Στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά παραπέμπονται να δικαστούν ένας εν ενεργεία μητροπολίτης, η ηγουμένη ιεράς μονής και μερικά άλλα πρόσωπα, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες απιστίας σε βάρος της μοναστηριακής περιουσίας, με την πώληση ακινήτων της σε τιμή πολύ χαμηλότερη της εμπορικής τους αξίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ύστερα από καταγγελίες και αναφορές που έγιναν προς τις δικαστικές αρχές περίπου προ 8ετίας και μακρόχρονη έρευνα που ακολούθησε, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά αποφάσισε τελικά να παραπέμψει σε δίκη τον μητροπολίτη Υδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Ερμιονίδας και Τροιζηνίας, Εφραίμ, και την ηγουμένη της Ιεράς Γυναικείας Κοινοβιακής Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου «Η Χρυσολεόντισσα», Ευπραξία.
Η ηγουμένη κατηγορείται ότι μέσα από «περίεργες» και σε κάποια περίπτωση αδιαφανείς διαδικασίες πώλησης 3 ακινήτων της μονής επέφερε ζημιά στην περιουσία της ωφελώντας τους τρίτους αγοραστές, ενώ ο μητροπολίτης φέρεται να τη συνέδραμε στη μια υπόθεση πώλησης, καθώς του καταλογίζεται ότι δεν άσκησε τον έλεγχο νομιμότητας που όφειλε να κάνει για να εμποδίσει παράτυπες ενέργειες και να αποτρέψει το ασύμφορο τίμημα αγοράς της επίμαχης έκτασης.
Οι καταγγελίες αναφέρονταν σε ασύμφορη μεταβίβαση περισσότερων ακινήτων και το βούλευμα εστίασε σε τρεις περιπτώσεις πώλησης ισάριθμων αγρών και αγροτεμαχίων, συνολικής έκτασης περίπου 40 στρεμμάτων, στην Πέρδικα της Αίγινας. Στο πλαίσιο της ανάκρισης, ο μητροπολίτης, η ηγουμένη και ο νομικός σύμβουλος της μονής αρνήθηκαν τις κατηγορίες και αφέθηκαν ελεύθεροι χωρίς περιοριστικούς όρους.
Εκτός δημοπρασίας
Σύμφωνα με το αμετάκλητο παραπεμπτικό βούλευμα (69/15), οι εφέτες εκτιμούν ότι τα 3 ακίνητα πουλήθηκαν το διάστημα 2005-06 συνολικά έναντι τιμήματος περίπου 105.000 ευρώ, ενώ την εποχή εκείνη η εμπορική τους αξία ήταν πάνω από 6πλάσια, καθώς -κατά τις σχετικές αξιολογήσεις- ανερχόταν σε τουλάχιστον 685.000 ευρώ.
Η εμπλοκή του μητροπολίτη περιορίστηκε τελικά στην περίπτωση ενός μόνο αγροτεμαχίου έκτασης 5.178 τ.μ. στον όρμο της Πέρδικας που πουλήθηκε το 2006 σε επιχειρηματία έναντι 70.000 ευρώ, ενώ (κατά το βούλευμα) η αξία του ξεπερνούσε τα 117.000 ευρώ. Ο επιχειρηματίας ζήτησε το φθινόπωρο του 2005 από την ηγουμένη να το αγοράσει προσφέροντας 70.000 ευρώ και, μετά από δική της θετική εισήγηση, το Τριμελές Ηγουμενοσυμβούλιο «άναψε πράσινο φως» και καταβλήθηκε προκαταβολή 50.000 ευρώ με τραπεζική επιταγή.
Ωστόσο, διαπιστώθηκε εκ των υστέρων ότι η αγοραπωλησία μοναστηριακής περιουσίας μπορούσε να γίνει μόνο με πλειοδοτική δημοπρασία, γι' αυτό και η ηγουμένη, ανακαλώντας την αρχική απόφαση, προχώρησε άμεσα τις διαδικασίες δημοπρασίας στον χώρο της μονής, χωρίς όμως να τηρηθούν οι αναγκαίες συνθήκες δημοσιότητας. Ετσι εμφανίστηκε στη διαδικασία μόνο ο ενδιαφερόμενος επιχειρηματίας και κανείς άλλος, καταθέτοντας σε κλειστό φάκελο την ίδια ακριβώς οικονομική προσφορά και ως εγγύηση την ίδια επιταγή που είχε παραδώσει νωρίτερα ως προκαταβολή.
