Dafni Koumouli
Δώσε μου λίγο από το μπλέ των ματιών σου..
θέλω να το κάνω φυλαχτό πολύτιμο...
είναι άγριοι οι καιροί....φοβάμαι...
τα μονοπάτια δεν οδηγούν εκεί που θέλω πια....
ο ήλιος λιώνει τη σάρκα μου αλύπητα....
η σκιά των δέντρων απλώνει χέρια να με φυλακίσει..
δε μπορώ να καθρεφτιστώ πια στο νερό.
κι ο αέρας με φυσάει με μανία..να χάσω το βήμα μου...
μα που βρίσκομαι επιτέλους...για την Εδέμ ξεκίνησα...
σκιές μ'ακολουθούν και φιθυρίζουν λόγια ακατανόητα...
γίνονται απειλητικό βουητό στ'αυτιά μου...
είμαι εγώ ο μεγαλύτερος Ιαβέρης του εαυτού μου...
νομίζω...γλύτωσέ με από μένα....
Που ανήκω;
Κοιτώ τα μακρινά φώτα, που τρεμοπαίζουν..
μας χωρίζει μια θάλασσα κι όμως
έχω την αίσθηση ότι άμα απλώσω
το χέρι μου θα τα μαζέψω όλα
στη χούφτα μου σα χρυσόσκονη..
χαμογελώ....
μετά κοιτάζω μια λάμπα στην κολώνα
του δρόμου, που αναβοσβήνει συνεχώς..
δεν αποφάσισε ακόμα τι θα κάνει...
το σκυλί από δίπλα πάλι γαυγίζει παράφωνα..
με παίρνει απ'τις σκέψεις μου...
χαζεύω τριγύρω τα σπίτια,το παρκάκι,
το σκοτεινό ελαιώνα παραπέρα,
τα παρκαρισμένα αμάξια...γαλήνη...
όλα στη θέση τους όμοια κι απαράλλαχτα με χθες...
μα γιατί δεν ησυχάζω; ποια εκκρεμότητα με κυνηγά;
τι ξέχασα; τι δεν έχω αποφασίσει ακόμα;....
λες αυτό να μου λέει η λάμπα του δρόμου;
να'ναι ένα σήμα κινδύνου που δεν καταλαβαίνω;...
μήπως εγώ δεν είμαι στη σωστή θέση..;
μήπως δεν ανήκω καν εδώ....;
***
Ο Konstantinos Stefanos Iperoxos
ΑΚΟΥΓΑ=============
Άκουγα της φάλαινας το κλάμα,
Κάθε που πήγαιν’ ως την γέννα.
Και κόκκινο σαν από θαύμα,
Έκανε το νερό με αίμα.
... Και κύλαγαν βουβά τα χρόνια,
Κανείς δεν άκουγε την φύση.
Τον πόνο που είχανε τα αιδόνια,
Κάθε που χάλαγε η κτίση.
Τώρα πνιγμένοι από τσουνάμι,
Ζητούν της φάλαινας συμπόνια.
Μέσα στην θάλασσα χαράμι,
Πώς να γυρίσουν τα τελώνια.
Κ’ έκλαιγ’ η φάλαινα σαν κόρη,
Που πήγαινε σε λάθος γάμο.
Κάθε Σεπτέμβρη και Οκτώβρη,
Όπως της έσκαβαν τον λάκκο.
Άκουγα το κήτος να ουρλιάζει,
Και να θρηνεί μέσα στα πέλαγα.
Με μια φωνή που σε σπαράζει,
Και που ποτέ δεν χαμογέλαγα.
Κ’ έτριβαν τα χέρια οι ψαράδες,
Που βάφαν το γαλάζιο με το αίμα.
Αδέκαστοι της φάλαινας φονιάδες,
Σαν νεογέννητα μωρά χωρίς το σπέρμα. ***
Dimitra Real
Εκείνο που μισώ σε εμένα,
δεν είναι οι στιγμές που λυγίζω,
μα οι στιγμές που επιθυμώ.
Τις νύχτες που πέρασαν, ήμουν μαχήτρια.
Έδιωχνα τους Δαίμονες,με ένα χαμόγελο.
