Αθήνα, 14 Σεπτεμβρίου 2011
Κυρίες-οι,
Παίρνω την πρωτοβουλία να επικοινωνήσω μαζί σας, ως εκπροσώπων θεσσαλικών ΜΜΕ, με το θάρρος του Θεσσαλού, αφού κατάγομαι από ένα ημιορεινό χωριό της Καρδίτσας, όπου βρίσκεται το πατρικό μου, γεννήθηκα και έζησα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια σε μια επαρχιακή πόλη της Λάρισας, πέρασα μερικά χρόνια σε μια κωμόπολη της Μαγνησίας, ενώ με τα Τρίκαλα με συνδέουν συγγενικοί και φιλικοί δεσμοί. Τα αναφέρω εν είδει αυτοσυστάσεως και για να δείξω ότι, αν και ευτύχησα να επισκεφθώ κάθε γωνιά της υφηλίου, παραμένω δεμένος με την ιδιαίτερη πατρίδα μου, που θεωρώ τη Θεσσαλία.
Είμαι πεπεισμένος πως η σημερινή κατάσταση της χώρας μας είναι αδιέξοδη και θα παραμείνει αδιέξοδη, όποιες διορθωτικές παρεμβάσεις και εάν επιχειρηθούν από τους «υπευθύνους». Το αδιέξοδο του Θεσσαλού είναι ίσως πιο οδυνηρό. Και τούτο, διότι ως Θεσσαλοί είμαστε αντιμέτωποι με δύο πρωτόγνωρες προκλήσεις: εθνική κρίση και τοπική υπανάπτυξη. Το χειρότερο στοιχείο που χαρακτηρίζει αυτή τη δεινή κατάσταση, στην οποία έχουμε περιέλθει, είναι η παθητική στάση ημών των πολιτών για την αντιμετώπισή της. Θεώρησα την επικοινωνία μας αυτή αναγκαία και χρήσιμη με αφορμή την προαναφερόμενη προσωπική διαπίστωση. Δηλαδή, την έλλειψη γόνιμου προβληματισμού ή, όπως τον χαρακτηρίζω, κάποιας ζύμωσης στον τόπο μας για τους λόγους της βαθύτατης κρίσης σε εθνικό και τοπικό επίπεδο αφενός και αφετέρου για τους τρόπους φυγής προς τα μπρος.
Πιθανώς, να θεωρήσετε τον ισχυρισμό μου για το έλλειμμα γόνιμου προβληματισμού υπερβολικό. Θα μπορούσα και εγώ να υιοθετήσω αυτή την ετυμηγορία εάν κάποιος μου υπεδείκνυε συγκεκριμένες και ουσιαστικές κινήσεις-πρωτοβουλίες των κοινωνικών και πνευματικών φορέων (π.χ. Δικηγορικοί, Εκπαιδευτικοί-πανεπιστημιακοί, Πολιτιστικοί, Αγροτικοί Σύλλογοι, η τοπική μας Εκκλησία) όχι για τα συνηθισμένα, ιδιοτελή και αποσπασματικά αιτήματα αλλά για τα κοινά και υψηλά. Δυστυχώς, η έλλειψη μπροστάρηδων, δηλαδή ικανών και αποφασισμένων ανθρώπων να συσπειρώσουν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα σε πανθεσσαλικό επίπεδο είναι πασίδηλη.
Οι σκέψεις που θα σας κοινολογήσω δια της παρούσης δεν αποσκοπούν να στοχοποιήσουν ή να μειώσουν κάποιους. Άλλωστε, το μειονέκτημα της απόστασης, μια που διαμένω στην Αθήνα, δεν μου επιτρέπει να το επιχειρήσω και, εκτός τούτου, θα παρέκκλινα από τις προθέσεις μου. Δεν φιλοδοξώ, λοιπόν, να υποδείξω στους συμπατριώτες μας τρόπους να ιεραρχούν τις προτεραιότητές τους και να εκφράζουν τις ανησυχίες τους. Η δική μου παρέμβαση είναι περισσότερο πεζή, άδολη και απλή, θα έλεγα τετριμμένη, καθότι περιορίζεται στην κατάθεση κάποιων σκέψεων για περαιτέρω επεξεργασία. Είναι, δηλαδή, παρέμβαση ενός απλού πολίτη και μάλιστα στο εμβρυακό στάδιο της επεξεργασίας της. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να εκφράσω κατ΄ αρχάς μερικές προσωπικές διαπιστώσεις.
* * *
Η κρίση στη χώρα μας έχει τόσο βαθιές ρίζες, που δεν ξεπερνιέται με τις πολυδιαφημιζόμενες μεταρρυθμίσεις, αποσπασματικές οι περισσότερες και, κατά κανόνα, ελλιπείς ή άστοχες. Και τούτο, διότι η ελλαδική κρίση, σύμφωνα με τα δικά μου διαγνωστικά εργαλεία, δεν είναι απόρροια της οικονομικής κρίσης που ενέσκηψε στον δυτικό κόσμο αλλά, κατά κύριο λόγο, ενός μοναδικού στον κόσμο φαινομένου, της πρωτεύουσας-κράτους, του «κράτους των Αθηνών», που προτάσσει τον εαυτό του και απεμπολά το υπόλοιπο τμήμα του ελληνικού χώρου οικονομικά και εθνικά (βλ. Σκοπιανό, Κυπριακό, Θρακικό, Αιγαίο, ελληνοτουρκικά). Το φαινόμενο του ελλαδικού υδροκεφαλισμού αποτελεί τη μήτρα των δεινών, της τοπικής υπανάπτυξης μη εξαιρουμένης. Έτσι, μια ευλογημένη περιοχή, η θεσσαλική γη, που σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα ήταν η λοκομοτίβα ανάπτυξης, καθεύδει, ερημώνει, επαιτεί και χάνει την αγροκτηνοτροφική ταυτότητά της μέρα με τη μέρα. Και αυτό σε μια εποχή που οι διεθνείς τιμές των τροφίμων εκτοξεύονται, οι μεγαλοεπενδυτές τύπου Τζορτζ Σόρος επενδύουν στη γη και στην παραγωγή αγαθών της διατροφικής αλυσίδας και, το σπουδαιότερο, η πιο σημαντική μορφή της εθνικής και παγκόσμιας ασφάλειας είναι η διατροφική, αγγλιστί “food security”.