Το βούλευμα εκτιμά ότι η πλειοδοτική δημοπρασία έγινε σε καθεστώς αδιαφάνειας, όχι για να αναδειχθεί πλειοδότης σε φανερή διαδικασία, αλλά για να καταλήξει το ακίνητο στον ίδιο αγοραστή, τον οποίο άλλωστε είχε προεπιλέξει η ηγουμένη.
Στον μητροπολίτη καταλογίζεται ότι, ενώ του δόθηκαν τα σχετικά πρακτικά και είδε όλες τις σοβαρές πλημμέλειες, εντούτοις επικύρωσε το αποτέλεσμα της δημοπρασίας, ενώ όφειλε να «μπλοκάρει» τη διαδικασία ζητώντας να επαναληφθεί η δημοπρασία, χωρίς να επιτρέψει στην ηγουμένη να καταρτίσει το επίμαχο συμβόλαιο.
Επίσης, του καταλογίζεται ότι προχώρησε ουσιαστικά σε έλεγχο σκοπιμότητας, αφού υποστήριξε ότι το τίμημα ήταν ικανοποιητικό (υπερδιπλάσιο της αντικειμενικής αξίας), ενώ ήταν προφανώς ασύμφορο, αφού η εμπορική αξία του θεωρείτο πολύ μεγαλύτερη λόγω της θέσης του, του ιδιαίτερου κάλλους της περιοχής κ.λπ.
Στις άλλες δύο περιπτώσεις (όπου κρίθηκε ότι δεν υπάρχει ευθύνη του μητροπολίτη και δεν έγινε κατηγορία εναντίον του) πουλήθηκαν δύο αγροί σε ιδιώτες σε τιμές πολύ χαμηλότερες από την εμπορική αξία τους, αφού προηγήθηκαν διαδικασίες εξώδικου συμβιβασμού, αλλά και διεκδικητικές αγωγές (η μία κατά παναμέζικης εταιρείας) που απέδειξαν ότι η μονή ήταν πράγματι η ιδιοκτήτρια των ακινήτων αυτών.
Στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά παραπέμπονται να δικαστούν ένας εν ενεργεία μητροπολίτης, η ηγουμένη ιεράς μονής και μερικά άλλα πρόσωπα, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες απιστίας σε βάρος της μοναστηριακής περιουσίας, με την πώληση ακινήτων της σε τιμή πολύ χαμηλότερη της εμπορικής τους αξίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ύστερα από καταγγελίες και αναφορές που έγιναν προς τις δικαστικές αρχές περίπου προ 8ετίας και μακρόχρονη έρευνα που ακολούθησε, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά αποφάσισε τελικά να παραπέμψει σε δίκη τον μητροπολίτη Υδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Ερμιονίδας και Τροιζηνίας, Εφραίμ, και την ηγουμένη της Ιεράς Γυναικείας Κοινοβιακής Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου «Η Χρυσολεόντισσα», Ευπραξία.
Η ηγουμένη κατηγορείται ότι μέσα από «περίεργες» και σε κάποια περίπτωση αδιαφανείς διαδικασίες πώλησης 3 ακινήτων της μονής επέφερε ζημιά στην περιουσία της ωφελώντας τους τρίτους αγοραστές, ενώ ο μητροπολίτης φέρεται να τη συνέδραμε στη μια υπόθεση πώλησης, καθώς του καταλογίζεται ότι δεν άσκησε τον έλεγχο νομιμότητας που όφειλε να κάνει για να εμποδίσει παράτυπες ενέργειες και να αποτρέψει το ασύμφορο τίμημα αγοράς της επίμαχης έκτασης.
