Την προηγούμενη εβδομάδα το Διαδίκτυο και κυρίως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «βούλιαξαν» από το βάρος της συνεχούς αναπαραγωγής μιας «δήλωσης» που υποτίθεται πως έκανε το 1994 ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ.
«Ο λαός των Γκρεκών είναι αναρχικός και δύσκολος να τιθασευτεί. Γι' αυτό πρέπει να τον χτυπήσουμε βαθιά στις πολιτιστικές του ρίζες. Τότε ίσως αναγκαστεί να συμμορφωθεί. Εννοώ να πλήξουμε τη γλώσσα του, τη θρησκεία του, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα, ώστε να εξουδετερώσουμε τη δυνατότητά του να αναπτυχθεί, να διακριθεί, να επικρατήσει». Η «δήλωση» αυτή δημοσιεύθηκε το 1997 στο περιοδικό «Νέμεσις». Τότε οι αναμεταδότες αυτής της πλαστογραφίας κινήθηκαν από τη λαϊκίστικη «Αυριανή» μέχρι τον Γιάννη Μαρίνο του «Οικονομικού Ταχυδρόμου». Σήμερα εκτείνονται σε ακόμη ευρύτερο χώρο.
Η διάψευση της δήλωσης έγινε από τον ίδιο τον Κίσινγκερ στα «Πολιτικά Θέματα». Είτε όμως διαψεύστηκε είτε όχι, το αποτέλεσμα είναι ένα και το αυτό. Αυτή η πλαστογραφημένη δήλωση κατά καιρούς επανέρχεται για να υποστηρίξει εκείνους τους μύθους που κρατούν αυτόν εδώ τον τόπο δέσμιο μιας κυρίαρχης ιδεολογίας: της ιδεολογίας του ανορθολογισμού.
Στις σύγχρονες «απομαγευμένες», κατά Βέμπερ, κοινωνίες οι μύθοι δεν αποτελούν λόγο συγκρότησης των δομών της κοινωνίας. Εκεί όμως που οι μύθοι φεύγουν από την πόρτα των οικονομικών σχέσεων, επανέρχονται δριμύτεροι από το παράθυρο των μπαλζακικών «χαμένων ψευδαισθήσεων». Χρησιμοποιώντας τη μαρξική ορολογία θα έλεγα πως όσο οι άνθρωποι χειραφετούνται από τις προσωπικές τους εξαρτήσεις τόσο αυτοί μετατρέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις τους σε «εμπράγματες», σε σχέσεις κατόχων αντικειμένων και όχι ανθρώπινων ιδιοτήτων. Αυτή όμως η κατάσταση, κατά την οποία οι ανθρώπινες σχέσεις υποκαθίστανται από τα πράγματα, από μια στιγμή και ύστερα καθίσταται ανυπόφορη και οδηγεί στην επανεμφάνιση των μύθων. Αυτοί παίρνουν έτσι την εκδίκησή τους από την πραγματικότητα δημιουργώντας τον δικό τους ζωτικό χώρο.
Εννοείται πως η ελληνική κοινωνία δεν είναι η μόνη που παράγει μύθους και πολίτες ευεπίφορους στην κάθε ανοησία και παραλογισμό. Στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες επίσης υπάρχουν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, τα οποία θέλγονται από τη συνωμοσιολαγνεία και τον ανορθολογισμό. Το πρόβλημα του ελληνικού ανορθολογισμού δεν είναι ποσοτικό. Υπάρχει κάτι άλλο, που διαφοροποιεί τη θέση των μύθων στην ελληνική κοινωνία από τη θέση τους σε άλλες νεωτερικές κοινωνίες.
Η απουσία του Διαφωτισμού ως αυτόνομου και όχι ως ετεροκαθοριζόμενου κινήματος ιδεών και η κυριαρχία της πιο μισαλλόδοξης και εθνικιστικής εκδοχής της Ορθοδοξίας σ' αυτήν εδώ τη χώρα έχει επηρεάσει όχι μόνο τα λιγότερο εγγράμματα μέλη αυτής εδώ της κοινωνίας, αλλά και τις υποτιθέμενες ελίτ της. Σε καμία χώρα δεν θα συντηρούνταν με τόση ζέση ο μύθος αυτής της πλαστογραφημένης δήλωσης, αν υπέρ ενός τέτοιου προφανούς ψέματος δεν στρατεύονταν τόσοι «διαμορφωτές» της κοινής γνώμης. Υπέρ της διάδοσης αυτού του προφανούς ψέματος συντάσσονται δημοσιογράφοι (Κανέλλη), καλλιτέχνες (Λαζόπουλος), επιστήμονες (;), δασκάλες (;), ιερωμένοι (Πατήρ Μεταλληνός - ο οποίος μάλιστα διαρρηγνύει τα ιμάτιά του πως ο ίδιος ήταν αυτήκοος μάρτυρας, όταν έγινε αυτή η δήλωση). Η κυρίαρχη θέση του ανορθολογισμού εντός των υποτιθέμενων ελίτ είναι η πρώτη μας μεγάλη ειδοποιός διαφορά.
Οι εθνικιστικοί μύθοι στήνονται σ' έναν διπλό άξονα. Ο πρώτος εκφράζει την ανωτερότητα ενός έθνους και έχει πρωτεύουσα σημασία έναντι του δεύτερου, ο οποίος αφορά τους κινδύνους που απειλούν το έθνος. Η δεύτερη μεγάλη ειδοποιός διαφορά των ελληνικών εθνικιστικών μύθων έγκειται στο γεγονός πως δίνουν προτεραιότητα στις απειλές έναντι της ανωτερότητας. Μάλλον πιο σωστά θα έλεγα ότι στους ελληνικούς εθνικιστικούς μύθους η ιδέα του απειλούμενου ανώτερου έθνους προηγείται της ιδέας του ανώτερου έθνους που απειλείται. Τα άλλα έθνη δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να εποφθαλμιούν τη μια την ψυχή του ελληνικού έθνους, την άλλη τα φωνήεντά του, την άλλη το ψεκάζουν και την επομένη του πωλούν αποκωδικοποιητές για να το παρακολουθούν.
Λαοί και έθνη που έχουν βιώσει εσωτερικά τον Διαφωτισμό εξακολουθούν να έχουν μύθους, να καλλιεργούν τις δικές τους ψευδείς συνειδήσεις για τις ιστορικές τους διαδρομές, αλλά πάντα υπάρχουν εκεί ισχυρές αντίρροπες δυνάμεις και μεταξύ των διανοουμένων αλλά και μέσα στην κοινωνία των πολιτών, οι οποίες αντιτίθενται στην ψευδή συνείδηση που καλλιεργούν οι εθνικιστικοί μύθοι. Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν είναι ακριβώς έτσι.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας. Από τις εκδόσεις Πόλις έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο του «Η μεγάλη απουσία»