https://m.facebook.com/story.php?story_fbid=2313314455362975&id=148687618492347
Mια μερίδα του ελληνικού πληθυσμού ήταν πάντοτε ρατσιστική και σκατόψυχη. Και όχι αγαπητέ αναγνώστη, όχι με μουσουλμάνους/άραβες/άλλες φάτσες-ράτσες και πάει λέγοντας. Η χειρότερη ρατσιστική σκατοψυχιά σε αυτό το δύσμοιρο τόπο, παίχτηκε από Έλληνες σε Έλληνες, πριν καν οι παππούδες των Χρυσαυγιτών βρουν Γερμανούς για να γίνουν συνεργάτες τους.
Το 1914, οι Έλληνες του Πόντου εξεγείρονται κατά των Τούρκων και οι Τούρκοι τους τσακίζουν.
Από το 1916 αρχίζουν να έρχονται πρόσφυγες, 400.000 περίπου χριστιανοί Έλληνες του Πόντου που ζητάνε τη βοήθεια της μαμάς Πατρίδας. Τι γίνεται λοιπόν; Ας δούμε μια ανταπόκριση της εποχής από την εφημερίδα «Εφημερίς των Βαλκανίων»:
«Οι δυστυχείς Καυκάσιοι λιμοκτονούν και πάλιν, παρά τας διαφόρους διαβεβαιώσεις, ότι ελήφθη πάσα φροντίς να μη μένωσι νηστικοί, ότι θα γίνουν πρατήρια, ότι τέλος δεν θ’ αποθάνουν από την πείναν και το κρύο… Μετά φρίκης μανθάνομεν ότι αποθνήσκουν 44 καθ’ εκάστην…. Εμάθομεν ακόμη ότι τα δήθεν Νοσοκομεία των προσφύγων είναι σε αθλία κατάστασιν, υπάρχουν μόνον δύο ιατροί, οι οποίοι μόλις προφταίνουν να πιστοποιούν τους θανάτους, Δεν θέλομεν να είπωμεν περισσότερα, νομίζομεν όμως ότι αν τους παραδίδομεν εις τον Μουσταφά Κεμάλ, θα τους μεταχειρίζετο ίσως καλύτερον…»
Το 1922, έχουμε και την πολύ γνωστότερη Καταστροφή της Σμύρνης. Ο Ελληνικός Στρατός που έχει εκστρατεύσει στη Μικρά Ασία τρώει τεράστιο πακέτο από το στρατό του Κεμάλ Ατατούρκ, υποχωρεί άτακτα, χιλιάδες πιάνονται αιχμάλωτοι ενώ οι υπόλοιποι φεύγουν τρέχοντας για να προλάβουν κανένα καράβι για την Ελλάδα. Τι θα γινόταν λοιπόν για τους εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες της Μικράς Ασίας που θα ξέμεναν χωρίς καμιά προστασία;
Την απάντηση δίνει ένα πολύ ωραίο απόσπασμα που διασώζει ο Γρηγόρης Δαφνής:
Λίγο πριν την αναχώρηση από τη Σμύρνη των ελληνικών υπηρεσιών και ενώ το μέτωπο είχε σπάσει, ο νεαρός πολιτικός Γεώργιος Παπανδρέου ενημερώνεται από τον Στεργιάδη για την επερχόμενη καταστροφή. Στην ερώτηση του Παπανδρέου «Γιατί δεν ειδοποιείτε τον κόσμο να φύγει;», ο Στεργιάδης απαντά: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα»
Kι αυτό γιατί στα μάτια της βασιλικής παράταξης στην Ελλάδα όλοι οι Μικρασιάτες ήταν τσιράκια του Βενιζέλου. Άρα, ποινή θανάτου δια της εγκατάλειψης, καθώς ξεμένουν για να διαλέξουν ανάμεσα στην πυρκαγιά, τον πνιγμό ή τους Τούρκους που έρχονται με άγριες διαθέσεις
Προς μεγάλη δυστυχία των Βασιλικών όμως, κάποιοι από τους φουκαράδες πρόσφυγες τα καταφέρνουν να γλιτώσουν από όλα αυτά και έρχονται στην Ελλάδα πάμφτωχοι και εξαθλιωμένοι έχοντας πουλήσει ό,τι είχαν και δεν είχαν για να μπουν σε ένα καράβι και τα αδέρφια τους στην Ελλάδα θα τους βοηθήσουν όπως μπορούν.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του:
“Έμενε ο κόσμος στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε καμιά αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντήρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράγματα. Το τι τραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δεν λέγεται. Ατιμαστήκανε. Γίνανε χάλια, χάλια, χάλια. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε.
Και κατόπιν εδώ που ήρθανε τα ίδια. Προσπαθήσανε, κάνανε χίλια δυό να βρίσκουνε το ψωμί τους, μέχρι να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Αν ένας πατέρας είχε πέντε-έξη παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ο ένας από δω, άλλα ο άλλος από κει. Καταστροφή μάνα μου…
Και οι ντόπιοι δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δυό. Φύγετε από δω ρε! Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού. Ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήταν εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουνε. Απατεώνες”.
Ας δούμε τι γράφει ο τότε εισαγγελέας Βαζούρας:
“Η βρισιά τουρκόσπορος μαζί με σωρό ανάλογες βρισιές, όπως σκατοουγλούδες, παληοαούτηδες κ.λπ. ήταν στην ημερήσια διάταξη, από ανώτερα και κατώτερα κυβερνητικά όργανα…” Το χάσμα ενισχύθηκε και συντηρήθηκε από τον άγριο οικονομικό ανταγωνισμό. τόσο στην ιδιοποίηση της γης, όσο και στις εμπορικές δραστηριότητες.”
Ή ο μετέπειτα πρωθυπουργός, Παναγιώτης Κανελλόπουλος:
«Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, που από το 1915 είχε διχασθεί δεν αντίκρυσε τους πρόσφυγες με συμπάθεια, όταν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας τους έριξαν πάνω στους βράχους της Ελλάδας. Δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια.»
Aκόμα πιο γλαφυρά τα καταγράφει ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος:
«Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες τίποτα άλλο από τα στόματα όλων αυτών παρά κατάρες στο Βενιζέλο και βλαστήμιες: ‘’Αχ αυτοί οι τουρκοσπορίτες Έλληνες της Μικράς Ασίας μας πήραν στο λαιμό τους. Μακάρι να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους’’…»
Οι Μικρασιάτες τότε απελπισμένοι κατέληξαν σαν πρόσφυγες μέχρι και στο Χαλέπι της Συρίας (!), απ’ όπου μας έρχονται σήμερα άλλοι απελπισμένοι πρόσφυγες, Σύροι αυτή τη φορά, για να γλιτώσουν από τον πόλεμο και διάφοροι Έλληνες να ζητούν να τους στείλουν στον πάτο της θάλασσας!
