Εξήντα εννέα χρόνια μετά τη λήξη του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου και τα αλβανικά αρχεία παρέχουν σπάνιο αρχειακό υλικό για τις εξελίξεις της περιόδου αυτής.
Το καλοκαίρι του 1949 και ενώ η τύχη του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου είχε εν πολλοίς κριθεί, η αλβανική κομμουνιστική ηγεσία επιχειρούσε με κάθε τρόπο να ανταποκριθεί στις αιτήσεις των ελλήνων κομμουνιστών και να βοηθήσει τον αντάρτικο αγώνα, σύμφωνα με τις υποδείξεις της Μόσχας και του Βελιγραδίου, αλλά χωρίς η βοήθεια αυτή να γίνει ευρύτερα αντιληπτή και να υπονομεύσει την ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας.
Και αυτό διότι από τις αρχές Απριλίου 1949 η ελληνική κυβέρνηση, με υπόμνημά της προς τις Δυτικές Δυνάμεις, διατύπωνε την ανάγκη μιας κοινής συμμαχικής ναυτικής απόβασης στην Αλβανία με στόχο την εξόντωση των αντάρτικων βάσεων στο εσωτερικό της χώρας, πλην αυτό δεν έβρισκε δεκτικούς τους δυτικούς συμμάχους.
Στην Αλβανία ήταν εγκατεστημένος μεγάλος αριθμός σοβιετικών αξιωματούχων ενώ σοβιετικά εμπορικά και στρατιωτικά πλοία εφοδίαζαν την Αλβανία και, στη συνέχεια, το αντάρτικο μέτωπο. Η Αλβανία εξακολουθούσε να αποτελεί την κύρια βάση ανεφοδιασμού στον αγώνα των ανταρτών.
Στα τέλη Ιουλίου 1949 και ενώ η απόφαση του Βελιγραδίου για κλείσιμο της μεθορίου με την Ελλάδα είχε ανακουφίσει σημαντικά τόσο την Αθήνα όσο και τη Δύση, η ελληνική κυβέρνηση επέμενε φορτικά στις θέσεις της για εισβολή στην Αλβανία.
Τότε ακριβώς, και ενώ όλα έβαιναν δυσμενώς για τους Ελληνες κομμουνιστές και η τύχη του Εμφυλίου είχε οριστικά κριθεί, ο αμετροεπής και αλαζών Νίκος Ζαχαριάδης ζητούσε πεισματικά από τους αλβανούς κομμουνιστές την κλιμάκωση της βοήθειας προς τους αντάρτες.
Καινούργια στοιχεία που έρχονται στο φως της δημοσιότητας από τα αλβανικά αρχεία κάνουν λόγο για μυστικές συναντήσεις εκείνης της περιόδου μεταξύ των δυο κομουνιστών ηγετών σε αλβανικό έδαφος κατά μήκος της μεθορίου.
Μια τέτοια συνάντηση, η οποία για πρώτη φορά έρχεται στο φως από τα αλβανικά κρατικά αρχεία, είναι αυτή της 2ας Ιουλίου 1949 στην Κορυτσά. Υστερα από απεγνωσμένες εκκλήσεις του Ν. Ζαχαριάδη, και αφού είχε πρώτα φροντίσει να ενημερώσει τη Μόσχα, ο αλβανός κομμουνιστής ηγέτης Ε. Χότζα δέχτηκε τον Ν. Ζαχαριάδη σε μια άκρως μυστική συνάντηση στην Κορυτσά, ενώ βρισκόταν σε διακοπές στο Πόγραδετς.
Η συνάντηση προετοιμάστηκε με απόλυτη μυστικότητα από Αλβανούς αξιωματούχους της ασφάλειας, ενώ παρέστη ως διερμηνέας ο Ελληνας Βορειοηπειρώτης, ανώτατος αξιωματούχος της Αλβανικής Ασφάλειας, Γιώργος Κώτσιας.
Ο Ζαχαριάδης ζήτησε από τον Χότζα χωρίς περιστροφές να επιτραπεί η είσοδος των ελλήνων ανταρτών στην Αλβανία, να εξοπλιστούν και στη συνέχεια να προωθηθούν στο μέτωπο του πολέμου.
Αυτό όμως εγκυμονούσε τεράστιους κινδύνους για την ίδια την Αλβανία και την ακεραιότητά της, αφού η ηγεσία των Τιράνων, μέσω ισχυρού δικτύου κατασκοπείας, είχε ενημερωθεί για τα σχέδια της Αθήνας.
Ο Ε. Χότζα ήταν κατηγορηματικός: «Οχι, εγώ σας εξόπλισα, εγώ και θα σας αφοπλίσω και κανένα πόδι Ελλήνων ανταρτών δεν θα εισέρθει επί αλβανικού εδάφους.
Δεν επιθυμώ επ’ ουδενί μια ένοπλη σύρραξη μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας! Σε βοήθησα πολύ, πέραν του δέοντος.
Γι’ αυτό ενημέρωσα και τον Στάλιν!».
Υψωσε τη φωνή και χτύπησε το τραπέζι με τη γροθιά του. Τα λόγια αυτά μεταφέρει αυτήκοος μάρτυρας στη συνάντηση. Τον συντονισμό της παροχής βοήθειας προς τους έλληνες αντάρτες αλλά και τη διαχείριση του περίπλοκου ελληνικού ζητήματος στην Αλβανία είχε αναλάβει ειδική υπηρεσία με τον κωδικό «Επιχείρηση 10», υπό τον αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών Μιφτάρ Τάρε, ο οποίος διηγείται με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα της εποχής.
«Εσείς μας κρατήσατε ζωντανούς!»
Είχαν προηγηθεί και άλλες συναντήσεις αλβανών υψηλόβαθμων αξιωματούχων με έλληνες κομμουνιστές, όπως εκείνη του Νοεμβρίου 1948 στα Τίρανα, στα πλαίσια των εργασιών του πρώτου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Αλβανίας. Προσκεκλημένοι των Αλβανών ήταν οι Γ. Ιωαννίδης και Β. Μπαρτζώτας.
Οι Ελληνες προσκεκλημένοι, μέσω επευφημιών, έλαβαν τον λόγο και εξύμνησαν τους αλβανούς κομμουνιστές, χωρίς να αναφέρουν επίσημα τη βοήθεια προς τους αντάρτες.
Ωστόσο, σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις και οι δυο τους εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους για τη στάση των Αλβανών κομμουνιστών.
Ο επίσης Ελληνας βορειοηπειρώτης διερμηνέας Χρήστος Βώκος, ο οποίος παρέστη στις συναντήσεις αυτές, μεταφέρει με πιστότητα τις ευχαριστίες του Μπαρτζώτα προς τους Αλβανούς: «Εσείς μας κρατήσατε ζωντανούς!».
Μετρήσιμος παράγοντας και ακανθώδες ζήτημα που περιέπλεκε ακόμα περισσότερο τα πράγματα και τις ήδη προβληματικές σχέσεις μεταξύ των δύο αδελφών κομμουνιστικών κομμάτων ήταν και η παρουσία των μουσουλμάνων Τσάμηδων, οι οποίοι είχαν καταφύγει στην Αλβανία στα τέλη του 1944 και αρχές του 1945.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία που τώρα έρχονται στο φως της δημοσιότητας (αρχεία που αποχαρακτηρίστηκαν πρόσφατα), στα τέλη Μαρτίου 1949 και ύστερα από (απερίσκεπτη) προτροπή των ελλήνων κομουνιστών ηγετών, οι οποίοι ζητούσαν την επαναπροώθηση των Τσάμηδων στην Ελλάδα και την επιστράτευσή τους δίπλα στον Δημοκρατικό Στρατό, σε αποκλειστική συνάντηση του Πολιτικού Γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος Αλβανίας, το θέμα συζητήθηκε με την προσήκουσα προσοχή.
Για την υπόθεση αυτή είχε ενημερωθεί, με τη σειρά του, και ο Τίτο με τον Στάλιν (σύμφωνα με τα γιουγκοσλαβικά αρχεία) από το 1947, πλην όμως ο Ε. Χότζα ήταν κατηγορηματικός: Η πλειοψηφία των μουσουλμάνων Τσάμηδων είναι αρνητική σε τέτοιο ενδεχόμενο και μόνον προβλήματα θα προκαλούσε μια τέτοια ενέργεια!
Στη συνάντηση αυτή επικράτησαν δυο απόψεις: η πρώτη, η βιαία στρατολόγηση των Τσάμηδων και η αποστολή τους στο ελληνικό μέτωπο, και η δεύτερη, η επιλεκτική οικειοθελής επιστράτευση και αποστολή τους στο μέτωπο.
Την πρόταση της βιαίας στρατολόγησης εξέφραζαν συγκεκριμένα στοιχεία της τσάμικης κοινότητας οι οποίοι διεμήνυσαν «να γίνει βίαιη στρατολόγηση και να ληφθούν κάποια μέτρα κατά των αντιδραστικών στοιχείων». Ως προς τη δεύτερη εκδοχή, μόνον τριάντα άτομα από τη συγκεκριμένη κοινότητα είχαν εκφράσει την επιθυμία να στρατολογηθούν και να αποσταλούν στο μέτωπο.
Για την πρώτη εκδοχή ούτε καν έγινε κάποια συγκεκριμένη προσπάθεια, αν εξαιρεθούν δυο-τρεις μεμονωμένες απόπειρες βίαιων απαγωγών. Ετσι, ούτε η μεν ούτε η δε επιλογή καρποφόρησε.
Στις εκκλήσεις αυτές των αλβανών και ελλήνων αξιωματούχων, οι τσάμηδες πρόσφυγες απαντούσαν ότι «δεν εμπιστευόμαστε τους Ελληνες, επιθυμούμε να μείνουμε στην Αλβανία ή, αλλιώς, αφήστε μας να πάμε στην Τουρκία, την Τσαμουριά δεν την αγαπούμε».
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι αλβανοί παράγοντες τόνισαν ότι η όποια προσπάθεια να γίνει σε συνθήκες απόλυτου σκότους, «να μη φανεί το χέρι μας, όλα να γίνουν νύχτα!». Και ότι για όλα πρέπει να ζητηθεί η συγκατάθεση των Σοβιετικών.
Μάλιστα, στη συνάντηση αυτή επικράτησε η άποψη να ληφθούν σκληρά μέτρα εναντίων των Τσάμηδων οι οποίοι διασύρουν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας και αυτό να γίνει με απόλυτη μυστικότητα, «εν μία νυκτί», καθώς αυτοί είναι ξένοι υπήκοοι!
Συζητήθηκε δε ένα πογκρόμ κατά των ταραχοποιών και αυτό αποτέλεσε το έναυσμα για ό,τι επακολούθησε μετά τις απηνείς διώξεις του τσάμικου στοιχείου από το κομουνιστικό καθεστώς της Αλβανίας, το οποίο διώχθηκε με την κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ της Ελλάδας και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Το τέλος του δράματος
Και ενώ στην Αλβανία διαμορφωνόταν αυτό το σκηνικό, με τις διαβουλεύσεις για την προσεκτική στάση έναντι του ελληνικού ζητήματος και ιδίως για την ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και, παρά τις αμερικανικές κατηγορηματικές αντιρρήσεις για τις ελληνικές πρωτοβουλίες, η 9η Μεραρχία του Στρατού απέκοψε τη διάβαση του Πόρτα Οσμάν που ήταν η κύρια πύλη επικοινωνίας του Γράμμου με την Αλβανία και μπήκε στο αλβανικό έδαφος.
Αυτό σήμανε και το τέλος του Εμφυλίου. Στις 28 Αυγούστου ο Νίκος Ζαχαριάδης έδωσε εντολή για γενική υποχώρηση στην Αλβανία από άλλη διάβαση, παρά τη σθεναρή άρνηση της αλβανικής ηγεσίας. Αυτή τη φορά η υποχώρηση ήταν οριστική. Ο Ελληνικός Εμφύλιος έκλεινε έτσι το τελευταίο κεφάλαιο.
ΠΗΓΗ: himara.gr