Του ΜΠΑΜΠΗ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ *
ΑΓΑΝΑΚΤΩ σκεπτόμενος ότι αν δεν είχαν ξυπνήσει οι δανειστές και δεν έκοβαν τα δάνεια που έδιναν στην πατρίδα μας, δεν θα υπήρχαν αγανακτισμένοι.
ΠΑΡΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ τον στίχο του γνωστού (καψούρικου) άσματος που λέει «για τα λεφτά τα κάνεις όλα, για τα λεφτά με αγαπάς», θα πρόσθετα: για τα λεφτά πάνε πλατεία, για τα λεφτά αγανακτούν...
ΟΠΩΣ γράψαμε και πριν δυο βδομάδες, τα τελευταία 35 χρόνια όλοι οι αγώνες του συνδικαλιστικού κινήματος -και της Αριστεράς (!)- είχαν σχέση με οικονομικές διεκδικήσεις και τίποτα άλλο.
ΟΛΟΙ οι Έλληνες, κάθε ιδεολογικής απόχρωσης και κοινωνικής προσέλευσης, το μόνο που επεδίωκαν (διακαώς) ήταν περισσότερα λεφτά.
ΚΑΝΕΙΣ δεν είχε αγανακτήσει με τη διαφθορά, τα «φακελάκια», την πλήρη διάλυση του κρατικού μηχανισμού, το βόλεμα, τις εκατοντάδες χιλιάδες αυθαίρετων (που φύτρωναν σε παραλίες και βουνοπλαγιές σαν τα αγριόχορτα), την αναξιοκρατία και το γεγονός ότι οι δύο μεγαλουπόλεις της χώρας (Αθήνα και Θεσσαλονίκη, όπου ζουν πάνω από τους μισούς Έλληνες) έχουν μετατραπεί σε παρκινγκ αυτοκινήτων εξωραϊσμένα με σκουπίδια.
«ΠΟΥ πήγαν τα λεφτά» αναρωτιούνται οι «αγανακτισμένοι», χωρίς κανείς να μπει στον κόπο να σκεφτεί πού οφείλεται το άλμα που πραγματοποίησε το βιοτικό επίπεδο ολόκληρου του λαού, σε μια χώρα που ουσιαστικά δεν παρήγαγε τίποτα.
«ΤΟ μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου, μπορεί να μην ισχύει καθολικά, αλλά ισχύει για τους περισσότερους. Όλοι είχαν τις «άκρες» τους.
ΤΟ ελληνικό κράτος, που φτύνουν, βρίζουν και κάνουν σαν να μη γνωρίζουν όλοι, σήμερα ήταν ένα από τα πιο φιλεύσπλαχνα κράτη του πλανήτη.
ΚΑΝΕΝΑ άλλο κράτος, ούτε τα πιο πλούσια (σαν την Αυστραλία), δεν μοίραζε δικαιώματα, διορισμούς, μισθούς, συντάξεις και επιδόματα, τόσο απλόχερα όσο το δικό μας.
ΒΕΒΑΙΩΣ και γίνονταν σπατάλες, αλλά τα λεφτά που σπαταλούνταν κάπου κατέληγαν, κάποιοι τα καρπώνονταν.
ΤΑ λεφτά, κυρίως των δανείων (και ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων), δημιούργησαν τον μεταπολιτευτικό πλούτο της χώρας και έκαναν εκατομμύρια Έλληνες (που πριν το 1970 δεν είχαν να «φάνε»), νοικοκυραίους.
ΓΙΑ τους ίδιους λόγους, το 80% των (κουτοπόνηρων) Ελλήνων ψήφιζαν τα δύο μεγάλα κόμματα. Ήξεραν ποιους ψήφιζαν και γατί τους ψήφιζαν.
ΓΙ’ ΑΥΤΟ και θεωρώ μέγιστη αχαριστία τη σημερινή συμπεριφορά των πρώην βολεμένων και νυν «αγανακτισμένων» απέναντι στους πολιτικούς.
ΟΙ τελευταίοι δεν έκαναν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο, απ’ ό,τι έκανε και ο υπόλοιπος λαός.
ΝΑ βολευτούν και να πλουτίσουν επεδίωκαν και αυτοί, όπως όλοι οι υπόλοιποι.