Ίδια αντιμετώπιση, φυσικά, πολλά χρόνια μετά το 1922, είχαν από τους συντηρητικούς ντόπιους οι Έλληνες πρόσφυγες που ήρθαν από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης μετά την κατάρρευση το 1991.
Οι πρόγονοι μας δεν φυλάκιζαν τους εγκληματίες. Είτε τους έβαζαν πρόστιμο, είτε τους εξόριζαν, είτε τους θανάτωναν. Γι αυτό δεν υπήρχαν φυλακές, παρά μόνο προσωρινά κρατητήρια. Θεωρούσαν τρελή ιδέα να ταΐζουν έναν εγκληματία για χρόνια, ελπίζοντας να γίνει καλός άνθρωπος.
Παρά τα όσα βλέπουμε στις κινηματογραφικές ταινίες ή διαβάζουμε σε αμφίβολης αξιοπιστίας ιστορικά μυθιστορήματα, στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχαν φυλακές ή μάλλον για να πούμε καλύτερα, δεν υπήρχε η ποινή της φυλάκισης. Σε μια τόσο πρώιμη ιστορικά εποχή, η έννοια του σωφρονισμού όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα δεν ήταν νοητή.
Στον Αθηναίο της εποχής του Δράκοντα και του Σόλωνα ή στον Σπαρτιάτη του πελοποννησιακού πολέμου, θα φαινόταν τελείως παλαβή η ιδέα να κλείνεται ένας εγκληματίας σ’ ένα δωμάτιο και να τρέφεται απ’ όλους τους υπόλοιπους μέχρι να ξαναγίνει καλός άνθρωπος. Στην αρχαία Ελλάδα οι βασικές ποινές ανάλογα με το αδίκημα ήταν το χρηματικό πρόστιμο, η δήμευση της περιουσίας, η εξορία και ο θάνατος. Φυλακές σαν τις σημερινές δεν υπήρχαν, παρά μόνο κάποια οικήματα που προσομοιάζουν με τα σημερινά κρατητήρια, όπου κρατούνταν για λίγο όσοι περίμεναν δίκη ή όσοι είχαν καταδικαστεί και περίμεναν εκτέλεση, γράφει ο Δημήτρης Καμπουράκης στο newsit.gr. Σ’ ένα τέτοιο κρατητήριο ήπιε το κώνειο ο Σωκράτης.
Ο πρώτος που πρότεινε εγκλεισμό σε φυλακή ήταν ο Πλάτωνας στην ιδανική «Πολιτεία» του, όπου μιλούσε για τρία είδη φυλακών. Το πρώτο είδος έπρεπε να είναι κοντά στην αγορά όπου οι έγκλειστοι θα παραδειγμάτιζαν τους άλλους και θα παραδειγματίζονταν παράλληλα οι ίδιοι, έχοντας καθημερινή επαφή με τους πολίτες. Το δεύτερο είδος φυλακής έπρεπε να βρίσκεται στην πιο άγρια περιοχή της πόλης όπου βασικός στόχος θα ήταν η τιμωρία και ο εκφοβισμός.
Για το τρίτο είδος φυλακής δεν προσδιόριζε τόπο στέγασης, αλλά περίγραφε την αποστολή της. Σ’ αυτήν θα υπήρχε πενταετής πλήρης απομόνωση των φυλακισμένων και η μόνη τους επαφή θα ήταν μ’ ένα συμβούλιο της πόλης που θα φρόντιζε για την επανένταξη τους.
Ο Πλάτωνας ήταν πολύ κοντύτερα από κάθε άλλον στις σημερινές σωφρονιστικές απόψεις, αφού στους «Νόμους του» διατύπωνε την πεποίθηση ότι «κανένας δεν είναι κακός με τη θέληση του». Διατυπώνοντας λοιπόν έστω και έμμεσα τη θεωρία ότι έχει και η κοινωνία μέρος της ευθύνης για τη μετατροπή ενός πολίτη σε εγκληματία, ήταν πλέον λογικό να προτείνει μέσα κοινωνικού σωφρονισμού και επιστροφής του ανθρώπου αυτού στην κανονικότητα.
Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι ιδέες του Πλάτωνα ήταν εξαιρετικά πρωτοποριακές για την εποχή, ακόμα και για τα πιο ανοιχτά μυαλά. Ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια» αμφισβητεί τις Πλατωνικές απόψεις, λέει ότι οι εγκληματίες είναι κοινωνικά επικίνδυνοι και καταλήγει ότι πρέπει να τιμωρούνται σκληρά όπως τα ζώα, ανάλογα με το έγκλημα.
Πάντως, η ανυπαρξία της ποινής της φυλάκισης, αλλά και το γεγονός ότι η τιμωρία του προστίμου και της δήμευσης δεν είχε νόημα για τους φτωχούς, οδηγούσε υποχρεωτικά στην υπερβολική χρήση της έσχατης των ποινών. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχαία Ελλάδα καταδίκαζαν ανθρώπους σε θάνατο για ψύλλου πήδημα. Όταν στον Πελοποννησιακό πόλεμο η Εκκλησία του Δήμου των Αθηναίων ανασκεύασε μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες την απόφαση της για εκτέλεση όλων των πολιτών της Μυτιλήνης επειδή είχαν στασιάσει, ο Διόδοτος στη αγόρευση του αναφέρεται διεξοδικά σ’ αυτό το θέμα. Εξηγεί ότι οι ποινές γίνονται ολοένα και αυστηρότερες, με αποτέλεσμα όλα σχεδόν τα αδικήματα να τιμωρούνται τελικά με θάνατο.
Καταλήγει όμως ότι παρά ταύτα, η τέλεση των εγκλημάτων συνεχίζεται, άρα η θανατική ποινή δεν αποτελεί αποτελεσματικό μέτρο πρόληψης των αδικημάτων. Ο Διόδοτος έπεισε τότε τους Αθηναίους να διορθώσουν μια τρομακτική αδικία.
Ενώ την προηγούμενη μέρα, εν’ βρασμώ ψυχής είχαν αποφασίσει τον σφαγιασμό όλου του πληθυσμού της Μυτιλήνης και είχαν στείλει τη διαταγή, την επόμενη μέρα το ξανασκέφτηκαν κι έστειλαν δεύτερο πλοίο με επιεικέστερη διαταγή που πρόλαβε το πρώτο πριν μπει στο λιμάνι της πόλης. Έτσι η αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία γλύτωσε από το χειρότερο όνειδος της ιστορίας της.
Tρίκαλα, 16 Ιούνη του 1945. Μια Δευτέρα, ξεχωριστή μέρα για την Εθνική Αντίσταση, για το αριστερό κίνημα, μέρα ιστορική. Ήταν η μέρα που έφεραν, στα Τρίκαλα, τα κομμένα κεφάλια του Άρη Βελουχιώτη και του καπετάν Τζαβέλα και τα κρέμασαν στους φανοστάτες της κεντρικής πλατείας.
Ήμουν, μόλις, 15 χρονών μαθητής στο Γυμνάσιο. Η σχολική χρονιά είχε τελειώσει. Εκείνη τη μέρα πήγα με τον πατέρα μου στην πόλη για τη βδομαδιάτικη αγορά, το παζάρι όπως το λέμε. Το χωριό μου, 5 χιλιόμετρα από τα Τρίκαλα, προς την πλευρά των Χασίων. Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν τυχερός που βρέθηκα εκείνη τη μέρα στην πόλη, μα δεν μπορώ να πω ότι ήμουν και άτυχος…
Ήταν περίπου 10 η ώρα το πρωί, όταν φθάσαμε στα Τρίκαλα. Μόλις μπήκαμε στα πρώτα σπίτια, από το λιγοστό κόσμο που κυκλοφορούσε, φαινόταν ότι το κλίμα δεν ήταν το ίδιο όπως τις άλλες φορές. Και όσο πλησιάζαμε στην αγορά, φάνηκε ακόμα πιο καθαρά. Ελειπε εκείνη η ζωντάνια, η κινητικότητα. Έλειπε εκείνο το βουητό της πολυκοσμίας, που δημιουργούνταν με τις συναλλαγές των ανθρώπων. Μια παγωμάρα στην πόλη, μια βουβαμάρα, ένα μούδιασμα. Άλλοι περπατούσαν με σκυμμένα τα κεφάλια και άλλοι συζητούσαν, κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα σε μικρές μικρές παρέες (πηγαδάκια).
– Σκότωσαν τον Άρη!
-Όχι, έλεγαν μερικοί. Λένε ψέματα. Δεν είναι ο Άρης!.. Ήταν απίστευτο.
-Σκότωσαν τον Άρη; Πού… Πώς… Πότε; Σκότωσαν τον Άρη έλεγαν και όχι σκοτώθηκε ο Άρης. Ήθελαν να δείξουν έτσι, αυθόρμητα, ότι τον σκότωσαν, ότι τον δολοφόνησαν, ότι τον «έφαγαν», ότι ήταν άδικο… Όλος ο κόσμος, ύστερα από το πρώτο ξάφνιασμα, για πολλούς σοκ, προσπαθούσε να βρει τρόπο αντίδρασης μπροστά στην καινούρια τρομερή πραγματικότητα.
Άφησα τον πατέρα μου με την πραμάτεια που είχαμε για πούλημα και έκανα μια βόλτα μέσα στο παζάρι. Ήθελα να ξεσπάσω, να πάρω λίγον αέρα. Και δεν ήμουν μόνον εγώ σ’ αυτήν την κατάσταση, έτσι ένιωθαν όλοι, νομίζω. Περπάτησα λίγο και τυχαία συναντήθηκα με δυο φίλους συμμαθητές από γειτονικά χωριά. Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Κουνήσαμε σιγά, με θλίψη, τα κεφάλια μας. Ο ένας μίλησε στην ψυχή του άλλου. Έτσι, σιωπηλά. Κάποιος από τους τρεις είπε:
-Πάμε να δούμε;
-Πάμε.
Κεντρική πλατεία. Δίπλα στο ποτάμι, μπροστά στο Πανελλήνιο, εκεί που λίγα μέτρα πιο πάνω, στην ίδια πλατεία, οι χιτλερικοί είχαν κρεμάσει πριν από δύο χρόνια «πέντε» ΕΠΟΝίτες. Πέντε παλικάρια, που αρνήθηκαν να υποκύψουν και να συμβιβαστούν με τον καταχτητή. Στην ίδια πλατεία, ήταν τώρα κρεμασμένα τα κεφάλια του Άρη και του Τζαβέλα! Ένα χρόνο περίπου μετά την απελευθέρωση της πατρίδας από τους Γερμανούς και λίγους μήνες μετά τη συντριβή της χιτλερικής Γερμανίας από τον Κόκκινο Στρατό. Φτάσαμε στην πλατεία. Κόσμος κάθε ηλικίας. Κάτοικοι της πόλης και από τα γύρω χωριά. Περνούσαν από το σημείο εκείνο σε μικρή απόσταση. Έκαναν πως ήταν περαστικοί, κόντυναν το βήμα τους, κοιτούσαν τα κεφάλια και έφευγαν. Το κλίμα ήταν βαρύ. Άλλοι σταματούσαν σε κάποια απόσταση, έμεναν για λίγο ακίνητοι και σιωπηλοί σαν σε «ενός λεπτού σιγή». Και ύστερα έφευγαν συγκινημένοι και δακρυσμένοι για να δώσουν τη θέση τους σε άλλους. Το κλίμα δε σήκωνε να μείνει κανείς περισσότερο. Ο χώρος επιβλεπόταν από διάφορα φασιστοειδή και συνεργάτες των Γερμανών, που είχαν κάνει προκλητικά την εμφάνισή τους αμέσως μετά τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ.
Συναισθήματα ανάκατα σε όλους. Μούδιασμα, πόνος, αγανάκτηση. Η απόπειρα της αντιδραστικής Δεξιάς να εκμεταλλευτεί το γεγονός και να δώσει πανηγυρικό χαρακτήρα, προσπαθώντας να παροτρύνει το λαό σε εκδηλώσεις χαράς και σε πανηγυρισμούς απέτυχε παταγωδώς. Αργότερα μάθαμε ότι στο χώρο της πλατείας έγινε αντικομμουνιστική ομιλία από κάποιο φανατικό γερμανόφιλο αντικομμουνιστή καθηγητή. Αλλά η ομιλία δεν έφερε το προσδοκώμενο γι’ αυτούς αποτέλεσμα. Δεν τον πρόσεχε κανένας. Ο λαός τούς γύρισε την πλάτη. Και όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε, αλλά έγινε το αντίθετο. Έδειξε με κάθε τρόπο την αντίθεσή του στο έγκλημα. Έδειξε τη λύπη και την αγανάκτησή του. Μάλιστα, κάποιο στέλεχος της ΕΠΟΝ αντιτάχθηκε ανοιχτά και αντιμίλησε στον καθηγητή. Και θα είχε άσχημα ξεμπερδέματα ο ΕΠΟΝίτης, αν κάποιοι δικοί του δεν τον έπαιρναν από εκεί να τον φυγαδεύσουν.
Εκεί, σε αυτό το χώρο, σε αυτήν την πλατεία, βρεθήκαμε και εμείς. Σταματήσαμε 15 με 20 μέτρα μπροστά από τους φανοστάτες. Χωρίς να καταλάβω, βρέθηκα σε στάση προσοχής. Ένα δύο δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια μου, καθώς κοίταξα το πρόσωπο του Άρη. Ένα ελαφρύ σφίξιμο και ένα κόμπιασμα ένιωσα στο στήθος και στο λαιμό. Αλλά δεν κινήθηκα. Δεν ξέρω για πόσο, ίσως για ένα λεπτό, ίσως περισσότερο, ίσως λιγότερο. Κοίταξα το πρόσωπο του Άρη. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Περνούσαν από μπροστά μου εικόνες, όπως τον είχα ξαναδεί ζωντανό, καπετάνιο στα χρόνια του αγώνα.
Ναι, τον είχα ξαναδεί τον Άρη. Μια φορά που πέρασε από το χωριό μας, με άλλους μαυροσκούφηδες καβαλάρηδες και σταμάτησαν για λίγο στην πλατεία κάτω από τον πλάτανο για να ποτίσουν τα άλογα. Έτυχε να βρίσκομαι εκεί εκείνη την ώρα, γιατί σε λίγο θα πήγαινα αποστολή συνδέσμου. (Εμείς τα αϊτόπουλα τότε μεταφέραμε έγγραφα των οργανώσεων του ΕΑΜ από το ένα χωριό στο άλλο). Και μια δεύτερη φορά, τον είδα στο γειτονικό χωριό Σωτήρα, την πρώτη μέρα της συνθηκολόγησης των Ιταλών.
Φύγαμε από το μέρος εκείνο. Περάσαμε την κεντρική γέφυρα, μπήκαμε στην άλλη πλατεία. Εκεί που είναι τώρα ο ανδριάντας του στρατηγού Στ. Σαράφη, και γυρίσαμε πάλι στο χώρο της αγοράς. Εδώ το κλίμα ήταν διαφορετικό από εκείνο της άλλης πλατείας. Εκεί ο κόσμος σταματούσε για λίγο σιωπηλός με τα κεφάλια σκυμμένα. Ένιωθε να τον παρακολουθούν αόρατα μάτια. Ενώ εδώ στην αγορά, ο κόσμος κινούνταν, μιλούσε χαμηλόφωνα και σοβαρά, συζητούσε. Κόλλησα σε μια παρέα από μεγάλους που συζητούσαν για το γεγονός. Ήταν άγνωστοι, δεν τους ήξερα, αλλά ήθελα να ακούσω κάτι. Το είχα ανάγκη. Ήθελα να μάθω πώς.. και γιατί… προσπάθησα να ακούσω τι λέγανε, μα δεν τα κατάφερνα. Ο νους μου έτρεχε μακριά. Εναλλασσόμενες εικόνες περνούσαν από μπροστά μου. Μια του Άρη καβάλα στο άλογο, μια το κεφάλι του κρεμασμένο στο φανοστάτη και μια οι σκηνές με τους Ιταλούς και τον Άγγλο στη Σωτήρα. Τότε άκουσα μια φωνή. Μια γυναικεία φωνή. «Μην απογοητεύεστε μωρέ! Ψηλά τα κεφάλια! Ένας πεθαίνει, χίλιοι γεννιούνται…».
Η φωνή με ξάφνιασε. Συνήλθα, προσπάθησα να δω τη γυναίκα που φώναξε. Γύρισα δεξιά – αριστερά, δεν την είδα. Δεν πρόσεξα να δω τι εντύπωση ή τι αντίδραση προκάλεσε στους άλλους αυτή η φωνή.
Το απόγευμα είχαμε τελειώσει πια τις δουλειές μας και ετοιμαζόμασταν να φύγουμε για το χωριό. Καθώς πηγαίναμε στο πανδοχείο που είχε στάβλο για τα υποζύγια, να πάρουμε τα πράγματά μας και να φύγουμε, κάποιος καλοντυμένος κύριος, γνωστός του πατέρα μου, μας πλησίασε και μίλησε στον πατέρα μου.
«Μη νομίζεις, κυρ Θόδωρε, ότι χαίρομαι. Λυπάμαι κι εγώ γι’ αυτό που έγινε. Ίσως όχι τόσο, όσο εσύ, αλλά ανησυχώ, όμως, πολύ. Δεν είναι καλά σημάδια αυτά. Δεν πάμε καθόλου καλά. Ο τόπος χρειάζεται ησυχία. Οι ξένοι, όπως πάντα, θέλουν να μας βάλουν να μαλώσουμε μεταξύ μας. Η τύχη μας θα είναι η ίδια. Να γιατί στεναχωριέμαι κι εγώ. Κι ύστερα, γιατί να μην το πούμε; Ο Άρης αγωνίστηκε, πρόσφερε πάρα πολλά και για την απελευθέρωση της χώρας μας και στο συμμαχικό αγώνα».
Ο πατέρας τον κοίταξε, κούνησε το κεφάλι του χωρίς νόημα και δεν απάντησε. Εκείνος στράφηκε σε μένα, άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τα μαλλιά μου, λέγοντάς μου: «Μη στεναχωριέσαι μικρέ, υπάρχουν και άλλοι σαν τον Άρη. Ο Άρης θα γραφτεί στην Ιστορία με χρυσά γράμματα». Τα είπε αυτά για παρηγοριά ή γιατί τα πίστευε; Μάλλον και τα δύο. Είπε όμως κάτι, είπε μια αλήθεια.
Πέρασαν 56 χρόνια από τότε. Αυτή η μέρα δε θα ξεχαστεί ποτέ. Θυμάμαι αυτές και άλλες σκηνές, που είναι αδύνατο να χωρέσουν σε λίγες κόλλες χαρτί. Ανάμεσα σε αυτά που δεν μπορούν να ξεχαστούν είναι και τα λόγια του ανθρώπου, που δεν ήταν αριστερός. Οι φόβοι και οι αγωνίες επαληθεύτηκαν. Οι Άγγλοι μάς έριξαν στον Εμφύλιο. Νέοι αγώνες, νέες θυσίες. Και άλλοι καπεταναίοι και άλλοι ήρωες, ζωντανοί και νεκροί, επώνυμοι και ανώνυμοι. Μα, ο Άρης ήταν ένας. Ήταν ο πρώτος του αγώνα.
Για να κρίνουμε σωστά το σήμερα πρέπει να γυρίσουμε στα χθες ...
Ήταν μεσάνυχτα 6 με 7 του Σεπτέμβρη 1833. Ο μοίραχος του Κλεόπας με σαράντα αμάξια μέχρι τα δόντια τραβούσαν προσεκτικά και αδιαφορώντας για να καταλάβουν τον μεγαλύτερο κακούργο του τόπου μας! Αυτόν που, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Δ. Φωτιάδης στην πρώτη σελίδα του βιβλίου του «ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ - Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ», οι εικόνες του θα βρεθούν τώρα κρεμασμένες σε όλα μας τα σχολεία και τα αγάλματα του σταυρωμένα στα πλατείες μας. Τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη!
Ο Γέρος του Μοριά ζούσε λίγο έξω από το Ναύπλιο σε ένα μοναδικό σπιτάκι στην Προνοια, κοντά στην εκκλησία του Ιε-Θεοδώρου που έκτισε ο ίδιος. Εδώ αποτραβήχτηκε ο μπροστάρης της απελευθέρωσης όταν ήρθαν οι Βαυροί και καταλάβαιναν ότι δεν το ήξεραν! «Ό, τι μπορούσε να κάνει», γράφει στη σελίδα 196 των απομνημονεύματα του, που υπαγορεύτηκε στο Τερτσέτη.
