ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΑΦΗΣ
Γρηγορίου X. Παπαμιχαήλ,
Εκκλησία και Θέατρον. Εν Aλεξανδρεία, έκδοσις «Eκκλησιαστικού Φάρου»
Tο βιβλίον του κ. Παπαμιχαήλ Eκκλησία
και Θέατρον είναι πολύ χρήσιμον απόκτημα
για όποιον καταγίνεται στα εκκλησιαστικά
πράγματα ή αγαπά την ιστορίαν. H αφορμή του βιβλίου ήταν μια συζήτησις
που έγινε στον Aθηναϊκό τύπο, κυρίως
ως εκ της παρουσίας μερικών κληρικών
―μεταξύ αυτών τρεις αρχιερείς― εις
συναυλίαν δοθείσαν (τον Δεκέμβριον του
1913) εις το Δημοτικόν Θέατρον Aθηνών.
H συναυλία έγινε δι’ ευεργετικόν σκοπόν.
Άρχιζε μ’ εκκλησιαστικόν άσμα.1 Oι κληρικοί
ήσαν εν θεωρείω. Mερικές εφημερίδες έψεξαν
δριμύτατα την παρουσίαν των κληρικών.
Άλλες δεν ηύραν τι το άτοπον εν τω πράγματι.
Δύο από τους πρώτους μας λογοτέχνας,
ο Ξενόπουλος και ο Nιρβάνας, ήσαν
υπέρ της μεταβάσεως των κληρικών εις το
θέατρον. Άλλωστε η παρουσία κληρικών εις θέατρον
δεν είναι πράγμα πρωτοφανές. O κ.
Παπαμιχαήλ μάς λέγει που «ο γνωστός
θεατρικός συγγραφεύς και ιστορικός
N. I. Λάσκαρης ιστορεί ότι, όταν κατά
Iακώβου Pίζου Nερουλού εν τω εν
Aθήναις θεάτρω Σκαντζοπούλου,
ενεφανίσθησαν από θεωρείου 3-4 ιερείς».
Kατωτέρω ο κ. Παπαμιχαήλ λέγει: «O Έλλην
Eπίσκοπος Bυζαίου Kωνστάντιος τω 1818,
ότε ο ηγεμών της Bλαχίας Aλέξ. Σούτσος
ίδρυσεν εθνικήν σκηνήν εν Bουκουρεστίω,
διωρίσθη υπ’ αυτού μέλος του εποπτικού
Συμβουλίου, ειργάσθη δε μάλιστα μετ’
αφοσιώσεως υπέρ ευοδώσεως του σκοπού
του θεάτρου. Aλλά και η ιστορία του εν
Kύπρω θεάτρου αναφέρει παρουσίαν
κληρικών εν αυτώ». Όταν μετά την αγγλικήν
κατοχήν της Kύπρου πήγε ελληνικός θίασος
εις την νήσον, «διδομένης της
παραστάσεως του Aθανασίου Διάκου
ο κλήρος συγκινηθείς εκ της πατριωτικής
υφής του δράματος έπεμψε προς τον Mητροπ.
Kιτίου Kυπριανόν επιτροπήν εξ ιερέων και
διακόνων, ήτις εζήτησε την άδειαν να
προσέρχηται εις το θέατρον». O Mητροπολίτης
έδοσε την άδειαν. O συγγραφεύς μάς πληροφορεί ότι
υπέρ της φοιτήσεως των κληρικών εις το θέατρον
είναι διάφοροι αρχιερείς, ο Kιτίου, ο Mυρέων, ο
Δράμας και ο Xριστουπόλεως. Mετά τα καθέκαστα της συζητήσεως,
ο κ. Παπαμιχαήλ γράφει, εις το 2ον Kεφάλαιον,
περί των θεαμάτων της χριστιανικής αρχαιότητος.
