Υπό κανονικές συνθήκες, δύο χρόνια αργότερα, ο Αλέξανδρος θα έπρεπε να προετοιμάζεται για τις πανελλαδικές... Αποτύπωνε ο ίδιος την υπέροχη βεβαιότητα της εφηβείας γράφοντας σε έκθεσή του στην Α' λυκείου: «Κανείς δεν μπορεί να αποφύγει τα στάδια της ζωής από την παιδική ηλικία μέχρι τα γηρατειά...».
Όλα αυτά υπό κανονικές συνθήκες... Γιατί δύο χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα στις 20 Ιανουαρίου 2010, αντί ο Αλέξανδρος να προγραμματίζει φροντιστήρια, εξόδους κι ό,τι τραβά η ψυχή ενός 18χρονου, ξεκινούσε η εκδίκαση της δίκης για τις συνθήκες της δολοφονίας του. Το ανυποψίαστο χαμογελαστό αγόρι με τις ατίθασες πυκνές μαύρες αφέλειες σε εκείνη τη βόλτα της 6ης Δεκεμβρίου 2008 είχε κάνει τα τελευταία του πατήματα στη ζωή... Και εκείνη η έκθεση για τα «δεδομένα» της ζωής ήταν η τελευταία του.
Η σφαίρα, το δώρο στο κορίτσι του, και τα ισόβια στον Κορκονέα
Δεκέμβρης του 2008, του Αγίου Νικολάου. Λίγο πριν από τις εννέα το βράδυ, στη συμβολή των οδών Τζαβέλλα και Μεσολογγίου, ο Αλέξανδρος έχασε ακαριαία τη ζωή του από σφαίρα αστυνομικού που διαπέρασε την καρδιά του και καρφώθηκε στον δέκατο θωρακικό σπόνδυλο. Στην τσέπη του είχε ένα σακουλάκι με μια καρδούλα… Δώρο για το κορίτσι του .
Ο Αλέξανδρος έχασε τη ζωή του για τον τσαμπουκά ενός αστυνομικού, του ειδικού φρουρού Επ. Κορκονέα, ο οποίος με «απλό συνεργό» τον συνάδελφό του Β. Σαραλιώτη, ο οποίος δεν τον απέτρεψε, πήγε γυρεύοντας για να σκοτώσει. Αυτή ήταν η ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Άμφισσας, το οποίο έπειτα από 84 συνεδριάσεις τον έκρινε ένοχο για ανθρωποκτονία από πρόθεση με άμεσο δόλο, κατά αυστηρότερη μετατροπή του κατηγορητηρίου, το οποίο του απέδιδε ενδεχόμενο δόλο, χωρίς να του αναγνωριστεί ούτε ένα ελαφρυντικό.
Προς «εκτόνωση του θυμού του δράστη και σε επίδειξη ισχύος» ανέφερε το σκεπτικό το οποίο τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη. Επειδή κάποιος πέταξε ένα µπουκάλι νερό στο περιπολικό στο οποίο επέβαινε µαζί µε τον Σαραλιώτη. Όπως αποδείχτηκε, οι δύο ειδικοί φρουροί, παρά τις αντίθετες εντολές του κέντρου της αστυνοµίας, επέστρεψαν, άφησαν το περιπολικό, κατευθύνθηκαν πεζή και αγέρωχοι προς την παρέα των 15χρονων. Όταν έφτασαν σε απόσταση βολής ο Κορκονέας τράβηξε όπλο και πυροβόλησε ευθεία µπροστά.
Η εξονυχιστική ακροαµατική διαδικασία, σε µια δίκη που χαρακτηρίστηκε ιστορική, δεν άφηνε κανένα περιθώριο αµφιβολιών για την ενοχή και των δύο κατηγορουµένων. Η συµπεριφορά του Κορκονέα, που από την πρώτη στιγµή επιχείρησε να φορέσει «µανδύα κατηγορουµένου» στο ίδιο το θύµα επικαλούµενος «αποκλίνουσα συµπεριφορά του 15χρονου», χαρακτηρίστηκε από τους δικαστές «εριστική, ανάρµοστη και προκλητική».
