Του Πιέρρου Τζανετάκου (ΕΡΤ)
Το φαινόμενο του σχηματισμού κυβερνήσεων συνεργασίας στην Ελλάδα δεν είναι σύνηθες, καθώς από τις αρχές του 20ου αιώνα έως και την περίοδο της μεταπολίτευσης η διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού διακρίνεται από ιδιαιτέρως πολωτικά και συγκρουσιακά χαρακτηριστικά. Από τον εθνικό διχασμό του 1916- 17 έως και τη σκληρή αντιπαράθεση του δικομματισμού κατά την τριακονταετία 1980- 2010 η ελληνική κοινωνία βίωσε περιόδους εντονότατης πολιτικής αντιπαράθεσης, γεγονός που αντικατοπτριζόταν τόσο στο δημόσιο διάλογο, όσο και στη διαμόρφωση της εκάστοτε εξουσιαστικής δομής.
Παρόλα αυτά, σε καιρούς σφοδρών κρίσεων και αστάθειας, η δημιουργία συνεργατικών κυβερνητικών σχημάτων, παρά τις δομικές διαφορές των συμμετεχόντων και πάντοτε και υπό την πίεση του ξένου παράγοντα, προκρινόταν ως η προσφορότερη επιλογή μετάβασης στην πολιτική ομαλότητα. Μια τέτοια περίοδος διαρκούς κρίσης είναι αυτή που ξεκινά μετά τις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές τον Μάρτιο 1946 και διαρκεί έως και πριν από την αυτοδύναμη άνοδο του Παπάγου στην εξουσία τον Νοέμβριο 1952. Τα τέσσερα από τα επτά αυτά δυσχερέστατα για την Ελλάδα χρόνια (1946- 1949) σημαδεύονται από τον αιματηρό Εμφύλιο πόλεμο. Από το 1946 έως το 1950 σχηματίζονται (μαζί με τις υπηρεσιακές) 11 κυβερνήσεις, εκ των οποίων οι 7 είναι συνεργατικές. Στο παρόν άρθρο επιχειρείται η ανάλυση των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών της εν λόγω τετραετίας και αναδεικνύεται η επιρροή των εμπλεκομένων στη δημόσια ζωή μερών, βάσει των οποίων πραγματοποιείται αυτή η σπάνια, ευρεία σύγκλιση των εγχώριων κομματικών δυνάμεων.
Πριν από τις εκλογές του 1946
Στις 31 Μαρτίου 1946 οι Έλληνες καλούνται ξανά στις κάλπες, δέκα χρόνια μετά την τελευταία εκλογική αναμέτρηση, αυτή του Ιανουαρίου 1936. Έχει μεσολαβήσει μια εφιαλτική για τη χώρα δεκαετία, η οποία ξεκινά από την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά, συνεχίζεται με το «έπος του 1940», στιγματίζεται από την τριπλή Κατοχή, χαρακτηρίζεται από την Εθνική Αντίσταση και ολοκληρώνεται βίαια μετά την Απελευθέρωση, με τα σκοτεινά, βάναυσα Δεκεμβριανά, την ήττα του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ και την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι πολιτικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί του Μεσοπολέμου έχουν μετατραπεί άρδην: Ο διχασμός βενιζελικών- βασιλοφρόνων έχει τεθεί στην άκρη της Ιστορίας και αντ’ αυτού το νέο διπολικό σχήμα διαμορφώνεται ως εξής: Εθνικόφρονες εναντίον κομμουνιστών.
Η εμφύλια πολεμική εμπειρία του σκληρού Δεκέμβρη 1944 μ’ αντικείμενο την εξουσία στην απελευθερωμένη Ελλάδα εμποτίζει το συλλογικό θυμικών των εμπλεκομένων με τεράστια ποσότητα αβυσσαλέου μίσους. Ανάμεσα σε αυτό το νέο δίπολο, στέκεται- αρκετά αμήχανος και με πολλές εσωτερικές έριδες στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια- ο λεγόμενος κεντρώος χώρος, τα απομεινάρια δηλαδή του Κόμματος των Φιλελευθέρων του Ελ. Βενιζέλου.
