Μια ανθρώπινη ιστορία στους Ωκεανούς του ΦΒ
Του ΘΕΜΗ ΚΕΣΙΣΟΓΛΟΥ
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ
Θα ‘ταν δεν θα ‘ταν εφτά χρονών η μικρή Βάσω εκείνα τα Χριστούγεννα. Μόνο που αυτά δεν ήταν σαν τα άλλα. Αυτή τη φορά, δεν θα τα περνούσε μόνο με τη μητέρα της και τη μικρή αδελφούλα της, τη Ρηνιώ, θα ήταν και ο πατέρας τους μαζί. Ο πατέρας τους που ήταν ναυτικός σε ποντοπόρο φορτηγό, όπως είχε ακούσει, χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι θα πει αυτό. Καταλάβαινε, όμως, ότι πρέπει να ήταν κάποιο βαπόρι που πήγαινε πολύ μακριά, τόσο που αργούσες πολύ να γυρίσεις. Μεγάλο βαπόρι, όπως της έλεγαν. Και το οδηγούσε ο πατέρας της!
Η αλήθεια είναι πως τα ταξίδια του καπετάν Νικόλα κρατούσαν πολύ καιρό και το σπίτι του τον έβλεπε αραιά και πού. Κάθε φορά που ερχόταν, γεμάτος δώρα για τα παιδιά και τη γυναίκα του, στο σπίτι είχαν γιορτή. Μπορεί να μην ήταν Χριστούγεννα, μπορεί να μην ήταν Πάσχα, γι’ αυτούς, όμως, τότε γεννιόταν ο Χριστός, σταυρωνόταν κι ανασταινόταν μαζί. Πώς τα προλάβαινε όλα, μέσα σ’ ένα μήνα, ένας Θεός ήξερε. Ένα Θεός και η οικογένεια του Νικόλα. Γι’ αυτούς, ο Αη Βασίλης ερχόταν κάθε που γύριζε ο Νικόλας από ταξίδι. Μπορεί και καλοκαίρι καμιά φορά. Αλλά αυτή τη χρονιά, θα ‘ρχόταν στην ώρα του, μπορεί και πιο νωρίς,
Την τελευταία φορά, θυμόταν η Βάσω, ο Άγιος Βασίλης, με ταχυδρόμο τον πατέρα της, της είχε φέρει ένα ολόκληρο κουκλόσπιτο, με τα όλα του. Είχε δυο πατώματα, κάτω το σαλόνι με την τραπεζαρία, ένα μεγάλο χωλ και την κουζίνα. Εκεί θα μαγείρευε και θα έπλενε τα πιάτα. Κι αν δεν είχαν κόσμο, θα μπορούσαν να φάνε κιόλας, είχε μπόλικο χώρο. Απάνω ήταν τα υπνοδωμάτια, ένα για τον μπαμπά και τη μαμά και δύο για τα παιδιά, κι ένα μεγάλο μπάνιο. Προς το παρόν, βέβαια, κοιμόταν και η Ρηνιώ στο δικό της δωμάτιο γιατί ήταν μικρή και ήθελε παρέα.
Το κουκλόσπιτο ήταν παραγγελία της Βασούλας, που είχε εκμαιευτεί με ερωτήσεις, θέλεις αυτό, θέλεις εκείνο ή μήπως καλύτερα το άλλο; Αυτά, τις δυο-τρεις τελευταίες φορές, που ήταν σε θέση να ξέρει τι ακριβώς ήθελε κι αυτό πάντα παιχνίδι. Τα άλλα δώρα, που γέμιζαν κάθε φορά το δωμάτιό τους αν πρόσθετες και της Ρηνιώς, ήταν παραγγελία της μαμάς, που ήξερε καλύτερα τις ανάγκες των παιδιών, μιας κι αυτή τα μεγάλωνε, στην ουσία.. Έτσι, η πρωτοβουλία του οικογενειακού Αη Βασίλη, του Νικόλα, περιοριζόταν στο δώρο της γυναίκας του, της Όλγας, που ήταν πάντα έκπληξη.
