους χωρικούς και τους βιομηχάνους και ονόμαζε Τούρκους με χριστιανικό όνομα του κοτζαμπάσηδες, ληστές τους οπλαρχηγούς (ο Ραφαηλίδης θα του απαντούσε πως αποκλείεται να θεωρούσε τους οπλαρχηγούς συλλήβδην ληστές επειδή «τον Κυβερνήτη τον ακολούθησαν ανεπιφύλακτα, από την αρχή μέχρι το τέλος, ο μεγάλος και πάντα ανοιχτομάτης Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο αγαθός και πάντα έντιμος Κωνσταντίνος Κανάρης»), όργανα του σατανά τους Φαναριώτες και ανόητους τους λόγιους και, τέλος, πίστευε, από έπαρση, πως αν έφευγε θα χανόταν το έθνος ενώ μείωνε κιόλας με κάθε ευκαιρία την δόξα του Αγώνα για να μην φαίνεται ότι χρωστούσε χάρη σε αυτούς που του πρόσφεραν την Αρχή. Ο Σπυρίδων Τρικούπης είχε παραιτηθεί από την θέση που τον είχε τοποθετήσει ο Κυβερνήτης, του γραμματέα της Επικράτειας, όταν ο Καποδίστριας αύξησε τον αριθμό των μελών του Πανελληνίου (συμβουλευτικό συμβούλιο) κατά εννέα, επειδή το συμβούλιο αυτό ήταν της γνώμης πως έπρεπε να ψηφίζουν στις εκλογές μόνο οι αυτόχθονες Έλληνες και οι κτηματίες και είχε γνωμοδοτήσει αρνητικά απέναντι στην δική του πρόταση να αναγνωριστεί το δικαίωμα ψήφου σε όλους τους Έλληνες, αυτόχθονες και ετερόχθονες.
Ο Καποδίστριας τότε, που πάντα πάσχιζε για την διατήρηση όλων των εύθραυστων ισορροπιών, που δεν ήταν λίγες, ίδρυσε την Γραμματεία της Κυβερνήσεως επί των Εξωτερικών, ήτοι Υπουργείο Εξωτερικών και διόρισε τον Σπυρίδωνα Τρικούπη Γραμματέα του, ήτοι Υπουργό των Εξωτερικών. Αυτός ο τελευταίος, την εποχή που οι αντικυβερνητικές αναφορές έδιναν και έπαιρναν, όπως λέμε, και δεν ήταν Υπουργός δεν άντεξε και υπέγραψε κι αυτός μία. Λίγες μέρες, δε, πριν την Εθνοσυνέλευση, που είχε συγκαλέσει ο Καποδίστριας και επρόκειτο να ξεκινήσει τις συνεδρίες της την 11η Ιουλίου του 1829, η κυβέρνηση της Ύδρας, η «επταμελής, δηλαδή, συνταγματική επιτροπή», όπως την είχαν βαφτίσει οι δημιουργοί της , ετοιμαζόταν να πραγματοποιήσει την δική της χωριστή εθνοσυνέλευση στην έδρα της, ύστερα και από την αποτυχία της να ματαιώσει την «Εθνοσυνέλευση του Καποδίστρια». Γιατί η Ύδρα, απολάμβανε προνομιακής μεταχείρισης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αφού εισέπραττε φόρους από τα νησιά του Αιγαίου.
Όπως και η Μάνη αξίωνε κι αυτή μέσω του Λάζαρου Κουντουριώτη την άμεση καταβολή των πολεμικών αποζημιώσεων στους πλοιοκτήτες τα πλοία των οποίων είχαν υποστεί σημαντικές ζημιές κατά τη διάρκεια του αγώνα. Οι πλοιοκτήτες αυτοί τα ήθελαν όλα ή τίποτα και αντιδρούσαν πάντα σχεδόν σθεναρά, όπως όταν εγκρίθηκε από τον Κυβερνήτη η συγκέντρωση ενός ποσού και η απόδοσή του ως αποζημίωσης, οπότε και διαφώνησαν με τον τρόπο διανομής του, απαιτώντας την καταβολή του κατά προτεραιότητα σε αυτούς και όχι στις οικογένειες των ασθενέστερων οικονομικά ναυτών, όπως είχε αποφασίσει ο Καποδίστριας. Ο κυρ Λάζαρος, μάλιστα, είχε παραιτηθεί κιόλας από την θέση στην οποία τον είχε τοποθετήσει, ο μη φειδόμενος προσπαθειών συμφιλίωσης και συμβιβασμού Καποδίστριας, του προσωρινού διοικητή του νησιού γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Βγήκε από τα ρούχα του που λέμε όταν ο Κυβερνήτης αναγνώρισε μεν ως δίκαιο το αίτημα της καταβολής των πολεμικών αποζημιώσεων και υποσχέθηκε να το ικανοποιήσει στο μέλλον πλην τους υπενθύμισε και το προνομιακό καθεστώς που απολάμβανε μέχρι πρότινος το νησί. Πάντως, ο Καποδίστριας τους πρότεινε για μία ακόμη φορά κλάδο ελαίας, όταν κατήργησε τους τελωνειακούς δασμούς από το λιμάνι τους. Ο Κυβερνήτης εξάλλου είχε κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη προσβάλει βαθύτατα τους Κουντουριώτες αφού είχε διατάξει έναν ιρλανδό γεωπόνο που βρισκόταν στην Ελλάδα να φυτέψει πατάτες κι αυτός είχε διαλέξει (τυχαία άραγε;) ένα χωράφι που είχε αγοραστεί το 1825 από τους Κουντουριώτες αλλά η αγορά του είχε ακυρωθεί από την συνέλευση της Επιδαύρου με αποζημίωση των αγοραστών την οποία όμως αυτοί δεν είχαν λάβει ακόμη και γι‘ αυτό μάζευαν ακόμη τους καρπούς των δένδρων.
«Οι Κουντουριώτες», γράφει ο Τρικούπης, δεν ανήκαν στην τάξη των κοτσαμπάσηδων, των Φαναριωτών, των οπλαρχηγών ή των λογίων τους οποίους αποστρεφόταν ο Καποδίστριας. Ήταν έμποροι που πλούτισαν πάνω σε έναν άγονο τόπο, βοήθησαν πολλούς, δεν αδίκησαν κανέναν και δαπάνησαν για την πατρίδα ολόκληρη σχεδόν τη μεγάλη περιουσία τους μοχθώντας και ριψοκινδυνεύοντας για τη σωτηρία του έθνους. Με την συγκατάθεση ακόμα και των αντιπάλων του (ο Λάζαρος Κουντουριώτης) κλήθηκε από τις εθνικές συνελεύσεις και τις εθνικές βουλές στην Υπέρτατη Αρχή του έθνους, την οποία όμως δεν δέχτηκε ποτέ». Ο κυρ Λάζαρος όμως ήταν κατηγορηματικά αντίθετος στην κήρυξη της επανάστασης (όπως και ο Καποδίστριας εξάλλου). Ο ίδιος ο Τρικούπης γράφει πως όταν ο τολμηρός Αντώνης Οικονόμου πήγε στο διοικητήριο του νησιού και έδιωξε τον διοικητή του Νικολό Κοκοβίλα υπό τις ιαχές του πλήθους οι πρόκριτοι Λάζαρος Κουντουριώτης, Δημήτρης Τσαμαδός, Βασίλης Μπουντούρης και Γκίκας Γκιώνης που συσκέπτονταν στο μοναστήρι ως δημογέροντες εκείνης της περιόδου βγήκαν έντρομοι από αυτό και διασκορπίστηκαν μόλις άκουσαν την οχλοβοή και πληροφορήθηκαν την αποπομπή του διοικητή. Τέλος, ποιος Υδραίος θα μπορούσε να ξεχάσει τα λόγια του Κυβερνήτη προς τους αντιπροσώπους του νησιού όταν τον είχαν επισκεφτεί για να του προτείνουν να γίνουν προστάτες του; Τότε ήταν που τους είχε απαντήσει ο αθεόφοβος ως εξής: « Το μέλλον της Ελλάδας δεν βρίσκεται στην Ύδρα αλλά η τύχη της Ύδρας στα χέρια μου». Ενώ δεν είχε διστάσει να τους «υποσχεθεί» το τέλος του ληστρικού συστήματος. Η αντίδραση πάντως των προυχόντων ξεκίνησε σχεδόν αμέσως, από τα τέλη δηλαδή του Ιανουαρίου του 1828, δεν περίμενε δηλαδή την σκλήρυνση του καθεστώτος.