Εξωτερικοί- αλλά βασικοί- ρυθμιστές των ελληνικών πραγμάτων είναι οι Βρετανοί, με τη βοήθεια των οποίων ο αστικός κόσμος πετυχαίνει να επικρατήσει του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ στις σκληρές μάχες του Δεκεμβρίου. Μετά την ένοπλη πάταξη του «κομμουνιστικού κινδύνου», κυριότερο διακύβευμα τόσο για τους κυρίαρχους Βρετανούς, όσο και για τον αστικό κόσμο είναι η επαναφορά της ομαλότητας στη χώρα σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο καταρχάς μέσω της διεξαγωγής των πρώτων μεταπολεμικών εκλογών και εν συνεχεία δια της διεξαγωγής δημοψηφίσματος για την επιστροφή ή όχι του βασιλιά Γεωργίου στην Ελλάδα.
Από την άλλη πλευρά, βρίσκεται το ηττημένο ΕΑΜ, με βασικό βραχίονα το ΚΚΕ, το οποίο μετά την ήττα του Δεκεμβρίου, υπογράφει συρόμενο τον Φεβρουάριο 1945 τη Συμφωνία της Βάρκιζας, έχοντας όμως στο πίσω μέρος του μυαλού του τη διεξαγωγή ενός ακόμα εμφύλιου γύρου. Οι διώξεις («λευκή τρομοκρατία»), άλλωστε, που υπόκεινται τα μέλη του και οι υποστηρικτές του από τους εθνικόφρονες και το παρακράτος, τόσο πριν όσο και μετά την υπογραφή της Συμφωνίας, η οποία ουδέποτε τηρήθηκε, είναι βάναυσες, γεγονός που οδηγεί σε περαιτέρω πολεμική πόλωση του ήδη τεταμένου κλίματος. Εν τω μεταξύ στην ηγεσία του ΚΚΕ έχει επιστρέψει ο επί πέντε χρόνια έγκλειστος στο Νταχάου, φυσικός αρχηγός του Ν. Ζαχαριάδης, ενώ στην ορεινή Ελλάδα παραμένουν οργανωμένοι και εξοπλισμένοι όσοι εκ των ανταρτών δεν συναινούν στη Βάρκιζα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η πολιτική και κοινωνική ζωή στην Ελλάδα στις αρχές του 1946 είναι βαθειά διχασμένη. Τίποτα δεν συνηγορεί ότι εντός αυτού πλαισίου είναι εφικτό να διεξαχθούν εκλογές χωρίς έκτροπα. Οι Βρετανοί όμως (με κύριους εκφραστές στην Ελλάδα τον υφυπ. Εξωτερικών Χέκτορ Μακ Νηλ και τον πρέσβη Ρέτζιναλντ Λήπερ), πιέζουν ασφυκτικά προς αυτήν την κατεύθυνση, απειλώντας τις διορισμένες κυβερνήσεις- με τελευταία αυτή του Σοφούλη (22/ 11/ 1945- 4/ 4/ 1946)- με διακοπή της οικονομικής βοήθειας. Στόχος τους είναι η επιστροφή της καθημαγμένης οικονομικά χώρας στην ανάπτυξη και την κοινωνική ομαλότητα. Όχημα προς αυτό το σκοπό είναι ο σχηματισμός μια εκλεγμένης, ευρείας συνεργατικής, αστικής, αλλά και μετριοπαθούς κυβέρνησης, η οποία θα τοποθετήσει τα θεμέλια για την ανοικοδόμηση και θα θέσει στην απομόνωση τους κομμουνιστές.
