Συνέντευξη στον Κώστα Αγοραστό
"Δουλειά των νεοτέρων είναι η πατροκτονία, όταν οι μεγάλοι δεν καταλαβαίνουν πως ήρθε η ώρα να κάνουνε στην άκρη".
Επανέρχεστε με μια συλλογή διηγημάτων. Αν σας ζητούσα να προσδιορίσετε τον κοινό τόπο όπου συναντιούνται αυτές οι ιστορίες, ποιος θα ήταν αυτός;
Η δυσκολία να συνυπάρχει κανείς με τον άλλον: οι διαπροσωπικές σχέσεις, η δυσανεξία και η προσπάθεια να τιθασεύσεις το Εγώ. Αν ανατρέξει κανείς σε κείμενά μου απ’ τη δεκαετία ήδη του ’70, αυτά τα θέματα με απασχολούσαν πάντα.
Τα περισσότερα διηγήματα της συλλογής γράφτηκαν στο παρελθόν «κατά παραγγελίαν», είτε για λογοτεχνικά περιοδικά, είτε για εφημερίδες, είτε για συλλογικούς τόμους. Πόσο δελεαστικό είναι να σας θέτουν το θέμα και να σας ζητούν μια ιστορία;
Αυτά που συνήθως προτείνουν, οι εφημερίδες κυρίως, είναι θέματα της επικαιρότητας, πράγματα που γνωρίζουμε όλοι μας κι έτσι η ιστορία που μηχανεύεται κανείς, ή που ανακύπτει, βρίσκει χωράφι ήδη καλλιεργημένο, έτοιμο να δώσει καρπό.
Καμιά φορά η παραγγελία αποβαίνει λυτρωτική καθώς καλείται ο συγγραφέας να γράψει σε συγκεκριμένο πλαίσιο κι όχι εν κενώ, ενώ την ίδια ώρα το θέμα, η ιστορία, μπορεί να αποσυρθούν στα παρασκήνια και να κάνουν ένα βήμα μπροστά τα τερτίπια της γλώσσας, το λογοτεχνικό παιχνίδι.
Διαπιστώνω μέσα από τα κείμενά σας ότι έχετε ιδιαίτερη ευαισθησία στα θέματα που αφορούν τους μετανάστες (παλαιότερα αλλά και σήμερα) και τον τρόπο (πετυχημένο ή μη) με τον οποίο η κοινωνία τους αφομοιώνει. Έχοντας ζήσει και δουλέψει χρόνια και ο ίδιος στο εξωτερικό, πώς θα χαρακτηρίζατε την κατάσταση που ζούμε σήμερα στη χώρα μας;
Δεν νομίζω πως στα κείμενά μου διακρίνεται κάποια «ιδιαίτερη ευαισθησία» για τους μετανάστες, μεγαλύτερη απ’ αυτήν που δείχνω ή έχω δείξει για τους ανήμπορους, τους στραβωμένους, τους ανέραστους, τους διψασμένους, τους σαλεμένους και τους πάσης φύσεως απόκληρους της κοινωνίας μας.
Οι μετανάστες αποτελούν το κομβικό σημείο της συνάντησής μας με τον ίδιο μας τον εαυτό. Μια κοινωνία εφησυχασμένη, ένα νηπιαγωγείο, όπου όλοι πίστευαν πως τα γλειφιτζούρια θα διαρκέσουν αιωνίως, βρέθηκε να καθρεφτίζεται στο κέντρο ενός τεράστιου κυκλικού κάτοπτρου που σήκωσαν γύρω μας οι μετανάστες. Κι έτσι, απ’ τη μια μεριά είχαμε φτάσει στον πάτο κι από την άλλη είχαμε κι αυτούς τους μετανάστες να ’χουν υψώσει γύρω μας κάτοπτρα που ποτέ δεν χαμηλώνουν. Δύσκολο να το αντέξεις. Γι αυτό πολλοί από μας τους μισούν και θα ’θελαν να τους εξαφανίσουν, νομίζοντας πως έτσι θα ησυχάσουν. Πώς να ησυχάσεις όμως, όταν τον ίδιον άνθρωπο που μισείς κι εύχεσαι τον χαμό του, σαν δούλο των 10 ευρώ τον καλωσορίζεις. Ησυχάζει ποτέ ο διχασμένος άνθρωπος;
Πόσο σας αφορά αυτό λογοτεχνικά και με ποιον τρόπο μπορεί να μετασχηματιστεί σε πεζογραφικό κείμενο αποφεύγοντας τον σκόπελο της δημοσιογραφικής καταγραφής και της καταγγελίας;
Αν ισχύει κάτι απ’ αυτά που προανέφερα, τότε, ναι, με αφορά πάρα πολύ. Και σαν συγγραφέα, αλλά και σαν πολίτη τούτης της πατρίδας, του σπιτιού μου. Της γλώσσας και της πίστης μου. Τον τρόπο δεν ξέρω να σας τον υποδείξω. Η αγάπη σίγουρα είναι μια καλή αρχή. Γιατί η οργή έχει βγει παγανιά κι η τέχνη καλείται να βοηθήσει να καταλαγιάσουν τα πράγματα.
Όλοι αυτοί που σκοτώνονται και προσπαθούν να τηγανίσουν ο ένας τον άλλον, στα γήπεδα και τις πλατείες, δεν είναι φασιστικά κτήνη οι μεν και αναρχομηδενιστικά τέρατα οι άλλοι. Οργισμένοι άνθρωποι είναι, πληγωμένοι, που ’χουν βγει στο κυνήγι του εξιλαστήριου θύματος, στον εντοπισμό του Καθάρματος. Κι αυτό, αντί να το χειροκροτάμε και να το υποδαυλίζουμε, πρέπει να βοηθήσουμε να διοχετευθεί σε πράξεις δημιουργικές, σε αλλαγή στάσης ζωής.
Πώς ξεκινάτε τη συγγραφή ενός διηγήματος; Σας επισκέπτεται ως έμπνευση η ιστορία, το αρχικό σενάριο ή ένα πρόσωπο με δραματικό ενδιαφέρον, το οποίο σας συναρπάζει και η ιστορία πλέκεται γύρω από αυτό;
Όλα αυτά, ίσως και πολλά άλλα, συνοδευόμενα από μυρωδιές και ήχους.
Στα διηγήματά σας η ιδέα, η σεναριακή δομή είναι πολύ ισχυρή. Σας απασχολεί περισσότερο το θέμα ή η γλώσσα;
Δεν υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο, και καλό είναι να μην παίρνει το πάνω χέρι το ένα ή το άλλο. Αν και έχει ενδιαφέρον, όποτε γίνεται.
Έχετε συγγραφικές εμμονές; Τις συντηρείτε ή προσπαθείτε να τις ξεπεράσετε ικανοποιώντας τες.
Ζω μαζί τους και τις βάζω να δουλέψουνε για μένα. Στο κείμενο που εκκολάπτεται, εννοώ.
Εχετε γράψει όλα τα είδη λογοτεχνικού κειμένου (διήγημα, μυθιστόρημα, νουβέλα) αλλά προσωπικά, ως αναγνώστης, σας έχω καταγράψει ως έναν σπουδαίο διηγηματογράφο. Εσείς με ποια φόρμα αισθάνεστε μεγαλύτερη οικειότητα;
Καθώς απεχθάνομαι τα πολλά λόγια, θα έλεγα πως είναι με το διήγημα που αισθάνομαι καλά. Η αντίφαση είναι πως όλα μου τα διηγήματα ξεκινούν με προοπτική μυθιστορήματος. Όμως, όπως και να ξεκινήσει κάτι, δεν είναι η πρόθεση ή η επιθυμία που μετράει. Το κείμενο δημιουργείται καθ’ οδόν, οπότε ή απλώνεται και καταλήγει μυθιστόρημα, ή μαζεύεται και αναδύεται ένα διήγημα.