«Χρησιµοποίησε το όπλο του και πυροβόλησε προς εκτόνωση του θυµού του και στείρα ικανοποίηση της κακώς εννοούµενης υπερηφάνειας του, αν όχι κατά την αυθαίρετη εκτίµηση του ιδίου ανδρικού φιλότιµου» αναφέρεται στο πολυσέλιδο σκεπτικό, στο οποίο τονίζεται ότι µια από τις αιτίες που όπλισαν το χέρι του ήταν η «ακατάσχετη επιθυµία του να προκαλέσει µε κάθε τρόπο άοπλα νεαρά άτοµα και να κάνει επίδειξη ισχύος, εµφορούµενος από την ασφάλεια που του παρείχε η κατοχή του οπλισµού του».
Το νοµικό και ηθικό βάρος της απόφασης σήκωσαν ένας τακτικός δικαστής, ο Γιώργος Βώττης, και τρεις γυναίκες ένορκοι. Η πρόεδρος του δικαστηρίου Αντζελίτα Παπαβασιλείου, ένας τακτικός δικαστής και ένας ένορκος διαφώνησαν µε την πλειοψηφία, καθώς είχαν τη γνώµη ότι ο Κορκονέας έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος σύµφωνα µε το κατηγορητήριο, δηλαδή για ανθρωποκτονία µε ενδεχόµενο δόλο.
Η ανυποχώρητη όµως στάση της πλειοψηφίας έκρινε τελικά την έκβαση της δίκης, καθώς πλέον η επιβολή της ισόβιας κάθειρξης στον Κορκονέα ήταν µονόδροµος. Οι τέσσερις ένορκοι αλλά και ένας τακτικός δικαστής οµοφώνησαν στο ότι δεν έπρεπε να χορηγηθεί στον κατηγορούµενο το ελαφρυντικό του πρότερου έντιµου βίου, σε αντίθεση πάλι µε την πρόεδρο και έναν εκ των τακτικών δικαστών που ψήφισαν υπέρ της χορήγησης του ελαφρυντικού. Ως προς τα υπόλοιπα ελαφρυντικά που είχε ζητήσει η υπεράσπιση του Κορκονέα, το δικαστήριο τα απέρριψε οµόφωνα. Οµόφωνα απορρίφθηκαν και αιτήµατα όπως η αναγνώριση στον δράστη του βρασµού ψυχικής ορµής κατά την τέλεση του εγκλήµατος.
Ούτε στον Σαραλιώτη αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικά· για τον πρότερο έντιµο βίο όµως η πρόεδρος της έδρας, ο ένας δικαστής και ο ένας ένορκος (οι ίδιοι όπως και στην απόφαση επί της ενοχής Κορκονέα) είχαν τη γνώµη ότι έπρεπε να του αναγνωριστεί.
Καταπέλτης ο εισαγγελέας Λακαφώσης
Στην εισήγησή του που είχε καθηλώσει το ακροατήριο ο εισαγγελέας της έδρας του πρωτόδικου δικαστηρίου, Χαράλαµπος Λακαφώσης ζήτησε τη µετατροπή του κατηγορητηρίου στην αυστηρότερη µορφή του, δηλαδή σε ανθρωποκτονία από πρόθεση µε άµεσο και όχι µε ενδεχόµενο δόλο όπως είχε εισαχθεί.
Ο εισαγγελέας χαρακτήρισε «ασύµµετρη και επιχειρησιακά επικίνδυνη» την απόφαση που έλαβαν από κοινού Κορκονέας και Σαραλιώτης να επιστρέψουν πεζή στη συµβολή των οδών Ζωοδόχου Πηγής και Τζαβέλλα επιδεικνύοντας «παρορµητική αντίδραση». Χαρακτήρισε την απόφαση αυτή εξοµοίωση της συµπεριφοράς τους µε αυτήν των ατόµων που τους επιτέθηκαν. Τόνισε ότι και οι δύο κατηγορούµενοι είχαν ταυτόσηµη λεκτική αποτύπωση της επίµαχης επίθεσης στις απολογίες τους. Για τα πραγµατικά περιστατικά που σηµειώθηκαν εκείνο το βράδυ, επικαλούµενος πολλές καταθέσεις θαµώνων καφετεριών, αστυνοµικών φρουρών και µελών της διµοιρίας των ΜΑΤ που βρίσκονταν επιτόπου για φύλαξη των γραφείων του ΠΑΣΟΚ, είχε καταλήξει στο συµπέρασµα ότι οι δύο κατηγορούµενοι «σκόπιµα ψευδόµενοι […] αναβάθµισαν την ένταση της επίθεσης που δέχθηκαν µε το περιπολικό» προκειµένου να αναπτύξουν την υπερασπιστική τους θέση.
