Saturday, July 6, 2019

Μετέωρα.Εδώ η φύση έκανε υπομονή εκατομμύρια.χρόνια


Την πρώτη φορά που τα αντικρίζεις από μακριά, οδηγώντας προς την Καλαμπάκα, αισθάνεσαι ότι δύο μάτια δεν σου αρκούν για να χορτάσεις το θέαμα. Ακόμα και αν έχεις δει άπειρες φωτογραφίες τους, ακόμα και αν έχεις ακούσει ένα σωρό διηγήσεις, τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για το δέος της πρώτης επαφής μαζί τους.
Τα τερτίπια της φύσης στην πιο μεγαλοπρεπή έκφανσή τους. Οι τεράστιοι σκοτεινόχρωμοι βράχοι, που στέκουν επιβλητικά πάνω απ’ την Καλαμπάκα, μοιάζουν να έχουν δημιουργηθεί εκεί από το πουθενά, χωρίς λόγο και αιτία. Μια «παραφωνία» στο τοπίο της θεσσαλικής πεδιάδας. Μια παραφωνία που ωστόσο καταλήγει, ως θέαμα, να μην έχει ταίρι σε αρμονία.

Μετέωρα: Το απίθανο γεωλογικό φαινόμενο που δεν έχει ερμηνεύσει ακόμα η επιστήμη - Εικόνα 2

Αν αυτή η πρώτη εικόνα από μακριά είναι εντυπωσιακή, η εμπειρία της αναρρίχησης σε έναν από τους βράχους είναι συγκλονιστική. Το γεωλογικό φαινόμενο των Μετεώρων είναι μοναδικό στον κόσμο. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν ξέρει πώς ακριβώς δημιουργήθηκαν – η Επιστήμη δεν έχει δώσει ακόμα σαφείς απαντήσεις.
Η επικρατέστερη θεωρία αναφέρει ότι κάποτε ο κάμπος ήταν θάλασσα και ότι εδώ υπήρξε ένα τεράστιο δέλτα κάποιου ποταμού που χυνόταν ορμητικά στα νερά της, μεταφέροντας ογκόλιθους και ασβεστολιθικά πετρώματα.
Η δημιουργία του γεωλογικού τοπίου έχει κατά καιρούς απασχολήσει πολλούς Έλληνες και ξένους γεωλόγους, αλλά δεν έχει ακόμη ερμηνευθεί ξεκάθαρα. Το φαινόμενο των βράχων δεν αναφέρεται ούτε στη μυθολογία ούτε από κάποιον Έλληνα ή ξένο ιστορικό.

Μετέωρα: Το απίθανο γεωλογικό φαινόμενο που δεν έχει ερμηνεύσει ακόμα η επιστήμη - Εικόνα 3

Η πιο εμπεριστατωμένη άποψη θεωρητικά είναι αυτή που έχει διατυπώσει ο σπουδαίος Γερμανός γεωλόγος, Άλφρεντ Φίλιπσον, ο οποίος στα 1887 ξεκίνησε τα επιστημονικά ταξίδια του στην Ελλάδα. Δέκα χρόνια αργότερα δημοσίευσε τα αποτελέσματα της έρευνας του σε ένα μεγάλο έργο, αφιερωμένο αποκλειστικά στη γεωμορφία της ελληνικής επικράτειας.
Σύμφωνα με τη θεωρία του Φίλιπσον, η δημιουργία αυτών των τεράστιων ογκολίθων οφείλεται σε ένα δελτοειδή κώνο από ποταμίσιους ογκόλιθους και ασβεστολιθικά πετρώματα, που για εκατομμύρια χρόνια χύνονταν σε θαλάσσια έκταση που κάλυπτε τότε τη Θεσσαλία.

Μετέωρα: Το απίθανο γεωλογικό φαινόμενο που δεν έχει ερμηνεύσει ακόμα η επιστήμη - Εικόνα 4

Πριν από 25-30 εκατομμύρια χρόνια μετά από γεωλογικές μεταβολές που συνέβησαν κατά τη διάρκεια των αιώνων, ανυψώθηκε το κεντρικό τμήμα της σημερινής Ελλάδος και βυθίστηκε η περιοχή της Θεσσαλίας, η οποία αποτέλεσε μία λίμνη. Αργότερα δημιουργήθηκε το άνοιγμα των Τεμπών, με αποτέλεσμα τα νερά να χυθούν στο σημερινό Αιγαίο και να αποκαλυφθεί η θεσσαλική πεδιάδα.
Είναι εντυπωσιακή η επιλογή φράσεων του Φίλιπσον για τη μορφολογική – γεωγραφική περιγραφή των βράχων των Μετεώρων, στη μελέτη που δημοσίευσε στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Γερμανός γεωλόγος ανέφερε επανειλημμένα ότι στην παγκόσμια βιβλιογραφία δεν απαντάται φυσικό τοπίο ανάλογο με αυτό των Μετεώρων, τόσο σε έκταση όσο και μέγεθος.

Μετέωρα: Το απίθανο γεωλογικό φαινόμενο που δεν έχει ερμηνεύσει ακόμα η επιστήμη - Εικόνα 5

«Το βραχώδες τοπίο των Μετεώρων αδιαμφισβήτητα ανήκει στα πλέον πρωτόγνωρα και μοναδικά, τα οποία μπορεί να δει κανείς στον κόσμο. Αυτός ο λαβύρινθος από κατακόρυφα φαράγγια ανάμεσα στα λιτά, αναρριχώμενα στον ουρανό, συμπλέγματα βράχων, οι οποίοι σε κάθε βήμα του περιηγητή προσφέρουν ατελείωτη πολυπλοκότητα και ποικιλία, με πάντα νέες μορφές που φαίνεται να ξεπροβάλλουν μέσα από τις τολμηρές φαντασιώσεις ενός Ντορέ, και μαζί με αυτή η άφθονη θαμνώδης βλάστηση, η οποία περιβάλλει τους πόδες των βράχων με ζωντανό πράσινο.
Η θέα προς την πεδιάδα με τα χωράφια και τις συστοιχίες από μουριές, με την πλατιά κοίτη του Πηνειού και στο βάθος τις χιονισμένες κορυφές της Πίνδου, αυτά όλα αφήνουν μία εντύπωση, την οποία δεν μου είναι δυνατό να συγκρίνω με καμιά γνωστή. Στη βαθιά σιωπή αυτών των γκριζωπών ρωγμών των βράχων, στις οποίες απουσιάζει το ζωογόνο βουητό του νερού, που οπουδήποτε αλλού σε παρόμοια στενά δεν περνά απαρατήρητο, αντηχεί σαν αντίλαλος από έναν μακρινό ξένο κόσμο ο ξεκάθαρος ήχος της καμπάνας».

Μετέωρα: Το απίθανο γεωλογικό φαινόμενο που δεν έχει ερμηνεύσει ακόμα η επιστήμη - Εικόνα 6

Το άγριο και απροσπέλαστο τοπίο αποτέλεσε πρόσφορο χώρο για τους χριστιανούς ασκητές που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, σε χρονολογία που δεν είναι ακριβώς γνωστή.
Σύμφωνα με διάφορες γνώμες βυζαντινολόγων υποστηρίζεται ότι ξεκίνησε πριν από το 11ο αιώνα. Άλλες ιστορικές όμως πληροφορίες αναφέρουν ως πρώτο ασκητή οικιστή κάποιον Βαρνάβα που το 950-970 ίδρυσε την πολύ παλιά Σκήτη του Αγίου Πνεύματος. Ακολούθησαν η ίδρυση της Μεταμόρφωσης (1020) και αυτή της Σκήτης Σταγών ή Δούπιανη το 1160.
Η μοναστική ζωή στα Μετέωρα σημείωσε ύφεση στα χρόνια της παρακμής και της πτώσης της βυζαντινής αυτοκρατορίας και της συνακόλουθης οθωμανικής κατάκτησης της Θεσσαλίας το 1393. Από τα τέλη του 15ου αιώνα και κυρίως το 16ο αιώνα τα Μετέωρα γνωρίζουν τη μεγαλύτερή τους ακμή, καθώς ιδρύονται νέες μονές, καθολικά και μοναστηριακά κτίσματα, κοσμημένα με απαράμιλλης τέχνης αγιογραφίες.

Μετέωρα: Το απίθανο γεωλογικό φαινόμενο που δεν έχει ερμηνεύσει ακόμα η επιστήμη - Εικόνα 7

Με την πάροδο του χρόνου η μοναστηριακή αυτή πολιτεία άρχισε να ενισχύεται με μοναχούς για να φθάσει στο απόγειο της ακμής της γύρω στο 17ο αιώνα. Από την εποχή αυτή ωστόσο αρχίζει και η παρακμή, με αποτέλεσμα σήμερα να λειτουργούν μόνο έξι από τα 30 Μοναστήρια, καθώς και κάποια τμήματα ορισμένων άλλων.
Τα υπόλοιπα έχουν εξαφανισθεί. Από το 1988 αυτά τα έξι (Μεταμόρφωσης, Βαρλαάμ, Αγίου Νικολάου του Αναπαυσά, Ρουσάνου, Αγίας Τριάδος και Αγίου Στεφάνου) περιλαμβάνονται στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.
Όσοι το έχουν ζήσει, λένε ότι αν βρεθείς στα Μετέωρα με ομίχλη το θέαμα είναι από αυτά που δεν ξεχνάς ποτέ στη ζωή σου. Σα να έχεις διακτινιστεί σε ένα απόκοσμο τοπίο, όπου η φύση παραδίδει με μυστηριώδη μορφή ένα από τα αριστουργήματά της.
Ένα αριστούργημα που αν δεν έχεις ήδη εξερευνήσει, καλό θα είναι, προς τέρψιν των αισθήσεων σου, να το κάνεις χθες…
Πηγή : iellada.gr