Οι καταγγελίες αναφέρονταν σε ασύμφορη μεταβίβαση περισσότερων ακινήτων και το βούλευμα εστίασε σε τρεις περιπτώσεις πώλησης ισάριθμων αγρών και αγροτεμαχίων, συνολικής έκτασης περίπου 40 στρεμμάτων, στην Πέρδικα της Αίγινας. Στο πλαίσιο της ανάκρισης, ο μητροπολίτης, η ηγουμένη και ο νομικός σύμβουλος της μονής αρνήθηκαν τις κατηγορίες και αφέθηκαν ελεύθεροι χωρίς περιοριστικούς όρους.
Εκτός δημοπρασίας
Σύμφωνα με το αμετάκλητο παραπεμπτικό βούλευμα (69/15), οι εφέτες εκτιμούν ότι τα 3 ακίνητα πουλήθηκαν το διάστημα 2005-06 συνολικά έναντι τιμήματος περίπου 105.000 ευρώ, ενώ την εποχή εκείνη η εμπορική τους αξία ήταν πάνω από 6πλάσια, καθώς -κατά τις σχετικές αξιολογήσεις- ανερχόταν σε τουλάχιστον 685.000 ευρώ.
Η εμπλοκή του μητροπολίτη περιορίστηκε τελικά στην περίπτωση ενός μόνο αγροτεμαχίου έκτασης 5.178 τ.μ. στον όρμο της Πέρδικας που πουλήθηκε το 2006 σε επιχειρηματία έναντι 70.000 ευρώ, ενώ (κατά το βούλευμα) η αξία του ξεπερνούσε τα 117.000 ευρώ. Ο επιχειρηματίας ζήτησε το φθινόπωρο του 2005 από την ηγουμένη να το αγοράσει προσφέροντας 70.000 ευρώ και, μετά από δική της θετική εισήγηση, το Τριμελές Ηγουμενοσυμβούλιο «άναψε πράσινο φως» και καταβλήθηκε προκαταβολή 50.000 ευρώ με τραπεζική επιταγή.
Ωστόσο, διαπιστώθηκε εκ των υστέρων ότι η αγοραπωλησία μοναστηριακής περιουσίας μπορούσε να γίνει μόνο με πλειοδοτική δημοπρασία, γι' αυτό και η ηγουμένη, ανακαλώντας την αρχική απόφαση, προχώρησε άμεσα τις διαδικασίες δημοπρασίας στον χώρο της μονής, χωρίς όμως να τηρηθούν οι αναγκαίες συνθήκες δημοσιότητας. Ετσι εμφανίστηκε στη διαδικασία μόνο ο ενδιαφερόμενος επιχειρηματίας και κανείς άλλος, καταθέτοντας σε κλειστό φάκελο την ίδια ακριβώς οικονομική προσφορά και ως εγγύηση την ίδια επιταγή που είχε παραδώσει νωρίτερα ως προκαταβολή.
Το βούλευμα εκτιμά ότι η πλειοδοτική δημοπρασία έγινε σε καθεστώς αδιαφάνειας, όχι για να αναδειχθεί πλειοδότης σε φανερή διαδικασία, αλλά για να καταλήξει το ακίνητο στον ίδιο αγοραστή, τον οποίο άλλωστε είχε προεπιλέξει η ηγουμένη.
Στον μητροπολίτη καταλογίζεται ότι, ενώ του δόθηκαν τα σχετικά πρακτικά και είδε όλες τις σοβαρές πλημμέλειες, εντούτοις επικύρωσε το αποτέλεσμα της δημοπρασίας, ενώ όφειλε να «μπλοκάρει» τη διαδικασία ζητώντας να επαναληφθεί η δημοπρασία, χωρίς να επιτρέψει στην ηγουμένη να καταρτίσει το επίμαχο συμβόλαιο.