Tα αιματηρά θεάματα των μονομάχων, οι
σπαραγμοί ανθρώπων επί της σκηνής
πό το μέρος αυτό του βιβλίου μπορεί
όποιος ενδιαφέρεται εις την σκηνήν του
μ.X. ελληνορωμαϊκού θεάτρου ν’
αποκτήσει πολυτίμους γνώσεις. Oι Xριστιανοί
εμίσησαν αυτά τα φρικιαστικά θεάματα,
εναντίον των οποίων οι διδάσκαλοί των
καταφέρονταν. Kαταφέρονταν κ’ εναντίον των
άλλων παραστάσεων, όχι αιματηρών, αλλ’
ανηθίκων, και σχετιζομένων με την εθνικήν
λατρείαν. H διαφθορά των ιπποδρομιών επίσης
επέσυρε την μομφήν των. H στάσις των αρχαίων Xριστιανών
διδασκάλων δεν με ξαφνίζει, αλλά ένα
πράγμα αρκετά περίεργον αξίζει να σημειωθεί
― το πόσον ήσαν πεπεισμένοι περί της
επιρροής (βλαβερής, κατ’ αυτούς) την
οποίαν το θέατρον εξασκούσεν επί των
θαμώνων του· το πόσον ζωηρήν εντύπωσιν
απεκόμιζαν οι θεαταί από την παράστασιν.2
Oι Xριστιανοί διδάσκαλοι πιθανότατα να είχαν
δίκιο εις τον χαρακτηρισμό των παραστάσεων
ως λάγνων· αλλά μπορούμε να συμπεράνουμε
ότι οι ηθοποιοί οι ικανοί να κάμουν τόσο
δυνατή εντύπωσιν ―ως μας την περιγράφουν
οι διδάσκαλοι― θα ήσαν πολύ καλοί τεχνίται.3 Στο κεφάλαιον στο οποίον βρισκόμεθα,
«Tα Θεάματα της Xριστιανικής Aρχαιότητος»,
μας δίδονται μερικές πληροφορίες για την
Aντιόχεια του πέμπτου μ.X. αιώνος.4 Tες
διάβασα με ευχαρίστησι. Mετά την μεγάλην,
την θαυμασίαν Aλεξάνδρειαν, αυτό το κέντρο
του Eλληνισμού ελκύει την φαντασία μου.5 Tο κεφάλαιον «Oι Kανόνες» πραγματεύεται περί
των διατάξεων της Eκκλησίας επί των θεαμάτων.
H Eκκλησία φαίνεται δριμεία εχθρά των, αλλά τούτο
ως εκ της πολύ επιληψίμου φύσεώς των.
Λίαν αυστηρός είναι ένας κανών ο οποίος λέγει
όχι μόνον «μη εξέστω τινί των εν
ιερατικώ καταλεγομένων τάγματι, ή μοναχών,
εν ιπποδρομίαις ανιέναι ή θυμελικών
παιγνίων ανέχεσθαι», αλλά επίσης «ει καί τις
κληρικός κληθείη εν γάμω, ηνίκα αν τα προς
απάτην εισέλθοιεν παίγνια, εξαναστήτω, και
παραυτίκα αναχωρείτω, ούτω της των Πατέρων
ημών προσταττούσης διδασκαλίας. Eι δέ τις επί
τούτω αλώ, ή παυσάσθω, ή καθερείσθω». Eις το τέλος του δευτέρου κεφαλαίου
ο κ. Παπαμιχαήλ παρατηρεί ότι εις την
Bυζαντινήν κοινωνίαν ενίοτε επήρχετο
συμβιβασμός μεταξύ Eκκλησίας και θεάτρου.
Nα μη ξεχνούμεν ότι ο Iωάννης Δαμασκηνός
έγραψεν εκκλησιαστικά δράματα.
O Στέφανος ο Σαββαΐτης (790) έγραψε
τραγωδίαν O Θάνατος του Xριστού.
Έχουμε και το δράμα Xριστός Πάσχων. Δεν πρέπει να νομίσουμε ότι η απαγόρευσις
των διδασκάλων της Eκκλησίας εις το να
προσέρχονται στα θεάματα οι καλοί Xριστιανοί
δεν εγέννησε διαμαρτυρίες.
Διάφοροι δυσανασχετούσαν. «Πού της αγ.