Tuesday, July 2, 2019

Ο πρέσβης Γιώργος Βέης στον Κόλπο του Δρακου: 200 Χιλ. από το Ανόϊ


Ο πρεσβευτής και ποιητής
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

Στον Κόλπο του Δράκου: διακόσια χιλιόμετρα από το Ανόι


Δύ­σκο­λο να πα­ραι­τη­θώ από τις ει­κό­νες –Φι­λίπ Ζα­κο­τέ
H συ­νο­λι­κή επι­φά­νεια του Ha Long Bay ή του Κόλ­που του Δρά­κου, όπως θα με­τα­φρά­ζα­με πρό­χει­ρα στη γλώσ­σα μας, κα­λύ­πτει πε­ρί τα χί­λια πε­ντα­κό­σια τε­τρα­γω­νι­κά χι­λιό­με­τρα. Απέ­χει δια­κό­σια πε­ρί­που χι­λιό­με­τρα ανα­το­λι­κά από το Ανόι. Χί­λια οχτα­κό­σια και πλέ­ον νη­σιά ξε­φυ­τρώ­νουν εκεί, το ένα αρ­κε­τά κο­ντά στο άλ­λο, κα­θι­στώ­ντας την πε­ριο­χή επι­σή­μως ένα από τα λε­γό­με­να νε­ώ­τε­ρα εφτά θαύ­μα­τα του κό­σμου. Ανή­κει άλ­λω­στε στις το­πο­θε­σί­ες εκεί­νες που έχει θέ­σει ο ορ­γα­νι­σμός της UNESCO υπό την προ­στα­σία του, ήδη από το 1994, στο πλαί­σιο του γνω­στού προ­γράμ­μα­τος της «δια­τή­ρη­σης της πα­γκό­σμιας κλη­ρο­νο­μιάς». Σύμ­φω­να με την επι­κρα­τού­σα δο­ξα­σία, τα νη­σιά συ­να­πο­τε­λούν όλα τα σω­τή­ρια εκεί­να υπερ­δια­μά­ντια που ξέ­ρα­σε ο πι­στός σύμ­μα­χος Δρά­κος του Κόλ­που, με τη δέ­ου­σα ορ­μή την κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή, για να απω­θή­σει τους εχθρούς που ει­σέ­βα­λαν κά­πο­τε στο Βιετ­νάμ. Υπάρ­χει και μια άλ­λη κα­τα­γω­γι­κή πα­ραλ­λα­γή, η οποία θέ­λει να πι­στέ­ψου­με ότι πρό­κει­ται για τους ίδιους τους ακί­νη­τους γό­νους μιας προ­στά­τι­δας Δρά­και­νας, η οποία, αντί για οτι­δή­πο­τε άλ­λο, γέν­νη­σε τε­ρά­στιους βρά­χους. Πά­ντως εδώ ητ­τή­θη­καν δια­δο­χι­κά οι στό­λοι των Κι­νέ­ζων, τρεις φο­ρές συ­νο­λι­κά κα­τά την αρ­χαιό­τη­τα, αλ­λά και των Μογ­γό­λων, το 1288, όταν αμ­φό­τε­ροι δο­κί­μα­σαν να απο­βι­βά­σουν στρα­τεύ­μα­τα στη μη­τρώα βιετ­να­μέ­ζι­κη γη.             
Συ­γκε­ντρώ­νο­ντας το δι­καιο­λο­γη­μέ­νο εν­δια­φέ­ρον εκα­το­ντά­δων χι­λιά­δων επι­σκε­πτών κά­θε χρό­νο, αυ­τό το νη­σιω­τι­κό σύ­μπλεγ­μα συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στα εμ­βλή­μα­τα της γε­ω­γρα­φι­κής φυ­σιο­γνω­μί­ας της χώ­ρας. Το σχή­μα κα­θο­ρί­ζει σε με­γά­λο βαθ­μό το όνο­μα των βρα­χο­νη­σί­δων και των υπο­λοί­πων προ­ε­ξο­χών της γης. Άλ­λη μια φο­ρά η φα­ντα­σία συμ­με­τέ­χει πρό­θυ­μα στην ολο­κλή­ρω­ση του έρ­γου μιας εντυ­πω­σια­κής αλ­λη­λου­χί­ας γε­ω­φυ­σι­κών προ­σαρ­μο­γών. Ανα­φέ­ρω τις εξής εν­δει­κτι­κές βα­φτι­στι­κές δη­λώ­σεις: ο Κύ­ων, η Χε­λώ­να, ο Πα­πα­γά­λος, οι Πε­τει­νοί που μα­λώ­νουν, η Αν­θρω­πο­κε­φα­λή, η Σέ­λα του Αλό­γου, η Μη­τέ­ρα και ο Γιος που χαι­ρε­τούν τον Πα­τέ­ρα, οι Πύ­λες που ανοί­γουν στον Ου­ρα­νό, ο Πε­λε­κά­νος. Μό­νο ένα τρί­το των νη­σιών δια­θέ­τει προς το πα­ρόν όνο­μα. Τα υπό­λοι­πα φαί­νε­ται να πε­ρι­μέ­νουν στη σει­ρά την έμπνευ­ση των αρ­χών ή την ευ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα κά­ποιων προ­σφυών κα­τοί­κων για να πά­ρουν μέ­ρος στο παι­χνί­δι της ατε­λεύ­τη­της και πο­λυ­μή­χα­νης ονο­μα­το­ποι­ί­ας. Δύο από όλα αυ­τά κα­τοι­κού­νται. Μά­λι­στα το ένα ονο­μά­ζε­ται Ποί­η­μα. Οι πη­γές των ιστο­ρι­κών μάς βε­βαιώ­νουν ότι ο βα­σι­λιάς Le Thanh Tong, ένα με­ση­μέ­ρι του όχι τό­σο μα­κρι­νού 1464, διέ­τα­ξε τον γραμ­μα­τέα του να σκα­λί­σει σε έναν ει­σα­γω­γι­κό βρά­χο του νη­σιού τους στί­χους του, που μό­λις προ ολί­γου εί­χε συν­θέ­σει.
Ού­ριες οι λέ­ξεις. Δεν προ­πο­ρεύ­ο­νται, ακο­λου­θούν για την ώρα τις μα­τιές μας. Συμ­φι­λιώ­νο­νται γρή­γο­ρα με το πε­ρι­βάλ­λον. Συ­νε­πείς, υπά­κου­ες. Φτά­νουν ως τα πράγ­μα­τα. Τ’ ακου­μπούν μά­λι­στα, αλ­λά δεν ενο­χλούν. Η αί­σθη­ση του αβα­ρούς: το συ­γκε­κρι­μέ­νο αί­σθη­μα αυ­τών των συ­ντε­ταγ­μέ­νων. Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ένα κα­λά το­νι­σμέ­νο φω­νή­εν, ένα πρό­σφο­ρο σύμ­φω­νο. Ο και­ρός λες μια κλεί­δα αγα­θών στιγ­μών. Μπο­ρεί σε κά­ποια στρο­φή της ημέ­ρας o κό­σμος που σκε­φτό­μα­στε να εί­ναι, άρα­γε, ο κό­σμος που μέ­σα του ζού­με; Σε αντί­θε­ση με ό,τι, π.χ., φρο­νού­σε ο Γκα­στόν Μπα­σε­λάρ; Υπάρ­χει ακό­μη στην ατμό­σφαι­ρα, όπως φαί­νε­ται, ένα υπο­λο­γί­σι­μο από­θε­μα της κα­λής τύ­χης, της εύ­νοιας που φέρ­νει τους ναυα­γούς μό­νο στα σω­στά κύ­μα­τα.
*
Το όνο­μα προ­έ­χει. Άλ­λω­στε ως ρη­τή βα­φτι­στι­κή δή­λω­ση πε­ρι­φρου­ρεί την αξία της εθνι­κής φύ­σης. Εί­ναι η αδια­πραγ­μά­τευ­τη συν­θή­κη ιδιο­κτη­σί­ας, η οποία προ­έρ­χε­ται από την εν­δο­χώ­ρα της κα­θα­ρής επι­νό­η­σης. Αν και δεν εί­ναι δυ­να­τόν να ακυ­ρω­θεί ως κρα­τι­κή υπό­θε­ση, ως οντό­τη­τα αλή­θειας, η ανω­νυ­μία του νη­σιού ισού­ται με βά­σκα­νο. Η φα­ντα­σία σπεύ­δει να διεκ­δι­κή­σει για λο­γα­ρια­σμό της το άπαν του πέ­τρι­νου όγκου. Το όνο­μα της βρα­χο­νη­σί­δας εί­ναι το καύ­χη­μα του φα­ντα­σια­κού, κα­θώς με­τα­τρέ­πε­ται σε άμε­ση φυ­λε­τι­κή πρα­κτι­κή. Τα πά­ντα, εκτός από τον Θεό, δη­λα­δή τη Φύ­ση, εί­ναι πα­ρο­δι­κά και χά­νο­νται σε απλά συμ­βε­βη­κό­τα και τρο­πο­ποι­ή­σεις. Το πρω­τεύ­ον, θυ­μί­ζω, δί­δαγ­μα του Σπι­νό­ζα. Γι’ αυ­τό ακρι­βώς και τα νη­σιά, ως κυ­ριο­λε­κτι­κές εκ­φρά­σεις, ως ρε­α­λι­στι­κά μνη­μεία κει­μέ­νων, δη­λώ­νουν στα­θε­ρά μη ροή, μη με­τα­φο­ρά.
Η διαύ­γεια πε­ρισ­σό­τε­ρο από πο­τέ συ­νε­πί­κου­ρη. Πα­ρά την έντα­ση των όσων έχουν εμ­φι­λο­χω­ρή­σει με την πά­ρο­δο του χρό­νου στο το­πίο, οι γραμ­μές πα­ρα­μέ­νουν ανέ­πα­φες. Αφη­γού­νται νη­νε­μία. Το πα­ρόν, εύ­πλα­στο υλι­κό από αλ­λε­πάλ­λη­λα σή­μα­τα πα­ρα­δί­δε­ται αμα­χη­τί. Το ζυ­μά­ρι από εντυ­πώ­σεις μιας θη­τεί­ας στην Ιν­δο­κί­να πλά­θε­ται στους ρυθ­μούς της ανά­σας μου. Οι εμπει­ρι­κές συ­γκυ­ρί­ες εί­ναι από θαυ­μα­σμό και επί­γνω­ση. Υπει­σέρ­χο­μαι στις λε­πτο­μέ­ρειες του χώ­ρου. Ερευ­νώ οτι­δή­πο­τε προ­φταί­νει τον νου μου. Ανα­κε­φα­λαιώ­νο­ντας όψεις, συ­ντη­ρώ επι­φά­νειες αι­σθή­σε­ων. Το τώ­ρα ισού­ται με μιαν απή­χη­ση βά­θους.