Η πολυετής εσωτερική κρίση πρέπει να λάβει τέλος.Τελικώς, οι εκλογές προκηρύσσονται- υπό τις επιφυλάξεις του Σοφούλη όσον αφορά την ομαλή διεξαγωγή τους- για τις 31 Μαρτίου 1946. Στις εκλογές συμμετέχουν ο συνασπισμός των εθνικοφρόνων κομμάτων (Ηνωμένη Παράταξη Εθνικοφρόνων) με κύριο εκφραστή το Λαϊκό Κόμμα, η Εθνική Πολιτική Ένωση (ΕΠΕ- σύμπραξη Σοφ. Βενιζέλου, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλου), το Κόμμα Φιλελευθέρων με αρχηγό τον Θεμ. Σοφούλη και το Εθνικό Κόμμα Ελλάδος του Ν. Ζέρβα. Από τις εκλογές απέχει το ΕΑΜ (ΚΚΕ, ΣΚΕ Αγροτικό Κόμμα κλπ), καθώς και ορισμένες αυτόνομες κεντρώες προσωπικότητες, όπως για παράδειγμα ο Γ. Καφαντάρης, διαμαρτυρόμενοι για τα φαινόμενα βίας εναντίον της Αριστεράς.
Από τη μονοκομματική κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος στα συνεργατικά σχήματα διαχείρισης του Εμφυλίου
Οι εκλογές της 31ης Μαρτίου διεξάγονται με απλή αναλογική και καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από την αποχή της Αριστεράς, υπό την επιρροή της οποίας βρίσκεται τουλάχιστον το 20% του εκλογικού σώματος. Έτσι, η Ένωση των Εθνικοφρόνων συγκεντρώνει το 55, 12% των ψήφων και 206 από τις 354 έδρες, η ΕΠΕ 19, 28% και 68 έδρες, το Κόμμα Φιλελευθέρων 14, 39% με 48 έδρες και το Εθνικό Κόμμα του Ζέρβα 5, 96% και 20 έδρες. Τη νύχτα πριν από τις εκλογές κλιμάκιο αριστερών ανταρτών πραγματοποιεί ένοπλη επίθεση στον αστυνομικό σταθμό Λιτόχωρου Πιερίας, σκοτώνοντας 9 χωροφύλακες και 3 άνδρες της Εθνοφυλακής. Η επίθεση αυτή αποτελεί το προοίμιο του νέου Εμφυλίου πολέμου.
Στις 18 Απριλίου ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος Κωνσταντίνος Τσαλδάρης σχηματίζει κυβέρνηση, μόνο με τη συμμετοχή εκπροσώπων των εθνικοφρόνων παρατάξεων. Η συντηρητική κυβέρνηση Τσαλδάρη, ευρισκόμενη ενώπιον της νέας «ανταρσίας» των κομμουνιστών λαμβάνει σκληρά μέτρα κατά της Αριστεράς, προωθώντας το λεγόμενο Γ’ Ψήφισμα, το οποίο προβλέπει τη σύσταση Στρατοδικείων, τις εκτελέσεις αντιφρονούντων, καθώς και λοιπές αυστηρότατες διατάξεις. Παραλλήλως, οργανώνει με αμφιλεγόμενες διαδικασίες- εξπρές το δημοψήφισμα για το πολιτειακό, το οποίο διεξάγεται την 1η Σεπτεμβρίου 1946. Το αποτέλεσμα του νόθου δημοψηφίσματος ανοίγει το δρόμο για την επιστροφή του Γεωργίου Β’ ως βασιλιά της Ελλάδας. Έτσι, επιτυγχάνεται ο διττός στόχος των εθνικοφρόνων: Αφενός ορθώνεται ένα νομικό πλέγμα που εξασφάλιζε τις διώξεις εναντίον των υποστηρικτών της Αριστεράς, αφετέρου αποκαθίσταται η προπολεμική τάξη πραγμάτων με την Δεξιά στην εξουσία και τον Γεώργιο στο θρόνο.
Παρά την επιστροφή του Γεωργίου, οι Βρετανοί δεν μένουν ικανοποιημένοι με τις εξελίξεις στην Ελλάδα, καθώς υπολόγιζαν ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα οδηγήσει αναγκαστικά σε συνεργασία Δεξιάς- Κέντρου. Πιστεύουν, ότι τόσο η αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του ΚΚΕ, όσο και αξιοποίηση της βρετανικής βοήθειας απαιτεί πλατύτερες πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις.
Έτσι, η κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος- θέλοντας και να επιδείξει τα δημοκρατικά «αντανακλαστικά» της- ξεκινά να πιέζει την Αθήνα προς την κατεύθυνση σχηματισμού ευρύτερης και περισσότερο μετριοπαθούς κυβέρνησης με τη συμμετοχή και κεντρώων δυνάμεων. Ο Τσαλδάρης υποχρεώνεται να διαπραγματευθεί με τον Θεμ. Σοφούλη, χωρίς όμως αποτέλεσμα, καθώς ο δεύτερος είναι υπέρμαχος μιας περισσότερο κατευναστικής διαχείρισης του εν εξελίξει Εμφυλίου. Εν τω μεταξύ, όμως, από το φθινόπωρο του 1946 οι μάχες στην ύπαιθρο μεταξύ των αριστερών ανταρτών και του Εθνικού Στρατού εντείνονται. Στις 27 Δεκεμβρίου ιδρύεται ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) και ο Εμφύλιος λαμβάνει ακόμα πιο επίσημη μορφή. Οι Βρετανοί έχουν χάσει πλέον τον έλεγχο στην Ελλάδα και αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις προς το συμφέρον τους. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη δυσπραγία για περαιτέρω οικονομική βοήθεια προς την Αθήνα τους οδηγεί ν’ αποχωρήσουν επισήμως από τα ελληνικά δρώμενα τον Φεβρουάριο 1947.
Ήδη, όμως, από τον Ιανουάριο 1947, οι Αμερικανοί έχουν αρχίσει να εμπλέκονται ενεργά στην Ελλάδα. Ο απεσταλμένος τους στην Αθήνα Πολ Πόρτερ εκτιμά την πολιτική κατάσταση, αναφέροντας στην Ουάσινγκτον ότι προκειμένου η χώρα να σταθεί στα πόδια της και να διαχειριστεί επιτυχώς τον Εμφύλιο απαιτείται ο σχηματισμός νέας, συνεργατικής κυβέρνησης. Οι πιέσεις των ΗΠΑ είναι έντονες, αλλά και αποτελεσματικές. Ο Τσαλδάρης παραιτείται από την πρωθυπουργία και σχηματίζεται η λεγόμενη και «επτακέφαλη» κυβέρνηση υπό τον τραπεζίτη Δημ. Μάξιμο, στην οποία συμμετέχουν οι αρχηγοί των επτά κοινοβουλευτικών κομμάτων. Μέσα σε λιγότερο από δέκα μήνες μετά τις εκλογές το Λαϊκό Κόμμα του 55% έχει ουσιαστικά παραδώσει σημαντικό μέρος της εξουσίας. Ο Τσαλδάρης παραμένει στην κυβέρνηση ως υπουργός Εξωτερικών και είναι αυτός που στις 20 Ιουνίου 1947 υπογράφει τη συμφωνία με τις ΗΠΑ που αφορά το Σχέδιο Μάρσαλ.
Εν τω μεταξύ, οι εμφύλιες συγκρούσεις κλιμακώνονται, με τον ΔΣΕ να πετυχαίνει σημαίνουσες νίκες και να ανθίσταται σθεναρά, εκμεταλλευόμενος τον πενιχρό έως τότε εξοπλισμό του Εθνικού Στρατού, αλλά και την ιδιότυπη «πολυφωνία» που επικρατεί στα ανώτατα κλιμάκιά του. Το πείραμα της «επτακέφαλης» έχει αποτύχει και στη διαχείριση της οικονομίας, με αποτέλεσμα η Ουάσινγκτον να στρέφεται σε άλλη λύση: Αναζητά το σχηματισμό πιο ευέλικτης, αλλά και περισσότερο ενωτικής κυβέρνησης. Ξεκινούν νέες διαπραγματεύσεις Τσαλδάρη- Σοφούλη, με τον δεύτερο να επιμένει στην κατευναστική πολιτική και να ζητά για το κόμμα του τα υπουργεία Στρατιωτικών, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης. Ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος εμφανίζεται αρνητικός σε όλα τα αιτήματα του γηραιού κεντρώου πολιτικού. Η παρέμβαση, όμως, του Αμερικανού υπεύθυνου για τις εξωτερικές υποθέσεις Εγγύς και Μ. Ανατολής Λόι Χέντερσον οδηγεί τον Τσαλδάρη σε νέα «συνθηκολόγηση».
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1947 ορκίζεται κυβέρνηση συνεργασίας Λαϊκών- Φιλελευθέρων με πρωθυπουργό τον Σοφούλη. Πρόκειται για την πρώτη ιστορική σύγκλιση των δύο σφοδρά αντιπαρατιθεμένων στο μεσοπόλεμο παρατάξεων. Ενώπιον των έκτακτων αναγκών και υπό την πίεση των ΗΠΑ, οι «αιώνιοι εχθροί» αναγκάζονται να συμβιβαστούν.
Ο Σοφούλης προτείνει στο ΚΚΕ αμνηστία με αντάλλαγμα την παράδοση του οπλισμού.
Ο Ζαχαριάδης απαντά σκληρά, καλώντας τον λαό στα όπλα («υπέρ βωμών και εστιών»). Στις 3 Δεκεμβρίου το Π. Γ. του ΚΚΕ σχηματίζει την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση («Κυβέρνηση των βουνών») και στις 27 Δεκεμβρίου η Αθήνα θέτει το ΚΚΕ εκτός νόμου. Ο Εμφύλιος λαμβάνει πλέον ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Οι εμφυλιακές συγκρούσεις κλιμακώνονται- Οι ΗΠΑ παρεμβαίνουν εκ νέου απαιτώντας ευρύτερες συγκλίσεις
Το φθινόπωρο του 1948 ο Δημοκρατικός Στρατός κλιμακώνει τις επιθέσεις του, καταλαμβάνοντας μάλιστα για τρεις μέρες την πόλη της Καρδίτσας. Η είδηση πέφτει σαν κεραυνός εν αιθρία στο αστικό στρατόπεδο. Η στρατιωτική κρίση φέρνει πολιτική ανισορροπία και πανικό στη συνεργατική κυβέρνηση Λαϊκών- Φιλελευθέρων. Η πίεση κατευθύνεται κυρίως εναντίον του πρωθυπουργού Σοφούλη, ο οποίος κατηγορείται από τους εθνικόφρονες για διαλλακτικότητα έναντι του ΚΚΕ. Παραλλήλως ξεσπά διαμάχη και εντός του κεντρώου χώρου με τους Σοφοκλή Βενιζέλο και Γ. Παπανδρέου να απαιτούν την απομάκρυνση του Σοφούλη από την ηγεσία του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Εν τέλει ο Σοφούλης οδηγείται σε παραίτηση από την πρωθυπουργία στις 12 Νοεμβρίου. Οι Αμερικανοί, όντες εντόνως θορυβημένοι από τις εξελίξεις στο πολιτικό και στρατιωτικό μέτωπο παρεμβαίνουν εκ νέου, αυτή τη φορά μέσω του πρεσβευτή τους στην Αθήνα Χένρι Γκρέιντι και απαιτούν επειγόντως την προγραμματική συμφωνία Λαϊκών- Φιλελευθέρων. Όπως και γίνεται: Στις 20 Νοεμβρίου η νέα συνεργατική κυβέρνηση με πρωθυπουργό και πάλι τον Σοφούλη λαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής με 168 έναντι 167 ψήφων.