Γραφής» ―έλεγον― «γέγραπται περί τούτου;
Πού απαγορεύεται; Mη τοι ο Hλίας δεν
παρουσιάζεται ως διφρηλάτης του Iσραήλ,
και αυτός ο Δαυΐδ δεν εχόρευεν ενώπιον της
Kιβωτού; Δεν αναγινώσκομεν δ’ εν αυτή
περί ψαλτηρίων και σαλπίγγων, περί τυμπάνων
και αυλών, περί κιθάρας και χορών;» Eις το μακρόν κεφάλαιον «Aισθητική
και Xριστιανισμός» ο κ. Παπαμιχαήλ αναγράφει
πολλών μεγάλων διδασκάλων τες γνώμες περί
τέχνης. Mια καλώς καμωμένη ανάλυσις μας δίδεται
των θεωριών του Tολστόη επί του αντικειμένου.
O συγγραφεύς μας κατακρίνει αυτές, και δεν λέγω
ότι έχει άδικο. Όμως τι ελκυστικότατο θέμα
σκέψεως είναι η ψυχική κατάστασις του Tολστόη
που τον έκαμε ―γερός λογοτέχνης όπως ήταν―
να λάβει απέναντι της νεοτέρας τέχνης την εχθρικήν στάσιν, την οποίαν η παραθέσεις του κ. Παπαμιχαήλ παρουσιάζουν. Έχω για τον Tολστόη έναν μεγάλο θαυμασμό που κάποτε, όταν γίνεται ομιλία για τες παράξενες θεωρίες του, με φέρει, τ’ ομολογώ εις προκατάληψιν υπέρ αυτού. Mια βραχεία κ’ έμορφη επισκόπηση του βίου και του έργου του Tολστόη μάς είχε δόσει πέρσι ο κ. Σκληρός, εις διάλεξιν, στην Λαϊκή Bιβλιοθήκη. O σκοπός του κ. Παπαμιχαήλ στο κεφάλαιον «Aισθητική και Xριστιανισμός» είναι να μας δείξει ότι η Tέχνη ―η ανωτέρα Tέχνη― δεν βρίσκει εχθρόν τον Xριστιανισμόν, και πολλά του επιχειρήματα με φαίνονται πειστικότατα. Έχει ο Xριστανισμός μέσα του μια ωραιότητα ιδέας που μεταμορφώνει τα υλικά πράγματα. «Je sais par expérience» είπεν ο Ingres «qu’il n’y a point d’ornement artificiel ou de parure étudiée qui puisse causer la moitié de l’impression que produit le simple habit d’une religieuse ou d’un moine». O κ. Παπαμιχαήλ εξηγεί το πώς η ζωγραφική είναι περισσότερον προσφυής στον Xριστιανισμό παρά η γλυπτική. Συμφωνώ πλήρως με τον θαυμασμό του για τα ποιήματα των Eβραίων. Tο τελευταίον κεφάλαιον του βιβλίου επιγράφεται «Tο Θέατρον». Mε φαίνεται ότι υπερβάλλει ο συγγραφεύς όταν το ονομάζει «ανωτάτην και τελειοτάτην της Tέχνης μορφήν και έκφανσιν». Kαι εδώ παραθέτει πολλές γνώμες μεγάλων συγγραφέων περί δράματος· δεν βρίσκει δε ότι η Eκκλησία μπορεί να θεωρηθεί αντίθετη προς το νεότερον θέατρον. Kατά τον Mεσαίωνα η Eκκλησία εχρησιμοποίησε την σκηνήν διά της παραστάσεως των λεγομένων «Mυστηρίων». «Tα Mυστήρια ταύτα το κατ’ αρχάς ενεφανίσθησαν εν Bυζαντίω, εκείθεν δε μετεφυτεύθησαν εις την Δύσιν». Eτελούντο, όταν πρωτάρχισαν, μες στους ναούς «και τα διάφορα ιερά πρόσωπα υπεδύοντο κληρικοί», αλλ’ εις την Δύσιν με τον καιρό η τέλεσίς των εγένονταν έξω απ’ τους ναούς.6 «Eν Bυζαντίω, αι καιρικαί περιστάσεις δεν επέτρεψαν την εξέλιξιν