Επίσης, του καταλογίζεται ότι προχώρησε ουσιαστικά σε έλεγχο σκοπιμότητας, αφού υποστήριξε ότι το τίμημα ήταν ικανοποιητικό (υπερδιπλάσιο της αντικειμενικής αξίας), ενώ ήταν προφανώς ασύμφορο, αφού η εμπορική αξία του θεωρείτο πολύ μεγαλύτερη λόγω της θέσης του, του ιδιαίτερου κάλλους της περιοχής κ.λπ.
Στις άλλες δύο περιπτώσεις (όπου κρίθηκε ότι δεν υπάρχει ευθύνη του μητροπολίτη και δεν έγινε κατηγορία εναντίον του) πουλήθηκαν δύο αγροί σε ιδιώτες σε τιμές πολύ χαμηλότερες από την εμπορική αξία τους, αφού προηγήθηκαν διαδικασίες εξώδικου συμβιβασμού, αλλά και διεκδικητικές αγωγές (η μία κατά παναμέζικης εταιρείας) που απέδειξαν ότι η μονή ήταν πράγματι η ιδιοκτήτρια των ακινήτων αυτών.
Εξώδικος συμβιβασμόςΤο ένα ακίνητο έκτασης 18,6 στρεμμάτων στην Πέρδικα πουλήθηκε προς 37.272 €, ενώ η εμπορική του αξία έφθανε τα 330.000 € και το άλλο έκτασης 16 στρεμμάτων, στην ίδια περιοχή, πουλήθηκε έναντι 32.000 €, ενώ η αντικειμενική αξία ήταν 51.000 € και η εμπορική υπολογιζόταν σε 237.000 €.
Τα συμβόλαια καταρτίστηκαν μετά από εξώδικο συμβιβασμό, αφού η μονή είχε υποβάλει διεκδικητικές αγωγές κατά των φερομένων ως ιδιοκτητών των αγρών (και συγγενών τους). Με εισήγηση της ηγουμένης επικυρώθηκε ο εξώδικος συμβιβασμός από το Ηγουμενοσυμβούλιο και έγιναν τα συμβόλαια πώλησης προς τα παιδιά των φερόμενων ως ιδιοκτητών.
Ωστόσο, αντί να ματαιωθεί η συζήτηση των σχετικών αγωγών, οι δίκες έγιναν σχεδόν 1 έτος αργότερα, καθώς εμφανίστηκε η επίσης δικηγόρος σύζυγος του νομικού συμβούλου της μονής, που (για λόγους άγνωστους για την ανάκριση) επιδίωξε τη συζήτηση των υποθέσεων με την παρουσία των διαδίκων συνιδιοκτητών, χωρίς όμως να αναφερθεί ότι ο ένας απ' αυτούς (πατέρας της αγοράστριας) είχε στο μεταξύ πεθάνει.
Οι δικαστικές αποφάσεις επιβεβαίωσαν την κυριότητα της μονής. Στον νομικό της σύμβουλο το βούλευμα καταλογίζει άμεση συνδρομή στην απιστία που φέρεται να διέπραξε η ηγουμένη, αφού κατάρτισε τα πωλητήρια συμβόλαια, ήταν θετικός για τον εξώδικο συμβιβασμό (μολονότι γνώριζε ότι κανένα τρίτο πρόσωπο δεν μπορούσε να επικαλεστεί κυριότητα, λόγω χρησικτησίας, στη μοναστηριακή περιουσία) και προσδιόρισε μόνος του ως τίμημα πώλησης 2€ ανά τ.μ., ποσό πολύ μικρότερο της εμπορικής αξίας.
Οι κατηγορούμενοι αντέκρουσαν τα ποσά της εμπορικής αξίας που υιοθέτησε το βούλευμα, υποστηρίζοντας ότι οι διαδικασίες και οι τιμές ήταν νόμιμες και συμφέρουσες, επικαλούμενοι δικές τους αξιολογήσεις, χωρίς όμως να πείσουν το δικαστήριο που τους παρέπεμψε σε δίκη. Στο βούλευμα σημειώνεται επίσης ότι την περίοδο εκείνη βρίσκονταν σε εξέλιξη και εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης ακινήτων της μονής και υπήρχε ανάγκη οικονομικής ενίσχυσης.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ
Έθνος.gr