Ο Καποδίστριας δεν ήταν επίσης αρεστός στους Άγγλους επειδή είχε κιόλας προσπαθήσει να απαλλάξει την ιδιαίτερη πατρίδα του την Κέρκυρα από την κατοχή τους. Ότι και να έκανε δε δεν θα μπορούσε να τους γίνει ποτέ αρεστός γιατί τον «κυνηγούσε» το αμαρτωλό παρελθόν του, η προσήλωσή του στον Αυτοκράτορα Αλέξανδρο της Ρωσίας και οι πολύτιμες υπηρεσίες που του είχε προσφέρει. Ακόμη και ο Σπυρίδων Τρικούπης που ενώθηκε τελικά με τους αντιπάλους του και πάλεψε για την αποπομπή του γράφεi στην ιστορία του:« Μάταια παραιτήθηκε, από τη στιγμή που κλήθηκε στην κυβέρνηση της χώρας, από κάθε σύνταξη και διέκοψε κάθε δεσμό του με τη Ρωσία, αφού κανένας δεν θεωρούσε ειλικρινή τη στάση του. Αυτό όμως ήταν άδικο επειδή, οποιαδήποτε κι αν ήταν η κλίση του προς τη ρωσική αυλή, κανένας Έλληνας δεν είχε στην καρδιά του μεγαλύτερη αγάπη για την πατρίδα από εκείνον». Η Αγγλία φοβόταν περισσότερο, όπως και η Γαλλία, την ενδυνάμωση του μεγάλου αντιπάλου της στην Ανατολική Μεσόγειο, σε μία περιοχή ζωτικής σημασίας για τα στρατηγικά και τα εμπορικά της συμφέροντα, της Ρωσίας. Έτσι, όταν ο τσάρος Νικόλαος Α΄ της πρότεινε να αναλάβει επιθετική δράση εναντίον της Πύλης αυτή του αντιπρότεινε συγκράτηση. Είχε προσπαθήσει, εξάλλου, να αποκλείσει την Ρωσία από την διευθέτηση του Ελληνικού Ζητήματος με πρόταση προς την Γαλλία για διμερή διευθέτησή του. Για να διώξουν τον Καποδίστρια, τον ευνοούμενο των Ρώσων, χρησιμοποίησαν μαζί με τους συμμάχους τους Γάλλους κάθε διαθέσιμο και πρόσφορο μέσο.
Στις αντιπολιτευτικές προσπάθειες πρωταγωνίστησε ο αρχηγός του αγγλικού κόμματος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Ζητούσαν τάχα Σύνταγμα (και ελευθερίες) μέσω της αντιπολίτευσης ενώ το θεωρούσαν ασύμφορο για την χώρα. Κατά την διάρκεια της ναυμαχίας στον Πόρο, κατά την οποία ο αντικυβερνητικός Μιαούλης έκαψε τα μισά σχεδόν πλοία του ελληνικού στόλου αφού κανονιοβόλησε πρώτα εσκεμμένως ένα ρώσικο πολεμικό που είχε προστρέξει για βοήθεια, ο Άγγλος και ο Γάλλος πλοίαρχος έλειπαν «εκ τυχαίας συμπτώσεως». Όταν μετά την νικηφόρα υπέρ του ναυμαχία, καθώς αποκρούστηκε η προσπάθεια κατάληψης του λιμανιού του Πόρου εκ μέρους των αντικυβερνητικών, ο Καποδίστριας απευθύνθηκε στους πληρεξουσίους του Συνεδρίου του Λονδίνου της 22ας Αυγούστου εκθέτοντάς του την κρισιμότητα της κατάστασης και την αναγκαιότητα αποκλεισμού της Ύδρας αυτοί του γύρισαν την πλάτη. Είχαν αποφασίσει ήδη να τηρήσουν στάση ευμενούς ουδετερότητας υπέρ των στασιαστών αντικυβερνητικών της Ύδρας. Δεν είχαν περάσει εξάλλου και πολλά χρόνια από τότε που ο βασιλιάς της Αγγλίας Γεώργιος Δ’ τον είχε εκδικηθεί για τις υπηρεσίες του προς την Ρωσία, όταν, ενώ είχαν κανονίσει να συναντηθούν στα ανάκτορα του Ουίνσδορ για ακρόαση, ύστερα από πολλές κρούσεις του Καποδίστρια, τελικά μπήκε ο βασιλιάς στην αίθουσα αναμονής μετά από ώρες, όπου έστεκε ο Κυβερνήτης όρθιος περιμένοντάς τον, φορώντας τα πολιτικά του ρούχα και αφού χάζεψε για λίγο τους πίνακες του είπε: «Α εδώ είστε, κύριε κόμη; Χαίρω πολύ που σας βλέπω» και βγήκε από την αίθουσα. Του χρέωναν άκρατη ρωσοφιλία, απέχθεια στα συνταγματικά πολιτειακά συστήματα, νεποτισμό και αυταρχικότητα.