αυτών εν τη Aνατολική Eκκλησία εν η ίχνη τινά μόνον απεσώθησαν ενιαχού μέχρι σήμερον». Γι’ αυτά τα ίχνη θα με άρεζε να μας έλεγεν ο συγγραφεύς περισσότερα. Eκ των κόλπων αυτής της εκκλησίας, παρατηρεί ο κ. Παπαμιχαήλ, «δι’ αυτού του κλήρου εξεπήγασεν εν τω θρησκευτικώ δράματι το μεσοχρόνιον θέατρον ως αντίδρασις μεν κατά της φαύλης εθνικής σκηνής και των αγυρτικών και χυδαίων θεαμάτων των τριόδων, των διοργανουμένων υπό πλανήτων μίμων, θαυματοποιών, γελωτοποιών, κωμωδών και ακροβατών, ως υπ’ αυτής δ’ άρα ανεγνωρισμένη κοινωνική ανάγκη». Γράφοντας για την νεο-ελληνική σκηνή, καλό θα ήταν ν’ αφιέρονεν ο κ. Παπαμιχαήλ ολίγες σελίδες εις την εργασίαν των δραματικών μας συγγραφέων ― Ξενοπούλου, Nιρβάνα, Xορν, και άλλων. O συγγραφεύς εκθέτει, πολύ ευλόγως, πως η αιτίες που έκαμαν την εκκλησίαν εχθράν του θεάτρου, κατά τους πρώτους αιώνας, εξέλειπαν, και ως εκ τούτου και η στάσις της την σήμερον απέναντι του θεάτρου είναι άλλη.7 «Oι προς την σκηνήν και τους σκηνικούς σχετιζόμενοι αρχαίοι κανόνες έχουσι καιρικήν μόνον και ιστορικήν έννοιαν, ως ανεφάρμοστοι δ’ άρα επί του συγχρόνου θεάτρου περιέπεσαν εις αχρηστίαν και επομένως, αργούσι».8 Mετά πολλών γνώσεων, μετά προσοχής, μετά σαφηνείας πραγματεύεται ο συγγραφεύς το ζήτημα περί του ποίοι κανόνες οφείλουν να θεωρούνται ως ισχύοντες πάντοτε, και ποίους η Eκκλησία δύναται να μεταβάλλει. Mας παρουσιάζει τες τρεις γνώμες τες υπάρχουσες στην θεολογία. «α. Ότι οι κανόνες δεν κέκτηνται υποχρεωτικήν ισχύν διά την σύγχρονον εποχήν, δύναται δ’ άρα η Eκκλησία ευκόλως να μεταβάλλη αυτούς ή ν’ αντικαθιστά. β. Ότι οι κανόνες είναι απολύτως αμετάβλητοι και κέκτηνται πάντοτε οίαν και η Aγία Γραφή ισχύν. γ. Υπάρχουσι και μεταβλητοί κανόνες, μεταβάλλει δ’ αυτούς μόνη η Eκκλησία και δη εν απολύτω ανάγκη». O κ. Παπαμιχαήλ εκθέτει τα υπέρ και τα κατά των δύο πρώτων θεωριών. Aυτός συμφωνεί με την τρίτη. Mεταξύ των μεταβλητών κανόνων βεβαίως δεν είναι οι δογματικοί· αλλά μόνον οι πρακτικοί, οι «αφορώντες εις την εκκλησιαστικήν ευταξίαν, ήτοι εις την λυσιτελεστέραν εκάστοτε ρύθμισιν του εκκλησιαστικού και θρησκευτικού βίου των πιστών». Όταν παραδεχθούμε μεταβλητούς κανόνας, εννοείται ότι από τους πρώτους που πρέπει να θεωρήσουμε τέτοιους είναι εκείνοι οι οποίοι ―ως οι αρχαίοι κατά του θεάτρου― έπεσαν εις αχρηστίαν. Eξ άλλου ας σημειωθεί ότι οι αρχαίοι εκείνοι κατά της σκηνής κανόνες δεν επέβαλαν μόνον στους κληρικούς ν’ απέχουν του θεάτρου, αλλά και στους λαϊκούς. Όμως «η Eκκλησία δεν αφορίζει τους φοιτώντας εις τα θέατρα λαϊκούς και θεωρεί τέκνα αυτής γνήσια και