Εκείνη τη χρονιά, η παραγγελία της Βασούλας, με ιδιόχειρο γράμμα στον Άγιο, ήταν ένα πλυντήριο πιάτων, ένα σαν το δικό τους. Βαριόταν πια να πλένει ένα ένα τα πιάτα για ολόκληρη την οικογένεια που κατοικούσε στο κουκλόσπιτο και που είχε αυξηθεί στο μεταξύ με παρέμβαση της μαμάς. Μέχρι και θείο φιλοξενούσε στο σπίτι η κουκλοοικογένεια. Δεν άντεχε τόση λάτρα η Βασούλα! Το πλυντήριο πιάτων ήταν πια απαραίτητο. Ήταν ν’ αναρωτιέσαι πότε η Βασούλα θα ζητούσε και μια γυναίκα για τις χοντρές δουλειές, όπως είχε ακούσει τη μαμά της να λέει για τη γυναίκα που ερχόταν σπίτι, την κυρία Αγλαΐα.
Ο Νικόλας, λοιπόν, θα ‘ρχόταν τα Χριστούγεννα κι όλο το σπίτι πια ήταν διπλά και τριπλά έτοιμο να τον δεχτεί. Το συνηθισμένο ψεύτικο δέντρο είχε αντικατασταθεί από ένα τεράστιο αληθινό, που το αστέρι στην κορφή του έφτανε στο ταβάνι του σαλονιού. Για την περίσταση, είχαν μετακινηθεί έπιπλα κι όταν πήρε τη θέση του, δέσποζε σ’ όλο το σαλόνι, που δεν ήταν και μικρό. Όλος ο χώρος γύρω απ’ τη βάση του δέντρου είχε μείνει αδειανός για τα δώρα που θα έφερνε ο Άη Βασίλης, σίγουρα ανάμεσά τους και το πλυντήριο, όπως περίμενε με καρδιοχτύπι η Βασούλα. Κι ήταν περίεργη αν αυτή τη φορά θα ήταν στην ώρα του.
Τα άσχημα μαντάτα ήρθαν ένα πρωί, μια βδομάδα πριν τα Χριστούγεννα. Το φορτηγό του Νικόλα είχε πέσει σε μεγάλη θαλασσοταραχή στ’ ανοιχτά της Ιαπωνίας, στον Ειρηνικό. Κάπου είχε χτυπήσει, κάτι το ‘χε χτυπήσει, δεν ήταν ακόμη ξεκάθαρο, αλλά μάλλον είχε κοπεί στα δύο. Ούτε γι’ αυτό ήταν σίγουρη η εταιρία, που είχε συγκεχυμένες πληροφορίες κι αυτή. Το σίγουρο ήταν ότι οι άνθρωποι κινδύνευαν άμεσα και κανείς δεν μπορούσε να ξέρει τι γινόταν. Είχε εκπέμψει σήμα S.O.S και το στίγμα του, κάπου 200 μίλια απ’ τις ιαπωνικές ακτές. Άλλα πλοία που βρίσκονταν στην περιοχή, έσπευδαν για βοήθεια.
Στο σπιτικό του Νικόλα απλώθηκε η αγωνία. Όσο και να ‘θελε η Όλγα, δεν μπορούσε να κρύψει απ’ τα παιδιά ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε. Η Βασούλα, σαν μεγαλύτερη, καταλάβαινε ότι αυτό το κάτι, που είχε σχέση με τον πατέρα της, μπορεί και να μην τον έφερνε πίσω ποτέ. Στην παιδική ψυχή απλώθηκε μια πρωτόγνωρη θλίψη. Αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες στενοχώριες που είχε περάσει ως τότε. Δεν ήταν όπως όταν τη μάλωνε η μητέρα της ή της έσπαγε ένα παιχνίδι η Ρηνούλα. Τώρα ένιωθε τον κίνδυνο, χωρίς να ξέρει την έννοια. Τώρα την έσφιγγε η αγωνία, χωρίς να μπορεί να την ονομάσει. Δεν είχε ξανανιώσει έτσι.
