ΘΕΟΔ. ΠΑΓΚΑΛΟΣ |
Μετά το 1990 και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι Λενινιστές σε όλον τον κόσμο, βαθμιαία και χωρίς να το συνειδητοποιούν μερικές φορές, υπέστησαν μια κορυφαία αλλοίωση της ιδεολογίας τους. Άλλαξε το πρόσημο. Η επαναστατική προσέγγιση της πραγματικότητας είχε πάντα θετικό και δημιουργικό χαρακτήρα. Αγωνίζονταν οι ιδεολόγοι των καταπιεσμένων για τα «επ’ αύριο που τραγουδούν».
Η επίδειξη ενθαρρυντικών πτυχών του υπαρκτού σοσιαλισμού είχε παρασύρει μεγάλους διανοούμενους της Δύσης και τους είχε μετατρέψει σε απολογητές του συστήματος, που παράλληλα με το χιτλερισμό οδηγούσε εκατομμύρια αθώους στα γκούλαγκ και το θάνατο.
Μετά το 1990 στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες όσοι απόμεναν μέσα ή γύρω στον λενινιστικό τρόπο αντιμετώπισης της ζωής, έχασαν αυτό το θετικό πρόσημο.
Δεν υπήρχε πια νόημα να συγκρίνεις μια υπαρκτή πραγματικότητα, που η προσαρμοστικότητα του καπιταλισμού είχε καταστήσει ανεκτή, με ένα σύστημα που είχε αποδείξει από μόνο του την αβελτηρία και αδιέξοδά του και είχε καταρρεύσει αμήχανα, λιγότερο ή περισσότερο βίαια.
Σε χώρες όπως η Ελλάδα η μικροαστική ιδεολογία και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν τα κατώτερα τμήματα της μεσαίας τάξης δημιούργησαν θύλακες επιβίωσης αριστερών πολιτικών σχημάτων. Πουθενά όμως δεν ήταν εντονότερη η επιβίωση καθαρά λενινιστικών σχημάτων του παρελθόντος ή (ακόμα πιο εξωφρενικό) η δημιουργία νέων τέτοιων μορφωμάτων, που στελεχώνονταν από τις νεότερες ηλικίες. Επαναστάτες με αιτία, ίσως, αλλά χωρίς προοπτική, χωρίς καμιά ελπίδα. Για ποιο λόγο; Και με τι πρόσημο, τι είδους προοπτική τώρα, που το παγοθραυστικό της αυριανής σοσιαλιστικής κοινωνίας είχε οριστικά βυθιστεί κάτω από τους παγετώνες που συσσώρευσαν οι επίγονοι του Σταλινισμού;
Η Ελλάδα είναι μια χώρα μικροαστική όσο καμία άλλη. Μικροαστοί ήταν βέβαια και οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες, που καλλιεργούσαν τα κτήματά τους με τη βοήθεια της οικογένειάς τους και εποχικών εργατών και πουλούσαν στην αγορά οτιδήποτε πλεονάσματα είχαν πέρα από την οικογενειακή αυτοκατανάλωση. Οι μικροαστοί αυτοί αγρότες χρησιμοποιούσαν το πρώιμο κοινοβουλευτικό σύστημα για να εκβιάσουν πελατειακές σχέσεις, που εξασφάλιζαν την κοινωνική κινητικότητα, αλλά και πιο πεζά και συγκεκριμένα ωφελήματα όπως καλύτερα αγροτικά δάνεια ή κρατικές υποδομές, που διευκόλυναν την παραγωγή και μεταφορά των προϊόντων τους και βελτίωναν τους όρους ζωής στις τοπικές κοινωνίες.
Ο προλετάριος θέλει να βρίσκει τα προϊόντα που καταναλώνει σε φθηνές τιμές και να έχει όσο το δυνατότερο υψηλές τιμές στο προϊόν που ίδιος πουλάει, δηλαδή την εργασία του.
Ο κεφαλαιοκράτης θέλει να βρίσκει φθηνούς όρους παραγωγής (ενοίκιο της γης, τιμή χρήματος και κόστος εργασίας) και να πουλάει όσο το δυνατόν πιο ακριβά τα προϊόντα του. Αυτά είναι δεδομένα και πάγια σε όλους τους χώρους και τις εποχές και δεν αλλάζουν.
Ο μικροαστός αντίθετα θέλει ανάλογα με συγκυρία να βρίσκει φθηνό ότι του χρειάζεται και ακριβές τιμές για ότι έχει την πρόθεση να βγάλει στην αγορά. Σε μεγάλους αριθμούς είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Σε μια χώρα που κυριαρχεί ο μικροαστισμός όπως η Ελλάδα, η παράνοια συγκροτεί τη βάση της κυρίαρχης ιδεολογίας, επικρατεί παντού και παρασύρει και τις άλλες κοινωνικές ομάδες. Έτσι ο Έλληνας μικροαστός, κυρίαρχη μορφή της κοινωνίας μας, που θέλει να αγοράζει πάντα φθηνά και να πουλάει πάντα ακριβά και δεν μπορεί να καταλάβει πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο σε μεγάλους αριθμούς, απαιτεί τέλειες κρατικές υπηρεσίες και υποδομές αλλά αποφεύγει να εκπληρώσει τις φορολογικές υποχρεώσεις του, απαιτεί ευνομούμενη πολιτεία και σεβασμό όλων των κανόνων καλής κοινωνικής συμπεριφοράς και ιδιαίτερα εκείνων που αφορούν την κυκλοφορία οχημάτων, ο ίδιος, όμως, δεν έχει κανένα σεβασμό προς το νόμο και τους εκπροσώπους του και συμπεριφέρεται ως κανίβαλος και τέλος έχει την αξίωση η μητέρα του να είναι αγία, η γυναίκα του πιστή μέχρι θανάτου και η κόρη του παρθένα μέχρι το γάμο, ενώ ο ίδιος έτοιμος για κάθε είδους σεξουαλική πανδαισία.
Αυτή η νοοτροπία είναι η βάση της ιδεολογίας των ανθρώπων που μας κυβερνάνε.
Θέλουν να μην πληρώνουμε τα χρέη μας, αλλά να βρίσκουμε πάντοτε πρόθυμους δανειστές με προνομιακούς όρους. Θέλουν να δέχονται οι συνομιλητές μας τα πιο εξωφρενικά επιχειρήματα, που ανασύρουμε από το παρελθόν ή εφευρίσκουμε για το παρόν και τέλος θέλουν να μπορούμε ατιμώρητα και προκλητικά να υβρίζουμε και να συκοφαντούμε όλους τους άλλους, ενώ εκείνοι θα πρέπει με απροσμέτρητη ψυχραιμία να επιδεικνύουν το μεγαλύτερο δυνατό σεβασμό για εμάς, τα οικονομικά και κοινωνικά μας χάλια, τους παράφρονες που μας κυβερνούν και τις ασυναρτησίες που συγκροτούν το δημόσιο διάλογό μας.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΓΚΑΛΟΣ