( απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο μου )
Ήταν 4 Οκτωβρίου του 1919 , όταν ξαφνικά εμφανίζονται στο χωριό Αλτίνογλου Τσιφλίκ 40 ιππείς και δίνουν εντολή: σε δυο ώρες να τα μαζεύουν και να φύγουν. Πανικός έπεσε στο χωριό . Φωνές ,κλάματα, οργή ,κατάρες ακούγονταν στο χωριό απ άκρη σε άκρη. Έπρεπε να βιαστούν όμως , σε δυο ώρες πρέπει να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες τριάντα αιώνων. Ήταν αρχές φθινοπώρου και οι γεωργικές εργασίες δεν είχαν τελειώσει ακόμα. Πολλοί βρίσκονταν στα χωράφια και όργωναν. Θυμάμαι την γιαγιά να διηγείται με απίστευτες λεπτομέρειες την στιγμή που άκουσε την είδηση. Βρισκόταν στο χωράφι και είχε καθίσει να ξαποστάσει και να φάει. Ένα ξερό φύλλο έπεσε στο γιαούρτι και ενώ προσπαθούσε να το βγάλει, ήρθε η φοβερή είδηση. «Πίσω στο χωριό όλοι ,φεύγουμε σε λίγες ώρες».Το κουτάλι έμεινε στο μετέωρο χέρι της ,δεν πίστευε την φοβερή είδηση. Τρέξανε όλοι τρομαγμένοι πίσω στο χωριό αλλόφρονες ,ενώ οι τσετέδες και οι τσεντερμέδες επιτηρούσαν το ξερίζωμα των ανθρώπων. Τους τελευταίους μήνες τα σημάδια ήταν πολλά και ανησυχητικά ,αλλά η ζωή στον ήσυχο κόσμο τους συνεχιζόταν κανονικά.
Όλα έγιναν ξαφνικά και αναπάντεχα. Δεν χωρούσε το μυαλό τους ότι πρέπει έτσι ξαφνικά να εγκαταλείψουν την γη τους ,το βιος τους ,την ζωή τους. Να αφήσουν τα κοπάδια τους, τα νερά τους, τα βουνά τους και να «έρθουν στην γη των προγόνων τους». Αυτοί όμως ένιωθαν δεμένοι με την γη τους ,την πατρίδα τους ,τους τούρκους φίλους τους .Χωρίς καλά –καλά να συνειδητοποιήσουν που πάνε και γιατί ,άρχισαν να ετοιμάζονται . Οι γυναίκες τακτοποίησαν τα σπίτια σαν να επρόκειτο να γυρίσουν πίσω σε λίγες ώρες, τάισαν τα ζώα ,έκλεισαν και αυλόπορτες και ξεκίνησαν .Για που όμως; Απάντηση δεν υπήρχε.
Μάζεψαν σε μπόγους τα απαραίτητα εφόδια, στρώματα και φαγητά, τα παιδιά και τα φόρτωσαν πάνω στα κάρα .Ήταν τραγικό το θέμα της εγκατάλειψης του χωριού, ένα κομβόι από κάρα και πεζούς έκλαιγε εγκαταλείποντας ζωή και πατρίδα. Οκτώβριος μήνας ήτανε, αρχή του φθινοπώρου και άφηναν πίσω γεμάτα τα κελάρια από τις προμήθειες του χειμώνα :γεννήματα, βούτυρα, τουρσιά, ξύλα, άχυρα για τα ζώα. Οι νοικοκυραίοι είχαν φροντίσει για όλες τις προμήθειες του επερχόμενου χειμώνα. Τα άφηναν όλα πίσω και έφευγαν με την «ψυν σο στόμαν». Βουβό κλάμα έβγαινε από τις ψυχές των 850 κατοίκων που το εγκατέλειπαν. Με τα κάρα φορτωμένα, κρατώντας στα χέρια τα παιδιά και όσα δεν χωρούσαν πάνω στα κάρα, ξεκίνησαν. Γύρισαν και κοίταξαν πίσω τους για τελευταία φορά την γη τους. Έκλεισαν μέσα τους τις εικόνες που τους συντρόφευσαν μέχρι τον θάνατό τους. Τα ποταμάκια, τους μύλους, τις αυλές, τα απέραντα χωράφια τους. Άφησαν τα τζάκια να καπνίζουν, αγκάλιασαν με το βλέμμα την εκκλησία του Αι-Γεώργη. Τα βουνά χαμήλωσαν και μια ψιλή βροχούλα του Οκτώβρη συμμερίστηκε την λύπη τους. Πίστευαν πως θα γυρίσουν σύντομα και έτσι άντεξαν το αναπάντεχο κακό που τους βρήκε.
Κάρα, άνθρωποι, μικρά ζώα ,σκυλιά αποτέλεσαν ένα κομβόι .Τα κάρα έτριζαν, τα μωρά έκλαιγαν, οι γυναίκες μοιρολογούσαν, τα ζώα ήταν ανήσυχα και αυτά .Ακόμα και οι σκληροί τζεντερμέδες λύγισαν . Ένας τσέτης πλησίασε και χάιδεψε στο μάγουλα το μικρό παιδί της γιαγιάς μου .Απορημένη αυτή τον ρώτησε για ποιο λόγο χαϊδεύει το παιδί. «Φεύγετε και το λυπάμαι ,δεν ξέρω ποια θα είναι η τύχη του».
Γιώτα Ιωακειμίδου
Yiota, Your article was amazing. My mother was from your grandmother's village. Please contact me
ReplyDeleteitsgreektome5000@sbcglobal.net. Parthena Kanelos
Αυτό το έργο πρέπει ν'αγαπηθεί.Όμως πόσοι από τους Βαλκανικούς λαούς έζησαν κάτι ανάλογο;
ReplyDelete