Μες στα παλιά τα στέκια μας με βουρκωμένα μάτια
μονότονα με φέρανε πάλι τα βήματά μου
ψάχνοντας γι΄άλλη μια φορά με την καρδιά κομμάτια
για να σε βρω αγάπη μου,μεγάλε έρωτά μου.
Σαν το κουρέλι σέρνομαι,δεν ξέρω που πηγαίνω
πέφτω εδώ πέφτω εκεί,φωνάζω τ΄όνομά σου
γνέφω ψηλά στον ουρανό και νυχτοπεριμένω
ν΄ακούσω μέσα στη σιωπή τ΄αλαφροπάτημά σου.
Σε βλέπω να΄σαι ζωγραφιά πίσω από κάθε εικόνα
και τη φωνή σου ν΄αντηχεί σαν νιο αγάπης χάδι
κάνω αλήθεια τ΄όνειρο,Άνοιξη το χειμώνα
και βλέπω ήλιο λαμπερό να βγαίνει στο σκοτάδι.
Μα είν΄της καρδιάς ξεγέλασμα και πεθυμιάς μεγάλης
που χρόνια τώρα μυστικά βαρύ σταυρό σηκώνει
γιατί΄σουν ανθός και μίσεψες,σε πήρε ο μαύρος άδης
ήσουν τριντάφυλλο εκατόφυλλο,που η μαύρη γης το λιώνει.
Ένα από τα πρώτα μου ποιήματα με ρίμα,
γραμμένο στη δεκαετία του 1982
Θύμιος Χαράλαμπόπουλος
Μελβούρνη
μονότονα με φέρανε πάλι τα βήματά μου
ψάχνοντας γι΄άλλη μια φορά με την καρδιά κομμάτια
για να σε βρω αγάπη μου,μεγάλε έρωτά μου.
Σαν το κουρέλι σέρνομαι,δεν ξέρω που πηγαίνω
πέφτω εδώ πέφτω εκεί,φωνάζω τ΄όνομά σου
γνέφω ψηλά στον ουρανό και νυχτοπεριμένω
ν΄ακούσω μέσα στη σιωπή τ΄αλαφροπάτημά σου.
Σε βλέπω να΄σαι ζωγραφιά πίσω από κάθε εικόνα
και τη φωνή σου ν΄αντηχεί σαν νιο αγάπης χάδι
κάνω αλήθεια τ΄όνειρο,Άνοιξη το χειμώνα
και βλέπω ήλιο λαμπερό να βγαίνει στο σκοτάδι.
Μα είν΄της καρδιάς ξεγέλασμα και πεθυμιάς μεγάλης
που χρόνια τώρα μυστικά βαρύ σταυρό σηκώνει
γιατί΄σουν ανθός και μίσεψες,σε πήρε ο μαύρος άδης
ήσουν τριντάφυλλο εκατόφυλλο,που η μαύρη γης το λιώνει.
Ένα από τα πρώτα μου ποιήματα με ρίμα,
γραμμένο στη δεκαετία του 1982
Μελβούρνη