Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσαν στην Ίμβρο δυο αδέρφια. Ο ένας ήταν πολύ πλούσιος και είχε πολλά κτήματα κι ο άλλος ήταν πολύ φτωχός και είχε πολλά παιδιά. Ο φτωχός συντηρούσε με κόπο τη φαμίλια του, κάνοντας μεροκάματα πότε στα κτήματα του πλούσιου αδερφού του και πότε όπου αλλού έβρισκε. Ο πλούσιος, αν και άτεκνος, ήταν πολύ φιλάργυρος και δε βοηθούσε καθόλου τον αδερφό του.
Εκείνα τα Χριστούγεννα, στου φτωχού το σπίτι, πέρασαν με ψωμί κι ελιές, ενώ ο πλούσιος είχε απ’ όλα τα καλά στο τραπέζι του. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο φτωχός πήγε στο νερόμυλο για να πάρει λίγο αλεύρι, μα ο μυλωνάς δεν του έδωσε, γιατί δεν είχε να πληρώσει. Καθώς γύριζε λυπημένος στο χωριό, συλλογιζόταν πως θα πήγαινε πάλι στα παιδιά του με άδεια χέρια και τον έπιανε απελπισία. Ξαφνικά, άκουσε πίσω του κουδούνια και ποδοβολητά ζώων. Παραμέρισε γρήγορα από το δρόμο και μπήκε στο δάσος, αλλά οι ήχοι σα να τον ακολουθούσαν. «Λες να είναι καλικάντζαροι χρονιάρα μέρα;», αναρωτήθηκε κι ανέβηκε πάνω σε ένα ψηλό δέντρο, φροντίζοντας να κρυφτεί στα κλαδιά του, όσο καλύτερα μπορούσε.
Τα ζώα με τους συνοδούς τους σταμάτησαν κάτω από το δέντρο, μα ήταν σκοτάδι και δεν μπορούσε να διακρίνει ποιοι ήταν. Τότε άκουσε μια βροντερή φωνή να λέει:
– «Ατσίλ αγατζίμ ατσίλ!», που θα πει «άνοιξε, δέντρο μου, άνοιξε!».
Αμέσως ο κορμός του δέντρου άνοιξε στα δύο κι από μέσα ξεχύθηκε ένα φως, τόσο δυνατό, που έλαμψε ο τόπος γύρω τριγύρω. Τότε ο φτωχός είδε με τρόμο σαράντα καλικάντζαρους, μαυριδερούς κι ασχημομούρηδες, με μυτερά κέρατα, μαλλιαρές ουρές και νύχια γυριστά, να σέρνουν σαράντα μουλάρια τόσο φορτωμένα, που με το ζόρι στέκονταν στα πόδια τους! Από τη ρίζα του δέντρου ξεκινούσαν κάτι ξύλινες, στριφογυριστές σκάλες, που απλώνονταν σε βάθος, όσο έφτανε το βλέμμα του. Οι καλικάντζαροι φορτώθηκαν τα σακιά και κατέβαιναν τις σκάλες, για να τα στοιβάξουν στις υπόγειες αποθήκες τους. Αφού τελείωσαν αυτή τη δουλειά, ο αρχηγός τους φώναξε ένα μικρό καλικαντζαράκι και το διέταξε:
– «Φέρε μου το μύλο, μικρέ!».
Τότε το καλικαντζαράκι άνοιξε ένα κρυφό συρτάρι, σκαλισμένο στη ρίζα του δέντρου, πήρε έναν μύλο μικρό, σαν εκείνους που αλέθουν τον καφέ και τον παρέδωσε στον αρχηγό του με μια αστεία υπόκλιση.
Ο αρχηγός των καλικάντζαρων πήρε το μύλο, στάθηκε όρθιος με μεγάλη επισημότητα, τον σήκωσε ψηλά τεντώνοντας τα χέρια του και βροντοφώναξε:
– «Μύλε μου, αφέντη μύλε μου,
βγάλε σωρούς κριθάρια
νόστιμα σα ζαχαρωτά,
να φάνε τα μουλάρια!».
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του κι ο μύλος άρχισε να βγάζει σπόρους κριθαριού, αφράτους και λαχταριστούς σαν ένα βουνό από κουφέτα! Τα μουλάρια έφαγαν με την ψυχή τους, μέχρι που οι κοιλιές τους φούσκωσαν σα μπαλόνια. Τότε ο Αρχικαλικάντζαρος σκέπασε με την παλάμη του το μύλο, φύσηξε τρεις φορές κι εκείνος σταμάτησε να βγάζει κριθάρι. Έπειτα τον κράτησε πάλι ψηλά και φώναξε:
– «Μύλε μου, αφέντη μύλε μου,
βγάλε κρέας ψημένο,
να φαν τα παλικάρια μου
κι εγώ να μη χορταίνω!».
Αμέσως ο μύλος άρχισε να βγάζει κρέατα τραγανιστά και ροδοκοκκινισμένα, που η μυρωδιά τους απλώθηκε στο δάσος κι άνοιξε την όρεξη σ’ όλα τα πλάσματά του. Οι καλικάντζαροι στρώθηκαν γύρω του κι έφαγαν του σκασμού! Με τον ίδιο τρόπο ο μύλος έβγαλε πίτες, αυγά, φρούτα, τυρί, γλυκίσματα και μπόλικο κρασί. Μόλις του έδινε εντολή ο αρχηγός των καλικάντζαρων, ο μύλος πρόσφερε απ’ όλα τα αγαθά πλουσιοπάροχα.
Ο φτωχός παρακολουθούσε τα συμβάντα από την κορυφή του δέντρου με ανοιχτό το στόμα. «Αχ, ας είχα κι εγώ έναν τέτοιο μύλο, μόνο για μια μέρα έστω, γι’ απόψε που είναι Πρωτοχρονιά. Θα έτρωγαν και θα χόρταιναν τα καημένα τα παιδάκια μου. Και πόσα ρούχα, πόσα παιχνιδάκια θα τους χάριζα…Τώρα, μακάρι να μας λυπηθεί ο Θεός», συλλογιζόταν κι η καρδιά του μάτωνε από τη στενοχώρια.
Κοντά στα ξημερώματα, ο αρχηγός είπε στους άλλους καλικάντζαρους:
– «Καλικάντζαροι, αδέρφια,
ροκάνες πάρτε μα και ντέφια!
Προτού λαλήσει ο πετεινός,
σε άλλους τόπους πάμε,
χίλιες να κάνουμε ζημιές,
μπελάδες στις νοικοκυρές
και πριν αγιαστούνε τα νερά,
στο δέντρο μας γυρνάμε».
Οι καλικάντζαροι αλάλαξαν ενθουσιασμένοι και η γη σείστηκε από τις αγριοφωνάρες τους. Ανέβηκαν στα μουλάρια τους και χτυπώντας τα με τις ουρές τους, έγιναν άφαντοι! Ο Αρχικαλικάντζαρος, αφού φύλαξε με προσοχή το μύλο στην κρυψώνα του, καβαλίκεψε το μουλάρι του, ανέβηκε τη σκάλα και είπε στο δέντρο:
– «Καπάν, αγατζίμ, καπάν», δηλαδή «κλείσε, δέντρο μου, κλείσε».
Αμέσως το δέντρο έκλεισε, ο τόπος σκοτείνιασε κι ησύχασε ξανά και το μόνο που ακούστηκε στο δάσος για μερικά λεπτά, ήταν τα γρήγορα ποδοβολητά του μουλαριού του Αρχικαλικάντζαρου, που πήγαινε να συναντήσει τους συντρόφους του.
Ο φτωχός χωρικός κατέβηκε φοβισμένος από την κορυφή του δέντρου. Ενώ ετοιμαζόταν να φύγει, ακούστηκε το λάλημα ενός πετεινού κι άρχισε να ξημερώνει. Τότε αναθάρρησε και είπε με το νου του:
– «Αν διατάξω κι εγώ το δέντρο με τα λόγια που είπε ο καλικάντζαρος, άραγε θ’ ανοίξει; Τότε θα κάναμε στ’ αλήθεια Πρωτοχρονιά κι εγώ κι η οικογένειά μου…». Τελικά κοντοστάθηκε κι αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του. Στάθηκε στη ρίζα του δέντρου και φώναξε όπως ο καλικάντζαρος, «ατσίλ, αγατζίμ, ατσίλ!». Αμέσως το δέντρο άνοιξε κι ο χωρικός θαμπώθηκε από το φως που ξεχύθηκε από μέσα του! Κατέβηκε τα σκαλοπάτια και είδε αμέτρητες κάμαρες γεμάτες χρυσάφι, ασήμι και πολύτιμα πετράδια! Για μια στιγμή σάστισε από τα τόσα πλούτη και δεν ήξερε τι να κάνει. Ήταν, ωστόσο, άνθρωπος λογικός και καθόλου πλεονέκτης. Γρήγορα συνήλθε και αναζήτησε το μικρό μύλο. «Δε μου χρειάζεται τίποτα απ’ όλ’ αυτά, παρά μόνο ο μύλος», σκέφτηκε. Βρήκε την κρυψώνα του, τον πήρε, ανέβηκε πάλι τα σκαλοπάτια, διέταξε το δέντρο να κλείσει με τα μαγικά λόγια και τράβηξε για το σπίτι του.