Κλείστηκε στο δωμάτιό της, αποφασισμένη να προσφύγει στα μεγάλα μέσα. Πήρε το τετράδιό της κι ένα μολύβι. Θα ‘γραφε στον Αη Βασίλη! Αυτός που ποτέ δεν την είχε απογοητεύσει θα ‘δινε τη λύση. Αφού τον ευχαρίστησε στην αρχή που ήταν τόσο καλός μαζί της και της έφερνε κάθε χρόνο ό,τι ζητούσε, τώρα θα του ζητούσε κάτι μέλλον ευκολότερο. Φέτος δεν ήθελε τίποτα να της φέρει. Κι εκείνο το πλυντήριο πιάτων, μπορούσε να το ξεχάσει. Θα τα ‘πλενε με τα χέρια της τα πιάτα. Το δώρο της θα ήταν, μόνο, να γυρίσει ο μπαμπάς της. Μ’ αυτόν δεν της έστελνε πάντα τα δώρα; Ε, ας ερχόταν και τώρα. Έτσι, με άδεια χέρια. Αρκεί να ερχόταν, Άγιε Βασίλη μου, τελείωνε το γράμμα.
Το δίπλωσε καλά καλά και το ‘κλεισε μ’ ένα σελοτέιπ. Μέσα της πίστευε ακράδαντα ότι ο Αη Βασίλης δεν θα την απογοήτευε και θα την άκουγε. Στο κάτω κάτω, μπορεί γι’ αυτήν να ήταν πολύ σπουδαίο αυτό που ζητούσε αλλά για ολόκληρο Άγιο τι ήταν; Ίσα ίσα, που δεν θα χρειαζόταν να ψάχνει και για πλυντήριο πιάτων! Στο παιδικό μυαλό της, το δώρο που ζητούσε ήταν πολύ εύκολο για ένα Άγιο που της έφερνε ό,τι ζητούσε, όπως και στα άλλα παιδιά, απ’ ό,τι καταλάβαινε. Άρα, το να γυρίσει ο μπαμπάς της δεν θα ήταν και τόσο δύσκολο! Το ότι εκείνη την ώρα αυτός ο μπαμπάς της χαροπάλευε μαζί με άλλους μπαμπάδες, δεν περνούσε απ’ το μυαλουδάκι της.
Οι επόμενες μέρες για την Όλγα και τους συγγενείς τους, ήταν εφιαλτικές. Ό,τι περνούσε ο Νικόλας και το πλήρωμά του στον αφιλόξενο ωκεανό, το περνούσαν εκείνοι σε αγωνία. Τα παιδιά δεν καταλάβαιναν πολλά, αλλά τα σκυθρωπά πρόσωπα, τα συνεχή τηλεφωνήματα και οι επισκέψεις της μαμάς στην εταιρία για να μάθει νέα, είχαν περάσει και στις παιδικές ψυχές τους. Η Βασούλα, όμως είχε πίστη στον άγιο Βασίλη. Ας έλεγαν οι μεγάλοι, εκείνη ήξερε καλύτερα!
Κάποια, στιγμή, που η μητέρα της τα πήρε κοντά της και τα ‘σφιξε απάνω της για να πάρει κουράγιο απ’ την αγκαλιά τους, η Βασούλα τη διαβεβαίωσε ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Ο μπαμπάς θα γύριζε, έστω και χωρίς δώρα. Και για να τη πείσει της έδωσε το γράμμα στον Άγιο. Αφηρημένα, η Όλγα τη χάιδεψε, έβαλε το διπλωμένο φύλλο στην τσέπη της και το ξέχασε.
