Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή χιλιάδες ανέστιοι και πένητες κατέκλυσαν τη Θεσσαλονίκη ξεριζωμένοι από τις προαιώνιες εστίες τους. Η Σαλονίκη έγινε η μάνα τους, η Προσφυγομάνα. Γεμάτη παράγκες και παραπήγματα, προσφυγικά σπιτάκια και καημούς.
Η σημερινή Τούμπα αποτελεί το μεγαλύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της μείζονος Θεσσαλονίκης. Είναι πια μια μεγαλούπολη που σε τίποτα δε θυμίζει την Τούμπα με τις φτωχογειτονιές, τα χαμηλά προσφυγόσπιτα, τις μυρωδιές των ανατολίτικων φαγητών, τις αλάνες της.
Τη 10ετία του ΄70 ανέβαινες πάνω στο αστικό, περπατούσες στους δρόμους της και όλες οι φυσιογνωμίες ήταν γνωστές. Τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν την τότε Κονίτσης, σημερινή Γ.Λαμπράκη, ήταν ελάχιστα.
Με τα χρόνια λιγόστευαν αυτές οι φυσιογνωμίες. Σήμερα περπατώντας στους δρόμους της, όπου κινούνται χιλιάδες αυτοκίνητα, λόγω του περιφερειακού δρόμου, δεν αναγνωρίζει πια κανείς κανέναν.
Η Τούμπα κατοικήθηκε από τους προϊστορικούς χρόνους, όπως μαρτυρεί ο αρχαιολογικός χώρος του λοφίσκου στα όρια της Τριανδρίας, όπου έκανε ανασκαφές ο αείμνηστος καθηγητής Γ.Χουρμουζιάδης.
Τι ήταν η Τούμπα πριν την κατοικήσουν οι πρόσφυγες; Μια χέρσα γη, πολύ μακριά από τα όρια της πόλης. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου εγκαταστάθηκαν εκεί οι στρατιώτες της Αντάντ. Οι Γάλλοι στρατοπέδευσαν στη σημερινή ΆνωΤούμπα μέχρι το ρέμα της Τριανδρίας. Οι Ιταλοί στρατοπέδευσαν λίγο πιο χαμηλά στα όρια της περιοχής του Νοσοκομείου Λοιμωδών Νόσων. Γάλλοι και Ιταλοί έκτισαν πολλά παραπήγματα για τις στρατιωτικές τους ανάγκες.
Η κυβέρνηση της Εθνικής άμυνας έκτισε και αυτή 100 περίπου θαλάμους σε σχήμα Λ για τις ανάγκες των δικών της στρατιωτών. Σε μια εκτεταμένη περιοχή, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το γήπεδο του ΠΑΟΚ και μέχρι τις οδούς Μ.Ασίας, Τυρολόης,μέχρι την περιοχή του Αγίου Φανουρίου, η τότε κυβέρνηση εκπαίδευε τους στρατιώτες που έστελνε στο μέτωπο της Μ.Ασίας.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή καταφθάνουν εδώ τα καραβάνια των προσφύγων. Πρώτοι έρχονται οι Μικρασιάτες, οι Σμυρνιοί, Κωνστανινουπολίτες και Θρακιώτες. Τελευταίοι έρχονται οι Πόντιοι.
Οι αστοί και οι μικροαστοί προτιμούν την πόλη. Οι μεγαλοαστοί επέλεξαν τα αρχοντικά του Ντεπώ, της Βασιλίσσης Όλγας και της παραλίας. Οι υπόλοιποι εγκαταστάθηκαν περιφεριεκά της πόλης, Ανατολικά και Δυτικά.
Ήρθαν σε μια περιοχή χωρίς υποδομές, χωρίς σπίτια, χωρίς νερά. Μακριά από την πόλη σαν χολεριασμένοι. Τους εγκατέστησαν στους θαλάμους και τα παραπήγματα που εγκατέλειψαν οι σύμμαχοι. Κάποιοι πλούσιοι Θεσσαλονικές επισκεύασαν τα άθλια παραπήγματα.
Σχεδόν το σύνολο των προσφύγων πέρασαν πρώτα από εδώ, ενώ στη συνέχεια κατευθύνονταν και σε άλλες συνοικίες. Με χρήματα της Επιτροπής Περίθαλψης Προσφύγων κατασκευάστηκαν εκατοντάδες μικρές παραγκούλες από ξύλα και λαμαρίνες. Οι κατασκευαστές εργολάβοι,13 τον αριθμό, έδωσαν ονόματα στους δρόμους με τα αρχικά τους.