Ο εισαγγελέας είχε χαρακτηρίσει «αναληθείς» τους βασικούς υπερασπιστικούς ισχυρισµούς των δύο κατηγορουµένων, ενώ αναφερόµενος ειδικά στον Κορκονέα είχε τονίσει ότι «η πολιτεία ανέµενε από τον κατηγορούµενο να ασκεί τα καθήκοντά του µε σεβασµό στα δικαιώµατα και στη διαφορετικότητα των πολιτών».
Ο κ. Λακαφώσης ήταν κατηγορηµατικός:
«Ο Επαµεινώνδας Κορκονέας, ευρισκόµενος σε ήρεµη ψυχική κατάσταση, έβγαλε το πυροβόλο όπλο του, το έστρεψε στην οδό Τζαβέλλα και πυροβόλησε δύο φορές». Στη διάρκεια της αγόρευσής του έκανε εκτενή αναφορά στην προσπάθεια να κατασκευαστούν στοιχεία κατά τη διάρκεια της αυτοψίας που είχε διενεργηθεί στις 21 Δεκεµβρίου 2008 και να καταρριφθεί η θέση του θύµατος σε σηµείο που συσκότιζε την όλη έρευνα. Όπως τόνισε ο κ. Λακαφώσης, αυτή η επιχείρηση συσκότισης είχε πρωταγωνιστές συγκεκριµένους αστυνοµικούς, οι οποίοι ήταν σε συνεννόηση µε γυναίκα που γνώριζαν από παλιά και την οποία εµφάνισαν να υποδεικνύει µέσω κινητού τη θέση του θύµατος.
Ο τερατώδης συμψηφισμός
Αλγεινή εντύπωση είχε προκαλέσει η απολογία του Επ. Κορκονέα. «Θέλω να πω, λυπάµαι για ό,τι έγινε... Βρεθήκαµε όλοι σε δύσκολες στιγµές, η οικογένειά µου, σίγουρα και η οικογένεια του παιδιού» είπε στην αρχή ξεσπώντας σε λυγµούς. Για να ξεστοµίσει στη συνέχεια και την περιβόητη φράση συµψηφισµού της δικής του κατάστασης µε την απώλεια µιας ζωής. «Τα θύµατα είµαστε εγώ κι αυτός. Το παιδί κι εγώ. Αυτό είναι νεκρό κι εγώ είµαι εδώ που είµαι. Μακάρι να βρισκόµουν
Προς «εκτόνωση του θυμού του δράστη και σε επίδειξη ισχύος» ανέφερε το σκεπτικό το οποίο τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη. Επειδή κάποιος πέταξε ένα µπουκάλι νερό στο περιπολικό στο οποίο επέβαινε µαζί µε τον Σαραλιώτη. Όπως αποδείχτηκε, οι δύο ειδικοί φρουροί, παρά τις αντίθετες εντολές του κέντρου της αστυνοµίας, επέστρεψαν, άφησαν το περιπολικό, κατευθύνθηκαν πεζή και αγέρωχοι προς την παρέα των 15χρονων. Όταν έφτασαν σε απόσταση βολής ο Κορκονέας τράβηξε όπλο και πυροβόλησε ευθεία µπροστά.
Η εξονυχιστική ακροαµατική διαδικασία, σε µια δίκη που χαρακτηρίστηκε ιστορική, δεν άφηνε κανένα περιθώριο αµφιβολιών για την ενοχή και των δύο κατηγορουµένων. Η συµπεριφορά του Κορκονέα, που από την πρώτη στιγµή επιχείρησε να φορέσει «µανδύα κατηγορουµένου» στο ίδιο το θύµα επικαλούµενος «αποκλίνουσα συµπεριφορά του 15χρονου», χαρακτηρίστηκε από τους δικαστές «εριστική, ανάρµοστη και προκλητική».
«Χρησιµοποίησε το όπλο του και πυροβόλησε προς εκτόνωση του θυµού του και στείρα ικανοποίηση της κακώς εννοούµενης υπερηφάνειας του, αν όχι κατά την αυθαίρετη εκτίµηση του ιδίου ανδρικού φιλότιµου» αναφέρεται στο πολυσέλιδο σκεπτικό, στο οποίο τονίζεται ότι µια από τις αιτίες που όπλισαν το χέρι του ήταν η «ακατάσχετη επιθυµία του να προκαλέσει µε κάθε τρόπο άοπλα νεαρά άτοµα και να κάνει επίδειξη ισχύος, εµφορούµενος από την ασφάλεια που του παρείχε η κατοχή του οπλισµού του».
Το νοµικό και ηθικό βάρος της απόφασης σήκωσαν ένας τακτικός δικαστής, ο Γιώργος Βώττης, και τρεις γυναίκες ένορκοι. Η πρόεδρος του δικαστηρίου Αντζελίτα Παπαβασιλείου, ένας τακτικός δικαστής και ένας ένορκος διαφώνησαν µε την πλειοψηφία, καθώς είχαν τη γνώµη ότι ο Κορκονέας έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος σύµφωνα µε το κατηγορητήριο, δηλαδή για ανθρωποκτονία µε ενδεχόµενο δόλο.
Η ανυποχώρητη όµως στάση της πλειοψηφίας έκρινε τελικά την έκβαση της δίκης, καθώς πλέον η επιβολή της ισόβιας κάθειρξης στον Κορκονέα ήταν µονόδροµος. Οι τέσσερις ένορκοι αλλά και ένας τακτικός δικαστής οµοφώνησαν στο ότι δεν έπρεπε να χορηγηθεί στον κατηγορούµενο το ελαφρυντικό του πρότερου έντιµου βίου, σε αντίθεση πάλι µε την πρόεδρο και έναν εκ των τακτικών δικαστών που ψήφισαν υπέρ της χορήγησης του ελαφρυντικού. Ως προς τα υπόλοιπα ελαφρυντικά που είχε ζητήσει η υπεράσπιση του Κορκονέα, το δικαστήριο τα απέρριψε οµόφωνα. Οµόφωνα απορρίφθηκαν και αιτήµατα όπως η αναγνώριση στον δράστη του βρασµού ψυχικής ορµής κατά την τέλεση του εγκλήµατος.
Καταπέλτης ο εισαγγελέας Λακαφώσης
Στην εισήγησή του που είχε καθηλώσει το ακροατήριο ο εισαγγελέας της έδρας του πρωτόδικου δικαστηρίου, Χαράλαµπος Λακαφώσης ζήτησε τη µετατροπή του κατηγορητηρίου στην αυστηρότερη µορφή του, δηλαδή σε ανθρωποκτονία από πρόθεση µε άµεσο και όχι µε ενδεχόµενο δόλο όπως είχε εισαχθεί.
Ο εισαγγελέας χαρακτήρισε «ασύµµετρη και επιχειρησιακά επικίνδυνη» την απόφαση που έλαβαν από κοινού Κορκονέας και Σαραλιώτης να επιστρέψουν πεζή στη συµβολή των οδών Ζωοδόχου Πηγής και Τζαβέλλα επιδεικνύοντας «παρορµητική αντίδραση». Χαρακτήρισε την απόφαση αυτή εξοµοίωση της συµπεριφοράς τους µε αυτήν των ατόµων που τους επιτέθηκαν. Τόνισε ότι και οι δύο κατηγορούµενοι είχαν ταυτόσηµη λεκτική αποτύπωση της επίµαχης επίθεσης στις απολογίες τους. Για τα πραγµατικά περιστατικά που σηµειώθηκαν εκείνο το βράδυ, επικαλούµενος πολλές καταθέσεις θαµώνων καφετεριών, αστυνοµικών φρουρών και µελών της διµοιρίας των ΜΑΤ που βρίσκονταν επιτόπου για φύλαξη των γραφείων του ΠΑΣΟΚ, είχε καταλήξει στο συµπέρασµα ότι οι δύο κατηγορούµενοι «σκόπιµα ψευδόµενοι […] αναβάθµισαν την ένταση της επίθεσης που δέχθηκαν µε το περιπολικό» προκειµένου να αναπτύξουν την υπερασπιστική τους θέση.
Ο εισαγγελέας είχε χαρακτηρίσει «αναληθείς» τους βασικούς υπερασπιστικούς ισχυρισµούς των δύο κατηγορουµένων, ενώ αναφερόµενος ειδικά στον Κορκονέα είχε τονίσει ότι «η πολιτεία ανέµενε από τον κατηγορούµενο να ασκεί τα καθήκοντά του µε σεβασµό στα δικαιώµατα και στη διαφορετικότητα των πολιτών».
