Η Μικρασιατική Καταστροφή, όπως συνηθίζουμε στην Ελλάδα να αποκαλούμε την ήττα του ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο και το τέλος του μικρασιατικού ελληνισμού, εγκαινιάζει την τελική πράξη του δράματος των μαζικών μετακινήσεων, των εκτοπίσεων, των διωγμών και των εθνικών εκκαθαρίσεων, που ακολουθώντας προηγούμενες πρακτικές είχαν αυτή τη φορά αφετηρία την εθνική αφύπνιση των πληθυσμών που τελούσαν υπό την οθωμανική κυριαρχία και τη σταδιακή ανάδυση και ολοκλήρωση των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια του 19ου αιώνα και των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα.
Στο πλαίσιο αυτού του βίαιου κύματος, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι είχαν μετακινηθεί ακολουθώντας τις νέες συνορογραμμές που δημιουργούσαν οι εθνικές επαναστάσεις, οι πόλεμοι και η σταδιακή αποχώρηση των Οθωμανών από την ευρωπαϊκή ήπειρο. Μουσουλμάνοι και χριστιανοί είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη γη τους. Προηγήθηκαν οι μουσουλμάνοι, ήδη από την περίοδο των σερβικών εξεγέρσεων του 1804 και του 1815, της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913. Στους Βαλκανικούς, 125.000 είναι όσοι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν μόνο από τη Μακεδονία, ενώ το οθωμανικό υπουργείο Εσωτερικών εκτιμούσε ότι την ίδια περίοδο η χώρα είχε υποδεχθεί συνολικά περισσότερους από 400.000 πρόσφυγες.
Ακολούθησαν οι Ελληνες των παραλίων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, κατά τη διάρκεια των διωγμών που επέβαλε η κυβέρνηση των Νεοτούρκων. Δεν έλειψαν οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι. Το 1922 –τόσο στη Μικρασία όσο και στην Ανατολική Θράκη με την ανακωχή των Μουδανιών τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου– και η Σύμβαση της Λωζάννης τον Ιανουάριο του 1923 ολοκληρώνουν το κύμα των βίαιων μαζικών μετακινήσεων που ξεκίνησαν με την εθνοποιητική διαδικασία στα Βαλκάνια.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η διαδικασία αυτή είχε σχετικά καθυστερήσει, καθώς οι οθωμανικές ελίτ ταλαντεύονταν ανάμεσα στον ισλαμισμό, στον οθωμανισμό και στον τουρκισμό ως τον βασικό πυλώνα για τη μετεξέλιξη του κράτους τους. Στο τέλος, όμως, της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα και κυρίως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, η πλάστιγγα γέρνει υπέρ του τουρκισμού και της προοπτικής του εθνικού κράτους. Η επιλογή αυτή ενισχύεται περαιτέρω κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και κυριαρχεί με το τέλος του και την εφαρμογή των σχεδίων του διαμελισμού που θέλουν να επιβάλουν οι νικήτριες δυνάμεις με τη Συνθήκη των Σεβρών.
Το τέλος των αριθμητικά υπολογίσιμων, οικονομικά ανθηρών και πολιτισμικά κυρίαρχων μη μουσουλμανικών πληθυσμών είναι στην πραγματικότητα προδιαγεγραμμένο, καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία οδεύει ολοταχώς προς τη δημιουργία εθνικού κράτους. Η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919 και ο Μικρασιατικός Πόλεμος 1919-1922 επιταχύνουν καθοριστικά τις εξελίξεις, καθώς ενισχύουν την εθνική ρητορική και τη συστράτευση των οθωμανικών πληθυσμών στον κοινό αγώνα της εκδίωξης των Ελλήνων. Οι Ελληνες δεν ήταν οι οποιοιδήποτε ξένοι που είχαν καταλάβει με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου περιοχές της οθωμανικής επικράτειας για να επιβάλουν τους οικονομικούς τους όρους. Οι Ελληνες στηρίζονταν σε πληθυσμούς που είτε ζούσαν εκεί από γενιά σε γενιά είτε είχαν επιστρέψει με το τέλος του πολέμου. Οι Ελληνες είχαν έρθει για να μείνουν, να υποδουλώσουν την πατρίδα τους, να προσαρτήσουν τη γη τους στο ελληνικό βασίλειο και να κάνουν τη Μεγάλη Ελλάδα. Ο αγώνας τους εναντίον των Ελλήνων είναι το εθνικό τους καθήκον. Η δική μας Μικρασιατική Καταστροφή είναι ο δικός τους Αγώνας της Ανεξαρτησίας.
* Η κ. Μαρία Ρεπούση είναι καθηγήτρια Ιστορίας και Ιστορικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ.