Αρχικά κανείς σχεδόν, από τους νεοφερμένους Έλληνες στην Αυστραλία, δεν πίστευε ότι θα περάσει «διά πυρός και σιδήρου» για να δει φως. Πολύ λιγότερο, δε, από σκοτεινά κανάλια.
Με ελάχιστες ίσως εξαιρέσεις που αυτό το -χειμωνιάτικο σχεδόν- κυριακάτικο απόγευμα, απλώνει μπροστά μου, ένας από την πρώτη φουρνιά των νεοφερμένων Ελλήνων στη Μελβούρνη, ο Κρίστιαν Στεργιάννης, που έφτασε εδώ το 2012.
|
Γράφει η
ΒΙΒΙΑΝ ΜΟΡΡΙΣ |
«Δεν περίμενα να βρω στρωμένα χαλιά. Ήμουν προετοιμασμένος για τα δύσκολα και διατεθειμένος να επιμείνω προκειμένου να επιτύχω τον στόχο μου και να γυρίσω πίσω σε πέντε χρόνια. Μήπως αυτό, άλλωστε, δεν λένε όλοι; E, εκεί έπεσα έξω, βέβαια, αλλά αυτό δεν με βγάζει από τα αρχικά μου σχέδια».Ο Κρίστιαν γεννήθηκε στη Μελβούρνη το 1983 και «μετανάστευσε» στην Ελλάδα σε ηλικία επτά χρόνων. Συγκεκριμένα, στο Λάκκωμα Χαλκιδικής, απ’ όπου ήταν η καταγωγή του πατέρα του.
Η προσγείωση, όπως φαίνεται, ήταν ομαλή.
«Ένας πανέμορφος τόπος, γεμάτος ήλιο και φως, μέσα στην αγκαλιά της θάλασσας, που τον ένοιωσα από την αρχή δικό μου. Ο πατέρας ασχολήθηκε με τα χωράφια που κληρονόμησε από τον παππού και ριζώσαμε εκεί» ανακαλεί σήμερα στη μνήμη του.
Τι ήξερε για την Αυστραλία; Στο κάτω–κάτω, ήταν η χώρα που γεννήθηκε.
Ένα χαμόγελο, και… «η μητέρα μου απέφευγε συστηματικά να μιλά γι’ αυτήν. Η ίδια είχε μεταναστεύσει στη Μελβούρνη στα 15 της χρόνια, το ίδιο και ο πατέρας μου. Την περίοδο που έζησαν εκεί, την είχαν κλείσει ερμητικά, θα έλεγε κανείς, στο χρονοντούλαπο, και ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ. Πιστεύω ότι ο κρυφός φόβος της μητέρας μου ήταν να μη θελήσω μια μέρα να γυρίσω εκεί».
ΜΙΑ ΔΙΕΞΟΔΟΣ
Η Αυστραλία για κείνον, ήταν μια διέξοδος, επεξηγεί. Προηγήθηκε … «η τρέλα με το ποδόσφαιρο, το ταξίδι και η παραμονή στην Τεργέστη, η στρατιωτική θητεία στο Κόσσοβο, η επιχείρηση με DVD – Play station, και παράλληλα η δουλειά στο Hyatt Regency της Θεσσαλονίκης, πριν ενσκήψει η κρίση.
«Απέλυσαν πάρα πολλούς, μεταξύ των οποίων ήμουνα κι εγώ. Το μαγαζί δεν πήγαινε καλά, οπότε λουκέτο και αναζήτηση λύσης δραστικής.
Η Αυστραλία ήταν για μένα μία διέξοδος. Τυχερός που είμαι υπήκοος, σίγουρα όμως δεν περίμενα στρωμένα χαλιά. Ήμουν προετοιμασμένος για τα δύσκολα. Στη Μελβούρνη ξεκίνησα από λαντζέρης σε εστιατόριο του σίτυ.
Μετά από ένα μήνα βρήκα δουλειά στο Oakleigh, στην αρχή ως σερβιτόρος και μετά ως υπεύθυνος καταστήματος. Δούλευα εκεί 50-60 ώρες τη βδομάδα, αλλά είχα στόχο. Είχα σχέδια και περίμενα να τα υλοποιήσω. Έμεινα εκεί τρία χρόνια. Για μένα το Oakleigh ήταν ένα μεγάλο σχολείο!»
Ακολουθεί μια μικρή παύση που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως ένα φλασμπάκ.
Μιλάμε στον δικό του χώρο σήμερα, στο καφέ του οποίου είναι ιδιοκτήτης, σ’ ένα από τα λίγα προάστια της Μελβούρνης που βρέχονται από θάλασσα.
Είναι εκεί από το Μάρτιο του 2015, με πληροφορεί.
«Λατρεύω το Williamstown. Eίναι το μέρος που μου θυμίζει, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, Ελλάδα. Μ’ αρέσει επίσης το ότι είναι κλειστή κοινωνία. Γνωρίζω όλους σχεδόν που μένουν εδώ. Και… όταν νοιώθω περίεργα περπατώ στη θάλασσα. Δεν τη βλέπω από δω, τη νοιώθω όμως κοντά μου, αναπνέω τον αέρα της, κι αυτό είναι σπουδαίο!»
ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟ OAKLEIGH
Τα αισθήματά του για το Oakleigh, φαίνεται να είναι μικτά, όπως πολλών άλλων, άλλωστε.
«Προσωπικά, έμαθα πολλά. Το πρώτο, ότι δεν πρέπει να παίρνεις τίποτε ως δεδομένο. Πριν έλθω, υπέθετα ότι με τόσους Έλληνες που έχει η Αυστραλία σήμερα, αποκλείεται να νοιώθει ένας νεοφερμένος ξένος. Πίστευα, κυρίως, ότι οι παλιοί θα αγκαλιάσουν τους νεοφερμένους, οι δε νεοφερμένοι θα είναι μεταξύ τους ενωμένοι και ο ένας θα στηρίζει τον άλλον. Λοιπόν, η αλήθεια είναι ότι διαψεύστηκα οικτρά. Αρχικά, περίμενα καλύτερη υποδοχή από τους μεγάλους. Αυτό που διαπίστωσα, σε γενικές γραμμές, είναι ότι υπάρχει μια αντιπαλότητα μεταξύ των παλιών και των νεοφερμένων, αλλά και μεταξύ των τελευταίων, πράγμα πολύ απογοητευτικό, αν όχι παράλογο. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν βρήκα και ανθρώπους που μου φέρθηκαν με ανθρωπιά και με στήριξαν ψυχολογικά, τόσο από τους πρώτους όσο και από τους δεύτερους».
Σταματά, χωρίς εντούτοις να μου δίνει την εντύπωση ότι θέλει να κλείσει το θέμα εκεί. Δεν πέφτω έξω…
«Εκείνο που θα ήθελα, με την ευκαιρία, να τονίσω είναι ότι είναι μεγάλο λάθος οι παλιοί να επιρρίπτουν σε μας τους νέους τις ευθύνες για την οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Εμείς είμαστε τα αθώα θύματα. Χωρίς δικό μας λάθος, αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε την πατρίδα μας.
Στη δική μου περίπτωση, για παράδειγμα, είμαστε πέντε φίλοι και σκορπίσαμε άλλος στη Γερμανία, άλλος στο Λονδίνο, άλλος στη Σουηδία, εγώ στην Αυστραλία. Όπου φύγει-φύγει. Δεν είναι κάτι που είχαμε προγραμματίσει, αλλά ούτε και φέρουμε την ευθύνη για το πού βρίσκεται η πατρίδα μας σήμερα».
