«Νομίζεις ότι επιστρέφεις σε αυτό που η μνήμη σου έχει διασώσε και το έχει διαφυλάξει τέλειο. Γι’ αυτό συντρίβεσαι», λέει η Ιώ Βουλγαράκη.
Είχε πολλά χρόνια να πιάσει την «Οδύσσεια» στα χέρια της. Από το σχολείο, μου λέει, όπως σχεδόν όλοι. Η ανάμνηση που είχε από τότε ήταν του καλού Οδυσσέα ο οποίος έπειτα από βάσανα και περιπέτειες επιστρέφει στην Ιθάκη και σκοτώνει τους κακούς μνηστήρες για την αποκατάσταση της τιμής του. «Και μετά πήγαμε όλοι μαζί στην ακρογιαλιά», μας λέει γελώντας η Ιώ Βουλγαράκη, που παρουσιάζει σήμερα και αύριο την «Αφιξιν» του Οδυσσέα στη Μικρή Επίδαυρο. Τα πράγματα όμως δεν είναι όπως φαίνονται. «Αν ξαναδιαβάσεις το έπος καταλαβαίνεις ότι υπάρχει ένα διαφορετικό τέλος, πολύ σκοτεινό και σύνθετο, όπου δεν υπάρχει καμία κάθαρση», προσθέτει.
Ο Οδυσσέας επιστρέφει στην Ιθάκη ύστερα από 20 χρόνια, αλλά γυρίζει σε έναν τόπο διαφορετικό. Η ζωή έχει προχωρήσει, νιώθει ξένος στον τόπο του, μας λέει, και πριν ακόμη στεγνώσει το αίμα από τις μάχες που έδωσε, δεν διστάζει να ξεκινήσει ένα νέο μακελειό, τη μνηστηροφονία. Γιατί; «Είναι μια απόπειρα να ξαναφτιάξει τα πάντα όπως ήταν πριν. Αυτοί οι άντρες, αν μαρτυρούν κάτι, είναι ότι εκείνος λείπει εδώ και χρόνια και προσπαθεί να “καθαρίσει” το σπίτι και τον τόπο από την απουσία του και να ξαναφτιάξει μια ζωή που δεν υπήρξε ποτέ και να βρει τη ταυτότητά του», σημειώνει η κ. Βουλγαράκη. Είναι όμως μια «παρέκκλιση», προσθέτει, αφού μπορεί να το αποφύγει μέχρι την τελευταία στιγμή. «Είναι σαν να γυρίζεις στον δρόμο όπου γεννήθηκες, αλλά να μην υπάρχει ούτε ένα δέντρο παρά μόνο ουρανοξύστες και να θέλεις να τα ισοπεδώσεις όλα. Αυτό όμως είναι τελείως μάταιο. Και εκεί ξεκινά η αλληγορία του θέματος της επιστροφής. Αφού δεν μπορείς να επιστρέψεις σε έναν τόπο και να είναι όλα ίδια, έτσι δεν μπορείς να επιστρέψεις σε καμία εποχή της ζωής. Η κίνηση του χρόνου είναι μόνο προς τα εμπρός», τονίζει.
Κάπως έτσι ένιωσε και η ίδια την αμείλικτη κίνηση του χρόνου όταν επέστρεψε στην δική της «Ιθάκη», την Αθήνα, μετά έξι χρόνια στο εξωτερικό. «Δεν έχω βρει τον εδώ εαυτό μου. Μου πήρε πολύ καιρό να βρω τον εαυτό που είχα πριν φύγω, αλλά αυτό δεν μπορώ να το κάνω. Σε αφήνει σε ένα μετεωρισμό για πολύ καιρό», μας λέει και προσθέτει ότι η «Αφιξις» δεν είναι μόνο η ιστορία του Οδυσσέα. «Σε μεγάλο βαθμό είναι για μένα η ιστορία της γενιάς μου, που έφυγε στο εξωτερικό και έρχεται αντιμέτωπη με το δίλημμα “επιστρέφω ή όχι” και τι βιώνει όταν επιστρέφει», σημειώνει. Ωστόσο, δεν είμαστε όλοι σαν τον Οδυσσέα. «Εμείς δεν είμαστε ήρωες. Πρέπει να βρούμε τα γράδα και τον τρόπο της προσαρμογής. Ο Οδυσσέας έχει μιαν ανδρεία σχεδόν με μια παράτολμη επιμονή. Στη ραψωδία Χ φτάνει να στάζει το αίμα στα χέρια, στο στήθος του, “σαν το λιοντάρι που σπαράζει ένα γελάδι και μετά είναι αιμόφυρτο”, όπως λένε οι στίχοι. Αυτό είναι μια σπείρα, μια δίνη που μπαίνει και δεν βγαίνει. Εχει κάτι αδιαπραγμάτευτο, σχεδόν θρησκευτικό», σημειώνει η κ. Βουλγαράκη.
Η μνήμη κινεί τα νήματα
Και αν η επιστροφή είναι το αποτέλεσμα, η μνήμη είναι αυτή που κινεί τα βαθύτερα νήματα και βρίσκεται στον πυρήνα της παράστασης. Ο Οδυσσέας προσπαθεί να θυμηθεί την Ιθάκη του, η Πηνελόπη να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη του, ο Τηλέμαχος δεν έχει μνήμες από εκείνον. «Αυτό στο οποίο νομίζεις ότι επιστρέφεις είναι αυτό που η μνήμη σου έχει διασώσει και το έχει διαφυλάξει τέλειο. Γι’ αυτό συντρίβεσαι και αυτό νοσταλγείς», επισημαίνει η κ. Βουλγαράκη είτε επιστρέφεις σε έναν τόπο ή σε έναν άνθρωπο. Είναι μια ανθρώπινη λαχτάρα, μας λέει, μια τάση να επιστρέφεις σε κάτι που συνδέεται με την ταυτότητά σου, εκεί που νιώθεις ασφαλής, κάτι που όμως είναι ανέφικτο. «Εχει κάτι το τραγικό αυτό για την ανθρώπινη ύπαρξη. Σαν να μαθητεύουμε διαρκώς στο αδύνατο. Και αυτό μας κινεί. Αυτό είναι αδύνατο, εμείς το κυνηγάμε και κάπως έτσι περνάει η ζωή».
ΣΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ/ Καθημερινή.gr
«Αφιξις», Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου, οι παραστάσεις ήταν στις 7-8 Ιουλίου, 9.30 μ.μ.