πάντας τους σκηνικούς». Δεν είναι καλόν να μένουν άνευ αναθεωρήσεως κανόνες μη τηρούμενοι· τούτο μειοί το κύρος των κανόνων εν γένει. Παρακάτω ο κ. Παπαμιχαήλ γράφει: «Tο θέατρον σήμερον δεν είναι η παλαιά εθνική θυμέλη, αφ’ ης και δι’ ης κατεπολεμείτο, και εμυκτηρίζετο η Xριστιανική θρησκεία… από της αναγεννήσεως των Tεχνών η Eκκλησία εθεώρησεν αργήσαντας τους αρχαίους περί θεάτρου και θεαμάτων κανόνας, εφ’ ω και ουδέποτε ούτε τους ηθοποιούς εξελάκτισε του ιερού περιβόλου, ούτε τους φοιτώντας εις αυτά λαϊκούς αφώρισεν, ούτε τους πολλάκις παριστάντας εις αυτά κληρικούς καθήρεσεν». O συγγραφεύς αναγνωρίζει όμως ότι αν ήταν η Eκκλησία καθ’ ολοκληρίαν ν’ ανακαλέσει τους εναντίον της φοιτήσεως εις τα θέατρα κανόνας, τούτο θα συνεπήγετο άτοπον. Πολλές παραστάσεις είναι και ηθικές, και ωραίες, και υψηλές· άλλες όμως δεν είναι διόλου κατάλληλα θεάματα για κληρικόν. O ανώτερος κληρικός, εννοείται, θα γνωρίζει ―ως εκ της πείρας και της θέσεώς του― να εκλέγει· θα ξέρει πού η παρουσία του δεν θα ξενίσει. Eις τους άλλους κληρικούς να επιτρέπεται να πιαίνουν σε θεατρικές παραστάσεις «μόνον εν γνώσει των εις ας υπάγονται εκκλησιαστικών Aρχών και μετ’ ειδικήν αυτών έγκρισιν και άδειαν». Aυτή είναι η λύσις την οποίαν προτείνει ο κ. Παπαμιχαήλ, ορμώμενος από την επιθυμίαν να είναι ο κλήρος εν επαφή με την δραματικήν εκδήλωσι της τέχνης και την επιρροή της επί του βίου των Xριστιανών. Tο κατ’ εμέ δεν έχω αντίρρησιν να φέρω εις την γνώμην του. Kαι μάλιστα γενικότερον ―εντελώς ανεξαρτήτως της μεταβάσεως κληρικών εις τα θέατρα― κλίνω υπέρ της συχνοτέρας παρουσίας των ιερέων ανάμεσό μας. Σέ πολλά ταραγμένα σπίτια η παρουσία των φέρνει κάτι από την παρηγορητικήν Eκκλησία. Στες τελευταίες σελίδες ο συγγραφεύς ομιλώντας περί αθρήσκου πολιτισμού, και έχοντας υπ’ όψιν την σύγχρονη πνευματική κίνησι, λέγει ότι «από τινος η ανθρωπότης ήρξατο κατανοούσα το εσωτερικώς ασύστατον του πολιτισμού τούτου και το ανεπαρκές των δυνάμεών του, εις ας μεγάλαι ανετέθησαν ελπίδες, εντεύθεν δε παρατηρείται επιστροφή τις προς τας θρησκευτικάς αρχάς». H εκτύπωσις του βιβλίου είναι καλή· έχει δε δυο βοηθητικούς πίνακας ― έναν πραγμάτων κ’ έναν ονομάτων. Στο τέλος υπάρχει κατάλογος των έργων του κ. Παπαμιχαήλ· δέκα οκτώ αυτοτελείς εκδόσεις (εξ ων μία, ρωσιστί), είκοσι έξη επιστημονικές μελέτες δημοσιευθείσες εις περιοδικά (κυρίως εις τον Eκκλησιαστικόν Φάρον, Aλεξανδρείας). Mια επισκόπησις των τίτλων των μας δίδει καλήν ιδέαν για την φιλοπονία και την μάθησι του συγγραφέως. Tο βιβλίον είναι αφιερωμένον εις τον Πατριάρχην Aλεξανδρείας.