Γυρίζοντας πίσω στο Oakleigh, θα πει ότι «ακούγονται διάφορα, αλλά σε τελευταία ανάλυση ο καθένας είναι κύριος του εαυτού του, ελεύθερος να εργαστεί κάπου ή όχι. Από τη στιγμή που δέχεσαι τους όρους, δεν θα πρέπει και να παραπονιέσαι. Αν δεν σου αρέσει, κοιτάζεις να βρεις κάπου αλλού δουλειά. Προσωπικά πιστεύω, ότι σε γενικές γραμμές, το Oakleigh είναι ένα μεγάλο σχολείο. Εγώ, αν δεν εργαζόμουν εκεί, ίσως να μην είχα μαγαζί σήμερα. Το ίδιο ισχύει και για άλλους».
ΕΔΩ ΚΑΝΕΙΣ ΣΧΕΔΙΑ
Στο κομμάτι των συγκρίσεων μεταξύ Ελλάδας και Αυστραλίας, η Ελλάδα δεν έχει πόδια να σταθεί: «Eκεί είναι απαγορευτικό να κάνεις σχέδια για το μέλλον, πολύ περισσότερο δε να ονειρεύεσαι. Και αυτό είναι ίσως το τραγικότερο όλων. Η κρίση, μας έκλεψε το δικαίωμα να ονειρευόμαστε. Κι αυτό, γιατί δεν υπάρχει σταθερότητα, εξέλιξη, σιγουριά.
Στην Αυστραλία, αντίθετα, αν έχεις στόχους και δουλέψεις τίμια, θα δικαιωθείς. Σου δίνει το χώρο να εξελιχθείς προσωπικά και επαγγελματικά. Αρκεί να είσαι προσγειωμένος και να στηρίζεσαι στις δικές σου δυνάμεις και μόνο. Να ξέρεις, ότι μόνος σου θα αγωνιστείς και αν επιμείνεις, θα νικήσεις».
Στο μαγαζί του Κρίστιαν, φαίνεται να υπάρχει μια κανονική ροή ντόπιων, αλλά και επισκεπτών. Λευκοί τοίχοι, ξύλο φυσικό ανοιχτόχρωμο, άπλετο φως από τα παράθυρα, κάνουν το χώρο οικείο, φιλικό. Βρίσκεται μακριά από την κεντρική αγορά, απέναντι στο σταθμό και μια παλιά, κλασσικού ρυθμού μπυραρία.
Το μαγαζί του, επεξηγεί, ήταν ένα παλιό cake shop, που το ανακάλυψε στο ίντερνετ. «Έψαξα και το βρήκα στο ίντερνετ. Ήταν ακριβώς αυτό που ζητούσα. Μου έδινε το χώρο να βάλω τη δική μου σφραγίδα».
Οι κατάλευκοι τοίχοι αντανακλούν τον απογευματινό ήλιο, πριν αυτός βουτήξει στη θάλασσα. Οι ανοιχτόχρωμες ξύλινες επιφάνειες, ήταν, προσθέτει, δική του έμπνευση.
Σου δίνει την εντύπωση ότι είναι πλήρης, μέχρι που σε πληροφορεί ότι «αυτό εδώ είναι μόνο η αρχή».
«Δεν θα περιοριστώ σ’ αυτό το μαγαζί. Θα ανοίξω δεύτερο, τρίτο, ίσως και τέταρτο. Πρώτα όμως θα εξασφαλίσω σπίτι στην περιοχή».
Και η Ελλάδα; Eίναι στον χάρτη των μελλοντικών του σχεδίων;
«Η Ελλάδα δεν πρόκειται ν’ αλλάξει για τα επόμενα δέκα χρόνια τουλάχιστον. Θα ήθελα όμως τα παιδιά μου να μεγαλώσουν εκεί. Να ζήσουν, όπως έζησα εγώ τα παιδικά μου χρόνια. Φυσικά ο χρόνος τρέχει. Είμαι τριανταπέντε χρόνων» καταλήγει σα να μιλά περισσότερο στον εαυτό του.
*Η Βίβιαν Μόρρις αρθρογραφεί
στο ΝΕΟ ΚΟΣΜΟ Μελβούρνης