Η Αλβανία απαγκιστρώνεται από την τουρκική επιρροή και στρέφεται στον φυσικό της σύμμαχο, την Ελλάδα, αφού όπως φαίνεται η πολιτική ελίτ της χώρας αποφάσισε να ακολουθήσει ευρωπαϊκή πορεία και να μην είναι άλλο ένα πρωτόγονο τουρκικό προτεκτοράτο.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της αλβανικής εφημερίδας «Πανοράμα», ο Έντι Ράμααναφέρθηκε την Παρασκευή στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, ενώ ο Ντιτμίρ Μπουσάτι βρισκόταν στη Ρόδο, συμμετέχοντας στη Διάσκεψη της Ρόδου για την Ασφάλεια και τη Σταθερότητα.
Κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στους Αγίους Σαράντα, όπου συναντήθηκε και με τους κατοίκους της γηγενούς Ελληνικής Εθνικής Μεινότητας -εξάλλου και ο Έντι Ράμα είναι Έλληνας Χειμαρριώτης από τη μητέρα του και Βλάχος από τον πατέρα του-, ο Αλβανός πρωθυπουργός διαβεβαίωσε ότι η περίοδος των εντάσεων με την Ελλάδα αποτελεί πλέον παρελθόν.
Όπως είπε, οι συζητήσεις με την Αθήνα πέρασαν από μια περίοδο εξαιρετικής έντασης και πρόσθεσε ότι η αλβανική κυβέρνηση προσπαθεί να επιλύσει όλες τις τεταμένες σχέσεις που δημιουργήθηκαν μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος.
«Έχουμε δεσμευτεί με σκοπό να χτίσουμε μια μακρόχρονη στρατηγική σχέση με την Ελλάδα.
»Δεν ήταν εύκολο, έχουμε περάσει από μια εξαιρετική ένταση, όχι επειδή αποσκοπούσαμε στη διακοπή των σχέσεων με την Ελλάδα αλλά, για να διορθωθούν όλες οι πηγές εντάσεων που δημιουργήθηκαν μετά την αλλαγή καθεστώτος, ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο τους δρόμους του μέλλοντος.
»Για εκείνους που γνωρίζουν τα εμπόδια που είχε αυτή η σχέση, τα οποία φέρουν το βάρος των εμποδίων στη διαδικασία συνεργασίας και αλληλεπίδρασης με τους γείτονες, καταλαβαίνουν ότι τα βήματα που έχουμε κάνει είναι ιστορικά».
Ο Έντι Ράμα απάντησε και στις κατηγορίες της αλβανικής αντιπολίτευσης, ότι παραχώρησε και «πούλησε» ΑΟΖ στην Ελλάδα.
«Η θαλάσσια συμφωνία θα αποτυπωθεί οπτικά στο χάρτη. Θα έχουν όλοι την ευκαιρία με το μυαλό τους και όχι μέσω των κομμάτων ή αυτών που διασπείρουν αναληθείς ειδήσεις, να κρίνουν μεταξύ της εικόνας της θάλασσας που υπήρχε πριν τη συμφωνία και αυτής που θα υπάρχει με τη συμφωνία».
Στη συμφωνία με την Αλβανία, η ελληνική διπλωματία φαίνεται ότι επιχειρεί να εφαρμόσει τη λεγόμενη «ελληνοαλβανική προσέγγιση», η οποία είδε άδοξο τέλος εξαιτίας της ανάμιξης τότε ξένων δυνάμεων που δεν ήθελαν τη συμμαχία μεταξύ των δύο κρατών.
Ελληνοαλβανική προσέγγιση (1881-1912)
Ως Ελληνοαλβανική προσέγγιση (1881-1912) νοούνται οι συνεννοήσεις, μυστικές ή μη, το χρονικό διάστημα εκείνο μεταξύ των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων και επιφανών αλβανικών προσωπικοτήτων, που είχαν ως σκοπό την σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των δύο εθνών και τη δημιουργία συμμαχίας που θα μπορούσε να καταλήξει σε ευρύτερη συμφωνία με την επικείμενη δημιουργία ενός αλβανικού κράτους από τον οθωμανικό ζυγό.
Τότε μάλιστα διατυπώθηκαν μέχρι και σκέψεις και για τη δημιουργία δυαδικού ελληνοαλβανικού κράτους, στα πρότυπα της Αυστροουγγαρίας.
Πρώτες συνεννοήσεις
Στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1881-1908, πολιτικοί κύκλοι είχαν επανειλημμένα εκφράσει τη σκέψη για τη δημιουργία ενός ελληνοαλβανικού δυαδικού κράτους, στα πρότυπα της Αυστροουγγαρίας.
Μέσα σε αυτή την ομοσπονδία, το κάθε έθνος θα είχε δική του δικαιοσύνη και στρατό, ενώ οι κάτοικοι θα διατηρούσαν την θρησκεία, τη γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα και τις εθνικές τους παραδόσεις.
Καθώς όμως πολύ γρήγορα άρχισε να αναπτύσσεται κάποια αλβανική εθνική συνείδηση, η ελληνική κυβέρνηση άρχιζε να αναθεωρεί την πολιτική της προς την Αλβανία: η δημιουργία ενός δυαδικού κράτους δεν ήταν εφικτή, εφόσον οι Αλβανοί εθνικιστές, όπως και οι άλλοι βαλκανικοί λαοί, αγωνίζονταν για ανεξαρτησία ή αυτονομία και όχι για ένα δυαδικό κράτος.
Η ελληνική κυβέρνηση για τους λόγους αυτούς προσπάθησε από νωρίς να έρθει σε συνεννόηση με διάφορους Αλβανούς, όπως με τον Ισμαήλ Κεμάλ.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Αλβανός Ισμαήλ Κεμάλ, διέθετε μεγάλο γόητρο και επιρροή στους αλβανικούς κύκλους.
Κατάγονταν από οικογένεια μπέηδων του Αυλώνα και είχε σπουδάσει σε γυμνάσιο των Ιωαννίνων.
Στην εφημερίδα που τύπωνε σε τρεις γλώσσες: αλβανική, ελληνική και τουρκική, υπερασπίζονταν με επιμονή τα συμφέροντα του αλβανικού λαού, που θεωρούσε ότι ταυτίζονταν με αυτά των Ελλήνων.
Αυτή η κοινότητα συμφερόντων ώθησε τον Κεμάλ να συνάψει στις 22 Ιανουαρίου 1907 μυστική συμφωνία, ονομαζόμενη και ως Δήλωση Συνεννόησης, με τον Έλληνα πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη, η οποία συντάχθηκε από τον ίδιο τον Κεμάλ, παρουσία του Θεοτόκη και του Λάμπρου Κορομηλά.
Η Ελλάδα αναλάμβανε ουσιαστικά να «υποστηρίξει την αλβανική υπόθεση στην βόρεια Αλβανία και να βοηθήσει στην δημιουργία ανεξάρτητου αλβανικού κράτους».
Η συμφωνία αυτή, δηλαδή μεταξύ ενός ιδιώτη και της ελληνικής κυβέρνησης, οπωσδήποτε δεν ήταν δυνατόν να αποτελέσει δέσμευση για μια μελλοντική αλβανική κυβέρνηση.
Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση πίστευε ότι ο Κεμάλ, εξέχουσα προσωπικότητα με μεγάλη επιρροή στην Αλβανία, θα κατόρθωνε να πείσει τον λαό του να δεχθεί την συμφωνία, αφού η ελληνική πλευρά συναινούσε στην ιδέα μιας ανεξάρτητης Αλβανίας, αλλά ακόμη περισσότερο αναλάμβαναν την υποχρέωση να βοηθήσουν στην δημιουργία της.
Για την Ελλάδα, η οποία ήταν τότε διπλωματικά απομονωμένη και δεν διέθετε ουσιαστικό στήριγμα, μία ανεξάρτητη Αλβανία θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη ως σύμμαχος εναντίον της Βουλγαρίας σε επικείμενη διαβαλκανική πολεμική εμπλοκή μετά από πιθανή κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η θέση των Νεότουρκων
Το 1908 η επανάσταση των Νεότουρκων άλλαξε εντελώς την θέση των Αλβανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δίνοντας το σύνθημα για την έκρηξη του αλβανικού εθνικισμού.
Μέσα σε λίγους μήνες ιδρύθηκαν αλβανικά σχολεία, πολιτιστικοί σύλλογοι λέσχες καθώς και εκδόθηκαν αλβανόφωνες εφημερίδες και περιοδικά έντυπα.
Οι Νεότουρκοι όμως έσπευσαν άστοχα να καταπνίξουν αυτές τις ενέργειες, με αποτέλεσμα να σημειωθούν πλήθος βίαιων ενεργειών που στόχευαν στον βίαιο εκτουρκισμό των αλβανόφωνων περιοχών.
Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν ότι από το καλοκαίρι του 1909 ως τις παραμονές των Βαλκανικών πολέμων, μεγάλες περιοχές της Αλβανίας ήταν σε συνεχή σχεδόν κατάσταση εξέγερσης.
Οι αντάρτες αυτοί ήλπιζαν ότι το επαναστατικό κίνημα θα εξαπλώνονταν και ότι θα επακολουθούσε διεθνή μεσολάβηση και αναγνώριση της Αλβανίας.
Αλλά οι νότιες περιοχές της μετέπειτα Αλβανίας δεν συμμετείχαν σε αυτές τις εξεγέρσεις.
Η επιθυμητή ελληνοαλβανική συνεννόηση βασίζονταν βέβαια στην υπόθεση ότι η ευρωπαϊκές κτήσεις της Τουρκίας θα πέρναγαν στα χέρια των διαφόρων βαλκανικών εθνών.
Στην πραγματικότητα, όσο η Τουρκία παρέμενε στα Βαλκάνια δεν θα επέτρεπε μια προσέγγιση μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών.
Παρά τις προσπάθειες που έγιναν από τους Αλβανούς εθνικιστές δεν έγινε δυνατό να υποκινηθεί γενική εξέγερση και μεταξύ των Ελλήνων της Ηπείρου οι οποίοι θα λειτουργούσαν σε συνδυασμό κατά των οθωμανικών Aρχών και με την υποστήριξη του ελληνικού κράτους.
Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, σε σημαντική εγκύκλιό που έστειλε σε όλα τα προξενεία στην Ήπειρο και την Αλβανία (30 Ιουνίου 1911), τόνιζε ότι η δημιουργία ανεξάρτητου Αλβανικού κράτους ήταν μέσα στα συμφέροντα της Ελλάδας, γιατί από ανάγκη θα ήταν πιστοί φίλοι και σύμμαχοι.
Συνεννοήσεις τις παραμονές των Βαλκανικών πολέμων
Κατά την διάρκεια της εξέγερσης των Μαλισόρι, δηλαδή των Αλβανών Καθολικών, αναπτύχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής σοβαρή προσπάθεια συνεργασίας μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών.
Στις 13 Μαΐου 1911, ο Αλβανός Φαϊκ Κονίτσα, πράκτορας των Μαλισόρι στην Αμερική, ζήτησε από τον Έλληνα επιτετραμμένο στην πρεσβεία της Ουάσιγκτον, Λυσίμαχο Καυτατζόγλου, οικονομική βοήθεια για τους αντάρτες.
Ο Καυτατζόγλου έσπευσε να πείσει την ελληνική κυβέρνηση να δώσει την απαιτούμενη βοήθεια, αλλά πριν μπορέσουν να φθάσουν τα χρήματα, υπογράφτηκε συμφωνία που έδωσε τέλος στην εξέγερση.
Ο Κονίτσα συνέχισε τις συζητήσεις με τον Καυτατζόγλου και στις 26 Οκτωβρίου 1911 του παρουσίασε επίσημα προτάσεις του για συνεννόηση και συνεργασία Ελλήνων και Αλβανών.
Ζήτησε να σταλεί το πρωτότυπο του υπομνήματος στον βασιλέα Γεώργιο, επειδή πίστευε ότι το κύρος του θα ανάγκαζε και τις επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις να τηρήσουν την συμφωνία.
Οι προτάσεις του Κονίτσα προέβλεπαν τη δημιουργία ενός δυαδικού ελληνοαλβανικού κράτους, όπως εκείνο της Αυστροουγγαρίας, με κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική, αλλά με ξεχωριστή διοίκηση.
Το σχέδιό του ωστόσο προσέκρουσε στο γεγονός στο ότι οι Αλβανοί, ως μωαμεθανοί κατά πλειοψηφία, κατείχαν προνομιακή θέση στην οθωμανική κοινωνία, συμμετέχοντας ενεργά στην τοπική εξουσία, ενώ ταυτόχρονα είχαν αξιοσημείωτη τοπική αυτονομία.
Η ελληνική κυβέρνηση (Αντώνης Σαχτούρης, Λάμπρος Κορομηλάς) συμφώνησε γενικά με τις προτάσεις του Κονίτσα για προσέγγιση.
Ήταν όμως αντίθετη προς την δημιουργία ενός δυαδικού κράτους, ως μη πρακτικού και ρεαλιστικού και αντιπρότεινε να προωθηθεί η ιδέα συνεργασίας Ελλήνων και Αλβανών στο πλαίσιο της συνεννόησης των εθνοτήτων.
Σε ένδειξη των φιλικών διαθέσεων, ήταν πρόθυμοι να δεχτούν τη διδασκαλία της αλβανικής γλώσσας στα ελληνικά σχολεία στις περιοχές της Αλβανίας, ήταν όμως αντίθετοι στην αλβανική απαίτηση για την εισαγωγή της αλβανικής γλώσσας στην εκκλησία.
Ο Φαϊκ Κονίτσα, σε συνεργασία με τον κληρικό Φαν Νόλι, συμφώνησαν με τις ελληνικές προτάσεις και πληροφόρησαν τον Καυτατζόγλου (9 Αυγούστου 1912) ότι θα εξακολουθήσουν να εργάζονται για την ελληνοαλβανική προσέγγιση.
Ήταν όμως φανερό ότι οι συνθήκες, μετά τον χαρακτηρισμό από τους Οθωμανούς μιας ιδιαίτερα ευρύτερης περιοχής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως αλβανικής (βιλαέτια Σκόδρας, Ιωαννίνων, Κοσυφοπεδίου, Μοναστηρίου) ότι αυτού του είδους η προσέγγιση ήταν πλέον δύσκολη.
Παράγοντες που οδήγησαν σε αποτυχία των προσεγγίσεων
1. Από τα κυριότερα εμπόδια που οδήγησαν σε αποτυχία τις ελληνοαλβανικές προσεγγίσεις (1881-1912) υπήρξαν τα εξής:
2. Η έλλειψη Αλβανών ηγετών με αναγνωρισμένο κύρος σε όλη τη χώρα.
3. Οι συνεχείς προσπάθειες των Νεότουρκων να οξύνουν την καχυποψία μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών.
4. Η Ιταλοαυστριακή παρέμβαση, που αποσκοπούσε στην αποτροπή κάθε ελληνοαλβανικής συνεργασίας, επειδή θα γίνονταν εμπόδιο για τις δικές τους φιλοδοξίες στην περιοχή.
5. Διεκδικούνταν από Έλληνες και Αλβανούς οι ίδιες περιοχές και ιδιαίτερα αυτές της Βορείου Ηπείρου.
6. Η ελληνική κυβέρνηση ενθάρρυνε την δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους αλλά εκτός Ηπείρου και ταυτόχρονα αναγνώριζε τον κίνδυνο ότι θα μπορούσε να μεταβληθεί σε όργανο της Αυστρίας και της Ιταλίας.
Tribune