Διπλωματούχος της Alliance Française de Paris
Το τελευταίο γράμμα μου την πρώτη Ιουνίου το τελείωνα ως εξής: «A προπό, έχουμε αφήσει μια συζήτηση στη μέση και θέλω να πάω να την συνεχίσω, ένας λαός με περιμένει!» Στις 27 Ιουνίου έφτασα στην Ελλάδα: Το είπα, το έκανα, σας βρήκα. Βρήκα τον Ελληνικό λαό, τους φίλους, τουςσυμπατριώτες της Ελληνικής Οικουμένης, τους συγγενείς του Ελληνικού γένους. Για δεύτερη φορά σε σημαντική καμπή της Ελληνικής ιστορίας μου ανοίξατε τα σπίτια σας, την αγκαλιά σας, την καρδιά σας.
Συζητήσεις; Κάθε στιγμή, με τον καθένα, παντού, στο τρένο, στα καταστήματα, στις υπηρεσίες, με τους φίλους, δεν αφήνω καμιά ευκαιρία να πάει χαμένη. Έχει γίνει καθημερινό μου καθήκον και αν πρέπει να περπατήσω σε όλη την Ελλάδα, να μιλήσω στον καθένα από εσάς, θα το κάνω. Θα μιλήσω στους νεόπλουτους και θα τους πω: «Προτού να γίνετε νεόφτωχοι, πουλήστε εκείνη την σπιταρόνα, την βίλα που χτίσατε με δάνειο, πάρτε πίσω τα λεφτά που δώσατε μέχρι τώρα και πηγαίνετεστο χωριό που σας περιμένει το ταπεινό σπιτάκι που γεννηθήκατε με ένα περιβόλι να σας ταΐζει». Ή ακόμα καλύτερα γκρεμίστε την! Αυτές οι βίλες δεν ανήκουν στην ελληνική κουλτούρα, παραμορφώνουν την αέναη ακτογραμμή της Ελλάδος, προσβάλουν τους ναούς, τις κολόνες του Παρθενώνα. Ξέρουμε ότι ο Έλληνας από την Αρχαιότητα θέλει εστία, οίκο, να έχει «δυο κεραμίδια πάνω από το κεφάλι του», αλλά είπαμε «κεραμίδια». Κεραμίδια να σας προστατεύουν από το κρύο, την βροχή, τον ήλιο το καλοκαίρι. Μόνο τα απαραίτητα, όχι τα περιττά: είναι το θεμέλιο του Ελληνισμού.
Ανακάλυψα ένα νέο χαρακτηριστικό σας το οποίο δεν είχα καταλάβει ως τώρα: η αυτοκριτική, ο αυτοσαρκασμός. Νέοι, ηλικιωμένοι, μορφωμένοι και μη, άντρες, γυναίκες, χωριάτες, αστοί, πλούσιοι, φτωχοί, η συζήτηση εξακολουθητικά τελειώνει ως εξής: «Είμαστε παλιολαός, εμείς φταίμε, εμείς τους ψηφίσαμε, εμείς τα πήραμε τα δάνεια, δεν μας υποχρέωσε κανείς, θέλαμε σπίτια, αυτοκίνητα, ταξίδια, πολυτέλεια. Τέρμα, δεν σωζόμαστε, μέχρι εδώ ήτανε, η Ελλάς πεθαίνει». Και εγώ απαντώ εξακολουθητικά: «Μήπως το ξέρανε οι Γάλλοι, όλοι οι πολίτες που ζουν υπό καθεστώς κομματοκρατίας; Στην Γαλλία το κακό έγινε πριν 20 χρόνια αλλά ποιός το ομολογεί; Ποιός θέλει να το αντιμετωπίσει; Πόσο καιρό θέλατε εσείς για να το καταλάβετε; Μόλις σας βρήκε το κακό, αμέσως αντιδράσατε. Και μάλιστα είσαστε παλιολαός, και εγώ μαζί σας, είμαστε παλιάνθρωποι! Άλλωστε, δεν με είχαν προειδοποιήσει οι Γάλλοι; Οι Έλληνες είναι απατεώνες, τεμπέληδες και κλέφτες μου είπαν οι «αψεγάδιαστοι» Γάλλοι. Είμαι και εγώ έτσι τους απήντησα για αυτό πηγαίνω να τους βρω και σας αποχαιρετώ, δεν αντέχω άλλο την τέλεια ηθική σας. Πάω να τεμπελιάσω μαζί τους εγώ που προτιμώ την ταβέρνα, την παρέα, το καλαμπούρι από την δουλειά. Το ωραίο είναι ότι οι Έλληνες δουλεύουν δυο φορές περισσότερο από εσάς και προλαβαίνουν να διασκεδάσουν κιόλας, αυτή είναι μεγάλη απατεωνιά, το παραδέχομαι! Κλέφτες; Ναι, κλέβουν ότι πιο ωραίο βρίσκουν στην ζωή και στην φύση. Όταν όμως θέλησα να τους κλέψω ένα κομμάτι της Ελληνικής ψυχής, μου την χαρίσανε ολάκερη...