Πα­ρά την ορ­γή, την οποία συσ­σώ­ρευ­σαν τα γνω­στά γε­γο­νό­τα του προη­γού­με­νου αιώ­να, οι Βιετ­να­μέ­ζοι δια­τη­ρούν το πλε­ο­νέ­κτη­μα του αιφ­νι­δια­σμού: πα­ρα­μέ­νουν προ­ση­νείς, δεί­χνουν ανε­ξί­κα­κοι, επι­λή­σμο­νες όχι βέ­βαια, αλ­λά ήρε­μοι, φο­ρείς μιας δι­καιο­σύ­νης. Συ­νά­ντη­σα πολ­λούς τρί­τους που έζη­σαν και ερ­γά­στη­καν στη χώ­ρα τους, δια­τη­ρώ­ντας τις κα­λύ­τε­ρες των εντυ­πώ­σε­ων από τις επα­φές με τους γη­γε­νείς. Βέ­βαια υπάρ­χει και η άλ­λη όψη, η εσω­τε­ρι­κή ή εκεί­νη που επι­φυ­λάσ­σουν σε άλ­λες στιγ­μές του επι­κοι­νω­νια­κού δού­ναι και λα­βείν. Απο­μο­νώ­νω για λό­γους δε­ο­ντο­λο­γί­ας με­ρι­κές φρά­σεις από το μυ­θι­στό­ρη­μα του John Sandford, Heat Lightning, όπου απο­δί­δε­ται μια πιο σφαι­ρι­κή άπο­ψη. Η συ­νύ­παρ­ξη δύο δρά­σε­ων, η εναλ­λα­γή των θε­τι­κών και των αρ­νη­τι­κών προ­σή­μων, οι ακραί­ες, ενα­ντιω­μα­τι­κές ρο­πές των «απρο­γραμ­μά­τι­στων» εκ­δη­λώ­σε­ων στη σκη­νή του βί­ου, οι τρό­ποι ενός φαι­νο­με­νι­κά εύ­θραυ­στου, ετοι­μόρ­ρο­που λες σώ­μα­τος σε αντι­πα­ρά­θε­ση με τη λαν­θά­νου­σα δύ­να­μη των σχε­δόν αδή­λων, πά­ντως στι­βα­ρό­τα­των μυών συ­μπλη­ρώ­νουν το πλέγ­μα των εναλ­λα­γών της συ­μπε­ρι­φο­ράς. Κα­τά λέ­ξη, όπως τα εν­νο­εί το πρω­τό­τυ­πο: “Sinclair ran his tongue over his lower lip, then shook his head. I’ve worked with the Vietnamese for a long time. They can be a subtle bunch of people and they know how to nurse a grudge. On the other hand, they can be the biggest bunch of homeboy hicks that you could imagine”.
Τα απρό­βλε­πτα εξο­γκώ­μα­τα, οι προ­βο­λές των πα­νύ­ψη­λων βρά­χων, οι εξο­χές. Κά­ποιοι κώ­νοι με θαυ­μα­στή, ανυ­πό­τα­κτη βλά­στη­ση να σέρ­νε­ται πά­νω τους, να θέ­λει να τους στε­φα­νώ­σει από πα­ντού. Αυ­τές οι εμ­μο­νές της γης, θαυ­μα­στι­κά, κα­τα­κό­ρυ­φοι όγκοι να ξε­προ­βάλ­λουν εδώ κι εκεί, να μας θυ­μί­ζουν ότι δεν τα έχει σκε­πά­σει ακό­μη όλα το πέ­λα­γος. Επί­μο­νη στί­ξη ενός απέ­ρα­ντου, ανοι­κτού μη­νύ­μα­τος ναυ­τί­λων και ψα­ρά­δων. Οι πέ­τρες σύ­ντρο­φοι της έμπνευ­σης μιας φύ­σης γλυ­πτι­κής. Η επί­κλη­ση του Γουά­λας Στή­βενς στις «Δο­ξα­σί­ες του κα­λο­και­ριού» ακού­γε­ται τό­σο κα­θα­ρά ξαφ­νι­κά. Ας τη μοι­ρα­στού­με, ανα­γνώ­στες: «Ο βρά­χος δεν κομ­μα­τιά­ζε­ται. Εί­ναι η αλή­θεια / Ορ­θώ­νε­ται απ’ τη γη και τη θά­λασ­σα και τις σκε­πά­ζει…»
Ένας θύ­λα­κας αν­θρώ­πων ανά­με­σα στους βρά­χους. Πλω­τό ψα­ρο­χώ­ρι. Το πρώ­το που συ­να­ντά­με με­τά από μια ώρα πε­ρί­που από τό­τε που αφή­σα­με την ακτή. Η βάρ­κα μας πε­ρι­φέ­ρε­ται για λί­γο ανά­με­σα από τις εξέ­δρες που σφύ­ζουν από ζωή. Νε­ο­γέν­νη­τα παι­διά στις φα­σκιές τους, άλ­λα με­γα­λύ­τε­ρα παί­ζουν τε­λεί­ως αμέ­ρι­μνα με τα σκυ­λιά τους. Οι γο­νείς τους που­λά­νε ψά­ρια, επι­ζούν κο­ντά στους βρά­χους, μια προ­έ­κτα­ση των βυ­θών οι σκιές τους στις τέ­ντες, στα χω­ρί­σμα­τα από πλα­στι­κό, τα οποία ορί­ζουν μα­θη­μα­τι­κά τον υδρό­βιο χώ­ρο τους, τις πε­ριου­σί­ες μιας πα­τρώ­ας αλιεί­ας. Στο βά­θος αντα­πο­κρί­νε­ται η Κί­να, η νή­σος Χαϊ­νάν. Δεν εί­ναι βε­βαί­ως ορα­τή από εδώ που βρί­σκο­μαι αυ­τήν τη στιγ­μή. Αλ­λά τη βρί­σκει αμέ­σως στον και­νούρ­γιο, ατσα­λά­κω­το χάρ­τη το δά­χτυ­λό μου, κα­θώς ξε­μα­κραί­νει λί­γο προς τα δε­ξιά από τον Κόλ­πο του Δρά­κου. Ο αφρός της θέ­ας έρ­χε­ται προς το μέ­ρος μου. Με κα­θη­συ­χά­ζει ένα γί­γνε­σθαι, που μπο­ρεί, σαν πα­ντο­δύ­να­μο και μυ­στη­ρια­κό που εί­ναι, να με­τα­τρα­πεί σε κα­τα­στρο­φι­κή θύ­ελ­λα.
Βρέ­θη­καν δύο ολό­κλη­ρες ώρες, ευ­τυ­χώς. Επι­σκέ­ψεις σε δύο θα­λασ­σι­νές σπη­λιές. Ιδιαί­τε­ρα φρο­ντι­σμέ­νες. Χα­μη­λοί φω­τι­σμοί, ασφα­λή σκα­λο­πά­τια. Μας υπο­δέ­χε­ται ο χρό­νος στα­λα­κτί­της. Οι αλ­λε­πάλ­λη­λες, οι νη­φά­λιες κρυ­σταλ­λώ­σεις απεί­ρων στιγ­μών. Ο χρό­νος, το αλά­τι του στα­λαγ­μί­τη. Ο οδη­γός μας, ένας ήρε­μος χει­ρι­στής πα­τρι­δο­γνω­σί­ας, με στρω­τά αγ­γλι­κά, μας αφή­νει συ­χνά να μα­ντέ­ψου­με για λί­γο τι ακρι­βώς ανα­πα­ρι­στούν διά­φο­ροι συν­δυα­σμοί των απο­λι­θω­μά­των της έκ­φρα­σης. Στην αρ­χή εί­ναι δύ­σκο­λο να εντο­πί­σου­με ανά­με­σα στις σκιές κά­τι το σα­φές, π.χ. το πρό­σω­πο μιας νέ­ας γυ­ναί­κας, το κε­φά­λι και την πλού­σια χαί­τη ενός αλό­γου ή το σώ­μα ενός παι­διού που ψα­ρεύ­ει. Με­τά τις πρώ­τες υπο­δεί­ξεις του συ­νο­δού μας, η εξοι­κεί­ω­ση με τις μορ­φές αυ­τών των τυ­χαιο­τή­των της γλυ­πτι­κής κα­θί­στα­ται υπό­θε­ση κα­λής θέ­λη­σης. Μια σει­ρά αμοι­βαί­ων διεισ­δύ­σε­ων των πλα­σμά­των που γέν­νη­σε η γε­ω­φυ­σι­κή τέ­χνη και του εαυ­τού εξοι­κο­νο­μεί ένα πε­δίο αι­σθη­τι­κών πραγ­μα­τώ­σε­ων ανώ­τε­ρης ποιό­τη­τας. Μά­τι, κα­λο­προ­αί­ρε­τη όρα­ση και δια­δο­χι­κά αντι­κεί­με­να ξαφ­νι­κά δεί­χνουν ότι συμ­φω­νούν ανε­πι­φύ­λα­κτα, εξου­δε­τε­ρώ­νο­ντας πι­θα­νές αντι­φά­σεις, αντιρ­ρή­σεις και δυ­σκο­λί­ες πρό­σλη­ψης. Ναι, πράγ­μα­τι σ’ εκεί­νη τη γω­νία κρέ­με­ται, έτοι­μος ν’ απο­σπα­σθεί και να αιω­ρη­θεί πά­νω από τα κε­φά­λια μας, ένας θα­λασ­σα­ε­τός. Ή μή­πως εί­ναι δαί­μο­νας με­ταμ­φιε­σμέ­νος σε γε­ρά­κι; Κι εκεί­νη η καλ­λο­νή εί­ναι άρα­γε μια επι­τό­πια Ευ­ρυ­δί­κη που επι­στρέ­φει ορι­στι­κά στο ημί­φως του παν­θέ­ου, που ευ­δο­κι­μεί τό­σο πα­ρα­στα­τι­κά στον συ­γκε­κρι­μέ­νο πέ­τρι­νο θό­λο; Εν τέ­λει πρό­κει­ται για έρ­γα της σκέ­ψης μας, για λε­κτι­κές λάμ­ψεις ή για έρ­γα αυ­το­τε­λή των σπη­λαί­ων και μό­νο; Έχει υπο­στη­ρι­χθεί ότι «όταν λέ­με αυ­τό που βλέ­που­με μα­ταιο­πο­νού­με, διό­τι αυ­τό που βλέ­που­με δεν ενοι­κεί πο­τέ σ’ αυ­τό που λέ­με, και γι’ αυ­τό όσο κι αν πα­ρου­σιά­ζου­με με ει­κό­νες, με­τα­φο­ρές, συ­γκρί­σεις αυ­τό που λέ­με, ο τό­πος στον οποίο ακτι­νο­βο­λούν δεν εί­ναι ίδιος μ’ αυ­τό που δια­νοί­γουν τα μά­τια, αλ­λά ο τό­πος που ορί­ζουν οι ακο­λου­θί­ες της σύ­ντα­ξης». Μπο­ρεί ο Μι­σέλ Φου­κώ να επι­βε­βαιώ­νε­ται και σε αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση, αλ­λά η ψευ­δαί­σθη­ση της ακρι­βο­δί­και­ης από­δο­σης των προ­φα­νών ή πι­θα­νό­τα­των τί­τλων σε αυ­τές τις προ­τά­σεις από πέ­τρα πα­ρα­μέ­νει ό,τι πιο συ­ναρ­πα­στι­κό δώ­ρο μάς επι­φυ­λάσ­σει η πα­ρα­μο­νή στο εσω­τε­ρι­κό της δη­μιουρ­γι­κής σπη­λιάς.
Η άχνα του απο­γεύ­μα­τος λί­γο προ­τού γί­νει κι αυ­τό ένα ακό­μη χνού­δι ανά­μνη­σης. Η αυ­θαι­ρε­σία των υπο­χρε­ώ­σε­ών μου ανα­γκά­ζει το δρο­μο­λό­γιο να συ­ντμη­θεί κα­τά πο­λύ. Μπαί­νω στο λε­ω­φο­ρείο της επι­στρο­φής ως συ­νε­πής λει­τουρ­γός μιας τα­κτι­κής υπο­χώ­ρη­σης. Αφή­νω πί­σω μου τον Κόλ­πο του Δρά­κου με έκ­δη­λη αμη­χα­νία. Με τις νό­τες της τε­λευ­ταί­ας μα­τιάς κα­τα­κυ­ρώ­νο­μαι, το ξέ­ρω, στους ευ­πει­θέ­στε­ρους των νο­σταλ­γών.

ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ ΠΑ­ΡΑ­ΘΕ­ΜΑ­ΤΩΝ
Γουά­λας Στί­βενς, Adagia, μτ­φρ. Χά­ρης Βλα­βια­νός, εκδ. Νε­φέ­λη 1999
Μι­σέλ Φου­κώ, Οι λέ­ξεις και τα πράγ­μα­τα, μια αρ­χαιο­λο­γία των επι­στη­μών του αν­θρώ­που, μτ­φρ. Κω­στής Πα­πα­γιώρ­γης, εκδ. Γνώ­ση 2008
Philippe Jaccottet, Κα­πνός και κρύ­σταλ­λο, Ποι­ή­μα­τα 1946-1967, ει­σα­γω­γή: Jean Starobinski, με­τά­φρα­ση-επί­με­τρο: Θα­νά­σης Χα­τζό­που­λος, εκ­δό­σεις Τυ­πω­θή­τω - Γιώρ­γος Δαρ­δα­νός 2006
John Sanford, Heat Lighting, εκδ. G.P. Putnam's Sons 2008

Monday, July 1, 2019

ΠΑΜΕ ΠΑΚΕΤΟ -Πατρίδες,θρησκείες χωρίζουν αδελφές ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ



Αυτή από την Καβάλα, εκείνος από το Ιράν του Σάχη. Σπούδαζαν ερωτεύτηκαν έκαναν
 2 πανέμορφες κόρες.. Η ιστορία πολύ πικρή δείτε την

Με κομμενη την ανάσα.και τότε που "οι θεοί των Ελλήνων" με 1-0 έγραφαν ιστορία


Tuesday, June 25, 2019

GREECE. Γι αυτό μας έκαναν.. κρατος,να μας γενοκτονούν;

https://m.facebook.com/story.php?story_fbid=2313314455362975&id=148687618492347
Mια μερίδα του ελληνικού πληθυσμού ήταν πάντοτε ρατσιστική και σκατόψυχη. Και όχι αγαπητέ αναγνώστη, όχι με μουσουλμάνους/άραβες/άλλες φάτσες-ράτσες και πάει λέγοντας. Η χειρότερη ρατσιστική σκατοψυχιά σε αυτό το δύσμοιρο τόπο, παίχτηκε από Έλληνες σε Έλληνες, πριν καν οι παππούδες των Χρυσαυγιτών βρουν Γερμανούς για να γίνουν συνεργάτες τους.

Το 1914, οι Έλληνες του Πόντου εξεγείρονται κατά των Τούρκων και οι Τούρκοι τους τσακίζουν.
Από το 1916 αρχίζουν να έρχονται πρόσφυγες, 400.000 περίπου χριστιανοί Έλληνες του Πόντου που ζητάνε τη βοήθεια της μαμάς Πατρίδας. Τι γίνεται λοιπόν; Ας δούμε μια ανταπόκριση της εποχής από την εφημερίδα «Εφημερίς των Βαλκανίων»:
«Οι δυστυχείς Καυκάσιοι λιμοκτονούν και πάλιν, παρά τας διαφόρους διαβεβαιώσεις, ότι ελήφθη πάσα φροντίς να μη μένωσι νηστικοί, ότι θα γίνουν πρατήρια, ότι τέλος δεν θ’ αποθάνουν από την πείναν και το κρύο… Μετά φρίκης μανθάνομεν ότι αποθνήσκουν 44 καθ’ εκάστην…. Εμάθομεν ακόμη ότι τα δήθεν Νοσοκομεία των προσφύγων είναι σε αθλία κατάστασιν, υπάρχουν μόνον δύο ιατροί, οι οποίοι μόλις προφταίνουν να πιστοποιούν τους θανάτους, Δεν θέλομεν να είπωμεν περισσότερα, νομίζομεν όμως ότι αν τους παραδίδομεν εις τον Μουσταφά Κεμάλ, θα τους μεταχειρίζετο ίσως καλύτερον…»

Το 1922, έχουμε και την πολύ γνωστότερη Καταστροφή της Σμύρνης. Ο Ελληνικός Στρατός που έχει εκστρατεύσει στη Μικρά Ασία τρώει τεράστιο πακέτο από το στρατό του Κεμάλ Ατατούρκ, υποχωρεί άτακτα, χιλιάδες πιάνονται αιχμάλωτοι ενώ οι υπόλοιποι φεύγουν τρέχοντας για να προλάβουν κανένα καράβι για την Ελλάδα. Τι θα γινόταν λοιπόν για τους εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες της Μικράς Ασίας που θα ξέμεναν χωρίς καμιά προστασία;
Την απάντηση δίνει ένα πολύ ωραίο απόσπασμα που διασώζει ο Γρηγόρης Δαφνής:
Λίγο πριν την αναχώρηση από τη Σμύρνη των ελληνικών υπηρεσιών και ενώ το μέτωπο είχε σπάσει, ο νεαρός πολιτικός Γεώργιος Παπανδρέου ενημερώνεται από τον Στεργιάδη  για την επερχόμενη καταστροφή. Στην ερώτηση του Παπανδρέου «Γιατί δεν ειδοποιείτε τον κόσμο να φύγει;», ο Στεργιάδης απαντά: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα»
Kι αυτό γιατί στα μάτια της βασιλικής παράταξης στην Ελλάδα όλοι οι Μικρασιάτες ήταν τσιράκια του Βενιζέλου. Άρα, ποινή θανάτου δια της εγκατάλειψης, καθώς ξεμένουν για να διαλέξουν ανάμεσα στην πυρκαγιά, τον πνιγμό ή τους Τούρκους που έρχονται με άγριες διαθέσεις
Προς μεγάλη δυστυχία των Βασιλικών όμως, κάποιοι από τους φουκαράδες πρόσφυγες τα καταφέρνουν να γλιτώσουν από όλα αυτά και έρχονται στην Ελλάδα πάμφτωχοι και εξαθλιωμένοι έχοντας πουλήσει ό,τι είχαν και δεν είχαν για να μπουν σε ένα καράβι και τα αδέρφια τους στην Ελλάδα θα τους βοηθήσουν όπως μπορούν.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του:
“Έμενε ο κόσμος στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε καμιά αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντήρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράγματα. Το τι τραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δεν λέγεται. Ατιμαστήκανε. Γίνανε χάλια, χάλια, χάλια. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε.
Και κατόπιν εδώ που ήρθανε τα ίδια. Προσπαθήσανε, κάνανε χίλια δυό να βρίσκουνε το ψωμί τους, μέχρι να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Αν ένας πατέρας είχε πέντε-έξη παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ο ένας από δω, άλλα ο άλλος από κει. Καταστροφή μάνα μου…
Και οι ντόπιοι δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δυό. Φύγετε από δω ρε! Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού. Ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήταν εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουνε. Απατεώνες”.