«Έκαμα το χρέος μου προς την πατρίδα και εγώ και όλη η φαμελιά μου. Είδα την πατρίδα μου ελεύθερη, έβλεπα εκείνο τον οπού ποθούσα και εγώ και ο πατέρας μου και ο παππούς μου και όλη η γενιά μου, καθώς και όλοι οι Έλληνες. Απεφάσισα να πάω σε ένα περιβόλι, όπου είχαμε έξω από την Ανάπλι. Εξεγαζόμασταν, εκπονήσατε και απεργούσα τον καιρό μου καλλιεργώντας, και εύχομαι να προχωρήσω στις μικρές φυτά που ετοίμαζα ».
Εκεί περνούσε κατά τη διάρκεια των ωρών του Κολοκοτρώνη, γιατί μετά την είσοδο του Οθωνα έσπασαν όλες τις παλλιάρες του. «Πηγαίνετε στο καλό, τους είπαν, και να καθίσετε ήσυχοι στα σπίτια σας. Τώρα που ήρθε ο βασιλιάς θα γνωρίσει τους ανθρώπους και τα πράγματα του τόπου μας και θα ανταμειφθεί ο καθένας κατά τις πράξεις του και τη δουλειά του ».
Αυτό το βράδυ είχε φτάσει για τον Γέροντα της Μόρια την ώρα της ανταμοιβής! Ο Κλεόπας και οι χωροφύλακες του περικυκλώθηκαν στον κάβο που δεν τυχόν ξεφύγουν από τον κακούργκο! Ύστερα χτυπήστε με δύναμη την πόρτα. Ο Γιώργος μισούσε το παράθυρο και ρώτησε με τη βροντερή φωνή του να μάθει ποιος είναι. Εδώ μέσα κρύβονται οπλοφόροι, απόκρισε ο Κλεόπας.
Έχω διαταγή να κάνω έρευνα. Ο Κολοκοτρώνης γέλασε με την ψυχή του! Οι απεσταλμένοι του βασιλιά μοιράστηκαν μέσα και άρχισαν να ψάχνουν το κάθε τι. Δεν είχαν ούτε οπλοφόροι βρήκαν, ούτε και άρματα κρυμμένα! Βρέθηκαν μόνο ένα σπαθί, ένα πιστόλα και ένα ντουφέκι. Ήταν τα όπλα με τα οποία πολεμήσαμε τον Κολοκοτρώνη της Τουρκίας και μ 'αυτά ελευθερώσαμε!
Κατά τη διαταγή της αντιβασιλίας είστε υπό κράτηση, είπε ο Κλεόπας! Και άρχισε να μαζεύει όλα τα χαρτιά που υπήρχαν στα κασέλες και στα ντουλάπια, σίγουρα που θα αποτελούσαν τα πειστήρια του ένοχου του Γέροντος! Ύστερα τον έβαλαν στη μέση οι χωροφυλάκοι και τραβήχτηκαν για το κάστρο για να παραδοθούν στους προτορικούς του Οθωνα! Εκεί δε παραλαμβάνει ένα Γερμανό δεσμόφυλακας που δεν ήξερε Ελληνικά (!) Και τον χώνοντας σε ένα κατασκοπευτικό κελί!
«Κατω», γράφει ο Δ. Φωτιάδης, «όσο κρατάει ο αγώνας, ο γραμματικός του Αναγνώστης Ζαφειρόπουλος του λέει μια μέρα: Αϊντέ, Κολοκοτρώνη! Παιδεψού, παιδέψου τώρα, μα την πατρίδα μια μέρα θα σε ανταμείψει ». Ο κος ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος δύο φορές βαφτίστηκε στην ζωή του: η μία με λάδι για να γίνει Χριστιανός και ο άλλος με αίμα για την ελευθερία της πατρίδας, αν και γνώριζε την τύχη του, απαντούσε: «Αν με το καλό ελευθερώσω εμένα πρώτα θα κάνουμε σεργούνι ». Δεν τα λογάριασε καλά καλά. Τώρα δεν το ετοίμαζαν για εξορία. Για να το παραδώσει στο μπώγιο να πάρει με το γκιλοτίνα το κεφάλι του έτοιμησαν!
Εκείνο το βράδυ τέθηκε υπό φύλαξη στο σπίτι του ακόμα ένα μεγάλο τρακτέρ! Ο Στρατηγός του αγώνα Δημήτριος Πλαπούτας που είχε αποσταλμένος από την ελληνική κυβέρνηση μαζί με τους Μιαούλη και τον Κώστα Μπότσαρη να προσφέρουν στον Οθωνα το θρόνο!
Την άλλη μέρα δεν αναβιώνει το 'Ανάπλα! Πιάσαν τον Γέρο και ήταν σαν να σκοτείνιασε τον κόσμο όλος! Οι πρώτοι που κοίταξαν ήταν οι Έλληνες υψόργοί! Δεν έλεγε για την σύλληψή του! Η διαταγή της υπέγραψαν τους αντιβασιλείς Μάουερ και Άβελ και έδωσαν στον Γερμανό στρατιωτικό υπουργό, στρατηγό Σμάλτς, να εκτελέσει το έργο του. Οι δύο στρατιώτες μας αρνούνται να πιστέψουν ότι θα βρεθούν Έλληνες να τους στείλουν στην καμανμανία.
Όταν διαβάστηκε τον κατηγορητήριο του Πολυζωώδη, ο οποίος δεν του επέτρεψε να διαβάσει ως πρόεδρος το κατηγορητήριο, γκρινιάζει το κεφάλι του και με τις δύο χούφτες κλείνει τα μάτια του. Ήταν μια στάση ασφυξίας και διαμαρτυρίας, η οποία κράτησε μέχρι το τέλος που αναγνωρίστηκε η απόφαση.
Η κατηγορία «συνωμοσία που σκοπεύει να καταρρίψει την κοινή περιουσία και καταφέρει τους υπηκόους της Α.Μ. σε ληστεία και πολιτικού πολέμου, και την κατάργηση του καθεστώτος πολίτευμα ... ». Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως αυτό που ήλπιζαν να επιτύχουν οι ξένοι, καταδικάζοντας τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα, ήταν να χτυπήσουν την εθνότητα των Ελλήνων και να κάνουν μια αποικία!
Την ώρα που ακούγονταν όλα αυτά στο δικαστήριο, ο Κολοκοτρώνης ατάραχος έπαιζε σιγά σιγά με τα χάντρες του κομπολογιού του! Οι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και Δημήτριος Πλαπούτας καταδικάζονται σε θάνατο ως ένοχοι της τελευταίας τρομοκρατίας! Οι καταδικασθέντες όμως κρίνονται αξιόλογοι της βασιλικής χάρης! Το τελευταίο μέρος της απόφασης δεν ακούστηκε στο δικαστήριο, αφού μόλις ανακοινώθηκε το «καταδικασθέν σε θάνατο», ξέσπασε μεγάλη αναταραχή. Και έτσι αναβάλλεται η εκτέλεση της απόφασης έως την εκδίκαση της αίτησης χάριτος!
Την απόφαση υπογράφουν τα Δ. Βούλγαρης, Κ. Σούτσος και Φ. Φραγκούλης. Στην «πρακτικά» της δίκης δεν θα βρει ποτέ την απόφαση. Στο τέλος της θα βρεις δύο λευκά μέρη που άφησαν τους συντάκτες για να πάρουν τις υπογραφές του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη, που με τη βία τους έδρευσαν στα καθίσματα τους. «Τα λευκά αυτά μέρη του χαρτιού», γράφει ο Δ. Φωτιάδης, «είναι πλέον η μεγαλύτερη δόξα της δικαιοσύνης της πατρίδας μας».
Ο Γέρος έλεγε ότι ήταν «καταδικασμένοι σε θάνατο», μισοσταυρώθηκε μ 'ερώτημα και είπε: «Κύριε Ελένην! Μνήσθητι μου, Κύριε, όταν ήρθες στην βασιλεία σου ... ». Τότε μίλησε για τους παρευρισκόμενους που γύριζαν να παρηγορήσουν: «Αντίκρισα πολλές στιγμές θανάτου και δεν τον φοβήθηκα. Όχι και τώρα ο φοβάμαι ». Ο Πλαπουτάς, γράφει ο Τερτσέτης, τραγουδώντας τι θα πάρουν τα εφτά κόρη του και τον ανήλικο γιο του Γιώργηκο. Κουράγιο, ξαδελφέ, του λέει ο Γέρος. Το όνειρό μας ήταν να ελευθερώσουμε την Ελλάδα.
Μόλις τα βγαμούσαν από το δικαστήριο (που ήταν ένα τζαμί) οδηγούν τους συνοδούς της Βαυαρίας στην Ις Καλέ. Ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος δεν άκουσε την απόφαση του δικαστηρίου για την αίτηση χάριτος ξαφνιάζεται, αφού περίμενε ότι θα οδηγήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Οι άνθρωποι που έστειλε την Ευρώπη να μας οδηγήσουν στα φώτα και την κουλτούρα, με τον πρόγονο του τυραννίσκου Φον Μάουερ (βασιλικός σύμβουλος της επαρχίας) και με βοηθοί ανθρωπόκοι σαν Σφηνάς και Κωλέττης, γεμίζουν με τους αγωνιστές της ελευθερίας τις φυλακές και εκτελούν τους εικοστούς ηρώους !
Η καταδίκη σε θάνατο μέσα σε μια οργή ψευδομαρτυρίας, συνωμοσίας και τρομοκρατίας ήταν βασικά δικό του έργο και ο υπουργός Δικαιοσύνης Σίνανα, άλλο όργανο του Μαουρέρ. Οι Έλληνες, ανεξάρτητα από την παράταξη, δεν το έκλεψαν ποτέ. Μια φορά (Δεκέμβριος 1840), την ώρα που δίδαξε από την έδρα, ένας φοιτητής νομικής επωνυμίας Κίμων Δαλά έβγαλε πιστόλι και πυροβολήθηκε δύο φορές. Δεν το πέτυχε. Μόλις έγινε η επανάσταση της Γ 'Σεπτέμβρη και ο Όθωνας έχασε την πλήρη εξουσία, η κυβέρνηση απεβίωσε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο Οθωνας του διόρισε αμέσως τον Αρεοπαγίτη, αλλά η έκρηξη ήταν τέτοια που ο Σκοτσέζος έφυγε για το Βελφάτ.
Ο λαός δεν ξεχάσει ποτέ εκείνη τη μαύρη νύχτα! Το βράδυ της Κυριακής βγήκε για περιπάτου ολόκληρης της Ανάπλι. Όλοι τους χαιρέτησαν τους Πολυζωίδη και Τερτσέτη, μεταξύ τους και τον Νικητάρα ο τουρκοφάγος! Οι θεμελιώδεις αυτές εκδηλώσεις στάλθηκαν στην πραγματικότητα μια αποδοκιμασία όλων των τάξεων στην εγκληματικότητα που εκπόνησαν. Ο Βούλγαρης, ο Σούτσος και ο Φραγκούλης δεν έφτασαν για περίπατο εκείνη την εκδήλωση της Κυριακής.
Εκείνη την κρίσιμη στιγμή που οι Κωλέττες και οι Σχοινά βιάζονται να εκτελέσουν τους δύο Ηρώες, Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα αποκτούν έναν απρόθυμο συνεργάτη! Ο Μαυροκορδάτος (Γραμματέας της Επικρατείας) προτείνει για το καλό του έθνους και του βασιλείου να δοθεί πλήρης χάρη στους καταδικασθέντες και να απολυθούν από τις φυλακές όλοι οι κρατούμενοι.
Με τη δική του (αντιλαμβανόμενη την καταστροφή των ταραχών και των αναβιώσεων που θα ακολουθήσουν τις εκτελέσεις), συμφωνεί ο αντιβασιλέας Άρμανσπεργκ. Την ίδια ανησυχία εκφράζουν και οι συνάδελφοι της Αγγλίας, της Ρωσίας και της Βαυαρίας, ο καθένας για τους δικούς του λόγους και όχι γιατί αγαπούσαν την Ελλάδα ...
Τελικά η θανατική ποινή με απόφαση του βασιλιά μετατράπηκε σε ποινή 20 ετών. Όταν το ακούσει ο Κολοκοτρώνης, είπε πάλι τον ευτραπέλο λόγο του: «Θα γελώσω τον βασιλιά, δεν θα ζήσω τόσες φορές ...». Την άλλη μέρα τους ανέβασαν στο Παλαμήδι. Εκεί όπου για εννέα μήνες ζούσαν ένα πραγματικό κολαστήριο!
Τους Πολζωοίδη και Τερτσέτη τους οδήγησαν σε δίκη. Ήταν ένα από τα ανταλλάγματα που έθεσαν οι άλλοι τρεις αντιβασιλείς για να συμφωνήσουν με τον Όθωνα στην απονομή χάριτος! Να τι είπε ο Τερτσέτης στην απολογία του: «Ζουν οι οπλαρχηγοί. Ζουν! Χαρή, ω Ελληνες. Ζουν! Φυλακισμένοι. Αληθινά, στα φρούρια, όπου πριν από δέκα χρόνια ήρθε στην κεφαλή σας από τον εχθρόν, αλλά ζουν! ...
Δεν βρέθηκαν οι οφθαλμοί μας για να βρούμε το αίμα των δύο γερόντων που είχε σαν το αίμα του Μιτρομαργρυρίου (στυγνός φονιάς που αποκεφαλίστηκε) »Δ. Φωτιάδης, «ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ - Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ», σελ. 329.
