Γιῶργος Βέης
Ἡ σινικὴ αἴγλη τοῦ ἀκαριαίου
Στὸν Γιάννη Πατίλη, ἀντὶ σκέτων εὐχαριστιῶν
«Κάνε νὰ φανεῖ καθαρὰ ἡ μικρότητα τοῦ τόπου – ὁ σιδερένιος καὶ ἀδιαπέραστος κύκλος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶναι ζωσμένος. Ἔτσι, ἀπὸ τὴ μικρότητα τοῦ τόπου θὰ βγοῦν οἱ Μεγάλες Οὐσίες».
Διονύσιος Σολωμός, Στοχασμοί, 9 (1)
ΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ τῶν ἐπικoλυρικῶν μυθιστορημάτων καὶ τῶν λοιπῶν ἀγηγηματικῶν ποταμῶν, οἱ Κινέζοι πέρασαν ἀποφασιστικά, ὅταν ὡρίμασαν οἱ ὑφολογικὲς συνθῆκες, καὶ στὴν τέχνη τῆς ταχυγραφῆς. Οἱ μικρές, περίτεχνες ἱστορίες τῶν ἑκατὸ λέξεων ἀγαπήθηκαν δεόντως στὴν περίοδο κατὰ τὴν ὁποία ἄνθισε ἡ κλασικὴ λογοτεχνία. Ἡ συλλογή, φέρ’ εἰπεῖν, τῶν
Παράξενων Ἱστοριῶν τοῦ Λιάο Τζάι ἀνήκει, σύμφωνα μὲ ἐπιβεβαιωμένες μαρτυρίες, στὰ δημοφιλέστερα ἔργα τῆς δυναστείας τῶν Τσίνγκ. Ἡ προσήλωση στὸ βραχὺ τῆς δίσημης συνήθως ἔκφρασης, ὁ αὐτοεγκλεισμὸς τῆς σκέψης στὸ σπυρὶ τοῦ ρυζιοῦ ἢ ἡ συγκέντρωση τοῦ ἐξειδικευμένου γλύπτη στὸ καρύδι, στὴν ἐπιφάνεια τοῦ ὁποίου μπορεῖ νὰ σκαλίσει δεκάδες εὐδιάκριτα κεφάλια καλογέρων, ἀνήκουν στοὺς κοινοὺς τόπους τῆς αἰσθητικῆς ἐκλέπτυνσης. Ἡ μινιμαλιστικὴ ἔκφραση, ὄχι ὡς πλήρης ἀπόρριψη τοῦ περιττοῦ, ἀλλὰ ὡς κυριολεκτικὴ ὑπογράμμιση τοῦ σημαίνοντος, συνιστᾶ ἀσφαλῶς κι αὐτὴ γονιδιακὸ χαρακτηριστικό της σινικῆς τέχνης. Ὁ θεμελιώδης κόκκος τῆς δημιουργίας τεκμαίρεται ὡς ἐκ τῶν πραγμάτων ὅτι ἀποτελεῖ μιὰ ἀκόμη ἑστία ὑφολογικῶν πραγματώσεων, ὅπου δοκιμάζονται οἱ μάστορες στὰ εἴδη τους. Στὴν ἐν θερμῷ παρατήρηση τοῦ Φρίντριχ Νίτσε, ὅπως καταγράφεται στὸ ἐμβληματικό του ἔργο
Πέρα ἀπὸ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό(2), δηλαδὴ «σὲ τί παράξενη ἁπλούστευση καὶ παραποίηση ζεῖ ὁ ἄνθρωπος», θὰ ἰσχυριζόμουν ὅτι ἡ ἰδιότυπη ἐν προκειμένῳ ἀφηγηματικὴ μορφὴ τῶν Κινέζων ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη νὰ διευρύνει μὲ τὰ δικά της ἀφοπλιστικὰ μέσα τὰ δεδομένα τοπία μας, προσφέροντας, μεταξὺ ἄλλων, κλειδιὰ ἑρμηνείας ἑνὸς μέρους τῶν φαινομένων. Κατὰ τρόπο συνοπτικό, δραστικὸ καί, τὸ κυριότερο, πανεύκολο στὴν ἀπομνημόνευση, τὸ ἐλάχιστο ἀφηγηματικὸ ἔργο καθίσταται ἐμμέσως
σὺν-ζωή. Ἡ ἁπλούστευση βεβαίως διεκδικεῖ ἐδῶ σὺν τοῖς ἄλλοις, πάσῃ θυσίᾳ, τὴν (ὅποια) λογοτεχνικὴ ἀλήθεια.