Κάποια σπίτια κατασκεύασε το Εμπορικό Επιμελητήριο με έξοδά του και στέγασε πολυμελείς οικογένειες.Το Ταμείο Πρόνοιας έκτισε και αυτό μονώροφες τετρακατοικίες και μετά κάποια ξύλινα μικρά σπίτια.
Η Γερμανική κυβέρνηση στο πλαίσιο των πολεμικών αποζημιώσεων έστειλε 50 προκατασκευασμένα σπίτια των 65 τ.μ. και το καθένα από αυτά στέγασε δύο οικογένειες. Οι πρόσφυγες ήταν χιλιάδες και οι ανάγκες στέγασης τεράστιες. Η Επιτροπή αποκατάστασης προσφύγων έκτισε 3.000 μονοκατοικίες και 200 πολυκατοικίες. Κάπως έτσι στεγάστηκαν οι πρόσφυγες. Ο χειμώνας που ενέσκηψε το 1923 ήταν πολύ βαρύς. Ο Βαρδάρης τρυπούσε τα κόκκαλα και έκανε τις λαμαρίνες να τρέμουν. Ο στρατός τους εφοδίασε με κουβέρτες και σκεπάσματα και έτσι ξεχειμώνιασαν.
Οι μέρες τους είναι δύσκολες. Οι αρρώστιες τους θερίζουν, κυρίως ο τύφος, οι ελώδεις πυρετοί και η φυματίωση.Ο επισιτισμός τόσων ανθρώπων που ακόμη δεν έχουν κανένα έσοδο,ήταν μια πολύ δύσκολη υπόθεση.
Σε δέκα χρόνια ακριβώς, το 1932,η Τούμπα αλλάζει. Ο πληθυσμός της ανέρχεται σε 32 χιλιάδες, έχει 4 δημοτικά σχολεία, δύο ιατρεία, παιδικό σταθμό και τέσσερις εκκλησίες: Αγίας Βαρβάρας, Αγίου Φανουρίου, Αγίου Θεράποντα και Αγίας Μαρίνης. Άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών αποκτούν δύο ωδεία, έναν κινηματογράφο, του Δουκάκη. Οι άνθρωποι αρχίζουν να δουλεύουν στα δύο εργοστάσια της περιοχής, Υφανέτ και Τουρπάλη).
Το βιοτικό τους επίπεδο ανεβαίνει, αλλά εξακολουθούν να μένουν σε μικρά σπίτια. Έχουν αυλές με λουλούδια, πλεχτά κουρτινάκια στα παράθυρα και κέφι για ζωή. Οι Κυριακές είναι όμορφες, μοιάζουν με πανηγύρι. Οι νοικοκυρές πάνε στον φούρνο του Κουκουμέρια το ψητό με τις πατάτες, τα παιδιά παίζουν στις ελεύθερες ακόμα αλάνες γύρω από το γήπεδο του ΠΑΟΚ. Όταν παίζει ο ΠΑΟΚ γιορτάζει όλη η Τούμπα. Ένα πολύχρωμο πλήθος ανθρώπων με τα παιδιά τους συμμετέχουν στο πανηγύρι αυτό. Αν εξαιρέσουμε τους αγώνες με τον Ολυμπιακό, γενικά δεν υπήρχαν εντάσεις και επεισόδια μέχρι τη δεκαετία του 80,οπότε ξεκίνησε η βία στα γήπεδα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 60 κάνει δειλά δειλά την εμφάνισή της η αντιπαροχή. Οι στεγαστικές ανάγκες μεγαλώνουν, καθώς η αστυφιλία αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς. Σε λιγότερο από 10 χρόνια η Τούμπα μεταλλάσσεται, γίνεται κομμάτι της αστικής Θεσσαλονίκης. Το τοπίο αλλάζει ριζικά με τη δημιουργία του περιφερειακού και τον κυκλοφοριακό όγκο που δέχεται η περιοχή.
Μπορεί τίποτε πια να μη θυμίζει την παραγκούπολη των προσφύγων, ωστόσο όσοι έζησαν εκεί ή ζούνε ακόμη, την έχουν στην καρδιά τους, αυτό είναι που δεν αλλάζει.
Η Γιώτα Ιωακειμίδου είναι φιλόλογος που ζει και εργάζεται στην Περαία Θεσσαλονίκης. Γεννήθηκε στο Κλείτος Κοζάνης, αλλά μεγάλωσε στην Τούμπα Θεσσαλονίκης. Υπηρετεί στην μέση εκπαίδευση και τελευταία διδάσκει την ποντιακή διάλεκτο στον δήμο Θεσσαλονίκης. Είναι μητέρα δύο αγοριών.