Ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτε – και καλά έκανε, πράγμα που αιώνες αργότερα μιμήθηκε και ο Χριστός. Οι πραγματικά σοφοί άνθρωποι δεν μουτζαλώνουν χαρτιά. Λένε κάποια πράγματα και μετά οδεύουν προς την εντάφια σιγή. Όπως δεν ξέρουμε τι ακριβώς είπε ο Χριστός, έτσι δεν ξέρουμε τι ακριβώς είπε και ο Σωκράτης. Μόνο που ο Σωκράτης είχε γύρω του κάποιους εγγράμματους μαθητές και κάποιους γλύπτες, που χάρη σ’ αυτούς διασώθηκε η πνευματική και φυσική εικόνα του ξυπόλυτου Αθηναίου σοφού. Ο Χριστός δεν είχε τέτοια τύχη.
Από τα πλατωνικά συγγράμματα, η «Απολογία Σωκράτους» είναι το μόνο έργο που δεν είναι διάλογος. Έτσι, από ακαδημαϊκό μεράκι, σκέφτηκα να παρουσιάσουμε εδώ μερικά αποσπάσματα σε ελεύθερη μετάφραση, για να δούμε τι τέλος πάντων είπε αυτός ο εβδομηντάρης άνθρωπος στους συμπολίτες του Αθηναίους δικαστές. Η κατηγορία που του κόλλησαν είναι γνωστή: «Αδικεί Σωκράτης, ούς μεν η πόλις νομίζει θεούς ου νομίζων, έτερα δε δαιμόνια καινά εισηγούμενος. Αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων. Τίμημα θάνατος». Δηλαδή: «Ο Σωκράτης διαπράττει αδίκημα με το να μην τιμά τους θεούς που η πόλη τιμά. Διαπράττει και άλλο αδίκημα με το να διαφθείρει τους νέους με τη διδασκαλία του. Η ποινή που του αξίζει είναι ο θάνατος».
Φαίνεται ότι η «Απολογία Σωκράτους» είναι το πρώτο έργο του Πλάτωνα, που πιθανότατα γράφτηκε λίγο μετά το θάνατο του δασκάλου. Αυτό το «λίγο» είναι δύσκολο να καθοριστεί με ακρίβεια, αλλά υποθέτουμε ότι, όταν ο Πλάτωνας βούτηξε τη γραφίδα του στο μελανοδοχείο, κάποιοι Αθηναίοι, που άκουσαν τον ίδιο τον Σωκράτη να απολογείται στο δικαστήριο, βρίσκονταν ακόμη «εν ζωή». Συνεπώς είναι δύσκολο να φανταστούμε τον Πλάτωνα να στρεβλώνει σε μεγάλο βαθμό τα λόγια του Σωκράτη. Έτσι είναι πιθανό ότι εδώ έχουμε μια σχεδόν αυθεντική απολογία. Ας τη δούμε.
ΠΡΟΛΟΓΙΚΑ
«Δεν ξέρω τι έχετε πάθει, άνδρες Αθηναίοι, από τα λόγια των κατηγόρων μου. Εγώ όμως σας βεβαιώνω ότι παρά λίγο να ξεχάσω τον εαυτό μου και να πειστώ ότι είμαι ένοχος! Με τόση πειστικότητα μίλησαν (ούτω πιθανώς έλεγον) αυτοί, αν και δεν είπαν σχεδόν καμία αλήθεια. Αλλά εκείνο που θαύμασα περισσότερο από όλα τα ψέματά τους, είναι αυτό που έλεγαν, ότι πρέπει τάχα εσείς να προσέχετε, μην τύχη και ξεγελαστείτε από μένα (μη υπ’ εμού εξαπατηθήτε), γιατί είμαι φοβερός ρήτορας! Αλλά αμέσως θα διαψευστούν έμπρακτα από μένα, γιατί, όπως θα δείτε, εγώ δεν έχω πολλή δύναμη στα λόγια, εκτός αν θεωρούν φοβερό ρήτορα αυτόν που λέει την αλήθεια. Αν συμβαίνει αυτό, τότε εγώ θα συμφωνούσα μαζί τους, ότι είμαι ρήτορας, αλλά όχι όπως αυτοί αντιλαμβάνονται τον ρήτορα.