Ας δούμε τι γράφει ο τότε εισαγγελέας Βαζούρας:
“Η βρισιά τουρκόσπορος μαζί με σωρό ανάλογες βρισιές, όπως σκατοουγλούδες, παληοαούτηδες κ.λπ. ήταν στην ημερήσια διάταξη, από ανώτερα και κατώτερα κυβερνητικά όργανα…” Το χάσμα ενισχύθηκε και συντηρήθηκε από τον άγριο οικονομικό ανταγωνισμό. τόσο στην ιδιοποίηση της γης, όσο και στις εμπορικές δραστηριότητες.”

Ή ο μετέπειτα πρωθυπουργός, Παναγιώτης Κανελλόπουλος:
«Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, που από το 1915 είχε διχασθεί δεν αντίκρυσε τους πρόσφυγες με συμπάθεια, όταν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας τους έριξαν πάνω στους βράχους της Ελλάδας. Δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια.»

Aκόμα πιο γλαφυρά τα καταγράφει ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος:
«Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες τίποτα άλλο από τα στόματα όλων αυτών παρά κατάρες στο Βενιζέλο και βλαστήμιες: ‘’Αχ αυτοί οι τουρκοσπορίτες Έλληνες της Μικράς Ασίας μας πήραν στο λαιμό τους. Μακάρι να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους’’…»

 Οι Μικρασιάτες τότε απελπισμένοι κατέληξαν σαν πρόσφυγες μέχρι και στο Χαλέπι της Συρίας (!), απ’ όπου μας έρχονται σήμερα άλλοι απελπισμένοι πρόσφυγες, Σύροι αυτή τη φορά, για να γλιτώσουν από τον πόλεμο και διάφοροι Έλληνες να ζητούν να τους στείλουν στον πάτο της θάλασσας!

Ίδια αντιμετώπιση, φυσικά, πολλά χρόνια μετά το 1922, είχαν από τους συντηρητικούς ντόπιους οι Έλληνες πρόσφυγες  που ήρθαν από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης μετά την κατάρρευση το 1991.

Πηγη κειμένου: LUBEN

Το βλάχικο τριημερο στα Τρίκαλα έγραψε Ιστορία. (Φωτογραφίες )










Thursday, June 20, 2019

Γιατί οι Αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν φυλακές. .

Οι πρόγονοι μας δεν φυλάκιζαν τους εγκληματίες. Είτε τους έβαζαν πρόστιμο, είτε τους εξόριζαν, είτε τους θανάτωναν. Γι αυτό δεν υπήρχαν φυλακές, παρά μόνο προσωρινά κρατητήρια. Θεωρούσαν τρελή ιδέα να ταΐζουν έναν εγκληματία για χρόνια, ελπίζοντας να γίνει καλός άνθρωπος.
Παρά τα όσα βλέπουμε στις κινηματογραφικές ταινίες ή διαβάζουμε σε αμφίβολης αξιοπιστίας ιστορικά μυθιστορήματα, στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχαν φυλακές ή μάλλον για να πούμε καλύτερα, δεν υπήρχε η ποινή της φυλάκισης. Σε μια τόσο πρώιμη ιστορικά εποχή, η έννοια του σωφρονισμού όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα δεν ήταν νοητή.
Στον Αθηναίο της εποχής του Δράκοντα και του Σόλωνα ή στον Σπαρτιάτη του πελοποννησιακού πολέμου, θα φαινόταν τελείως παλαβή η ιδέα να κλείνεται ένας εγκληματίας σ’ ένα δωμάτιο και να τρέφεται απ’ όλους τους υπόλοιπους μέχρι να ξαναγίνει καλός άνθρωπος. Στην αρχαία Ελλάδα οι βασικές ποινές ανάλογα με το αδίκημα ήταν το χρηματικό πρόστιμο, η δήμευση της περιουσίας, η εξορία και ο θάνατος. Φυλακές σαν τις σημερινές δεν υπήρχαν, παρά μόνο κάποια οικήματα που προσομοιάζουν με τα σημερινά κρατητήρια, όπου κρατούνταν για λίγο όσοι περίμεναν δίκη ή όσοι είχαν καταδικαστεί και περίμεναν εκτέλεση, γράφει ο Δημήτρης Καμπουράκης στο newsit.gr. Σ’ ένα τέτοιο κρατητήριο ήπιε το κώνειο ο Σωκράτης.
Ο πρώτος που πρότεινε εγκλεισμό σε φυλακή ήταν ο Πλάτωνας στην ιδανική «Πολιτεία» του, όπου μιλούσε για τρία είδη φυλακών. Το πρώτο είδος έπρεπε να είναι κοντά στην αγορά όπου οι έγκλειστοι θα παραδειγμάτιζαν τους άλλους και θα παραδειγματίζονταν παράλληλα οι ίδιοι, έχοντας καθημερινή επαφή με τους πολίτες. Το δεύτερο είδος φυλακής έπρεπε να βρίσκεται στην πιο άγρια περιοχή της πόλης όπου βασικός στόχος θα ήταν η τιμωρία και ο εκφοβισμός.
Για το τρίτο είδος φυλακής δεν προσδιόριζε τόπο στέγασης, αλλά περίγραφε την αποστολή της. Σ’ αυτήν θα υπήρχε πενταετής πλήρης απομόνωση των φυλακισμένων και η μόνη τους επαφή θα ήταν μ’ ένα συμβούλιο της πόλης που θα φρόντιζε για την επανένταξη τους.
Ο Πλάτωνας ήταν πολύ κοντύτερα από κάθε άλλον στις σημερινές σωφρονιστικές απόψεις, αφού στους «Νόμους του» διατύπωνε την πεποίθηση ότι «κανένας δεν είναι κακός με τη θέληση του». Διατυπώνοντας λοιπόν έστω και έμμεσα τη θεωρία ότι έχει και η κοινωνία μέρος της ευθύνης για τη μετατροπή ενός πολίτη σε εγκληματία, ήταν πλέον λογικό να προτείνει μέσα κοινωνικού σωφρονισμού και επιστροφής του ανθρώπου αυτού στην κανονικότητα.
Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι ιδέες του Πλάτωνα ήταν εξαιρετικά πρωτοποριακές για την εποχή, ακόμα και για τα πιο ανοιχτά μυαλά. Ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια» αμφισβητεί τις Πλατωνικές απόψεις, λέει ότι οι εγκληματίες είναι κοινωνικά επικίνδυνοι και καταλήγει ότι πρέπει να τιμωρούνται σκληρά όπως τα ζώα, ανάλογα με το έγκλημα.
Πάντως, η ανυπαρξία της ποινής της φυλάκισης, αλλά και το γεγονός ότι η τιμωρία του προστίμου και της δήμευσης δεν είχε νόημα για τους φτωχούς, οδηγούσε υποχρεωτικά στην υπερβολική χρήση της έσχατης των ποινών. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχαία Ελλάδα καταδίκαζαν ανθρώπους σε θάνατο για ψύλλου πήδημα. Όταν στον Πελοποννησιακό πόλεμο η Εκκλησία του Δήμου των Αθηναίων ανασκεύασε μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες την απόφαση της για εκτέλεση όλων των πολιτών της Μυτιλήνης επειδή είχαν στασιάσει, ο Διόδοτος στη αγόρευση του αναφέρεται διεξοδικά σ’ αυτό το θέμα. Εξηγεί ότι οι ποινές γίνονται ολοένα και αυστηρότερες, με αποτέλεσμα όλα σχεδόν τα αδικήματα να τιμωρούνται τελικά με θάνατο.
Καταλήγει όμως ότι παρά ταύτα, η τέλεση των εγκλημάτων συνεχίζεται, άρα η θανατική ποινή δεν αποτελεί αποτελεσματικό μέτρο πρόληψης των αδικημάτων. Ο Διόδοτος έπεισε τότε τους Αθηναίους να διορθώσουν μια τρομακτική αδικία.
Ενώ την προηγούμενη μέρα, εν’ βρασμώ ψυχής είχαν αποφασίσει τον σφαγιασμό όλου του πληθυσμού της Μυτιλήνης και είχαν στείλει τη διαταγή, την επόμενη μέρα το ξανασκέφτηκαν κι έστειλαν δεύτερο πλοίο με επιεικέστερη διαταγή που πρόλαβε το πρώτο πριν μπει στο λιμάνι της πόλης. Έτσι η αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία γλύτωσε από το χειρότερο όνειδος της ιστορίας της.
thesecretrealtruth