Τους Γάλλους ο Καποδίστριας τους είχε γνωρίσει ήδη από κοντά όταν το 1797 μεταβιβάστηκε σε αυτούς ο έλεγχος των Επτανήσων. Η εμπειρία αυτή ενίσχυσε τις συντηρητικές του πεποιθήσεις αφού διαπίστωσε την μεγάλη απόσταση που χώριζε τα κηρύγματά τους περί ισότητας και ελευθερίας με τις αυθαίρετες διώξεις, όπως αυτή του πατέρα του και την σκληρή ,αφόρητη φορολογία. Η επαμφοτερίζουσα δε στάση που τηρούσε τότε ο Ναπολέων προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν του άφηνε κανένα περιθώριο πίστης στον μύθο του «ελευθερωτή γάλλου». Ο κυβερνήτης, εξάλλου, είχε επιλέξει να τεθεί στην υπηρεσία του τσάρου το 1808 και όχι σε αυτήν του αυτοκράτορα των Γάλλων γιατί το Παρίσι προωθούσε τότε την γαλλοοθωμανική προσέγγιση την οποία ο ίδιος δεν θεωρούσε καθόλου ελκυστική.
Πάντως λίγο πριν τον ερχομό του στην Ελλάδα είχε επισκεφτεί την Γαλλία στην οποία είχε τύχει θερμότατης υποδοχής εξαιτίας και του ακμάζοντος τότε γαλλικού φιλελληνισμού. Το 1830, όμως, ανατράπηκε ο φιλέλληνας βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Ι’ και η νέα κυβέρνηση ακολούθησε αμέσως πολιτική στενότερης συνεργασίας με το Λονδίνο. Η συνεργασία αυτή, μάλιστα, «προχώρησε» τόσο με τον καιρό (όπως είδαμε και παραπάνω), ώστε όταν μετά τον σχηματισμό της «επταμελούς συνταγματικής επιτροπής» της Ύδρας ο Καποδίστριας αποφάσισε να αποκλείσει την Ύδρα με την βοήθεια των στόλων των Μεγάλων Δυνάμεων και έστειλε μερικούς Γάλλους αξιωματικούς στη Μάνη για την εμπέδωση της ειρήνης αυτοί «αυτομόλησαν», τάχθηκαν, δηλαδή, στο πλευρό των εκεί στασιαστών. Η ανατροπή αυτή επηρέασε σίγουρα αρνητικά την μέχρι τότε σύμπλευση της Γαλλίας με την Ρωσία στο ελληνικό ζήτημα και παραχώρησε το δικαίωμα στους αντικαποδιστριακούς κύκλους να επαναφέρουν το ζήτημα της καταπάτησης των συνταγματικών ελευθεριών των πολιτών, που ήταν άγνωστες στην τσαρική Ρωσία. Πρωτοπαλίκαρο τους ήταν και ο Πετρόμπεης, τον οποίο είχαν βοηθήσει να γίνει μπέης στη Μάνη παλιότερα. Πάντως δεν νομίζουμε πως οι Μεγάλες Δυνάμεις χρειάζονταν και τόσο την αντιπολίτευση αφού κρατούσαν ήδη στα χέρια τους την πολιτική επιβίωση του Καποδίστρια καθώς το κράτος ήταν τόσο φτωχό ώστε εξαρτιόταν απόλυτα από την γενναιοδωρία τους, από την χορήγηση δηλαδή δανείων. Τελικά έμειναν πιστοί ως το τέλος στα πιστεύω τους και στα συμφέροντά τους και επέλεξαν την καταδίκη του στην οικονομική ασφυξία.
Ο αντίπαλός του τότε Σπυρίδων Τρικούπης αναλύει, επιπλέον, στην ιστορία του, το ασυγχώρητο λάθος στο οποίο υπέπεσε κατά την γνώμη του ο Κυβερνήτης, που του στοίχισε τελικά την ίδια του την ζωή. Ο Τρικούπης παραδέχεται ευτυχώς πως το λάθος αυτό, το περιέχον και μικρότερα λάθη, χρησιμοποιήθηκε ως πρόφαση και μόνο από τους εχθρούς του Κυβερνήτη. Το μέγα λάθος του, λοιπόν, κατά τον ίδιο ήταν ότι έπρεπε να είχε πειστεί από την λαμπρή και εγκάρδια υποδοχή του στην χώρα, την υπακοή όλων, ακόμη και των στασιαστών, στις διαταγές του, την απόλυτη πεποίθηση των Ελλήνων στις ικανότητες και στον πατριωτισμό του και προπάντων από την αναπόφευκτη ανάγκη για την ανάθεση της εξουσίας σε αυτόν πως «μπορούσε να κερδίσει τα πάντα και δεν είχε τίποτα να φοβηθεί από μία εθνοσυνέλευση. Αν φερόταν διαφορετικά, η κυβέρνησή του δεν θα μπορούσε να κατηγορηθεί ως παράνομη από την αντιπολίτευση που εμφανίστηκε μετά από λίγο, το έθνος δεν θα πάθαινε τους κλονισμούς που προκάλεσε η πρόφαση της παρανομίας και ο ίδιος δεν θα έπινε τόσα φαρμάκια». Αντιθέτως, αυτός «αμφέβαλλε για πράγματα που δεν αμφέβαλλε κανένας άλλος». Γι αυτό και άργησε τόσο να συγκαλέσει εθνοσυνέλευση, επειδή, δηλαδή, φοβόταν τα αποτελέσματά της. Είχε φροντίσει δε πιο πριν να διορίσει τον αδερφό του Βιάρο έκτακτο επίτροπο των Δυτικών Σποράδων στις οποίες ανήκε η Αίγινα, η έδρα της κυβερνήσεως και να εγκρίνει παράνομες πολιτογραφήσεις ξένων (ετερόχθονων).
Ο Βιάρος, όμως, αποδείχτηκε τελείως ακατάλληλος γι’ αυτήν την θέση. Θα αναφέρουμε μόνο τρία περιστατικά, τα οποία αναφέρει ο Τρικούπης, τα οποία μαρτυρούν την αρρωστημένη ανησυχία του απέναντι στην φανερή αντιπολίτευση εναντίον της κυβέρνησης του αδερφού του, που τον είχε οδηγήσει ακόμη και σε συλλήψεις και φυλακίσεις υπόπτων σε αυτόν για συνωμοσία. Όταν εμφανίστηκε, έτσι, η πανώλη διέταξε για προφύλαξη από την επιδημία να ανοίγονται και να καπνίζονται όλες οι επιστολές. Διέταξε, όμως, επίσης να διαβάζονται και να του αναφέρεται οτιδήποτε άξιο λόγου υπήρχε γραμμένο σε αυτές. Όταν, αργότερα, 150 φιλήσυχοι πολίτες υπέγραψαν και του έστειλαν αναφορά εναντίον του επιστάτη του υγειονομείου της Αίγινας για τους αυστηρούς και ανεπιεικείς τρόπους του διέταξε τον γραμματέα του διοικητηρίου της Αίγινας να καλέσει τους σημαντικότερους από τους συντάκτες της αναφοράς στο διοικητήριο και να την κάψει μπροστά τους. Τέλος, επειδή πίστευε πως ένα μέλος του Πανελληνίου, ο Τάτσης Μαγγίνας, ραδιουργούσε εναντίον του αδερφού του διέταξε να συλλάβουν τον γραμματοκομιστή του καθώς έφευγε από την Αίγινα και να κατάσχουν τις επιστολές που μετέφερε. Τελικώς, αποδείχτηκε πως οι ύποπτες επιστολές δεν ήταν παρά απλά γράμματα που έστελνε ο Μαγγίνας στην σύζυγό του.
Ήταν, τελικά, τόσο τίμιος ο Κυβερνήτης που έπρεπε να πεθάνει; «Είναι για Καποδίστριες η Ελλάδα;», αναρωτιέται ο Βασίλης Ραφαηλίδης στην κωμικοτραγική Ιστορία του τού Νεοελληνικού Κράτους. Ευτυχώς, πάντως, οι περισσότερες μελέτες αριστερών διανοητών που αναφέρονται στην περίοδο αυτοί δεν βρίθουν μόνο καταγγελιών των αντιδημοκρατικών αντιλήψεων του Κυβερνήτη και των αυταρχικών του μεθόδων αλλά περιέχουν και απόψεις διαμετρικά αντίθετες από αυτήν για παράδειγμα του Γιάνη Κορδάτου που θεωρούσε κουφιοκεφαλάκηδες όσους τον έβρισκαν πως ήταν προοδευτικός και φίλος του λαού ή του Νίκου Σβορώνου που θεωρούσε πως ήταν το αυταρχικό όργανο της τσαρικής Ρωσίας και γι αυτό εμπόδιο στην αστική και φιλελεύθερη εξέλιξη της Ελλάδας (που δεν μοίρασε κιόλας τις εθνικές γαίες). Ο Ραφαηλίδης, για παράδειγμα, που απεχθανόταν τις μισές αλήθειες, γράφει στο ίδιο βιβλίο πως ο Κυβερνήτης «πολιτεύτηκε μεν σαφώς δικτατορικά αλλά οι Έλληνες τότε δεν θα μπορούσαν να ευχηθούν τίποτα καλύτερο τότε από το να τους τύχει ένας τίμιος και φωτισμένος δικτάτορας που θα νοιαζόταν όντως για αυτούς και που θα έχτιζε τα θεμέλια πάνω στα οποία θα ήταν δυνατόν αργότερα να στηριχθεί η δημοκρατία. Τις συνέπειες της δολοφονίας του τις πληρώνουμε ακόμα γιατί αν είχαμε αφήσει τη δικτατορία να λειτουργήσει στον καιρό της, και μάλιστα χωρίς κληρονομικό άρχοντα στο σβέρκο μας, θα είχαμε μάλλον αποφύγει τόσο τον θεσμό της βασιλείας όσο και την ατέλειωτη αλυσίδα των δικτατοριών που ακολούθησαν, η οποία θα είχε πιθανώς σπάσει στον δεύτερο κιόλας κρίκο της μετά τον Καποδίστρια». Άλλες μελέτες αναγνωρίζουν «τη θετική συμβολή του Κυβερνήτη στην απόκτηση της εθνικής μας ανεξαρτησίας» χάρη στους φραγμούς που έθεσε στις επιδιώξεις που προωθούσε η ολιγαρχία μέσω της συνταγματικής πολιτειακής οργάνωσης, χάρη στις άριστες σχέσεις με την Ρωσία και την εκμετάλλευση στο έπακρο του ρωσοτουρκικού πολέμου και χάρη στην αντίστασή του στο ευρωπαϊκό μοντέλο και στην ματαίωση της προσπάθειας των Δυτικών Δυνάμεων να επιβάλλουν στην Ελλάδα παρά τη θέλησή της, έναν ξένο βασιλιά. Η άποψη όμως που μας προβλημάτισε πιο πολύ, λόγω της πρωτοτυπίας της ίσως, δεν περιέχεται σε μελέτη αλλά σε άρθρο και ανήκει στον Γιάννη Ιωάννου: «Αν το 1821 οι Έλληνες στρέφονταν προς τη Ρωσία θα εξασφάλιζαν ένα πανίσχυρο και σταθερό σύμμαχο, για να επιτύχουν την εθνική τους ολοκλήρωση. Η δύναμη αυτή, καθυστερημένη κοινωνικά και οικονομικά, δεν θα αποτελούσε εμπόδιο στην αυτοδύναμη ανάπτυξη της χώρας, αντίθετα θα ακύρωνε τη διαλυτική επέμβαση της Αγγλίας, η οποία, μεταξύ άλλων, δεν επέτρεψε τη βιομηχανική ανάπτυξη του νέου κράτους. Επομένως, η δολοφονία του Καποδίστρια, ο οποίος εξέφραζε την πολιτική αυτή, επισφραγίζει τον θρίαμβο του κοτσαμπασισμού και ανοίγει ανεμπόδιστα το δρόμο στην αποσυνθετική δράση της Αγγλίας μέσα στη χώρα μας».