Ο κ. Λακαφώσης ήταν κατηγορηµατικός:
«Ο Επαµεινώνδας Κορκονέας, ευρισκόµενος σε ήρεµη ψυχική κατάσταση, έβγαλε το πυροβόλο όπλο του, το έστρεψε στην οδό Τζαβέλλα και πυροβόλησε δύο φορές». Στη διάρκεια της αγόρευσής του έκανε εκτενή αναφορά στην προσπάθεια να κατασκευαστούν στοιχεία κατά τη διάρκεια της αυτοψίας που είχε διενεργηθεί στις 21 Δεκεµβρίου 2008 και να καταρριφθεί η θέση του θύµατος σε σηµείο που συσκότιζε την όλη έρευνα. Όπως τόνισε ο κ. Λακαφώσης, αυτή η επιχείρηση συσκότισης είχε πρωταγωνιστές συγκεκριµένους αστυνοµικούς, οι οποίοι ήταν σε συνεννόηση µε γυναίκα που γνώριζαν από παλιά και την οποία εµφάνισαν να υποδεικνύει µέσω κινητού τη θέση του θύµατος.
Ο τερατώδης συμψηφισμός
Αλγεινή εντύπωση είχε προκαλέσει η απολογία του Επ. Κορκονέα. «Θέλω να πω, λυπάµαι για ό,τι έγινε... Βρεθήκαµε όλοι σε δύσκολες στιγµές, η οικογένειά µου, σίγουρα και η οικογένεια του παιδιού» είπε στην αρχή ξεσπώντας σε λυγµούς. Για να ξεστοµίσει στη συνέχεια και την περιβόητη φράση συµψηφισµού της δικής του κατάστασης µε την απώλεια µιας ζωής. «Τα θύµατα είµαστε εγώ κι αυτός. Το παιδί κι εγώ. Αυτό είναι νεκρό κι εγώ είµαι εδώ που είµαι. Μακάρι να βρισκόµουν εγώ στη θέση του. Πεθαίνω κάθε ώρα, κάθε λεπτό... Συµµερίζοµαι τον πόνο της οικογένειας» είπε.
Για το γεγονός ότι πυροβόλησε είπε χαρακτηριστικά: «Αισθανόµουν ότι πήγαινα να κάνω το καθήκον µου. Ξαφνικά αισθάνθηκα εγκλωβισµένος, έβγαλα το πιστόλι και πυροβόλησα. Μετά κατάλαβα ότι έκανα χρήση του όπλου και συγκλονίστηκα.
Πρόεδρος: Γιατί ήσασταν συγκλονισµένος; Σας φόβισε συναισθηµατικά η χρήση του όπλου; Ή δεν είχατε ακόµη συνειδητοποιήσει τι είχε συµβεί, γι’ αυτό και δεν ενηµερώσατε το κέντρο;
Κορκονέας: Μέσα στην πόλη όπου κι αν πυροβολήσεις ενδέχεται να χτυπήσεις κάποιον!
Πρόεδρος: Αφού εσείς δεν ξέρατε το δυσάρεστο αποτέλεσµα.
Κορκονέας: Το γεγονός ότι βγαίνει το όπλο από τη θήκη είναι ακραία λύση. Και για µένα ήταν πρωτόγνωρο, γιατί δεν ήµουν εξοικειωµένος»..
Έντεκα χρόνια μετά το έγκλημα
Ο Κορκονέας, μετά την ολοκλήρωση της πρώτης δίκης, οδηγήθηκε στις φυλακές Δομοκού για να εκτίσει την ποινή των ισοβίων που του επιβλήθηκε. Αποτάχτηκε από την αστυνομία το 2013. Ο Σαραλιώτης αποφυλακίστηκε το 2011 .
Σήμερα και ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας του Αλέξανδρου είναι ελεύθερος.
Η δίκη στο Εφετείο (Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας ) δεν είχε στραμμένα πάνω της τα φώτα της δημοσιότητας, όπως η πρωτόδικη. Και η αυλαία της έπεσε με μια απόφαση που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στην κοινωνία. Το Δικαστήριο αναγνώρισε, και μάλιστα ομόφωνα, στον Επαμεινώνδα Κορκονέα το ελαφρυντικό του προτέρου σύννομου βίου με αποτέλεσμα να «σπάσουν τα ισόβια». Του επιβλήθηκε ποινή 13 ετών. Και από τα τέλη του περασμένου Ιουλίου είναι ελεύθερος. Με πραγματική έκτιση ποινής έντεκα έτη και περίπου πέντε έτη επιπλέον με τα μεροκάματα, η τελεσίδικη ποινή που του επιβλήθηκε του άνοιξε τις πύλες των φυλακών Δομοκού. Κατά τον εισαγγελέα της έδρας του εφετείου, Β. Χανή, «μέχρι τη τη στιγμή της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου δεν υπήρξε μη σύννομη συμπεριφορά του, άρα συντρέχει βάσιμος λόγος χορήγησης του ελαφρυντικού. Ο κατηγορούμενος δεν είναι χαρακτήρας που υποκρύπτει παραβατική συμπεριφορά. Υπήρξε μία αμελής και αντιδεοντολογική συμπεριφορά από την πλευρά του κατηγορουμένου...».