Tuesday, June 18, 2019

Tρίκαλα,16 Ιούνης του 1945 – αυτόπτης μάρτυρας ετών 15.Είδα το κεφάλι το Άρη κρεμασμενο

Tρίκαλα, 16 Ιούνη του 1945. Μια Δευτέρα, ξεχωριστή μέρα για την Εθνική Αντίσταση, για το αριστερό κίνημα, μέρα ιστορική. Ήταν η μέρα που έφεραν, στα Τρίκαλα, τα κομμένα κεφάλια του Άρη Βελουχιώτη και του καπετάν Τζαβέλα και τα κρέμασαν στους φανοστάτες της κεντρικής πλατείας.
Ήμουν, μόλις, 15 χρονών μαθητής στο Γυμνάσιο. Η σχολική χρονιά είχε τελειώσει. Εκείνη τη μέρα πήγα με τον πατέρα μου στην πόλη για τη βδομαδιάτικη αγορά, το παζάρι όπως το λέμε. Το χωριό μου, 5 χιλιόμετρα από τα Τρίκαλα, προς την πλευρά των Χασίων. Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν τυχερός που βρέθηκα εκείνη τη μέρα στην πόλη, μα δεν μπορώ να πω ότι ήμουν και άτυχος…
Ήταν περίπου 10 η ώρα το πρωί, όταν φθάσαμε στα Τρίκαλα. Μόλις μπήκαμε στα πρώτα σπίτια, από το λιγοστό κόσμο που κυκλοφορούσε, φαινόταν ότι το κλίμα δεν ήταν το ίδιο όπως τις άλλες φορές. Και όσο πλησιάζαμε στην αγορά, φάνηκε ακόμα πιο καθαρά. Ελειπε εκείνη η ζωντάνια, η κινητικότητα. Έλειπε εκείνο το βουητό της πολυκοσμίας, που δημιουργούνταν με τις συναλλαγές των ανθρώπων. Μια παγωμάρα στην πόλη, μια βουβαμάρα, ένα μούδιασμα. Άλλοι περπατούσαν με σκυμμένα τα κεφάλια και άλλοι συζητούσαν, κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα σε μικρές μικρές παρέες (πηγαδάκια).
– Σκότωσαν τον Άρη!
-Όχι, έλεγαν μερικοί. Λένε ψέματα. Δεν είναι ο Άρης!.. Ήταν απίστευτο.
-Σκότωσαν τον Άρη; Πού… Πώς… Πότε; Σκότωσαν τον Άρη έλεγαν και όχι σκοτώθηκε ο Άρης. Ήθελαν να δείξουν έτσι, αυθόρμητα, ότι τον σκότωσαν, ότι τον δολοφόνησαν, ότι τον «έφαγαν», ότι ήταν άδικο… Όλος ο κόσμος, ύστερα από το πρώτο ξάφνιασμα, για πολλούς σοκ, προσπαθούσε να βρει τρόπο αντίδρασης μπροστά στην καινούρια τρομερή πραγματικότητα.
Άφησα τον πατέρα μου με την πραμάτεια που είχαμε για πούλημα και έκανα μια βόλτα μέσα στο παζάρι. Ήθελα να ξεσπάσω, να πάρω λίγον αέρα. Και δεν ήμουν μόνον εγώ σ’ αυτήν την κατάσταση, έτσι ένιωθαν όλοι, νομίζω. Περπάτησα λίγο και τυχαία συναντήθηκα με δυο φίλους συμμαθητές από γειτονικά χωριά. Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Κουνήσαμε σιγά, με θλίψη, τα κεφάλια μας. Ο ένας μίλησε στην ψυχή του άλλου. Έτσι, σιωπηλά. Κάποιος από τους τρεις είπε:
-Πάμε να δούμε;
-Πάμε.

