Tρίκαλα, 16 Ιούνη του 1945. Μια Δευτέρα, ξεχωριστή μέρα για την Εθνική Αντίσταση, για το αριστερό κίνημα, μέρα ιστορική. Ήταν η μέρα που έφεραν, στα Τρίκαλα, τα κομμένα κεφάλια του Άρη Βελουχιώτη και του καπετάν Τζαβέλα και τα κρέμασαν στους φανοστάτες της κεντρικής πλατείας.
Ήμουν, μόλις, 15 χρονών μαθητής στο Γυμνάσιο. Η σχολική χρονιά είχε τελειώσει. Εκείνη τη μέρα πήγα με τον πατέρα μου στην πόλη για τη βδομαδιάτικη αγορά, το παζάρι όπως το λέμε. Το χωριό μου, 5 χιλιόμετρα από τα Τρίκαλα, προς την πλευρά των Χασίων. Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν τυχερός που βρέθηκα εκείνη τη μέρα στην πόλη, μα δεν μπορώ να πω ότι ήμουν και άτυχος…
Ήταν περίπου 10 η ώρα το πρωί, όταν φθάσαμε στα Τρίκαλα. Μόλις μπήκαμε στα πρώτα σπίτια, από το λιγοστό κόσμο που κυκλοφορούσε, φαινόταν ότι το κλίμα δεν ήταν το ίδιο όπως τις άλλες φορές. Και όσο πλησιάζαμε στην αγορά, φάνηκε ακόμα πιο καθαρά. Ελειπε εκείνη η ζωντάνια, η κινητικότητα. Έλειπε εκείνο το βουητό της πολυκοσμίας, που δημιουργούνταν με τις συναλλαγές των ανθρώπων. Μια παγωμάρα στην πόλη, μια βουβαμάρα, ένα μούδιασμα. Άλλοι περπατούσαν με σκυμμένα τα κεφάλια και άλλοι συζητούσαν, κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα σε μικρές μικρές παρέες (πηγαδάκια).
– Σκότωσαν τον Άρη!
-Όχι, έλεγαν μερικοί. Λένε ψέματα. Δεν είναι ο Άρης!.. Ήταν απίστευτο.
-Σκότωσαν τον Άρη; Πού… Πώς… Πότε; Σκότωσαν τον Άρη έλεγαν και όχι σκοτώθηκε ο Άρης. Ήθελαν να δείξουν έτσι, αυθόρμητα, ότι τον σκότωσαν, ότι τον δολοφόνησαν, ότι τον «έφαγαν», ότι ήταν άδικο… Όλος ο κόσμος, ύστερα από το πρώτο ξάφνιασμα, για πολλούς σοκ, προσπαθούσε να βρει τρόπο αντίδρασης μπροστά στην καινούρια τρομερή πραγματικότητα.
Άφησα τον πατέρα μου με την πραμάτεια που είχαμε για πούλημα και έκανα μια βόλτα μέσα στο παζάρι. Ήθελα να ξεσπάσω, να πάρω λίγον αέρα. Και δεν ήμουν μόνον εγώ σ’ αυτήν την κατάσταση, έτσι ένιωθαν όλοι, νομίζω. Περπάτησα λίγο και τυχαία συναντήθηκα με δυο φίλους συμμαθητές από γειτονικά χωριά. Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Κουνήσαμε σιγά, με θλίψη, τα κεφάλια μας. Ο ένας μίλησε στην ψυχή του άλλου. Έτσι, σιωπηλά. Κάποιος από τους τρεις είπε:
-Πάμε να δούμε;
-Πάμε.
Κεντρική πλατεία. Δίπλα στο ποτάμι, μπροστά στο Πανελλήνιο, εκεί που λίγα μέτρα πιο πάνω, στην ίδια πλατεία, οι χιτλερικοί είχαν κρεμάσει πριν από δύο χρόνια «πέντε» ΕΠΟΝίτες. Πέντε παλικάρια, που αρνήθηκαν να υποκύψουν και να συμβιβαστούν με τον καταχτητή. Στην ίδια πλατεία, ήταν τώρα κρεμασμένα τα κεφάλια του Άρη και του Τζαβέλα! Ένα χρόνο περίπου μετά την απελευθέρωση της πατρίδας από τους Γερμανούς και λίγους μήνες μετά τη συντριβή της χιτλερικής Γερμανίας από τον Κόκκινο Στρατό. Φτάσαμε στην πλατεία. Κόσμος κάθε ηλικίας. Κάτοικοι της πόλης και από τα γύρω χωριά. Περνούσαν από το σημείο εκείνο σε μικρή απόσταση. Έκαναν πως ήταν περαστικοί, κόντυναν το βήμα τους, κοιτούσαν τα κεφάλια και έφευγαν. Το κλίμα ήταν βαρύ. Άλλοι σταματούσαν σε κάποια απόσταση, έμεναν για λίγο ακίνητοι και σιωπηλοί σαν σε «ενός λεπτού σιγή». Και ύστερα έφευγαν συγκινημένοι και δακρυσμένοι για να δώσουν τη θέση τους σε άλλους. Το κλίμα δε σήκωνε να μείνει κανείς περισσότερο. Ο χώρος επιβλεπόταν από διάφορα φασιστοειδή και συνεργάτες των Γερμανών, που είχαν κάνει προκλητικά την εμφάνισή τους αμέσως μετά τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ.