»Επαναλαμβάνω, λοιπόν ότι αυτοί τίποτε σχεδόν δεν είπαν που να είναι αληθινό (ουδέν αληθές ειρήκασιν). Από μένα όμως θ’ ακούσετε όλη την αλήθεια. Βέβαια, μα τον Δία, άνδρες Αθηναίοι, από μένα δεν θ’ ακούσετε λόγια τορνευτά σε φράσεις και λέξεις, όπως τα δικά τους, ούτε λόγια στολισμένα με άνθη ρητορικά. Θ’ ακούσετε λόγια απλά, με λέξεις που τυχαία έρχονται στη γλώσσα μου, γιατί πιστεύω στο δίκιο των όσων λέω (πιστεύω γαρ δίκαια είναι α λέγω) και κανένας από σας να μην περιμένει από μένα άλλη γλώσσα. Στο κάτω-κάτω, δεν θα ταίριαζε στην ηλικία μου να παρουσιάζομαι στο δικαστήριό σας με λόγια κομψά, σαν να ήμουν κανένας νεαρούλης! Σας παρακαλώ πολύ, μη σας φανεί παράξενο και μην ταραχτείτε, αν με ακούσετε να μιλώ με τα ίδια λόγια που συνηθίζω να μιλώ στην αγορά και στις τράπεζες των χρηματιστών, όπου πολλοί από σας με έχετε ακούσει. Διότι συμβαίνει το εξής: Πρώτη φορά εγώ τώρα, στα εβδομήντα μου χρόνια (έτη γεγονώς εβδομήκοντα), εμφανίζομαι σε δικαστήριο. Συνεπώς, είμαι πέρα για πέρα άσχετος με τη γλώσσα που συνηθίζεται εδώ [. . .]
»Τώρα μπορεί κάποιος από σας να με ρωτήσει: «Μα, Σωκράτη, τι επιτέλους συμβαίνει με σένα; Για ποιο λόγο σε διαβάλλουν; Γιατί, βέβαια, δεν θα γινόταν τόση φασαρία και δεν θα σου πετούσαν τόση λάσπη, αν και συ δεν ανακατευόσουν κάπως περισσότερο από τους άλλους με ζητήματα που δεν έπρεπε. Πες μας, λοιπόν, τι συμβαίνει, για να μην κάνουμε μόνοι μας υποθέσεις σε βάρος σου». Μια τέτοια ερώτηση μου φαίνεται πολύ σωστή και θα προσπαθήσω να σας δείξω τι είναι εκείνο που μου κόλλησε το όνομα «σοφός» και με διέβαλε στον κόσμο. Ακούστε λοιπόν.
Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
»Τώρα μπορεί να φανεί σε μερικούς από σας ότι αστειεύομαι. Να είστε όμως βέβαιοι ότι αυτό που θα σας πω είναι ολόκληρη η αλήθεια. Εγώ, πραγματικά, απόκτησα το όνομα «σοφός» όχι από τίποτε άλλο, αλλά από κάποια σοφία. Ποια είναι αυτή η σοφία; Είναι ίσως η μόνη ανθρώπινη σοφία. Γιατί, όντως, κινδυνεύω να είμαι σοφός σ’ αυτή τη σοφία . . . Αυτό που θα σας πω δεν είναι δικός μου λόγος, αλλά λόγος προσώπου αξιόπιστου σε σας, όπως θα δείτε.
»Μάρτυρας της σοφίας μου – αν έχω λίγη και τι σόι σοφία είναι αυτή – είναι ο θεός των Δελφών. Βέβαια, τον Χαιρεφώντα τον ξέρετε, νομίζω. Αυτός ήταν φίλος μου από μικρός και φίλος της δημοκρατίας σας, γιατί μαζί σας εξορίστηκε, τώρα τελευταία, και μαζί σας επέστρεψε από την εξορία. Και, φυσικά, γνωρίζετε τι άνθρωπος ήταν ο Χαιρεφών, πόσο ορμητικός σε οτιδήποτε του ερχόταν στο νου. Και να, κάποτε τόλμησε να πάει στους Δελφούς και να ρωτήσει το μαντείο το εξής ερώτημα – και πάλι, σας παρακαλώ, να μην ταραχτείτε. Ρώτησε, λοιπόν, αν κάποιος είναι πιο σοφός από μένα (εί τις εμού είη σοφώτερος). Και η Πυθία απάντησε ότι, πραγματικά, κανένας δεν είναι πιο σοφός από μένα (μηδένα σοφώτερον είναι). Και σ’ αυτό μάρτυρα έχετε τον αδερφό του, ετούτον εδώ, γιατί εκείνος έχει πεθάνει».
(Συνεχίζεται)