Τον Κυβερνήτη δεν τον αντιπολιτεύτηκαν φυσικά μόνο οι πρόκριτοι και οι αγγλογάλλοι. Οφείλουμε πράγματι να μεταφερθούμε νοερά σε εκείνη την εποχή για να αφουγκραστούμε και τις ελπίδες, τους φόβους και την αγωνία όσων τον αντιπολιτεύτηκαν. Αυτοί και λίγοι δεν ήταν και δεν ήταν όλοι παραπλανημένοι ή καθοδηγούμενοι ενώ αρκετοί είχαν πολεμήσει για μια χώρα ελεύθερη και ευημερούσα. Κάποιοι από αυτούς, μάλιστα, έφτασαν να πιστεύουν πως η Ρωσία χρησιμοποιούσε τον Καποδίστρια για να εγκαθιδρύσει αυταρχικό καθεστώς και να περιορίσει τη διάδοση των «φώτων». Η προοπτική αυτή απειλούσε, κατά την άποψή τους, να ανατρέψει όλους τους στόχους της Επανάστασης όπως αυτοί τους είχαν οραματιστεί. Οι περισσότεροι φοβόντουσαν πραγματικά μήπως η χώρα έχανε μια για πάντα τις φυσικές της σχέσεις με τα προηγμένα κράτη της Δύσης και την ευκαιρία να απολαύσει τις κατακτήσεις του 19ου αιώνα, ότι δεν θα αναπτυσσόταν δηλαδή φυσιολογικά. Αρκετοί δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν όντως να δουν τα σαφή στοιχεία εκσυγχρονισμού που περιείχε το πρόγραμμά του. Γιατί, τελικά, όπως γράφει (στο τελευταίο βιβλίο της βιβλιογραφίας που παρατίθεται στο τέλος) ο ιστορικός Χρήστος Λούκος, «η επιμονή του Κυβερνήτη να διέλθει η χώρα από ορισμένα, αυστηρά ελεγχόμενα στάδια εξέλιξης στένεψε από την αρχή τα περιθώρια ενός διαλόγου με όσους είχαν να προτείνουν άλλες επιλογές» και αχρήστευσε «ένα ανθρώπινο δυναμικό που, ίσως, θα μπορούσε να βοηθήσει θετικά, έστω με την κριτική του, στην επεξεργασία πιο σύνθετων στρατηγικών για την αντιμετώπιση των πολύπλοκων προβλημάτων του υπό συγκρότηση κράτους και, συγχρόνως, να συμβάλει στη διατήρηση, στο εσωτερικό, ευνοϊκότερων ισορροπιών για την κυβέρνηση». Πάντως αρκετοί αντιπολιτευόμενοι και αρκετή κριτική πρόλαβαν να ασκήσουν στις επιλογές και στην στρατηγική του Καποδίστρια και να προτείνουν λύσεις για τα προβλήματα που ταλάνιζαν την χώρα. Οι περισσότερες, όμως, από τις λύσεις αυτές δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν τότε άμεσα λόγω των σημαντικότατων καθυστερήσεων που παρουσίαζε η ελληνική κοινωνία σε σύγκριση με τις κοινωνίες των προηγμένων δυτικών κρατών.