Φανταστείτε τι έγινε όταν ο φτωχός χωρικός πήγε στην οικογένειά του και ο μύλος άρχισε να βγάζει άφθονα ό,τι αγαθά του ζητούσε: φαγητά, ρούχα, παιχνίδια για τα παιδιά, χρήματα. Η γυναίκα του κόντεψε να τρελαθεί από τη χαρά της. Την Πρωτοχρονιά ο φτωχός και η οικογένειά του πήγαν στην εκκλησιά με καινούργιες φορεσιές και έριξαν στο δίσκο χρυσά νομίσματα. Όλο το χωριό απορούσε με αυτό το θαύμα. Ο μυλωνάς, που μόλις την προηγούμενη μέρα ο φτωχός παρακαλούσε να του δώσει λίγο αλεύρι, για να φάνε ψωμί τα παιδιά του, έμεινε άναυδος. Περισσότερο απ’ όλους, όμως, παραξενεύτηκε ο πλούσιος αδερφός του. «Κάτι τρέχει, κάποιο θησαυρό θα βρήκε αυτός, πρέπει να πάω να μάθω…», συλλογίστηκε και τα μάτια του γυάλιζαν από την απληστία.
Την άλλη κιόλας μέρα, ο πλούσιος αδερφός πήγε στο σπίτι του φτωχού και προσπάθησε να μάθει τι συμβαίνει. Ο φτωχός, όμως, είχε ορμηνέψει τα παιδιά και τη γυναίκα του να μη μιλήσουν. Αν και δεν κατάφερε να μάθει τίποτα, δεν το έβαλε κάτω. Πήγαινε κάθε μέρα και τους έταζε διάφορα, για να του αποκαλύψουν το μυστικό. Έτσι, μια μέρα που ο αδερφός του έλειπε σε δουλειά, πίεσε τόσο πολύ τη γυναίκα του, που εκείνη θύμωσε, ξεχάστηκε και του φανέρωσε το μυστικό τραγουδώντας:
– «Από το μύλο μας το μαγικό
ό,τι ζητήσω έχω εγώ.
Κι εσένα που μας περιφρονούσες
και διόλου δε μας συμπονούσες,
θα σε περάσουμε στα πλούτη,
τσιγκούναρε γεροξεκούτη!
Ο πλούσιος αδερφός κόντεψε να σκάσει από τη ζήλια του. Ο μύλος του έγινε έμμονη ιδέα. Έβαλε στόχο να τον αποκτήσει με κάθε μέσο και να φύγει από την Ίμβρο. Άρχισε, λοιπόν, να καλοπιάνει τον αδερφό του:
– «Δώσε μου το μύλο και θα σου χαρίσω όλα μου τα κτήματα, όλα μου τα ζωντανά, όλη μου την περιουσία και θα φύγω με τη γυναίκα μου στα ξένα. Θα μείνεις μοναδικός άρχοντας αυτού του τόπου».
– «Μα την παραμονή των Θεοφανίων, οι Καλικάντζαροι θα επιστρέψουν και θα αναζητήσουν το μύλο τους. Τι θα γίνει τότε; Θα καταλάβουν ότι τους τον πήραμε και θα θελήσουν να μας εκδικηθούν. Εγώ σκοπεύω αύριο να τον επιστρέψω στη θέση του. Μου φτάνουν και μου περισσεύουν όσα αγαθά απέκτησα», του απαντούσε ο φτωχός αλλά μυαλωμένος αδερφός.
– «Την παραμονή των Θεοφανίων, εγώ θα έχω φύγει! Θα ναυλώσω ένα καΐκι και θα ταξιδέψω μακριά, σε τόπο που δε θα τον ξέρει κανείς. Έλα, αδερφέ μου, δώσε μου το μύλο και θα σου χαρίσω ό,τι έχω και δεν έχω. Εσύ δεν έχεις να χάσεις τίποτα. Ο μύλος θα βρίσκεται πλέον στα χέρια μου κι αν οι καλικάντζαροι θελήσουν να εκδικηθούν, το κακό θα βρει μονάχα εμένα!», επέμενε ο πλούσιος που το μάτι του δε χόρταινε με τίποτα.
Με τα πολλά, ο φτωχός δέχτηκε να παραδώσει στον πλούσιο αδερφό του το μύλο με αντάλλαγμα την περιουσία του. Αμέσως ο πλούσιος κατέβηκε στο λιμάνι, για να ναυλώσει ένα καΐκι και να φύγει από το νησί. Δε βρήκε, όμως, και γύρισε στο σπίτι του άπρακτος, γιατί κανένα καΐκι δεν έφευγε πριν αγιαστούν τα νερά. Αλλά κι οι Καλικάντζαροι αντί να γυρίσουν στο δέντρο τους την παραμονή των Θεοφανίων, γύρισαν μια μέρα νωρίτερα. Όταν είδαν ότι έλειπε ο μύλος τους, έγιναν θηρία ανήμερα. Ο αρχηγός τους έγινε κατακόκκινος από το θυμό του και διέταξε να σκορπιστούν σε όλα τα γύρω χωριά και να ανακαλύψουν τον κλέφτη, πριν αγιαστούν τα νερά. Εκείνος έμεινε στο κρησφύγετό τους, να περιμένει τα μαντάτα.
Ωστόσο, ένα μικρό καλικαντζαράκι είχε σκαρφαλώσει στο τζάκι το βράδυ που συνομιλούσαν τα δυο αδέρφια και άκουσε όλα όσα είπαν. Έτρεξε στον Αρχικαλικάντζαρο και του τα είπε χαρτί και καλαμάρι:
– «Απόψε φεύγει ο κλέφτης του μύλου, αφεντικό! Κατέβηκε χτες στο γιαλό να βρει καΐκι, μα δεν τα κατάφερε».
– «Μπράβο, καλικαντζαράκι μου! Άκουσε τώρα πως θα τον παγιδέψουμε. Εγώ θα κατέβω στο λιμάνι του Κάστρου και θα περιμένω μέσα σε μια βάρκα. Εσύ θα πας στον κλέφτη του μύλου μας μεταμφιεσμένος σε ναύτη και θα του πεις ότι αναχωρούμε το συντομότερο. Αν θέλει να ταξιδέψει μαζί μας, θα πρέπει να κατέβει αμέσως στο λιμάνι με τα πράγματά του, γιατί θα σαλπάρουμε νωρίς, για να φτάσουμε στη Σαμοθράκη πριν αγιαστούν τα νερά», πρόσταξε ο Αρχικαλικάντζαρος.
Έτσι κι έγινε. Σε λίγο έφτασε στο λιμάνι ο πλούσιος αδερφός με τη γυναίκα του και με ένα καλάθι που είχε μέσα το μύλο. Μπήκε στο καΐκι μαζί με το καλικαντζαράκι, που ήταν μεταμφιεσμένο σε ναύτη. Ο Αρχικαλικάντζαρος που παρίστανε τον καπετάνιο, σήκωσε αμέσως άγκυρα για Σαμοθράκη. Σε όλο το ταξίδι ο πλούσιος αδερφός και η γυναίκα του παρακαλούσαν να ξημερώσει γρήγορα και να αγιαστούν τα νερά, για να πάψουν να κινδυνεύουν από τους καλικάντζαρους. Οι καλικάντζαροι, πάλι, συλλογίζονταν με τι τρόπο θα άρπαζαν το μύλο από το καλάθι του. Ήταν, βλέπετε, σκεπασμένος με ένα πετσετάκι, που είχε επάνω του κεντημένο ένα σταυρό! Που να πλησιάσουν οι καλικάντζαροι!
Γύρω στα μεσάνυχτα, είπε ο καπετάνιος στο ναύτη του:
– «Βάλε να βράσει λίγο ρύζι, να κάνεις σούπα να φάμε, γιατί πείνασα».