ΜΑΛΑΚΑ ανέβαζαν και μαλάκα κατέβαζαν οι σημερινοί «αγανακτισμένοι» όποιον για διάφορους λόγους έμενε έξω από τον εθνικό ρεφενέ της αρπαχτής.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ κίνημα είχε γίνει η αρπαχτή, διαποτίζοντας και το τελευταίο κύτταρο του εθνικού κορμού.
ΒΕΒΑΙΩΣ, οι μεγαλοεργολάβοι, οι έχοντες και κατέχοντες, οι κατεργάρηδες και κάθε είδους ευνοούμενοι έφαγαν τα περισσότερα, αλλά και ο λαός δεν πήγε πίσω.
ΑΠΛΟΙ άνθρωποι του λαού (και, μάλιστα, υγιείς!) ήταν όσοι έβγαζαν αναπηρικές συντάξεις, όσοι τσέπωναν αγροτικές αποζημιώσεις που δεν δικαιούνταν, οι καθαριστές που έκλεβαν το υλικό των νοσοκομείων, οι εργαζόμενοι στους σιδηρόδρομους που τσέπωναν τα κόμιστρα, οι δημόσιοι υπάλληλοι που δεν δούλευαν, οι εφοριακοί και πολεοδόμοι που δωροδοκούνταν κα πάει λέγοντας και λεφτά ζητιανεύοντας.
ΚΑΝΕΙΣ από τους σημερινούς «αγανακτισμένους» δεν διαμαρτυρήθηκε που η φοροδιαφυγή είχε γίνει εθνικό σπορ. Όλοι περισσότερα ζητούσαν.
ΟΥΔΕΙΣ από τους ακαδημαϊκούς και διανοούμενους της χώρας δεν είχε αρθρώσει λέξη για τα «δημοκρατικά» πτυχία που έδιναν (απλόχερα) τα ελληνικά πανεπιστήμια, ακόμα και σε φοιτητές δεν πατούσαν το πόδι στις αίθουσες διδασκαλίας.
Η ηθική παρακμή και η ισοπέδωση παραδοσιακών αξιών έφερε, κατά κύριο λόγο, τη χώρα εδώ που είναι σήμερα.
Η οικονομική χρεοκοπία δεν ήταν παρά το σύμπτωμα μιας μακροχρόνιας ασθένειας από την οποία πάσχει η ελληνική κοινωνία και όχι μόνο.
«ΔΕΝ πάει άλλο» φωνάζουν στις πλατείες. Συμφωνώ μαζί τους, με την εξής παρατήρηση: δεν πάει άλλο χωρίς λεφτά (!) από το πλιάτσικο εις βάρος του Δημοσίου.
ΓΙΑΤΙ όσο υπήρχαν λεφτά, πήγαινε και παραπήγαινε και όλοι πήγαιναν στις πλατείες να την αράξουν στον καναπέ και πίνοντας τη φραπεδιά τους να κάνουν πλάκα στους Αλβανούς και Πακιστανούς που δούλευαν για είκοσι ευρώ μεροκάματο.
ΑΓΑΝΑΚΤΩ, σας λέω, όταν τα σκέπτομαι όλα αυτά. Αγανακτώ με όσους, έχοντας λερωμένη τη φωλιά τους ψάχνουν να βρουν λεκέδες σε όλους τους υπόλοιπους.
ΜΕ ενοχλεί, ρε παιδί μου, η υποκρισία, γιατί οι υποκριτές συγκαταλέγονται στο είδος των ανθρώπων που ποτέ δεν μαθαίνουν.
ΝΑ δείτε που όταν θα σφίξουν οι ζέστες, θα αδειάσουν οι πλατείες και θα μεταφερθεί η «αγανάκτηση» στις παραλίες!
ΕΥΧΟΜΑΙ να καταλήξει κάπου το κίνημα των «αγανακτισμένων», αν και φοβάμαι ότι τίποτα δεν μπορεί να ξεφύγει από την ελκτική βαρύτητα του ελληνικού χαβαλέ.
Η περίπτωση του (φραγκοφονιά) Μίκη Θεοδωράκη τα λέει όλα. Με την ίδια ευκολία, ξέχασε και αυτός (όπως και οι «αγανακτισμένοι») ότι υπήρξε υπουργός της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Της πρώτης ελληνικής κυβέρνησης που προχώρησε σε ιδιωτικοποιήσεις. Στο «ξεπούλημα» της Δημόσιας περιουσίας.
Ο Μπ.Στ. ειναι σχολιογράφος της εφημερίδα ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ,Μελβούρνης
για περισσότερα >http://neoskosmos.com/news/el/node/14855