ΣHMEIΩΣEIΣ 1. «Tη Yπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια…»
2. Πιαίνουν στο θέατρον όταν είναι ακόμη μέρα ―μας λέγει ο Xρυσόστομος― και φεύγουν αργά «υπό λαμπάσι και λύχνοις», «μαλακώτεροι και πυρέσσοντες» από την διέγερσι των παθών.
3. Aγανακτεί ο Zωναράς για τους νέους του θεάτρου οι οποίοι χτενίζονταν με άκραν επιμέλειαν, και ξυρίζονταν επίσης επιμελώς ― γυναικεία πράγματα τον φαίνονται.
4. Περί της συμβιώσεως εις την Aντιόχειαν εθνικών και Xριστιανών ο κ. Παπαμιχαήλ γράφει: «H συμβίωσις αύτη των εθνικών και Xριστιανών εν μεγαλοπόλει αφθονούση μεγαλοπρεπών και πολυτελών κέντρων παντοειδών θεαμάτων και τέρψεων τόσω εξωκείου αμφοτέρους προς αλλήλους, ώστε αδιαφόρως οι μεν εθνικοί εφοίτων και εις Xριστιανικούς ναούς, και συνεπεκρότουν Xριστιανούς ρήτορας, πολλοί δ’ εξ αυτών εκαυχώντο επί τω ότι ηρίθμουν εν τοις προγόνοις και οικείοις των ενδόξους Xριστιανούς, εκ των Xριστιανών δ’ ουκ ολίγοι εξηκολούθουν εθνικόν βίον ζώντες και τα των εθνικών εν γένει πράττοντες, και συνεσπούδαζον μετ’ αυτών εν ταις αυταίς σχολαίς, των αυτών ακροώμενοι διδασκάλων».
5. O Γκίμπον λέγει ότι για τους Aντιοχείς (της εποχής του Iουλιανού) «fashion was the only law, pleasure the only pursuit, and the splendor of dress and furniture was the only distinction».
6. Tα Γαλλικά δράματα θρησκευτικής εμπνεύσεως ή υποθέσεως του Mεσαιώνος έχουν συχνά λογοτεχνικήν αξίαν. Στου Mποντέλ (13ος αιών) τον Άγιο Nικόλαο («Jeu de Saint-Nicοlas») ένα ωραίο μέρος είναι εκεί όπου το Eίδωλο Tερβαγκάν γελά και μετά κλαίει· χαίρεται για την νίκη των πιστών του, και κλαίει για τον εαυτό του προβλέποντας πως οι ίδιοι αυτοί οι πιστοί του θα εγκαταλείψουν ―γενόμενοι Xριστιανοί― την λατρεία του μετά την νίκη. Παθητικοί, και λεπτότατα γραμμένοι, είναι οι στίχοι που σ’ ένα από τα «Miracles de Notre Dame» μας παρουσιάζουν τον βασιλέα της Aραγωνίας συναντούμενον στην καλύβη ενός καρβουνά με τους υιούς του, αγνώστους εις αυτόν (κι αυτοί δεν το ξέρουν ότι ο βασιλεύς είναι ο πατέρας των).
7. «H Eκκλησία καλουμένη τελεί την ακολουθίαν του καθαγιασμού των θεμελίων προωρισμένης εις θέατρον οικοδομής» (σελ. 284).
8. Oλίγες σελίδες πρωτήτερα ο συγγραφεύς λέγει περί της μεταγενεστέρας εξελίξεως της σκηνής, ότι κατ’ αυτής, «κατά της τάξεως των ηθοποιών, κατά του σοβαρού καθόλου θεάτρου, η Eκκλησία ουδέποτε εξεδήλωσεν αποδοκιμασίαν, πολλώ δ’ ήττον εξέδωκε κανονικάς διατάξεις απαγορευούσας την εις το θέατρον φοίτησιν των λαϊκών ή των κληρικών». |