Αν δεν είχαν την ίδια τύχη με τον Μητρομαργητή, οι δύο Ήρωες του Δευτέρου του οφείλουν στον Πολυζωίδη και στον Τερτσέτη. Γι 'αυτό και στέκεται και θα σταθεί, όσο θα υπάρχουν Ελληνες, αθάνατη η μνήμη τους.
Κυβέρνηση, μνημονιακό μπλοκ και Δικαιοσύνη σε ένα ενιαίο μπλοκ προχώρησε στην παραγραφή και μάλιστα συναινετικά όλου του πακτωλού μαύρου χρήματος της ελληνικής παρασιτικής, κατά κύριο λόγο και ξενόδουλης ολιγαρχίας, της οποίας άλλωστε τα συμφέροντα κυβέρνηση κατεστημένο και Δικαιοσύνη υποστηρίζουν με λύσσα.
Την αναδρομική παραγραφή όλων ανεξαιρέτως των φορολογικών υποθέσεων που αφορούν στις λίστες Λαγκάρντ και Μπόργιανς, την ακύρωση όλων των ελέγχων που ήδη διενεργήθηκαν σε φυσικά πρόσωπα τα οποία περιλαμβάνονται στις συγκεκριμένες λίστες, καθώς και τη ματαίωση όσων ελάχιστων ελέγχων απέμεναν να διενεργηθούν αναμένεται να προκαλέσει μια νέα απόφαση-βόμβα που εκδόθηκε πρόσφατα από δικαστήριο των Αθηνών.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου, τα στοιχεία κινήσεων σε τραπεζικούς λογαριασμούς Ελλήνων πολιτών σε τράπεζες του εξωτερικού που αποκαλύφθηκαν με τις δύο λίστες, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικά στοιχεία», διότι – κατά την άποψη του δικαστηρίου – οι ελληνικές αρχές μπορούσαν και όφειλαν να τα έχουν διαπιστώσει πριν παρέλθει η πενταετίαπαραγραφής.
Αυτό σημαίνει ότι παραγράφονται στην πενταετία και οι υποθέσεις για τις οποίες προκύπτουν στοιχεία από κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών στο εξωτερικό και χωρίς την εμπλοκή τραπεζικών καταστημάτων στην Ελλάδα.
Μέχρι τώρα, τα συγκεκριμένα στοιχεία, που προέρχονται από λίστες καταθετών εξωτερικού, αντιμετωπίζονταν από την ΑΑΔΕ και από τη νομολογία, ως «συμπληρωματικά στοιχεία» η ύπαρξη των οποίων επιμηκύνει την περίοδο παραγραφής στη δεκαετία.
Έτσι δεν θεωρούνται συμπληρωματικά στοιχεία, εκείνα που αφορούν:
Κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών στην Ελλάδα, καθώς το δικαστήριο θεωρεί ότι η ΑΑΔΕ είχε τον χρόνο (πενταετία) να τα αναζητήσει από τις τράπεζες).
Εμβάσματα τα οποία έφυγαν από ελληνικές προς ξένες τράπεζες, καθώς το δικαστήριο θεωρεί ότι η ΑΑΔΕ είχε τον χρόνο (πενταετία) να ερευνήσει τα στοιχεία από τις ελληνικές τράπεζες.
Με την νέα απόφαση, εφόσον προσφύγει η ΑΑΔΕ και τελεσιδικήσει, δεν θα θεωρούνται συμπληρωματικάστοιχεία ούτε οι κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών Ελλήνων στο εξωτερικό ακόμα και αν περιέχουν χρήμα το οποίο είναι αδήλωτο, αφορολόγητο ή ακόμη και αν προέρχεται από ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Για τις περιπτώσεις της λίστας Λαγκάρντ και Μπόργιανς, το δικαστήριο θεωρεί ότι οι ελληνικές αρχές από τη στιγμή που υπάρχει συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών με την Ελβετία, μπορούσαν να ζητήσουν έγκαιρα, εντός της πενταετίας, τα σχετικά στοιχεία και να ελέγξουν την νομιμότητα των χρημάτων των καταθετών.
Στο πλαίσιο αυτό η λίστα Λαγκάρντ περιέχει 2.062ονόματα Ελλήνων με καταθέσεις στην τράπεζα ΗSBC στη Γενεύη της Ελβετίας, για το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του 2005 μέχρι και τονΦεβρουάριο του 2007, παραγράφεται οριστικά.
Επίσης παραγράφεται και ηλίστα Μπόργιανς που περιέχει στοιχεία 10.588 καταθετών μέχρι το 2008.
Θυμίζουμε ότι η λίστα Λαγκάρντ περιέχει 2.062ονόματα Ελλήνων με καταθέσεις στην τράπεζα ΗSBC στη Γενεύη της Ελβετίας, για το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριοτου 2005 μέχρι και τονΦεβρουάριο του 2007. Η λίστα παραδόθηκε σε στικάκι USB το 2011 στον υπουργό Οικονομικών Γιώργο Παπακωνσταντίνου, από την οποία κατόπιν διαπιστώθηκε ότι αφαιρέθηκαν τα ονόματα τριών συγγενών του κ.Παπακωνσταντίνου!
Κατόπιν η λίστα«κληροδοτήθηκε» στον διάδοχό του στο ΥΠΟΙΚ, Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος την ξέχασε σε ένα συρτάρι και υπήρξε διένεξη μεταξύ των δύο ανδρών, για το ποιος ευθύνεται που ξεχάστηκε η λίστα.
Όμως για την αλλοίωση της λίστας η υπόθεση έφτασε στη δικαιοσύνη, όπου ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνουκαταδικάστηκε σε φυλάκισηενός έτους με αναστολή, με το δικαστήριο να τον κρίνει ένοχο «για νόθευση εγγράφου σε βαθμό πλημμελήματος».
Η λίστα Μπόργιανςπεριλαμβάνει στοιχεία για 10.588 Έλληνες με καταθέσεις σε ελβετική Τράπεζα, το συνολικό υπόλοιπο τον οποίων ανέρχεται σε 3,9 δισ. ελβετικά φράγκα για το 2006 και 2,9 δισ. ελβετικά φράγκα για το 2008.
Το φθινόπωρο του 2012, ο τότε υπουργός Οικονομικών της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Νόρμπερτ Βάλτερ Μπόργιανς, που είχε αποκτήσει τη λίστα με τους Έλληνες καταθέτες της Ελβετίας, επικοινωνεί με τον Έλληνα πρόξενο του ελληνικού προξενείου του Ντίσελντορφ, Νικόλαο Πλεξούδα και του λέει, έλα να παραλάβεις τη λίστα.
Όπως αποκαλύπτουν ταεπίσημα έγγραφα, ο Πρόξενος, κατόπιν συνεννόησης με την Κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, αρνήθηκε να την παραλάβει!
Τελικά η λίστα Μπόργιανςπαραδόθηκε το 2015 στην τωρινή ελληνική κυβέρνησηκαι ξεκίνησε η αξιοποίησή της.