Η έννοια του λαού είναι συγχρονική, η έννοια του έθνους είναι διαχρονική. Από την Αρχαιότητα ο Ελληνικός λαός περνάει από μια κατοχή σε μια άλλη. Σήμερα είναι η Αμερικανικό-Ευρωπαϊκή κατοχή. Θα περάσει και αυτή, όπως πάντα. Από την στιγμή που αρχίζει μια κατοχή είναι θέμα χρόνου μόνο για να τελειώσει. Τούτη δεν θα κρατήσει 400 χρόνια! Το Ελληνικό έθνος όμως ήταν, είναι και θα είναι ελεύθερο. Αυτό το έθνος γράφει την ιστορία του για περισσότερο από 3000 χρόνια με την ίδια γλώσσα, στο ίδιο έδαφος. Και σε ποιόν οφείλεται αυτό το θαύμα; Στους ανθρώπους που κατοικούν σε αυτό το έδαφος από αμνημονεύτων χρόνων μιλώντας αυτή την υπέροχη γλώσσα, όχημα της Ελληνικής σκέψεως. Σε όλα τα σχολεία του κόσμου μαθαίνουν την ιστορία του Ελληνικού έθνους, μόνο που την σταματάνε στην Ελληνική επανάσταση. Σκόπιμα; Μάλλον. Έχουνε βαρεθεί οι «άλλοι» να βλέπουν μια χούφτα αντιστασιακών με το χαμόγελο στα χείλη και την σπίθα στο μάτι να βιώνουν ελεύθερα στο πιο στρατηγικό μέρος της Γης σαν να μην συνέβη τίποτα. Έστω και μόνη μου, χιλιόμετρα να κάνω στο ελληνικό έδαφος, στα χωριά, στο κάθε σπίτι, θα έρθω να σας βρω για να σας πω ποιοί είσαστε διότι τελευταία σας έχουν μπερδέψει. Θέλω να σας πω τι είναι ο Ελληνισμός: απλώς μια μεγάλη, άπειρη συζήτηση μεταξύ σας! Τίποτε άλλο. Ακόμα και τα βουνά σας μιλάνε, το ένα απαντά στο άλλο με την ηχώ. Είναι ο ήχος του Ελληνισμού. Πείτε μου ποιός κατακτητής μπορεί να απαγορεύσει στα βουνά να μιλάνε…Μια ημέρα που την γνωρίζουν μόνον τα βουνά, ένας πρώτος άνθρωπος έκανε μια ερώτηση στα Ελληνικά σε έναν άλλον, και ακόμα ψάχνουμε την απάντηση. Άρα θα μου πείτε ότι την ημέρα που θα την βρούμε την απάντηση θα πεθάνει ο Ελληνισμός; Όχι βέβαια, διότι την έχετε βρει εδώ και χιλιάδες χρόνια, απλώς σας αρέσει να κάνετε το κορόιδο. Στα τρίσβαθα της Ελληνικής ψυχής την έχετε κρύψει. Κάνω και εγώ τώρα το κορόιδο… Ο Ελληνισμός λοιπόν θα ζήσει!
Θέλω τώρα να σας διηγηθώ μια κοινή ημέρα Ελληνισμού, το καλοκαίρι που μας πέρασε: Καθώς περίμενα το τρένο στην Κόρινθο για να πάω Αθήνα, με πλησίασε ένας παππούς και μου είπε: «Κορίτσι μου, δεν ταξιδεύω εγώ συνήθως αλλά πρέπει να πάω στην Αθήνα να δω την γυναίκα μου που της κάνουν εξετάσεις στο νοσοκομείο. Μπορώ να κάτσω δίπλα σου για να μην χαθώ;» Άλλο που δεν ήθελα εγώ. Αρχίσαμε την συζήτηση. Του μίλησα για το «καθήκον» μου. Με ευχαρίστησε. Θυμάμαι και θα θυμάμαι το βλέμμα του, θαλασσί. Το χαμογέλιο του, ελληνικό. «Ξέρεις εμείς στο χωριό, δεν τους έχουμε ανάγκη τους πολιτικούς. Αυτοί θα μας πουν τι να κάνουμε στο χωριό μας; Τι ξέρουν; Όταν έχουμε κάποιο πρόβλημα στο καφενείο το συζητάμε. Όλα περνάνε από το καφενείο. Το καφενείο είναι η μικρή Βουλή και το κάθε χωριό, έχει την δική του Βουλή. Έτσι είναι κορίτσι μου: το χωριό μας το αγαπάμε.»
