Έχω γιο κι έχω χαρά
που θα γίνω πεθερά,
έχω κόρη κι έχω πίκρα
που θα γνέθω μέρα νύχτα.
Αυτό το νανούρισμα αποκοίμισε πολλά κοριτσάκια. Οι ελληνικές οικογένειες δεν δέχονταν τη γέννηση της κόρης με την ίδια χαρά που καλωσόριζαν το αρσενικό παιδί. Ένας λόγος ήταν η προίκα που έπρεπε να της δώσουν, όταν θα ερχόταν η ώρα της να παντρευτεί. ...
Πολλές οικογένειες άρχιζαν από νωρίς να ετοιμάζουν τα προικιά. Ασπρόρουχα, εσώρουχα, χαλιά, κιλίμια, χράμια, κουβέρτες, λινά, δαντέλες, κεντήματα, σερβίτσια, φαγιάντσες, πορσελάνες, ασημικά, κρύσταλλα, μαγειρικά σκεύη· όλα ανάλογα με την οικογένεια, τη σειρά της και τα ήθη του τόπου.
Άλλες τα έφτιαχναν με τα ίδια τους τα χέρια και με πολλά κοπιαστικά νυχτέρια και άλλες τα παράγγελναν σε τεχνήτρες. Πάντως αστικές ή αγροτικές οικογένειες, πλούσιες ή φτωχές έπρεπε να μεριμνήσουν για τα προικιά και για την προίκα.
Και τα μεν προικιά ήταν ο εξοπλισμός του σπιτιού, η δε προίκα ήταν το ζωντανό χρήμα ή η ακίνητη περιουσία (ή και τα δύο) που έπαιρνε ο γαμπρός για να ανακουφιστεί από τα βάρη του γάμου.
Πόσοι άντρες δεν αποφάσισαν να παντρευτούν με μόνο κριτήριο την προίκα και πόσες κοπέλες δεν έκαναν έναν αταίριαστο γάμο μόνο και μόνο για να μη μείνουν γεροντοκόρες.
Πόσες πλούσιες οικογένειες δεν αγόρασαν τον κατάλληλο σύζυγο για το κορίτσι τους και πόσες κοπέλες δεν έμειναν τελικά στο ράφι, γιατί δεν είχαν προίκα ή δεν είχαν όση προίκα γύρευε ο γαμπρός. Και πόσες οικογένειες δεν εξοντώθηκαν οικονομικά για να δώσουν προίκα. Κι ακόμα πόσα ποινικά αδικήματα δεν έγιναν με αφορμή την προίκα.
Η προίκα είχε μεταβάλλει τον γάμο σε χυδαία συναλλαγή. Όχι βέβαια πως όλοι οι γάμοι γίνονταν έτσι. Όμως ο θεσμός της προίκας καθόριζε το γενικό πλαίσιο.
Η προίκα ήταν ένας νομικά κατοχυρωμένος θεσμός. Ο Αστικός Κώδικας περιλάμβανε μία σειρά διατάξεων περί προικός, που με την αλλαγή του οικογενειακού δικαίου και την κατάργηση της προίκας το 1982, έχουν καταργηθεί κι αυτές.
Πάνω στον καμβά αυτού του αναχρονιστικού θεσμού είχαν πλεχτεί εξωφρενικές ιστορίες, μικρές ή μεγάλες τραγωδίες, ακόμα και κωμωδίες.
Όπως η ιστορία της Μαραζοκούλας, μιας συγγένισσας της γιαγιάς μου στην Αιτωλοακαρνανία, που με μία αγελάδα όλη κι όλη πάντρεψε πέντε κορίτσια. Έδινε την αγελάδα προίκα στον έναν γαμπρό κι ύστερα του την έπαιρνε και την έδινε προίκα στον άλλον. Την ιστορία της Μαραζοκούλας τη λέγανε σαν αστείο. Πίσω της όμως κρύβεται δράμα και μαράζι.
Η λογοτεχνία δίνει ανάγλυφα τη δυστυχία του να είσαι γυναίκα, στις εποχές που το ίδιο το Σύνταγμα της ευνομούμενης χώρας μας δεν αναγνώριζε την ισότητα των δύο φύλων.
Είπαμε πως δεν ήταν όλοι οι γαμπροί συμφεροντολόγοι. Υπήρχαν κι εκείνοι που είχαν ήθος, πεποίθηση στον εαυτό τους και βάσιζαν την εκλογή της συντρόφου στον χαρακτήρα, στα προσόντα και στα ειλικρινή αισθήματα.
Υπήρχαν όμως και κάποιοι που ήταν υποχρεωμένοι εκ του νόμου να πάρουν προίκα, διαφορετικά δεν είχαν το δικαίωμα να παντρευτούν. Εξωφρενικό και απολύτως αληθινό! Καθώς επίσης και εκείνοι που ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν προίκα για να πάρουν τη νύφη.
Ο χωροφύλαξ και η προίξ – Ο γαμπρός είναι υποχρεωμένος να πάρει προίκα
Ο νόμος πρόβλεπε ότι ο χωροφύλακας έπρεπε να πάρει προίκα 45 χιλιάρικα παγκουί (ή σπίτι ή χωράφι αυτής της αξίας), έτσι ώστε να έχει οικονομική άνεση και να μην «είναι ευάλωτος σε πιέσεις». Επίσης η νύφη δια νόμου έπρεπε να είναι ηθική, νομιμόφρων και ανεπίληπτων κοινωνικών φρονημάτων. Τα δε μελλοντικά πεθερικά του χωροφύλακα έπρεπε να είναι από την Ελλάδα ή από συμμαχικές χώρες.
Υπήρξαν κάποιοι χωροφύλακες ερωτευμένοι στο φουλ, που παντρεύτηκαν κρυφά με τον κίνδυνο πάντα να τους ανακαλύψουν, να τους περάσουν από συμβούλιο και να τους αποτάξουν.
Όπως υπήρξαν κι άλλοι που μάζεψαν μ’ ένα σωρό κόπους τα χρήματα και τα έδωσαν στους γονείς της άπροικης κοπέλας για να τα πάρουν μετά πίσω ως προίκα.
Παλιότερα τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα. Πριν από τις προσπάθειες της πρώτης Ελληνίδας βουλευτίνας Ελένης Σκούρα*, που εκλέχτηκε τον Ιανουάριο του 1952 και κατάφερε να τροποποιήσει κάπως τις ισχύουσες διατάξεις, οι χωροφύλακες έμεναν υποχρεωτικά και δια νόμου μπακούρια μέχρι τα 45 τους, για να αφοσιώνονται απερίσπαστοι εις το καθήκον των.
Το αγαρλίκι – Ο γαμπρός είναι υποχρεωμένος να δώσει προίκα
Το baba hakki ή πατρικό δικαίωμα ή αγαρλίκι, ήταν ένας εθιμικός κανόνας σύμφωνα με τον οποίο ο μελλόνυμφος ή ο πατέρας του έδινε στον πατέρα της νύφης ένα ποσό για να τον αποζημιώσει για τα έξοδα στα οποία είχε υποβληθεί για την ανατροφή της κόρης του και που του στερούσε τη θυγατέρα του (για την ακρίβεια τα εργατικά της χέρια). Ουσιαστικά με το αγαρλίκι ο γαμπρός αγόραζε τη νύφη ή την καπάρωνε, αν ήταν ανήλικη. Όσο πιο γεροδεμένη ήταν η νύφη, άρα ικανή να κάνει βαριές δουλειές, τόσο μεγαλύτερο το αγαρλίκι.
— Καλή δεν είν’ η νύφ’; ρώτησαν έναν Καραγκούνη πεθερό.
— Στο θέρο θα δείξει.
Οι περισσότεροι γάμοι γίνονταν πριν από την έναρξη των γεωργικών εργασιών, οπότε υπήρχε ανάγκη για πολλά εργατικά χέρια ή μετά το τέλος τους το φθινόπωρο ώστε να μειωθούν τα στόματα που ήταν υποχρεωμένος να ταΐζει ο πατέρας της νύφης.
Αν ο γαμπρός δεν συντηρούσε τη σύζυγό του, πλήρωνε αποζημίωση στον πατέρα της.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο γαμπρός δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να δώσει αγαρλίκι. Παράλληλα όμως οι δουλειές έτρεχαν και λόγω της έλλειψης των εργατικών χεριών άρχιζαν οι απαγωγές, καθώς και γάμοι με γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας. Φυσικά ο πατέρας της νύφης ολοφυρόταν για τη χαμένη του τιμή και δεν σταματούσε μέχρι να λάβει χρηματική ικανοποίηση.
Το αγαρλίκι ίσχυε στους καραγκούνικους πληθυσμούς της Θεσσαλίας και της Θράκης. Ο θεσμός ήταν αναγνωρισμένος από την Εκκλησία. Τις διαφορές που ανέκυπταν (λόγω υπαναχώρησης ή θανάτου ενός από τους δύο) έλυναν τα δικαστήρια.
Τέλος υπήρχε και ο θεσμός του mehr, σύμφωνα με τον οποίο ο μέλλων γαμπρός πρόσφερε στη μέλλουσα νύφη διάφορα δώρα πριν από τον γάμο. Η νύφη αποκτούσε την κυριότητα μόλις γινόταν ο γάμος.
Το mehr είχε σκοπό να εξασφαλίσει ή να αποζημιώσει τη γυναίκα σε περίπτωση που λυνόταν ο γάμος με υπαιτιότητα του άντρα.
*Γαρλίκι ή αγαρλίκι είναι λέξη τουρκική που σημαίνει τιμή, αξία σε χρήματα και ζώα κι ήταν συνήθεια παλαιά, από τα ομηρικά ακόμα χρόνια ο γαμπρός να πληρώνει την αξία της νύφης για να την παντρευτεί και να την πάρει σπίτι του. όσα πιο πολλά προτερήματα είχε η νύφη τόσο μεγαλύτερο ήταν το «γαρλίκι» που πλήρωναν οι γαμπροί σε πολλά χωριά της Δυτ. Μακεδονίας μέχρι και την περίοδο του 1940.