Συναισθήματα ανάκατα σε όλους. Μούδιασμα, πόνος, αγανάκτηση. Η απόπειρα της αντιδραστικής Δεξιάς να εκμεταλλευτεί το γεγονός και να δώσει πανηγυρικό χαρακτήρα, προσπαθώντας να παροτρύνει το λαό σε εκδηλώσεις χαράς και σε πανηγυρισμούς απέτυχε παταγωδώς. Αργότερα μάθαμε ότι στο χώρο της πλατείας έγινε αντικομμουνιστική ομιλία από κάποιο φανατικό γερμανόφιλο αντικομμουνιστή καθηγητή. Αλλά η ομιλία δεν έφερε το προσδοκώμενο γι’ αυτούς αποτέλεσμα. Δεν τον πρόσεχε κανένας. Ο λαός τούς γύρισε την πλάτη. Και όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε, αλλά έγινε το αντίθετο. Έδειξε με κάθε τρόπο την αντίθεσή του στο έγκλημα. Έδειξε τη λύπη και την αγανάκτησή του. Μάλιστα, κάποιο στέλεχος της ΕΠΟΝ αντιτάχθηκε ανοιχτά και αντιμίλησε στον καθηγητή. Και θα είχε άσχημα ξεμπερδέματα ο ΕΠΟΝίτης, αν κάποιοι δικοί του δεν τον έπαιρναν από εκεί να τον φυγαδεύσουν.
Εκεί, σε αυτό το χώρο, σε αυτήν την πλατεία, βρεθήκαμε και εμείς. Σταματήσαμε 15 με 20 μέτρα μπροστά από τους φανοστάτες. Χωρίς να καταλάβω, βρέθηκα σε στάση προσοχής. Ένα δύο δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια μου, καθώς κοίταξα το πρόσωπο του Άρη. Ένα ελαφρύ σφίξιμο και ένα κόμπιασμα ένιωσα στο στήθος και στο λαιμό. Αλλά δεν κινήθηκα. Δεν ξέρω για πόσο, ίσως για ένα λεπτό, ίσως περισσότερο, ίσως λιγότερο. Κοίταξα το πρόσωπο του Άρη. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Περνούσαν από μπροστά μου εικόνες, όπως τον είχα ξαναδεί ζωντανό, καπετάνιο στα χρόνια του αγώνα.
Ναι, τον είχα ξαναδεί τον Άρη. Μια φορά που πέρασε από το χωριό μας, με άλλους μαυροσκούφηδες καβαλάρηδες και σταμάτησαν για λίγο στην πλατεία κάτω από τον πλάτανο για να ποτίσουν τα άλογα. Έτυχε να βρίσκομαι εκεί εκείνη την ώρα, γιατί σε λίγο θα πήγαινα αποστολή συνδέσμου. (Εμείς τα αϊτόπουλα τότε μεταφέραμε έγγραφα των οργανώσεων του ΕΑΜ από το ένα χωριό στο άλλο). Και μια δεύτερη φορά, τον είδα στο γειτονικό χωριό Σωτήρα, την πρώτη μέρα της συνθηκολόγησης των Ιταλών.