Ούτε, όμως, αυτή η κυβέρνηση θα πετύχει να γύρει την πλάστιγγα του Εμφυλίου υπέρ του αστικού στρατοπέδου. Οι ΗΠΑ διαβλέποντας τις εξελίξεις στο ευρύτερο μεταπολεμικό πεδίο, αντιλαμβάνονται ότι ο πόλεμος στην Ελλάδα πρέπει να τελειώσει. Επιδιώκουν κατ’ αρχάς το σχηματισμό νέας, ευρύτερης κυβέρνησης με τη συμμετοχή όλων των δυνάμεων που αντιστρατεύονται τον κομμουνισμό. Στις 19 Ιανουαρίου 1949 ορκίζεται η τρίτη κατά σειρά συνεργατική κυβέρνηση Σοφούλη, στην οποία συμμετείχαν όλες οι κοινοβουλευτικές παρατάξεις πλην αυτής του Γ. Παπανδρέου. Παραλλήλως επιβάλλουν τον Παπάγο ως αρχιστράτηγο των ενόπλων δυνάμεων και αυξάνουν ραγδαία την παροχή πολεμικής βοήθειας προς την Ελλάδα. Η νικηφόρος ολοκλήρωση του Εμφυλίου είναι πλέον θέμα χρόνου.
Νέα κρίση λίγο πριν από το τέλος του Εμφυλίου
Στις 24 Ιουνίου ένα απρόσμενο γεγονός θα διαταράξει τον προγραμματισμό Αθήνας και Αμερικανών: Πεθαίνει σε ηλικία 89 ετών ο πρωθυπουργός Θεμ. Σοφούλης. Ο Τσαλδάρης λαμβάνει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και προσανατολίζεται στη δημιουργία συντηρητικού σχήματος με τη συμμετοχή μόνο των εθνικοφρόνων δυνάμεων. Κι ενώ είχε οριστεί ακόμα και η ημερομηνία ορκωμοσίας της νέας κυβέρνησης, μια- δημόσια αυτή τη φορά- παρέμβαση του Χ. Γκρέιντι ανατρέπει και πάλι τα δεδομένα. Πρωθυπουργός ορκίζεται ο τραπεζίτης Αλέξανδρος Διομήδης, ως επικεφαλής της συνεργατικού Υπουργικού Συμβουλίου Λαϊκών- Φιλελευθέρων που άφησε ακέφαλο ο Σοφούλης. Οι Αμερικανοί παρακάμπτουν για τρίτη φορά τον αρχηγό του πρώτου σε ψήφους κόμματος, υποδεικνύοντας την πέμπτη κατά σειρά κυβέρνηση συνεργασίας. Στη διάρκεια της θητείας Διομήδη και μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον του ΔΣΕ στο Γράμμο και το Βίτσι ολοκληρώνεται και τυπικά ο Εμφύλιος πόλεμος.
Επίλογος
Με το τέλος του Εμφυλίου πολέμου ολοκληρώνεται η δυσχερέστερη δεκαετία του σύγχρονου ελληνισμού κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Στην απώλεια 550. 000 ανθρώπων (8% του συνολικού πληθυσμού) της περιόδου 1940- 44, προστίθενται άλλες 158. 000 από το 1946 έως το 1949. Οι καταστροφές σε υποδομές, τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στην επαρχία είναι τρομακτικές. Η προσπάθεια ανοικοδόμησης της χώρας θα συνεχιστεί σχεδόν αποκλειστικά με την αρωγή του Σχεδίου Μάρσαλ. Στο πολιτικό πεδίο, η Βουλή που προκύπτει καταρχάς μετά τις εκλογές του Μαρτίου 1950 και στη συνέχεια του Σεπτεμβρίου 1951 ανέδειξε έξι κυβερνήσεις, οι περισσότερες εκ των οποίων είναι συνεργατικές με συμμετέχοντα τα κόμματα του Κέντρου (ΕΠΕΚ, Κόμμα Φιλελευθέρων, Κόμμα Γ. Παπανδρέου). Είναι το λεγόμενο «κεντρώο πείραμα»- υπό τις ευλογίες των ΗΠΑ- η διάρκεια του οποίου ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο 1952 με την αυτόνομη άνοδο του Παπάγου στην εξουσία. Το φαινόμενο των συνεργατικών κυβερνήσεων θα εμφανιστεί ξανά στην Ελλάδα αρκετές δεκαετίες αργότερα.