Ἀντιπαραβάλλω μαζὶ μὲ τὸν Γ. Σόμερσετ Μὸμ ὁρισμένες συναφεῖς συμπεριφορές, οἱ ὁποῖες μὲ τὴ σειρά τους θὰ ὑπονομεύονται πάντα ἀπὸ τὴ δεδηλωμένη, τὴν ἐμπράγματη σοφία τῶν ἐπωνύμων ἐπαγγελματιῶν ἢ καὶ τῶν αὐτοσχέδιων ἐπιγραμματοποιῶν αὐτῆς τῆς μοναδικῆς καὶ στὴν αἰσθητικὴ εὑρηματικότητά της χώρας. Οἱ παρεξηγήσεις διαλύονται μόλις κανεὶς ἀντιληφθεῖ τὸ εὖρος, τὶς ἐμφανέστατες ποικιλίες, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζουν ἐξ ὑπαρχῆς τὶς σινικὲς ἀφηγηματικὲς ἐμπεδώσεις. Παραθέτω τὰ ἑξῆς γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐποπτικῆς στιγμῆς: «Ἡ Κίτι εἶχε τὴν ἐντύπωση ὅτι, ὑποσυνείδητα ἴσως, εἶχε υἱοθετήσει τὴν κινεζικὴ ἄποψη ὅτι οἱ Εὐρωπαῖοι εἶναι βάρβαροι καὶ ἡ ζωή τους σκέτος παραλογισμός· μόνο στὴ ζωὴ στὴν Κίνα μποροῦσε νὰ διακρίνει ἕνας λογικὸς ἄνθρωπος μιὰ κάποια πραγματικότητα. Αὐτὸ σήκωνε σκέψη: ἡ Κίτι ἄκουγε μονίμως γιὰ τοὺς Κινέζους ὅτι ἦταν παρακμιακοί, βρομιάρηδες καὶ ἀπερίγραπτοι. Σὰν νά ’χε ξαφνικὰ σηκωθεῖ γιὰ λίγο μιὰ κουρτίνα καὶ νά ’βλεπε τὸν κόσμο πλουτισμένο μ’ ἕνα χρῶμα κι ἕνα νόημα ποὺ δὲν εἶχε φανταστεῖ.»(3)
Συγκρατῶ ὅτι στὶς ἡμέρες μας ἀνθεῖ καὶ ἡ παραλλαγὴ τῶν «μικρο-μυθιστορημάτων», τῶν λεγομένων «hint-fiction», τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦνται ἀπὸ ἑκατὸν σαράντα λέξεις τὸ πολύ. Ὅσες δηλαδὴ φτάνουν γιὰ νὰ χωρέσουν σὲ δύο μόλις μηνύματα τῶν κινητῶν τηλεφώνων. Ἀπὸ ἐκεῖ οἱ Κινέζοι τὰ προωθοῦν συστηματικὰ στὴν ἀναγνωστικὴ ἐνδοχώρα τῆς ἀχανοῦς πρώην αὐτοκρατορίας τους. Πολλὲς φορὲς συνοδεύονται ἀπὸ εὔστοχα σχόλια τῶν ἀναγνωστῶν. Τὸ ἕνα φέρνει στὸ ἄλλο. Ἡ διαλεκτικὴ τάξη συγκρατεῖ τὸ νόημα, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐπαυξάνει ταυτοχρόνως. Τὸ αἴσθημα ἐν τέλει ὅτι γράφεται ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἕνα καὶ μόνον βιβλίο τοῦ κόσμου, ὅπως συχνὰ ὑπογράμμιζε ὁ Χόρχε Λουὶς Μπόρχες, ἀνιχνεύεται εὔκολα στὴν προκειμένη περίπτωση. Τὸ διάλυμα, ὁ κερματισμὸς τοῦ ἀφηγηματικοῦ ἐγὼ σὲ ἕναν κυκεώνα ἐκδοχῶν εἶναι ἐνδεχομένως τὸ ἀπώτερο, πιθανῶς ἀσύνειδο, αἴτημα εἴτε τῶν ἀγνώστων, εἴτε τῶν ἐπωνύμων ἢ ἑτερωνύμων συγγραφέων. Ἐδῶ θὰ παραβάλω τὴν κρίση τοῦ Ζὸρζ Μπατάιγ: «Τὸ θεμέλιο μιᾶς σκέψης εἶναι ἡ σκέψη τοῦ ἄλλου, ἡ σκέψη εἶναι τὸ τοῦβλο ποὺ τσιμεντάρεται μέσα σ’ ἕναν τοῖχο»(4). Οἱ διηγητικὲς ἐκδοχὲς ὅλων αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι στὴν οὐσία κατ΄ εὐθείαν γραμμὴ ἀπόγονοι τῶν χρηστῶν μιᾶς ἰδιαίτερα ἀπαιτητικῆς τεχνικῆς, ποικίλλουν ἀσφαλῶς σὲ βαθμοὺς τῆς ρηματικῆς ἔντασης, τῆς διεξοδικῆς λύσης τοῦ ταχυδράματος καὶ τῆς διδακτικῆς ἰδίως προοπτικῆς, κάτι τὸ ὁποῖο, ὅπως ἔχει καταδειχτεῖ ἀπὸ πολλοὺς ἐρευνητές, συνέχει τὴν κινεζικὴ τεχνοτροπία στὸ σύνολό της. Ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ Μισὲλ Φουκώ, ἀναφερόμενος στὶς ποιότητες καὶ ποσότητες τῶν δυναμικῶν λεκτικῶν συνδυασμῶν ἐν γένει, «οἱ πρακτικὲς λόγου δὲν εἶναι ἁπλὰ καὶ μόνο τρόποι κατασκευῆς τοῦ λόγου. Λαμβάνουν σάρκα καὶ ὀστὰ μέσα σὲ σύνολα τεχνικῶν, σὲ θεσμούς, σὲ σχήματα συμπεριφορᾶς, σὲ τύπους μετάδοσης καὶ διανομῆς, σὲ μορφὲς παιδαγωγικῆς ποὺ ταυτόχρονα τὶς ἐπιβάλλουν καὶ τὶς ὑποστηρίζουν»(5). Μὲ δεδομένη λοιπὸν τὴν ἐντοπιότητα τῆς συντομότατης ἔκφανσης, ὀφείλει νὰ ἀντιμετωπίζει κανεὶς τὴν ἀδιάπτωτη καλλιέργεια τοῦ ἐλάχιστου λεκτικοῦ μορφώματος ὡς ἀφιέρωμα στὴν ἰδιοπροσωπία τοῦ σινικοῦ καταπιστεύματος. Ὄχι, γιὰ νὰ τὸ διατυπώσω διαφορετικά, ὡς ἐνδεχόμενο φόρο ὑποτελείας στὴν παγκοσμιοποιημένη σύγχυση τῆς ταχύτητας, ἀλλὰ ὡς συνειδητὸ ἀξιακὸ δείκτη τοῦ συγκεκριμένου πολιτισμικοῦ γίγνεσθαι. Ἡ δόκιμη στιγμή, τὸ σπέρμα τῆς δημιουργικῆς γραφῆς, ἐκλύει ἐκ προοιμίου, πάντα στὶς εὐτυχέστερες, ἐννοεῖται, τῶν περιπτώσεων, μιὰ τέτοια ἔνταση ἐκφορᾶς, ἡ ὁποία ἔχει τὴν εὐχέρεια νὰ μνημειώσει ἐν συντομίᾳ πάθη, ὑστερίες καὶ ἄγχη. Νὰ δαμάσει κοντολογίς, σὲ ἕνα βαθμὸ ἔστω, τὴν ἔκταση τοῦ ἄγαν.