– «Στις προσταγές σου, καπετάνιε μου», είπε το ναυτάκι-καλικαντζαράκι κι άναψε την πυροστιά στην πλώρη, για να φτιάξει τη σούπα. Μετά από λίγο, φώναξε:
– «Καπετάνιε, ξεχάσαμε να πάρουμε αλάτι και θα φας τη σούπα σου ανάλατη».
– «Δεν τρώγεται ανάλατη αυτή η σούπα, βρε ναυτόπουλο! Έχασες τα μυαλά σου; Μήπως τυχόν έχετε μαζί σας λίγο αλάτι;», ρώτησε τον πλούσιο αδερφό και τη γυναίκα του ο καπετάνιος.
– «Εμείς έχουμε ό,τι θελήσουμε, μόνο σίμωσε να πάρεις το αλάτι που ζήτησες», είπε ο πλούσιος αδερφός με έπαρση κι έβγαλε το μύλο απ’ το καλάθι του. Τον κράτησε μπροστά του με τα χέρια τεντωμένα και είπε δυνατά:
– «Μύλε μου, αφέντη μύλε μου,
βγάλε ψιλό αλάτι,
να νοστιμίσει η σούπα μας,
σύμφωνα με τα γούστα μας!».
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του κι ο μύλος άρχισε να βγάζει αλάτι. Άλλο που δεν ήθελαν κι οι καλικάντζαροι, όρμησαν να τον αρπάξουν από τα χέρια του πλούσιου χωρικού και ακολούθησε πάλη φοβερή! Πάλευαν οι Καλικάντζαροι να τους πάρουν το μαγικό μύλο, πάλευαν κι ο πλούσιος με τη γυναίκα του να τον βάλουν πάλι στο καλάθι και να τον σκεπάσουν με το πετσετάκι με το σταυρό, για να τον σώσουν. Όλη αυτήν την ώρα, ο μύλος έβγαζε αλάτι ασταμάτητα και το καΐκι άρχισε να γεμίζει και να βουλιάζει από το παραπανίσιο βάρος…
Το ξημέρωμα τους βρήκε να συνεχίζουν την πάλη με λυσσαλέο πείσμα. Ξαφνικά, από την αντικρινή στεριά της Σαμοθράκης ακούστηκαν ψαλμωδίες, το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε!…». Τότε οι καλικάντζαροι εξαφανίστηκαν στη στιγμή, το καΐκι βούλιαξε κι ο πλούσιος αδερφός με τη γυναίκα του βρέθηκαν στη θάλασσα. Καθώς πάλευαν με τα κύματα να σωθούν, ο μύλος τους ξέφυγε από τα χέρια και πήγε στον πάτο της θάλασσας. Τελικά, κατάφεραν να βγουν στην ακτή της Σαμοθράκης κολυμπώντας και κατάλαβαν ότι όλα τα πλούτη του κόσμου δεν άξιζαν όσο η ζωή τους…
Ο μύλος βρίσκεται ακόμη βυθισμένος στο θαλάσσιο πέρασμα ανάμεσα στην Ίμβρο και τη Σαμοθράκη, που είναι από τα βαθύτερα σημεία του Αιγαίου και συνεχίζει να βγάζει αλάτι. Γι’ αυτό η θάλασσα είναι πολύ αλμυρή, όσες βροχές και να κάνει, όσα ποτάμια με γλυκό νερό και να χυθούν μέσα της. Κάθε χρόνο, κάποιοι από αυτούς που ταξιδεύουν νύχτα το Δωδεκαήμερο σ’ εκείνη την περιοχή, ισχυρίζονται ότι διακρίνουν βάρκες γεμάτες μαυριδερούς ναύτες, που ολοένα βουτούν στη θάλασσα, σα να γυρεύουν κάτι. Είναι οι καλικάντζαροι που ψάχνουν να βρουν το μύλο τους, αλλά δεν τα καταφέρνουν. Έτσι, η θάλασσα ανάμεσα στην Ίμβρο και τη Σαμοθράκη παραμένει αλμυρή!
Από τα “Παραμύθια της Ίμβρου”, λογοτεχνική απόδοση-επιμέλεια Εύη Τσιτιρίδου – Χριστοφορίδου, εικονογράφηση Αικατερίνη – Αίγλη Ποταμίτου, εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 2005