Φύγαμε από το μέρος εκείνο. Περάσαμε την κεντρική γέφυρα, μπήκαμε στην άλλη πλατεία. Εκεί που είναι τώρα ο ανδριάντας του στρατηγού Στ. Σαράφη, και γυρίσαμε πάλι στο χώρο της αγοράς. Εδώ το κλίμα ήταν διαφορετικό από εκείνο της άλλης πλατείας. Εκεί ο κόσμος σταματούσε για λίγο σιωπηλός με τα κεφάλια σκυμμένα. Ένιωθε να τον παρακολουθούν αόρατα μάτια. Ενώ εδώ στην αγορά, ο κόσμος κινούνταν, μιλούσε χαμηλόφωνα και σοβαρά, συζητούσε. Κόλλησα σε μια παρέα από μεγάλους που συζητούσαν για το γεγονός. Ήταν άγνωστοι, δεν τους ήξερα, αλλά ήθελα να ακούσω κάτι. Το είχα ανάγκη. Ήθελα να μάθω πώς.. και γιατί… προσπάθησα να ακούσω τι λέγανε, μα δεν τα κατάφερνα. Ο νους μου έτρεχε μακριά. Εναλλασσόμενες εικόνες περνούσαν από μπροστά μου. Μια του Άρη καβάλα στο άλογο, μια το κεφάλι του κρεμασμένο στο φανοστάτη και μια οι σκηνές με τους Ιταλούς και τον Άγγλο στη Σωτήρα. Τότε άκουσα μια φωνή. Μια γυναικεία φωνή. «Μην απογοητεύεστε μωρέ! Ψηλά τα κεφάλια! Ένας πεθαίνει, χίλιοι γεννιούνται…».
Η φωνή με ξάφνιασε. Συνήλθα, προσπάθησα να δω τη γυναίκα που φώναξε. Γύρισα δεξιά – αριστερά, δεν την είδα. Δεν πρόσεξα να δω τι εντύπωση ή τι αντίδραση προκάλεσε στους άλλους αυτή η φωνή.
Το απόγευμα είχαμε τελειώσει πια τις δουλειές μας και ετοιμαζόμασταν να φύγουμε για το χωριό. Καθώς πηγαίναμε στο πανδοχείο που είχε στάβλο για τα υποζύγια, να πάρουμε τα πράγματά μας και να φύγουμε, κάποιος καλοντυμένος κύριος, γνωστός του πατέρα μου, μας πλησίασε και μίλησε στον πατέρα μου.
«Μη νομίζεις, κυρ Θόδωρε, ότι χαίρομαι. Λυπάμαι κι εγώ γι’ αυτό που έγινε. Ίσως όχι τόσο, όσο εσύ, αλλά ανησυχώ, όμως, πολύ. Δεν είναι καλά σημάδια αυτά. Δεν πάμε καθόλου καλά. Ο τόπος χρειάζεται ησυχία. Οι ξένοι, όπως πάντα, θέλουν να μας βάλουν να μαλώσουμε μεταξύ μας. Η τύχη μας θα είναι η ίδια. Να γιατί στεναχωριέμαι κι εγώ. Κι ύστερα, γιατί να μην το πούμε; Ο Άρης αγωνίστηκε, πρόσφερε πάρα πολλά και για την απελευθέρωση της χώρας μας και στο συμμαχικό αγώνα».
Ο πατέρας τον κοίταξε, κούνησε το κεφάλι του χωρίς νόημα και δεν απάντησε. Εκείνος στράφηκε σε μένα, άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τα μαλλιά μου, λέγοντάς μου: «Μη στεναχωριέσαι μικρέ, υπάρχουν και άλλοι σαν τον Άρη. Ο Άρης θα γραφτεί στην Ιστορία με χρυσά γράμματα». Τα είπε αυτά για παρηγοριά ή γιατί τα πίστευε; Μάλλον και τα δύο. Είπε όμως κάτι, είπε μια αλήθεια.
Πέρασαν 56 χρόνια από τότε. Αυτή η μέρα δε θα ξεχαστεί ποτέ. Θυμάμαι αυτές και άλλες σκηνές, που είναι αδύνατο να χωρέσουν σε λίγες κόλλες χαρτί. Ανάμεσα σε αυτά που δεν μπορούν να ξεχαστούν είναι και τα λόγια του ανθρώπου, που δεν ήταν αριστερός. Οι φόβοι και οι αγωνίες επαληθεύτηκαν. Οι Άγγλοι μάς έριξαν στον Εμφύλιο. Νέοι αγώνες, νέες θυσίες. Και άλλοι καπεταναίοι και άλλοι ήρωες, ζωντανοί και νεκροί, επώνυμοι και ανώνυμοι. Μα, ο Άρης ήταν ένας. Ήταν ο πρώτος του αγώνα.
Χ. Μ. ΠΕΔΙΝΟΣ
Ριζοσπάστης, 1 Αυγούστου 2001
Ριζοσπάστης, 1 Αυγούστου 2001
No comments:
Post a Comment