Τὸ παρελθὸν τῆς δημιουργικῆς γραφῆς, ἡ ἀρχαιολογία τῆς ἔμπνευσης διαχέεται ἀνεμπόδιστη στὸ ἠλεκτρικὸ παρόν, στὶς ὀθόνες τῆς λαλίστατης, παντοκράτειρας κινητῆς τηλεφωνίας, στὶς παντοειδεῖς ἑστίες τῶν πληροφοριακῶν δικτύων. Σὰν νὰ μὴν ἔχουν ἀλλάξει οἱ ταυτότητες τοῦ χρόνου ἀπὸ τὴν προαναφερόμενη δυναστεία τῶν Τσίνγκ. Ναί, τὸ ἐπικαιροποιημένο σκηνικὸ τοῦ βίου σήμερα δηλώνει, μεταξὺ ἄλλων, πιστότητα συμπεριφορῶν σὲ βάθος ἑκατονταετιῶν. Ἡ κίνηση εἶναι φαινομένη ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τοῦ γραμματολόγου. Ἐξ οὗ καὶ τὸ παράδοξον τοῦ ἰσχυρισμοῦ ἑνὸς ὑποψιασμένου ἡμετέρου: «ἡ Ἀνατολὴ εἶναι ἕνα σταυροδρόμι. Περνοῦν τὰ πάντα ἀπ’ αὐτήν. Θρησκεῖες, στρατεύματα, αὐτοκρατορίες, ἀγαθά, χωρὶς κατ΄οὐσίαν νὰ κινεῖται τίποτα». Ἡ ἀποτίμηση ἀνήκει στὸν Ντὲ Γκώλ, ὅπως ἀποτυπώνεται, τὸ 1930, σὲ μιὰ ἐπιστολή του ἀπὸ τὴ Βηρυτὸ πρὸς ἕναν φίλο του. Ἔχοντας ζήσει καὶ ἐργαστεῖ κατὰ διαστήματα ὀκτὼ χρόνια στὴν Κίνα, μοιρασμένα μεταξὺ Πεκίνου καὶ Χὸνγκ Κόνγκ, ἔμαθα νὰ ἀντιλαμβάνομαι τὴν ἐπικαιρότητα περισσότερο ὡς τμῆμα ἑνὸς τεράστιου παλιμψήστου, παρὰ ὡς τηλεοπτικὴ εἴδηση ἢ φευγαλέο ἐξ ἀνάγκης πέρασμα πάνω ἀπὸ τὶς ἐπιφάνειες τῶν ὑπολοίπων ὀπτικῶν σημάτων. Συμπεραίνω ὅτι τὸ καινοφανὲς τῆς σήμερον ἦταν ἴσως ὁ κώδικας ἑνὸς θραύσματος τοῦ θαμποῦ σινικοῦ παρελθόντος ἢ τὸ σινιάλο ἑνὸς λογίου τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, ἀγνώστου στοὺς πολλοὺς ἀλλὰ ὄχι στοὺς διαπρεπεῖς εἰδήμονες τοῦ χώρου.