Κατά τον Φόκνερ, η σειρά δυσκολίας των λογοτεχνικών κειμένων ξεκινάει από την ποίηση, το είδος με τις περισσότερες απαιτήσεις, συνεχίζεται με το διήγημα και καταλήγει στο μυθιστόρημα. Μια και έχετε καταπιαστεί με όλα τα παραπάνω, συμμερίζεστε αυτήν την άποψη;
Ακούγεται λογικό, ο Φώκνερ όμως είναι ένας απ’ τους μεγάλους μυθιστοριογράφους του 20ου αιώνα και μπορεί να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Αλλά τι έννοια έχει αυτή η κατάταξη;
Γράφετε εύκολα κ. Νόλλα;
Μάλλον δύσκολα. Δηλαδή καθυστερώ και κάνω ατέλειωτες και συνεχείς αλλαγές στο κείμενο, έτσι που αν κάποια στιγμή δεν το αρπάξω απ’ τα χέρια μου για να το εμπιστευτώ στον εκδότη, θα κινδύνευε να εξαερωθεί απ’ τα πολλά σβησίματα και τις περικοπές. Ευτυχώς σήμερα με τον υπολογιστή δεν χρειάζεται πια να πετάς χειρόγραφα ή δακτυλόγραφα εδώ κι εκεί και να γεμίζεις το σπίτι σου σκουπίδια, όταν κάτι δεν σ’ αρέσει ή έχεις μετανιώσει γι’ αυτό. Ο υπολογιστής είναι πιο καθαρός σ’ αυτή τη δουλειά.
Το ενδιαφέρον είναι πως αυτή μου η δυσκολία εκφράζεται συχνά στο γραπτό και κάνει μερικούς αναγνώστες μου, αλλά και κριτικούς, να την επισημαίνουν σαν λογοτεχνικό ύφος. Ενώ εγώ γνωρίζω πως αυτό είναι αποτέλεσμα της ανικανότητάς μου να τιθασεύσω το υλικό μου εκείνη τη δεδομένη στιγμή.
Παρακολουθείτε τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή; Έχετε ξεχωρίσει κάποιον καινούργιο συγγραφέα;
Το τελευταίο διάστημα έχω διαβάσει νέους συγγραφείς, των οποίων το λογοτεχνικό ίχνος έχει πραγματικό βάρος. Είναι ο Χρήστος Οικονόμου κι ο Γιάννης Μακριδάκης.
Σας προσεγγίζουν νέοι συγγραφείς για να σας δώσουν χειρόγραφά τους; Τι είναι αυτό που τους λέτε συνήθως;
Δεν ενθαρρύνω τέτοιες προσεγγίσεις, αλλά δεν αρνούμαι ποτέ να βοηθήσω κάποιον που μου το ζητεί. Όμως ως εκεί. Δουλειά των μεγάλων δεν είναι να επιμηκύνουν τη ζωή των νεοτέρων στο αμνιακό υγρό. Δουλειά των νεοτέρων είναι η πατροκτονία, όταν οι μεγάλοι δεν καταλαβαίνουν πως ήρθε η ώρα να κάνουνε στην άκρη. Δουλειά των νέων είναι η έφοδος στον ουρανό για να μετρήσουν τις δυνάμεις τους. Όπως ήταν πάντα, σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, εξαιρουμένης της τελευταίας ελληνικής τριακονταετίας.
Τα τελευταία χρόνια, το διήγημα δείχνει να κερδίζει και πάλι έδαφος στις προτιμήσεις των αναγνωστών. Συμμερίζεστε αυτήν την άποψη;
Δεν γνωρίζω από πού αντλείτε αυτή σας τη βεβαιότητα. Ούτε γνωρίζω πώς δουλεύει η αγορά των βιβλίων. Ξέρετε, αν το διήγημα δεν έχει κάτι από απασφαλισμένη χειροβομβίδα, τότε δεν κάνει ούτε για επιφυλλίδα της «Αυριανής», κι αυτό φέρνει σε δύσκολη θέση τους υποψήφιους αναγνώστες ενός διηγήματος.
Προσωπικά διαβάζω μυθιστορήματα με μεγάλη απόλαυση. Βιβλία ογκώδη, θηριώδη. Μυθιστορήματα όπως οι «Ευμενίδες», το «Βάλτενμπεργκ» και το «Ραντέτσκυ Μαρς» με βοηθούν να ξανοιχτώ στον ωκεανό, όσους κινδύνους κι αν ενέχει το εγχείρημα.