Έτσι πέρασαν τα Χριστούγεννα, μαύρα και βαριά, με την οικογένεια του Νικόλα μέσα στη θλίψη και την αγωνία. Νέα ενθαρρυντικά δεν υπήρχαν. Αλλά όλα τα σωστικά μέσα που είχαν επιστρατευθεί ήταν στην περιοχή του ναυαγίου και τη “χτένιζαν” μέρα και νύχτα. Οι ελπίδες λιγόστευαν αλλά δεν έλειψαν. Πλοία και ελικόπτερα συνέχιζαν την προσπάθεια.
Μια μέρα πριν την Πρωτοχρονιά, φάνηκε το πρώτο φως στο σκοτάδι. Είχαν εντοπιστεί βάρκες να επιπλέουν. Κάποιοι είχαν σωθεί! Δεν ήξεραν ακόμη πόσοι και ποιοι, αλλά αυτό και μόνο ήταν μια ανάσα ζωής για τους απελπισμένους συγγενείς των ναυαγών. Οι ναυαγοί περισυλλέγονταν στα πλοία κι από ‘κει δίνονταν ονόματα στην εταιρία. Τα πλοία έπιαναν το κοντινότερο λιμάνι, κι από ‘κει αεροπορικώς, πίσω στην πατρίδα. Στα πρώτα ονόματα δεν ήταν ο Νικόλας.
Όσο τα πλοία συνέχιζαν, τόσο υπήρχαν ελπίδες. Κι ανήμερα την πρωτοχρονιά, ανήμερα στη γιορτή τη Βασούλας, ήρθε και το μεγάλο νέο για την οικογένεια του Νικόλα. Είχε βρεθεί κι αυτός, τελευταίος απ’ τους τελευταίους που σώθηκαν. Κάποιοι άλλοι δεν είχαν την ίδια τύχη και τους πήρε η θάλασσα στη νεκρική αγκαλιά της.
Στο σπίτι του Νικόλα, ξαναγύρισε το χαμόγελο. Τα φώτα στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο πήραν και πάλι τη γιορτινή λάμψη τους και τα παιδιά χοροπηδούσαν όλο χαρά. Η Ρηνούλα δεν ήξερε γιατί χαιρόταν ακριβώς αλλά η Βάσω είχε κάθε λόγο, το γράμμα της είχε φτάσει στον Άγιο Βασίλη κι αυτός που όλα τα μπορεί, θα της έφερνε και τον μπαμπά της!
Και τη δεύτερη μέρα του νέου χρόνου, απ’ το πρωί η Όλγα ήταν στο αεροδρόμιο, να υποδεχτεί τον άνδρα της. Στο σπίτι όλα ήταν έτοιμα και τα παιδιά μέσα στη χαρά και στην αδημονία. Κάποια στιγμή, προσγειώθηκε το αεροπλάνο και οι ναυαγοί, εξαντλημένοι αλλά γελαστοί κι ανακουφισμένοι αγκάλιασαν τους δικούς τους με δάκρυα στα μάτια. Ο Νικόλας ήταν κάτωχρος και γερασμένος αλλά ζωντανός. Ζωντανός κι ευτυχισμένος.
Στο σπίτι, άλλες χαρές! Τα παιδιά κρεμάστηκαν απ’ τον λαιμό του και δεν έλεγαν να φύγουν από ‘κει. Οι στενοί συγγενείς, παρόντες κι αυτοί, ήθελαν να μάθουν λεπτομέρειες. Και η Όλγα, συγκινημένη, σκούπιζε ένα δάκρυ που κύλησε στο μάγουλό της. Έβαλε ασυναίσθητα το χέρι στην τσέπη της κι έπιασε το διπλωμένο γράμμα της Βάσως, ξεχασμένο μέρες τώρα εκεί. Το άνοιξε με περιέργεια και τότε τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν ποτάμι.
ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΉ ΚΕΣΙΣΟΓΛΟΥ
No comments:
Post a Comment