Ἂς ἐπισημάνω ἐπίσης ὅτι σὲ ἄλλες πάλι περιστάσεις, δεκάδες χιλιάδων ἀναγνωστῶν καλοῦνται νὰ ἀναδείξουν τὸ πλέον εὐθύβολο ἀποτύπωμα αὐτῆς τῆς κατηγορίας. Στοὺς δημοφιλεῖς διαγωνισμοὺς συμμετέχουν ἀκόμη καὶ ἐπιφανεῖς συγγραφεῖς ἢ δημοσιογράφοι. Ἐνίοτε τὰ διάσπαρτα αὐτὰ κείμενα συγκεντρώνονται σὲ ἕναν τόμο. Ἔτσι γράφτηκε ἀπὸ 492 κειμενίδια τὸ ἔργο Ὁ ἔρωτας στὴν ἐποχὴ τοῦ Βάι Μπό. Στὸ διαδίκτυο ἔχει μάλιστα ἀναρτηθεῖ καὶ τὸ μυθιστόρημα Ἄσε με μόνο: μιὰ ἱστορία τοῦ Τσὲνγκ Ντού τοῦ Murong Xuecun, ὁ ὁποῖος ἦταν ὑποψήφιος, τὸ 2008, γιὰ τὴν περιώνυμη λογοτεχνικὴ διάκριση «Man Asian Literary Prize». Ὑπάρχει ἀναντίρρητα, ὅπως συχνὰ συμβαίνει κατὰ κανόνα σὲ ὅλες τὶς ὑπεραιωνόβιες σχολὲς σκέψης, καὶ ἡ ἐναντιωματικὴ ἄποψη. Ὁ καθηγητὴς Mo Huaiqi Chongqing τοῦ Normal University πιστεύει ὅτι τὰ λιλιπούτεια αὐτὰ κείμενα συνιστοῦν αὐθεντικὰ προϊόντα της ἐποχῆς τῶν παμφάγων ταχυφαγείων. Τονίζει δὲ ὅτι γρήγορα θὰ ξεπεραστοῦν ἀπὸ τοὺς νοήμονες, ἀπαυδισμένους ἀναγνῶστες, ἀφοῦ πρόκειται ἁπλῶς γιὰ εὐκαιριακὰ παιχνίδια μὲ τὶς λέξεις. Ὁ Murong Xuecun συνηγορώντας τρόπον τινά, φρονεῖ ὅτι οἱ δημοφιλέστερες μυθιστορίες στοὺς κόλπους τῶν Κινέζων παραμένουν σταθερὰ αὐτὲς τῶν ἑκατὸ χιλιάδων λέξεων ἡ κάθε μιά. Ἄλλοι πάλι πιστεύουν ὅτι τὰ σύγχρονα «μικρο-μυθιστορήματα» ἔχουν μέλλον, καὶ μάλιστα λαμπρό, διότι ἀπὸ τὴν ἴδια τους τὴν ὑφὴ παρέχουν τὴν ὑπολογίσιμη δυνατότητα νὰ προσεγγίσουν ἀκόμη καὶ τὰ μεγαθέματα τῆς λογοτεχνίας μὲ μιὰ μορφή, ἡ ὁποία ὡς ἐκ τῶν πραγμάτων παραμένει ἀκαταμάχητη.
Τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν εὐνοοῦν προκλητικὰ τὰ δραστικὰ εὔπεπτα σύνολα, τοὺς ἐπιτυχεῖς δηλαδὴ λογοτεχνικοὺς μεζέδες σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὰ ἀτελεύτητα, μακάρια δεῖπνα τῶν κειμενοαργοσχόλων. Ὁ διακεκριμένος ἐκδότης Λοὺ Τσιμπὸ ἰσχυρίζεται μάλιστα ὅτι τὸ ὅριο τῶν ἑκατὸν σαράντα λέξεων, τὸ ὁποῖο ἐπιβάλλεται σήμερα, ἀναγκάζει πράγματι τοὺς συγγραφεῖς νὰ γίνονται ὅλο καὶ περισσότερο ἀκριβολόγοι καὶ ἐξοντωτικὰ σαφεῖς, ἀσκώντας κατὰ περίπτωση τὸ προσωπικό τους ὕφος. Ὁρισμένοι καταγίνονται στὴ συγγραφὴ ἔργων τῶν εἴκοσι μόνον λέξεων, ἐπειδὴ θεωροῦν τὶς ἑκατὸν σαράντα πλεοναστικές. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Τσὰνγκ Γιβού, καθηγητὴς τῆς λογοτεχνίας στὸ φημισμένο Πανεπιστήμιο τοῦ Πεκίνου, διευκρίνισε χαριτολογώντας, ὅτι τὰ «μικρο-μυθιστορήματα» εἶναι «σὰν τὶς φοῦστες τῶν γυναικῶν, ὅσο πιὸ κοντὲς εἶναι, τόσο τὸ καλύτερο γι’ αὐτές»(6). Πιστεύω ὅτι ἡ φιλολογία περὶ τὰ πρόσφορα, νανοειδὴ ἀποκτήματα τῆς γραφῆς συμβάλλει κι αὐτὴ ἀπὸ τὴν πλευρά της στὴν ἐκπόρθηση τοῦ σινικοῦ μηνύματος. Ἔστω καὶ ἑνὸς μόνον τεμαχίου του. Πάντως, μὲ τὸν τρόπο τῆς καθολικῆς γνωσιολογικῆς ἐμπειρίας, τὴν ὁποία προτείνει ἡ διεξοδικὴ πάντα Μαργκερὶτ Γιουρσενάρ, τὸ ἐγχείρημα ἀποκτᾶ πρόσθετη γοητεία. Παραβάλλεται ἐνδεχομένως μὲ ταξίδι – ὁριακὸ διακύβευμα στὶς ἐσχατιὲς τοῦ ἐξ ἀντικειμένου πραγματικοῦ. Ἀντιγράφω ἐνδεικτικά το ἑξῆς ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ κύκνειο ἐργόχειρό της Ὁ γύρος τῆς φυλακῆς: «Τὸ νὰ δεῖς καλὰ μιὰ χώρα, σημαίνει νὰ ἐπιχειρήσεις νὰ τὴ γνωρίσεις, καὶ ὣς ἕνα βαθμὸ νὰ τὴν κάνεις δική σου, στὸ παρὸν καὶ τὸ παρελθόν της, νὰ προσπαθήσεις νὰ δεῖς τελικὰ τί σημαίνει γιὰ ΄κείνους ποὺ ζοῦν σ΄αὐτήν. Πολὺ λίγοι ἄνθρωποι ἐνδιατρίβουν σὲ ὅλα αὐτά».(7)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Στὸ πρωτότυπο: «Fa’ uscir netta la piccolezza del luogo – il circolo ferreo ed impenetrabile onde fu cinto. Cosi dalla piccolezza del luogo usciranno le grandi Sostanze.» Μετάφραση: Γιῶργος Βελουδῆς, ἐκδόσεις «Περίπλους», 1977.
(2) Μετάφραση: Ζήσης Σαρίκας, ἐκδόσεις «Πανοπτικόν», 2010.
(3)Τὸ βαμμένο πέπλο, μετάφραση: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, ἐκδόσεις «Μεταίχμιο», 2008.
(4) Ἡ θεωρία τῆς θρησκείας, μετάφραση: Κώστας Κουρεμένος, ἐκδόσεις «ὕψιλον», 1982.
(5) La volonte de savoir, 1971, Ἐπιλογὴ ἀπὸ τὰ Dits et ecrits, εἰσαγωγὴ-ἐπιλογὴ- μετάφραση: Θανάσης Λάγιος, ἐκδόσεις «στιγμή», 2011.
(6) Ho Ai Li, «One – tweet novels’, hint fiction take off in China», Ann/The Straits Times / The Jakarta Post, 8 Ἰουνίου 2011, ὅπου καὶ ἄλλα στοιχεῖα ἀπὸ τὴν τρέχουσα ἐπικαιρότητα τῶν μικρομυθιστορημάτων.
(7) Μετάφραση: Νίκος Δομαζάκης, ἐκδόσεις «Χατζηνικολῆ», 2009.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Γιῶργος Βέης (Ἀθήνα, 1955). Ποίηση, ταξιδιωτικό. Σπούδασε Νομικὰ στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ἀθήνας καὶ ἐργάζεται ὡς διπλωμάτης (τώρα πρέσβης τῆς Ἑλλάδος στὴν Τζακάρτα τῆς Ἰνδονησίας). Πρῶτο του βιβλίο ἡ ποιητικὴ συλλογὴ Φόρμες καὶ ἄλλα ποιήματα, 1970-1973 (Κοῦρος, 1974). Τελευταῖο του ποιητικὸ βιβλίο Μετάξι στὸν κῆπο (Ὕψιλον, 2010), τελευταῖο ταξιδιωτικὸ Μανχάταν-Μπανγκόκ. Μαρτυρίες, μεταβάσεις (Κέδρος, 2011).