Μήπως, τελικά, υπέπεσε σε μεγάλο λάθος ο Κυβερνήτης όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει την ιδέα που έφερε μαζί του στην Ελλάδα περί εφαρμογής στην χώρα του σαφώς πιο δημοκρατικού ελβετικού καντονιακού συστήματος που θεωρούσε ικανό να συγκρατήσει τις ορέξεις της ολιγαρχίας και των τοπικισμών και να κρατήσει ενωμένα όλα τα κομμάτια της χώρας; Δεν νομίζουμε γιατί η Ελλάδα τότε δεν ήταν Ελβετία. Ήταν μία ρημαγμένη χώρα στην οποία επιβίωναν πολλές ισχυρές μεν αλλά παρωχημένες φεουδαλικού τύπου δομές. Γι αυτό και οι υποστηρικτές του είχαν πειστεί για την αναγκαιότητα της αυταρχικής φάσης της διακυβέρνησής του, για την εδραίωση του κράτους και τη συντριβή των εκπροσώπων του τοπικισμού, πριν αποκτήσει η χώρα φιλελεύθερους θεσμούς. Αλλά επικράτησαν τελικά οι πλέον ισχυροί της αντιπολιτεύσεως, οι προύχοντες της Μάνης και της Ύδρας, οι υπερασπιστές ενός πατριαρχικού και φεουδαλικού τύπου καθεστώτος, δηλαδή, με την πολύτιμη, βέβαια υποστήριξη των «φιλελεύθερων» συμμάχων τους αγγλογάλλων. Άραγε να αγνοούσαν αυτοί οι τελευταίοι πως από το 1822 έως το 1827 είχαν ψηφιστεί στην Ελλάδα τρία Συντάγματα τα οποία όμως δεν εφαρμόστηκαν ποτέ γιατί δεν τα σεβάστηκαν καθόλου οι κυβερνήσεις των ομοϊδεατών τους και συμμάχων τους Μαυροκορδάτου, Κουντουριώτη, Ζαϊμη και Γιωργάκη Μαυρομιχάλη; Μήπως δεν γνώριζαν ότι το ίδιο διάστημα δεν υφίστατο ουσιαστικά χώρα παρά μόνο βιλαέτια και καθένας έκανε ό,τι ήθελε; Γι’ αυτό εξάλλου και οι περισσότεροι από τους επιφανείς εχθρούς του Καποδίστρια «κατάπιαν την γλώσσα τους» απ’ όταν κατέφθασε στη χώρα ο Όθωνας και υπηρέτησαν πιστά των ελέω θεού μοναρχία από διάφορα πόστα ή την στήριξαν απλώς ή την ανέχτηκαν. Ο Όθων παραχώρησε μεν σύνταγμα αλλά όταν κάποιος έμπιστός του συνταγματάρχης τόλμησε να τον συμβουλεύσει να το τηρεί αυτός αρνήθηκε λέγοντάς του: «Μου είναι αδύνατο να παραιτηθώ από τα βασιλικά μου δικαιώματα. Προτιμώ να φύγω παρά να τηρήσω τις εξευτελιστικές για τον θρόνο συνταγματικές διατάξεις».
Βιβλιογραφία και πηγές
- Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, Τόμοι Πρώτος και Τέταρτος, Εκδοτικός Οίκος Λιβάνη,1994
- Ιωάννης Γρυντάκης, Γεώργιος Δάλκος, Άγγελος Χόρτης, Έκτορας Χόρτης, Όσα δεν γνωρίζατε για τα χρόνια του Καποδίστρια, του Όθωνα και του Γεωργίου του Α’, Μεταίχμιο, 2017
- Σκάϊ βιβλίο, 1821, Η γέννηση ενός έθνους-κράτους, Κωνσταντίνος Παπανικολάου, Η Ελλάδα του Καποδίστρια, 2010
- Βασίλης Ραφαηλίδης, Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού Κράτους 1830-1974, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2001
- Θεόδωρος Δημοσθ. Παναγόπουλος, Όλα στο Φως, Εκδόσεις Ενάλιος, 2012
- Οι αναγνώσεις του 1821 και η Αριστερά, ΑΣΚΙ- Η ΑΥΓΗ, Χρήστος Λούκος, Ο «Κοινωνικός» Καποδίστριας
- Κ. Παπαρρηγόπουλου, Τόμος Έκτος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη
- Γιώργος Γεωργής (επιμέλεια), Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, Κριτικές Προσεγγίσεις και Επιβεβαιώσεις, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2015
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ:
- Διονύσιος Κόκκινος, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1974
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους – Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1980
ΑΠΟ: ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ.gr