Εύλογο ήταν το ξεσπασμα μετά από αυτή την τοποθέτηση της εκ των συνηγόρων της οικογένειας του 15χρονου θύματος, Ζωής Κωνσταντοπούλου.
«Αντιδεοντολογική δολοφονία, αποστράφηκε την εισαγγελική εισήγηση, το ακούσαμε και αυτό ... Θέλει να δώσει ελαφρυντικό για να βγει ο Κορκονέας έξω...».
Απ΄ την πλευρά του ο έτερος συνήγορος πολιτικής αγωγής, Νίκος Κωνσταντόπουλος, αναφερόμενος και στο αίτημα από την υπεράσπιση για αναγνώριση ελαφρυντικού... ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος, σχολίασε : «Είναι το αποκορύφωμα της θρασύτητας. Ο νεκρός Αλέξανδρος να λοιδορείται μέχρι και την τελευταία στιγμή» .
Παρέμβαση του Αρείου Πάγου για το ελαφρυντικό
Η υπόθεση ως προς το δικαστικό της σκέλος, δεν έκλεισε με την τελεσίδικη απόφαση που οδήγησε στην απελευθέρωση Κορκονέα. Μετά τον σάλο που προκάλεσε η αναγνώριση του ελαφρυντικού, δύο μήνες μήνες μετά , η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου που μελέτησε το σκεπτικό της επίμαχης απόφασης του Εφετείου έκρινε ότι εσφαλμένως ερμηνεύτηκε ο νέος νόμος ως προς τη αναγνώριση στο πρόσωπο του ειδικού φρουρού του επίμαχου ελαφρυντικού.
Έτσι, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Βασίλης Πλιώτας, προχώρησε στην άσκηση αναίρεσης κατά της απόφασης του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας.Την αναίρεση θα κρίνει το αρμόδιο Ποινικό Τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας, και σε περίπτωση που ταχθεί τελικά υπέρ της αναίρεσης της απόφασης, τότε ο Επαμεινώνδας θα δικαστεί εκ νέου από το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο για την δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.
Μετά από αυτή την εξέλιξη , οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής της οικογένειας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, Νίκος Κωνσταντόπουλος και Ζωή Κωνσταντοπούλου, έκαναν την ακόλουθη δήλωση:
«Η εμπεριστατωμένη αναίρεση που άσκησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κατά της Αποφάσεως του Μ.Ο.Ε. Λαμίας ως προς την αναγνώριση ελαφρυντικού στον δολοφόνο του Αλέξανδρου, Επαμεινώνδα Κορκονέα, και την αποφυλάκισή του, δικαιώνει την εξ αρχής αντίδρασή μας σε αυτήν την προκλητική απόφαση, επιβράβευσης της δολοφονίας ενός αθώου 15χρονου παιδιού από ένοπλους αστυνομικούς. Η πράξη του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου συνιστά ενέργεια εκπλήρωσης υψηλού δικαστικού καθήκοντος και ουσιαστικής θεσμικής ευθύνης.Στα 10 σχεδόν χρόνια που υπερασπιζόμαστε τη μνήμη του Αλέξανδρου κι εκπροσωπούμε την οικογένειά του, δεν έπαψαν να ενεργοποιούνται σκοτεινοί μηχανισμοί, που επιδιώκουν την συγκάλυψη του εγκλήματος και την υπόθαλψη των υπαιτίων.Τόσο η οικογένεια του Αλέξανδρου, όσο και εμείς ως εκπρόσωποί της, θα συνεχίσουμε τον αγώνα μας για να λάμψει η αλήθεια και να επιβληθεί δίκαιη τιμωρία για το έγκλημα. Για να μην υπάρξει άλλο αθώο παιδί δολοφονημένο από όπλο αστυνομικού, για να μην υπάρξει άλλη δικαστική επιβράβευση κρατικής δολοφονίας, που οπλίζει το χέρι κάθε επόμενου Κορκονέα κι αφήνει απροστάτευτο κάθε επόμενο Αλέξανδρο»