Σε ότι αφορά την συγκεκριμένη απόφαση, αν υιοθετηθεί κι από το Συμβούλιο της Επικρατείας, στο οποίο κανονικά θα πρέπει να προσφύγει το Ελληνικό Δημόσιο δια της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), θα σημάνει γενικευμένη αναδρομική εφαρμογή σε όλες ανεξαιρέτως τις υποθέσεις που περιλαμβάνονται στις λίστες μεγαλοκαταθετών εξωτερικού. Δηλαδή θα ισχύσει και θα προκαλέσει αναδρομική παραγραφή στις εναπομείνασες μη παραγεγραμμένες υποθέσειςόχι μόνο της λίστας Λανγκάρντ, αλλά και της λίστας Μπόργιανς.
Το αποτέλεσμα θα είναι όσοι αναφερόμενοι στις λίστες αυτές ελέγχθηκαν ήδη και υποχρεώθηκαν να καταβάλουν φόρους και προσαυξήσεις αλλά δεν συμβιβάστηκαν με το Δημόσιο, να έχουν πλέον το δικαίωμα να πάρουν πίσω τα ποσά που πλήρωσαν, προσφεύγοντας στην Δικαιοσύνη. Επίσης, θα διαγραφούν οριστικά όποια ποσά επιβλήθηκαν αλλά δεν εισπράχθηκαν εφόσον οι ελεγχθέντες έχουν προσφύγειστην Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή στην Δικαιοσύνη.
Υπάρχουν άνθρωποι που ζηλεύουν τις λιακάδες, που απέκτησες με τόσο κόπο, σε παρασύρουν στη βροχή τους και σε αφήνουν εκεί, κλέβοντας το δικό σου φως από τον κόσμο σου. Ζηλεύουν τη δύναμη να παλεύεις με κάθε αντιξοότητα που προκύπτει. Καραδοκούν να σβήσουν το γέλιο από τα χείλη σου, λες και τους το έκλεψες.
Φθονούν που κάθε εμπόδιο το κάνεις σκαλοπάτι για να ανέβεις. Χρησιμοποιούν τα δικά σου πόδια, μέχρι να μπορέσουν να σταθούν στα δικά τους. Αδυνατούν να αναπνεύσουν μόνοι τους, και προσπαθούν μέσα από σένα να πάρουν ζωή, κλέβοντας τις δικές σου ανάσες. Κι εσύ… Παρόλο που στο διάβα σου συνάντησες τέτοιους ανθρώπους, δεν τους κάκιωσες. Τους άπλωσες το χέρι να κρατηθούν. Τους έδωσες τον ώμο σου να ακουμπήσουν τις λύπες και τα βάρη τους. Τους έδωσες πολλές φορές το φιλί της ζωής, δίνοντας πνοή από την πνοή σου, να τους επαναφέρεις στη ζωή. Τους άνοιξες την καρδιά σου, να μπουν μέσα να νιώσουν την αγάπη. Τους άφησες να δουν το μεγαλείο ψυχής, που κρύβεις μέσα σου.
Εκείνοι… Πίστεψαν πως σε λύγισαν. Νόμισαν πως θα γίνουν δυνατότεροι, μόλις σε γονατίσουν. Θέλησαν να σκοτώσουν την ψυχή σου, μα δεν τα κατάφεραν. Εκμεταλλεύτηκαν την αγάπη, τη δοτικότητα και την καλοσύνη σου. Παρερμήνευσαν την ανέχεια σου με αδυναμία.
Ξέχασαν… Πως λατρεύεις να χορεύεις στην βροχή. Πως σαν γονατίζεις είναι για λίγο. Πως γουστάρεις να γκρεμίζεις ξανά και ξανά ό,τι δεν σου αρέσει, μέχρι να τα κάνεις όλα όπως θες. Το πείσμα σου να ξεκινάς πάλι από το μηδέν, όσες φορές κι αν χρειαστεί.
Κρίμα… Γιατί άγγιξαν την αγάπη, μα δεν την κράτησαν. Γιατί θα παραμείνουν στο σκοτάδι της ψυχής τους. Γιατί με ξένα φτερά δεν πέταξε ποτέ κανείς. Γιατί με δανεικές ανάσες κάνεις δεν έζησε πολύ. Γιατί στο τέλος θα μείνουν συμβιβασμένοι στο λίγο τους, γιατί το πολύ που τους δόθηκε το πέταξαν. Δεν μπορείς να κρατήσεις κακία σε τέτοιους ανθρώπους. Απλά τους λυπάσαι!
Γράφει η Λία Ευαγγελίδου
[olagiatingunaika.gr]
Στην αναρτησή της στο Facebook με τίτλο «Μου λείπει ο λησμονημένος εαυτός του» έγραψε:
«Ο πατέρας έχει άνοια. Θυμάται μόνο τη μητέρα, τη φτώχεια των παιδικών του χρόνων, την οδό του σπιτιού μας,όχι τον αριθμό, ονόματα φυτών και δένδρων και να είναι ευγενής με όλους. Ξέρει ότι με γνωρίζει, αλλά πια δεν με αναγνωρίζει. Εκπλήσσεται με τον άνδρα που του συστήνεται ως γιος του. Μας κοιτάζει με ένα ντροπαλό χαμόγελο, σαν να ζητάει συγγνώμη που ξέχασε. Δεν παραπονιέται ποτέ. Απλώς κάπου κάπου τα βάζει με φανταστικούς εχθρούς. Η βιωμένη ζωή του εμφανίζεται ξαφνικά , όμως , κρατάει λίγο. Μετά πάλι σκηνοθετεί – κάθε φορά αλλιώς – τα σπαράγματα της μνήμης. Συναινώ με τις μεταβαλλόμενες βεβαιότητές του, τι νόημα έχει να τον διορθώνω; Του αρέσει πάντα ο ήλιος και το κρύο νερό. Προτιμάει τα γνώριμα φορεμένα ρούχα του, τα καινούργια τα αντιμετωπίζει όμοια με αφιλόξενο τοπίο. Απορεί με τα κλειστά διαμερίσματα. «Πού πήγαν όλοι, γιατί τα αγόρασαν αφού θα έφευγαν;» αναρωτιέται αναστατωμένος». «Η κρίση , πατέρα». Μερικά χρόνια πριν κουβεντιάζαμε γι’ αυτήν, τώρα μοιάζει να μην καταλαβαίνει. Φωτίζεται το πρόσωπό του όταν βλέπει παιδιά . Και εκείνα – γνωστά, άγνωστα – τον αγκαλιάζουν ανεπιφύλακτα. Τον κοιτάζω διαπεραστικά μήπως τον φέρω πίσω από την άγνωστη χώρα. Είναι μεγάλη η απόσταση και πια δεν γίνεται να γυρίσει. Μου λείπει ο λησμονημένος εαυτός του. Μιλήστε με τους δικούς σας όσο είναι καιρός. Μπορεί να σας τους κλέψει αυτή η καταραμένη ομίχλη του μυαλού».