«Μη στεναχωριέσαι μικρέ, υπάρχουν και άλλοι σαν τον Άρη. Ο Άρης θα γραφτεί στην Ιστορία με χρυσά γράμματα»
Κεντρική πλατεία. Δίπλα στο ποτάμι, μπροστά στο Πανελλήνιο, εκεί που λίγα μέτρα πιο πάνω, στην ίδια πλατεία, οι χιτλερικοί είχαν κρεμάσει πριν από δύο χρόνια «πέντε» ΕΠΟΝίτες. Πέντε παλικάρια, που αρνήθηκαν να υποκύψουν και να συμβιβαστούν με τον καταχτητή. Στην ίδια πλατεία, ήταν τώρα κρεμασμένα τα κεφάλια του Άρη και του Τζαβέλα! Ένα χρόνο περίπου μετά την απελευθέρωση της πατρίδας από τους Γερμανούς και λίγους μήνες μετά τη συντριβή της χιτλερικής Γερμανίας από τον Κόκκινο Στρατό. Φτάσαμε στην πλατεία. Κόσμος κάθε ηλικίας. Κάτοικοι της πόλης και από τα γύρω χωριά. Περνούσαν από το σημείο εκείνο σε μικρή απόσταση. Έκαναν πως ήταν περαστικοί, κόντυναν το βήμα τους, κοιτούσαν τα κεφάλια και έφευγαν. Το κλίμα ήταν βαρύ. Άλλοι σταματούσαν σε κάποια απόσταση, έμεναν για λίγο ακίνητοι και σιωπηλοί σαν σε «ενός λεπτού σιγή». Και ύστερα έφευγαν συγκινημένοι και δακρυσμένοι για να δώσουν τη θέση τους σε άλλους. Το κλίμα δε σήκωνε να μείνει κανείς περισσότερο. Ο χώρος επιβλεπόταν από διάφορα φασιστοειδή και συνεργάτες των Γερμανών, που είχαν κάνει προκλητικά την εμφάνισή τους αμέσως μετά τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ.
Συναισθήματα ανάκατα σε όλους. Μούδιασμα, πόνος, αγανάκτηση. Η απόπειρα της αντιδραστικής Δεξιάς να εκμεταλλευτεί το γεγονός και να δώσει πανηγυρικό χαρακτήρα, προσπαθώντας να παροτρύνει το λαό σε εκδηλώσεις χαράς και σε πανηγυρισμούς απέτυχε παταγωδώς. Αργότερα μάθαμε ότι στο χώρο της πλατείας έγινε αντικομμουνιστική ομιλία από κάποιο φανατικό γερμανόφιλο αντικομμουνιστή καθηγητή. Αλλά η ομιλία δεν έφερε το προσδοκώμενο γι’ αυτούς αποτέλεσμα. Δεν τον πρόσεχε κανένας. Ο λαός τούς γύρισε την πλάτη. Και όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε, αλλά έγινε το αντίθετο. Έδειξε με κάθε τρόπο την αντίθεσή του στο έγκλημα. Έδειξε τη λύπη και την αγανάκτησή του. Μάλιστα, κάποιο στέλεχος της ΕΠΟΝ αντιτάχθηκε ανοιχτά και αντιμίλησε στον καθηγητή. Και θα είχε άσχημα ξεμπερδέματα ο ΕΠΟΝίτης, αν κάποιοι δικοί του δεν τον έπαιρναν από εκεί να τον φυγαδεύσουν.
Εκεί, σε αυτό το χώρο, σε αυτήν την πλατεία, βρεθήκαμε και εμείς. Σταματήσαμε 15 με 20 μέτρα μπροστά από τους φανοστάτες. Χωρίς να καταλάβω, βρέθηκα σε στάση προσοχής. Ένα δύο δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια μου, καθώς κοίταξα το πρόσωπο του Άρη. Ένα ελαφρύ σφίξιμο και ένα κόμπιασμα ένιωσα στο στήθος και στο λαιμό. Αλλά δεν κινήθηκα. Δεν ξέρω για πόσο, ίσως για ένα λεπτό, ίσως περισσότερο, ίσως λιγότερο. Κοίταξα το πρόσωπο του Άρη. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Περνούσαν από μπροστά μου εικόνες, όπως τον είχα ξαναδεί ζωντανό, καπετάνιο στα χρόνια του αγώνα.
Ναι, τον είχα ξαναδεί τον Άρη. Μια φορά που πέρασε από το χωριό μας, με άλλους μαυροσκούφηδες καβαλάρηδες και σταμάτησαν για λίγο στην πλατεία κάτω από τον πλάτανο για να ποτίσουν τα άλογα. Έτυχε να βρίσκομαι εκεί εκείνη την ώρα, γιατί σε λίγο θα πήγαινα αποστολή συνδέσμου. (Εμείς τα αϊτόπουλα τότε μεταφέραμε έγγραφα των οργανώσεων του ΕΑΜ από το ένα χωριό στο άλλο). Και μια δεύτερη φορά, τον είδα στο γειτονικό χωριό Σωτήρα, την πρώτη μέρα της συνθηκολόγησης των Ιταλών.
Φύγαμε από το μέρος εκείνο. Περάσαμε την κεντρική γέφυρα, μπήκαμε στην άλλη πλατεία. Εκεί που είναι τώρα ο ανδριάντας του στρατηγού Στ. Σαράφη, και γυρίσαμε πάλι στο χώρο της αγοράς. Εδώ το κλίμα ήταν διαφορετικό από εκείνο της άλλης πλατείας. Εκεί ο κόσμος σταματούσε για λίγο σιωπηλός με τα κεφάλια σκυμμένα. Ένιωθε να τον παρακολουθούν αόρατα μάτια. Ενώ εδώ στην αγορά, ο κόσμος κινούνταν, μιλούσε χαμηλόφωνα και σοβαρά, συζητούσε. Κόλλησα σε μια παρέα από μεγάλους που συζητούσαν για το γεγονός. Ήταν άγνωστοι, δεν τους ήξερα, αλλά ήθελα να ακούσω κάτι. Το είχα ανάγκη. Ήθελα να μάθω πώς.. και γιατί… προσπάθησα να ακούσω τι λέγανε, μα δεν τα κατάφερνα. Ο νους μου έτρεχε μακριά. Εναλλασσόμενες εικόνες περνούσαν από μπροστά μου. Μια του Άρη καβάλα στο άλογο, μια το κεφάλι του κρεμασμένο στο φανοστάτη και μια οι σκηνές με τους Ιταλούς και τον Άγγλο στη Σωτήρα. Τότε άκουσα μια φωνή. Μια γυναικεία φωνή. «Μην απογοητεύεστε μωρέ! Ψηλά τα κεφάλια! Ένας πεθαίνει, χίλιοι γεννιούνται…».
Η φωνή με ξάφνιασε. Συνήλθα, προσπάθησα να δω τη γυναίκα που φώναξε. Γύρισα δεξιά – αριστερά, δεν την είδα. Δεν πρόσεξα να δω τι εντύπωση ή τι αντίδραση προκάλεσε στους άλλους αυτή η φωνή.
Το απόγευμα είχαμε τελειώσει πια τις δουλειές μας και ετοιμαζόμασταν να φύγουμε για το χωριό. Καθώς πηγαίναμε στο πανδοχείο που είχε στάβλο για τα υποζύγια, να πάρουμε τα πράγματά μας και να φύγουμε, κάποιος καλοντυμένος κύριος, γνωστός του πατέρα μου, μας πλησίασε και μίλησε στον πατέρα μου.
«Μη νομίζεις, κυρ Θόδωρε, ότι χαίρομαι. Λυπάμαι κι εγώ γι’ αυτό που έγινε. Ίσως όχι τόσο, όσο εσύ, αλλά ανησυχώ, όμως, πολύ. Δεν είναι καλά σημάδια αυτά. Δεν πάμε καθόλου καλά. Ο τόπος χρειάζεται ησυχία. Οι ξένοι, όπως πάντα, θέλουν να μας βάλουν να μαλώσουμε μεταξύ μας. Η τύχη μας θα είναι η ίδια. Να γιατί στεναχωριέμαι κι εγώ. Κι ύστερα, γιατί να μην το πούμε; Ο Άρης αγωνίστηκε, πρόσφερε πάρα πολλά και για την απελευθέρωση της χώρας μας και στο συμμαχικό αγώνα».
Ο πατέρας τον κοίταξε, κούνησε το κεφάλι του χωρίς νόημα και δεν απάντησε. Εκείνος στράφηκε σε μένα, άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τα μαλλιά μου, λέγοντάς μου: «Μη στεναχωριέσαι μικρέ, υπάρχουν και άλλοι σαν τον Άρη. Ο Άρης θα γραφτεί στην Ιστορία με χρυσά γράμματα». Τα είπε αυτά για παρηγοριά ή γιατί τα πίστευε; Μάλλον και τα δύο. Είπε όμως κάτι, είπε μια αλήθεια.
Πέρασαν 56 χρόνια από τότε. Αυτή η μέρα δε θα ξεχαστεί ποτέ. Θυμάμαι αυτές και άλλες σκηνές, που είναι αδύνατο να χωρέσουν σε λίγες κόλλες χαρτί. Ανάμεσα σε αυτά που δεν μπορούν να ξεχαστούν είναι και τα λόγια του ανθρώπου, που δεν ήταν αριστερός. Οι φόβοι και οι αγωνίες επαληθεύτηκαν. Οι Άγγλοι μάς έριξαν στον Εμφύλιο. Νέοι αγώνες, νέες θυσίες. Και άλλοι καπεταναίοι και άλλοι ήρωες, ζωντανοί και νεκροί, επώνυμοι και ανώνυμοι. Μα, ο Άρης ήταν ένας. Ήταν ο πρώτος του αγώνα.
Χ. Μ. ΠΕΔΙΝΟΣ
Ριζοσπάστης, 1 Αυγούστου 2001

wibiya widget