Δολοφονούσα την Οργή μου,
μην τυχόν και αποδράσει.
Δεν ανάσαινα,
να αφουγκραστώ τον φόβo μου.
Ανάμεσα στις φρίκες,γινόμουν κομμάτια.
Για να ενωθώ ξανά,
στο Σώμα που διψούσε,
στο Φύλλο
που λαχταρούσε τον Έρωτα,
στην Βροχή
που ξέπλενε τις Αμαρτίες μου..
Τίποτα δεν ήταν ικανό να με κάνει να θέλω να πεθάνω.
Τις στιγμές όμως που έχω ανάγκη την αγκαλια σου,
τότε…
αληθινά…
είμαι εκείνη που ονειρεύομαι να γίνω.
Αλλά και εκείνη..
που πρεπει να σκοτώσω..
ΚΑΛΥΨΩ
***
Natalia Nefelh Andrianou
Του ποιητή
Οι ώρες του ποιητή , είναι απ’όλους πιο μονάχες , η μικρή του αντοχή , γίνεται αμέτρητες του χεριού μου στάχτες. Ο χρόνος του ποιητή , είναι ευλαβικά πολύτιμος στους χάρτες , ταξιδεύει ,όταν είναι ξύπνιος , ανάμεσα στους υπνοβάτες . Η τιμή του ποιητή , εξαγοράζεται μόνο με την ποίηση ,εκείνος....
Ο Konstantinos Stefanos Iperoxos
ΑΚΟΥΓΑ
=============
Άκουγα της φάλαινας το κλάμα,
Κάθε που πήγαιν’ ως την γέννα.
Και κόκκινο σαν από θαύμα,
Έκανε το νερό με αίμα.
... Και κύλαγαν βουβά τα χρόνια,
Κανείς δεν άκουγε την φύση.
Τον πόνο που είχανε τα αιδόνια,
Κάθε που χάλαγε η κτίση.
Τώρα πνιγμένοι από τσουνάμι,
Ζητούν της φάλαινας συμπόνια.
Μέσα στην θάλασσα χαράμι,
Πώς να γυρίσουν τα τελώνια.
Κ’ έκλαιγ’ η φάλαινα σαν κόρη,
Που πήγαινε σε λάθος γάμο.
Κάθε Σεπτέμβρη και Οκτώβρη,
Όπως της έσκαβαν τον λάκκο.
Άκουγα το κήτος να ουρλιάζει,
Και να θρηνεί μέσα στα πέλαγα.
Με μια φωνή που σε σπαράζει,
Και που ποτέ δεν χαμογέλαγα.
Κ’ έτριβαν τα χέρια οι ψαράδες,
Που βάφαν το γαλάζιο με το αίμα.
Αδέκαστοι της φάλαινας φονιάδες,
Σαν νεογέννητα μωρά χωρίς το σπέρμα.
Κάθε που πήγαιν’ ως την γέννα.
Και κόκκινο σαν από θαύμα,
Έκανε το νερό με αίμα.
... Και κύλαγαν βουβά τα χρόνια,
Κανείς δεν άκουγε την φύση.
Τον πόνο που είχανε τα αιδόνια,
Κάθε που χάλαγε η κτίση.
Τώρα πνιγμένοι από τσουνάμι,
Ζητούν της φάλαινας συμπόνια.
Μέσα στην θάλασσα χαράμι,
Πώς να γυρίσουν τα τελώνια.
Κ’ έκλαιγ’ η φάλαινα σαν κόρη,
Που πήγαινε σε λάθος γάμο.
Κάθε Σεπτέμβρη και Οκτώβρη,
Όπως της έσκαβαν τον λάκκο.
Άκουγα το κήτος να ουρλιάζει,
Και να θρηνεί μέσα στα πέλαγα.
Με μια φωνή που σε σπαράζει,
Και που ποτέ δεν χαμογέλαγα.
Κ’ έτριβαν τα χέρια οι ψαράδες,
Που βάφαν το γαλάζιο με το αίμα.
Αδέκαστοι της φάλαινας φονιάδες,
Σαν νεογέννητα μωρά χωρίς το σπέρμα.
***