Πέρασα την ημέρα με την Χριστίνα, κόρη μου της Ελληνικής Οικουμένης. Η Χριστίνα είναι 36 χρονών. Όταν έχασε την μάνα της ήταν μόλις 11. Παντρεύτηκε, έκανε δυο παιδιά, αγόρια, και ο άντρας της την άφησε για μιαν άλλη όταν το τελευταίο παιδί ήτανε ακόμα μηνών. Και όταν ο πατέρας της, 65 χρονών, το έμαθε, πέθανε. Η Χριστίνα είναι όμορφη, έξυπνη, μορφωμένη, αξιοπρεπής αλλά αυτό δεν είναι τίποτα: Καλύτερη μάνα δεν έχω ξαναδεί. Αφού ο άντρας της δεν της δίνει δεκάρα, συντηρεί μόνη την οικογένεια δουλεύοντας ως μεταφράστρια την νύχτα όταν κοιμόνται τα παιδιά. Ποτέ δεν παραπονιέται. Εκείνη την ημέρα υποσχέθηκα στον Κωνσταντίνο, τον μεγάλο, 5 χρονών, να τον πάρω μαζί μου ένα απόγευμα στο σπίτι μου όταν θα έχω εγκατασταθεί πλέον στην Αθήνα και θα του κάνω κρέπες όπως το συνηθίζουν στην Βρετάνη. Αρέσουν πολύ στα παιδάκια. Με ένα πολύ σοβαρό ύφος ο Κωνσταντίνος μου απάντησε: «Εγώ θέλω τραχανά. Σαν αυτό που μας έκανε η μαμά το μεσημέρι, αγαπώ πάρα πολύ τον τραχανά!»
Στην επιστροφή καθόταν απέναντι μου μια γιαγιά. Tα είπαμε. Πάλι και εκείνη με ευχαρίστησε. Μου είπε την απλή ζωή της μεταξύ Αθήνας και χωριού. Έχει δυο κόρες. Η μια πέθανε στην ηλικία 37 ετών και από τότε φροντίζει τα δυο παιδιά της που είναι τώρα 22 και 20 χρονών αλλά που έχουν ανάγκη την αγάπη της γιαγιάς. «Ξέρεις, όταν το καλοκαίρι, πρωί-πρωί πριν να αρχίσει ο ήλιος να καίει, πηγαίνω στο περιβόλι να μαζέψω μελιτζάνες, κολοκύθια και διάφορα χορταρικά, ανοίγει η ψυχή μου. Τα βάζω μέσα στην ποδιά μου και μετά επάνω στο τραπέζι της κουζίνας που θα καθίσουν για πρωινό και περιμένω την στιγμή που θα πω στα εγγόνια μου: Τι θέλετε να σας μαγειρέψω σήμερα; Δεν έχω πάει σχολείο, έμαθα από το σχολείο της ζωής ό,τι ξέρω και από την θρησκεία μας που κάνει καλούς ανθρώπους. Αγαπώ την θρησκεία μας».
Τροφή για να βιώνει το σώμα, θρησκεία για να βιώνει η ψυχή και πολιτεία για την συμβίωση. Τόσο δύσκολο είναι; Και αφού ο παππούς του εικοστού πρώτου αιώνα αγαπά την πολιτεία, η γιαγιά του εικοστού πρώτου αιώνα αγαπά την θρησκεία και το Ελληνόπουλο του εικοστού πρώτου αιώνα αγαπά τον τραχανά, το ελληνικό έθνος θα ζήσει! Και αφού οι Φιλέλληνες ανήκουν στο Ελληνικό έθνος θεωρώ μεγάλη τιμή να συνεχίσω μαζί σας αυτή την εξαιρετική ιστορία.
Η ΕΛΛΑΣ ΖΕΙ!
ΠΗΓΗ: