Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα οι ψυχολόγοι στις ΗΠΑ προσπάθησαν να φτιάξουν μερικά τεστ νοημοσύνης. Αυτά τα τεστ ήταν στρατιωτική παραγγελία, επειδή ο στρατός ήθελε να ξέρει πόσο έξυπνος είναι ο κάθε φαντάρος για να τον χρησιμοποιήσει και σε ανάλογο πόστο. Από τότε ξεκίνησε μια απέραντη και ατελείωτη συζήτηση για το τι είναι νοημοσύνη και για το πως μπορούμε να κάνουμε κάποιον έξυπνο. Έτσι κάπως βγήκαν τα τεστ IQ (intelligence quotient), τα οποία μετρούν τη νοημοσύνη και όσο πιο ψηλό δείκτη IQ έχει κανείς τόσο πιο έξυπνος είναι. Όμως τα IQ τεστ, φάνηκε ότι τελικά μετρούν την αναλογική σκέψη, που είναι στην ουσία ένα υποσύνολο της μαθηματικής σκέψης και δεν αντιπροσωπεύουν γενικά την ευφυΐα. Έτσι, λοιπόν, οι επιστήμονες ψάξανε καλά, κάνανε τα πειράματά τους και τις έρευνές τους και κατέληξαν ότι υπάρχουν οκτώ είδη νοημοσύνης: η λεκτική, η αριθμητική-λογική, η συναισθηματική, η διαπροσωπική - ενδοπροσωπική, η σωματική - κιναισθητική, η μουσική-ρυθμική, η χωρική και η περιβαλλοντική-νατουραλιστική νοημοσύνη! Αυτός ο διαχωρισμός είναι πολύ βολικός γιατί ο καθένας μπορεί να είναι έξυπνος στον τομέα του κι έτσι να είναι όλοι ευχαριστημένοι. Όμως τελικά δεν βοήθησε και πολύ, διότι απλά επέκτεινε το αρχικό ερώτημα: «πώς μπορώ να κάνω το παιδί μου έξυπνο σε όλα τα είδη νοημοσύνης»;
Οι ψυχολόγοι ψάξανε το ζήτημα και κατέληξαν στην επίσημη πλέον απάντηση: «Για να κάνεις το παιδί σου πιο έξυπνο θα πρέπει να μάθεις στο παιδί σου ποίηση και μαθηματικά». Αυτό δεν ήταν καμία έκπληξη, διότι το είχε ήδη πει πριν από 60 - 70 χρόνια περίπου ο Βιτκενστάιν: «οι μαθητές πρέπει να μαθαίνουν μαθηματικά και ποίηση». Αλλά ούτε και όταν το είπε ο Βιτκενστάιν ήταν καμία μεγάλη έκπληξη, διότι αυτό έκαναν και οι αρχαίοι Έλληνες πριν από 3000 χρόνια περίπου: στην αρχαία Ελλάδα, οι μαθητές μάθαιναν -εκτός από γραφή και ανάγνωση- μαθηματικά (κυρίως μέσα από την γεωμετρία) και χορό (αρμονία του σώματος, συντονισμός μελών, επαφή με τον συγχορευτή) και τραγούδι (ποίηση και απαγγελία, όπου το γραπτό κείμενο πρέπει να έχει ρυθμό και η φωνή να πατάει στις κατάλληλες νότες). Με δύο απλά μαθήματα μπορείς να γίνεις έξυπνος σε 6 από τις 8 νοημοσύνες χωρίς να κουράζεσαι με αναλυτικό (και βαρετό) πρόγραμμα σπουδών!
Γιατί όμως τέτοια εξυπνάδα να προκύπτει από τα μαθηματικά και την ποίηση; Επειδή τα μαθηματικά και η ποίηση είναι το μοναδικό πεδίο στο οποίο μπορεί να ανθίσει η μεταφορική σκέψη. Έξυπνος (κατά κοινή ομολογία) είναι αυτός που μπορεί να σκεφτεί μεταφορικά, που μπορεί να καταλάβει ότι οι λέξεις έχουν και άλλο, δεύτερο, κρυφό νόημα. Είναι πολύ σημαντικό να μπορείς να καταλάβεις ότι η Ιθάκη του Καβάφη έχει άλλο νόημα από την Ιθάκη ως τουριστικό προορισμό. Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβεις πως όταν οι Πυξ Λαξ λένε ότι ο «καφές σου έχει κρυώσει» και ότι «το ράδιο είναι κλειστό, τώρα, για μέρες» δεν εννοούν ότι πρέπει να τρέξεις να ζεστάνεις τον καφέ και να ανοίξεις το ράδιο. Το να μπορείς να καταλαβαίνεις τις παρομοιώσεις και τις μεταφορές και -ακόμη καλύτερα- το να μπορείς να εκφράζεσαι με αυτές, αυτό είναι το ύψιστο δείγμα ευφυΐας.
Ναι, είναι σημαντικό να πει ο ερωτευμένος «σ' αγαπώ», ναι, είναι σημαντική κουβέντα, αλλά από την άλλη μεριά, όμως, τι μηνύματα περνάει και ο στίχος από το ποίημα του Λειβαδίτη με τίτλο 'Σε περιμένω παντού' : «Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα, θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου».
Ναι, λοιπόν, η ποίηση μας κάνει πιο έξυπνους.
Υπάρχει όμως κι ένας άλλος λόγος που η ποίηση είναι σημαντική: είναι ο μοναδικός τρόπος για να πεις αυτό που δεν λέγεται, για να εκφράσεις το ανέκφραστο, το άφατο, το ανείπωτο.
Τον Απρίλιο του 1917 ο Engelmann έστειλε στον Wittgenstein ένα ποίημα του Uhland με τίτλο «Count Eberhard's Hawthorn» [Η τρικουκιά του Κόμητος Eberhard], το οποίο, πολύ απλά, χωρίς φτιασίδια ή ηθικό δίδαγμα, χωρίς καν ένα σχόλιο, αφηγείται την ιστορία ενός στρατιώτη, ο οποίος, όταν ήταν σε σταυροφορία, έκοψε ένα κλαδί από τρικουκιά. Όταν επέστρεψε στο σπίτι του, φύτεψε το βλασταράκι στον κήπο του και στα γεράματά του καθόταν κάτω από τον ίσκιο του μεγάλου πια δέντρου, που του θύμιζε τα νιάτα του. «Όλα σχεδόν τα άλλα ποιήματα», γράφει ο Engelmann στον Wittgenstein «προσπαθούν να εκφράσουν το μη εκφράσιμο, πράγμα που εδώ δεν συμβαίνει, και γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο σκοπός επιτυγχάνεται». Ο Wittgenstein συμφωνούσε. Το ποίημα, γράφει, είναι «πραγματικά έξοχο. Έτσι είναι: όταν δεν προσπαθείς να εκφράσεις το μη εκφράσιμο, δεν χάνεις τίποτε. Γιατί το μη εκφράσιμο θα περιέχεται -μη εκπεφρασμένο- στο εκπεφρασμένο!». Αυτό έγινε ξεκάθαρα το ιδανικό του Wittgenstein: να μεταδίδεται το άρρητο με το να μην επιχειρείται η έκφρασή του.
Υπάρχουν δύο ταινίες που δείχνουν την έκφραση του άρρητου χωρίς την έκφρασή του: η πρώτη είναι το "Kingdom of Heaven" του Ridley Scott. Ύστερα από μία σταυροφορία, ο κόμης Ibelin (Orlando Bloom) επιστρέφει μαζί με την γυναίκα του εκεί από όπου ξεκίνησε. Η τελευταία σκηνή τον δείχνει να κρατά χαϊδεύοντας ένα κλαδί δέντρου. Η δεύτερη είναι η ταινία «Leon». Η νεαρή Mathilda γνωρίζεται με τον επαγγελματία δολοφόνο Leon, ο οποίος πίνει πάντα γάλα και φροντίζει διαρκώς μία γλάστρα με ένα λουλούδι. Όταν ο Leon σκοτώνεται, η Mathilda πηγαίνει στο νέο της σχολείο, όμως, στην τελευταία σκηνή βγάζει την γλάστρα και φυτεύει το φυτό του Leon στο πάρκο (τέρμα πια οι περιπλανήσεις).
Και οι δύο ταινίες εκφράζουν το μη εκπεφρασμένο: δείχνουν αυτό που ο σκηνοθέτης δεν μας έδειξε ποτέ και για το λόγο αυτό είναι έξοχα ποιητικές. Μπορώ να φανταστώ την Mathilda να ξεκουράζεται μετά από χρόνια κάτω από την σκιά του φυτού και να σκέφτεται τον Leon. Μπορώ να φανταστώ τον Orlando Bloom, γέρο πια, να στέκεται κάτω από τον ίσκιο του δέντρου και να σκέφτεται την πολιορκία της Ιερουσαλήμ, όπως και στο ποίημα του Uhland, στο οποίο, έτσι απλά ο Κόμης Eberhard όταν επέστρεψε στο σπίτι του, φύτεψε το βλασταράκι στον κήπο του. Χωρίς να πει το ποίημα τίποτε, μπορούμε να δούμε μέσα από το βλέμμα της Mathilda, του Ibelin και του Eberhard να περνάει μία πείρα ζωής, μια σειρά από απίστευτες εμπειρίες και περιπέτειες που μόνο μέσω της τέχνης -ποιητικά- μπορούν να εκφραστούν με το να μην εκφράζονται.
Εκείνο που δεν μπορώ να φανταστώ, είναι τους φιλολόγους που επιμένουν να λένε πως όταν κάνουν ποίηση διδάσκουν λογοτεχνία.
Μέχρι εκεί φτάνει η φαντασία μου.
κείμενο | δημήτρης_ταχματζίδης
επιμέλεια | αλέξανδρος_κόγκας+τάσος_θώμογλου