Εάν η Θεσσαλία αποφασίσει τελικά να αμφισβητήσει την υποτελή σχέση της που συνεπάγεται ο ελλαδικός υδροκεφαλισμός, εάν ανασυνταχθεί και ανακτήσει τον φυσιολογικό, αγροκτηνοτροφικό της χαρακτήρα θα ενεργοποιήσει και τις όμορες προς αυτήν περιοχές, που αποτελούν τον οικονομικό ζωτικό της χώρο. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να είμαι σαφής. Ομιλώ για ανάπτυξη παραγωγής αγαθών και παροχής υπηρεσιών υψηλών προδιαγραφών με μοχλό τον αγροκτηνοτροφικό τομέα και όχι τις ξαπλώστρες των θεσσαλικών ακτών και τα παρεμφερή θεάματα με την κακογουστιά των greeklish επιγραφών.
Το ζητούμενο για την ανασύνταξη και ανάταξη της περιοχής δεν είναι η εξεύρεση χρημάτων ούτε οι πολυπεπαιδευμένοι ειδικοί αλλά ο πρακτικός νους, το μεράκι και η θέληση. Είναι, κατά την άποψή μου, οι απλές και συντονισμένες κινήσεις, όπως, λ.χ., η εμφύτευση πειραματικών Αγροτικών Γυμνασίων/Λυκείων στη θεσσαλική ύπαιθρο. Δεν αμφισβητώ τη χρησιμότητα του άριστου Μουσικού Λυκείου Βόλου, αλλά αναρωτιέμαι. Δεν θα ήταν εξίσου χρήσιμο, εάν όχι χρησιμότερο, και ένα αντίστοιχο σχολείο, που θα προετοίμαζε αυριανούς αγρότες με γνώσεις στην επιστημονική καλλιέργεια, στο αγροτικό μάνατζμεντ και στην καλλιέργεια με φυσικούς και όχι βιομηχανοποιημένους σπόρους;
* * *
Θεώρησα χρήσιμη την παρένθεση αυτή για τα αγροκτηνοτροφικά, παρότι δεν διαθέτω εξειδικευμένες γνώσεις, για να οδηγήσω τη σκέψη μου σε πιο γνώριμα «νερά», σε τομείς που έχω εξοικείωση. Είναι φανερό πως, για να ριζώσει τόσο βαθιά και να απλωθεί τόσο πολύ η παρούσα κρίση, που η χώρα μας καλείται να αντιμετωπίσει με όρους προσβλητικούς για την εθνική μας αξιοπρέπεια, εκτός από την αθηναϊκή ευθύνη, υπάρχει και η τοπική συν-ευθύνη, ενεργητική ή/και παθητική δεν έχει και τόση σημασία. Το σκηνικό αυτό που στήθηκε με αποκλειστική ευθύνη των Αθηνών και συν-ευθύνη της περιφέρειας είναι ένα κακόγουστο δημιούργημα και δεν εξυπηρετεί το κράτος και το έθνος. Ωστόσο, διατηρείται ανέπαφο για δεκαετίες τώρα με τους απλούς πολίτες να παρακολουθούν ως θεατές το ίδιο και απαράλλαχτο έργο που δύσκολα κατανοούν αλλά, παρόλα αυτά, το υπομένουν και, κατά διαστήματα, χειροκροτούν τους πρωταγωνιστές του. Στην καταθλιπτική αυτή κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει, αντί να διεγερθούν οι συνειδήσεις και να συσπειρωθούν οι ενεργητικές δυνάμεις, αντί να αρθρωθεί λόγος μαχητικός και με περιεχόμενο, συνεχίζεται το ίδιο έργο με το ίδιο και απαράλλαχτο θέμα που είναι οι συχνές διαπιστώσεις, οι μονότονες περιγραφές του προβλήματος και η επανάληψη ενός ατέρμονος ευχολογίου με τα πολλά «πρέπει».
Η εικόνα που σχηματικά παρουσιάζω, στην οποία εμφανίζεται ένα σκηνικό με πρωταγωνιστές τις ηγετικές ελίτ των Αθηνών που αναλίσκονται σε ασπόνδυλες παρεμβάσεις και σε ατέρμονες φλυαρίες εξαγγελιών, με κομπάρσους τις τοπικές ελίτ και θεατές τους απλούς πολίτες που αφήνονται να αναβιώνει το σύνδρομο του μικροελλαδισμού που καλλιεργεί το «κράτος των Αθηνών», δεν είναι πρωτόγνωρη. Το ίδιο σκηνικό είχε στηθεί και στα τέλη του 19ου αιώνα, με τη μόνη διαφορά πως το σύνδρομο του μικροελλαδισμού της τότε εποχής ήταν γνωστό ως «η μικρά και έντιμος Ελλάς», η οποία όφειλε να τηρεί «άψογον στάσιν», τουτέστιν υποτακτική. Το σημερινό σκηνικό της παρακμής και της καθολικής εξάρτησης είναι, καθόλες τις ενδείξεις, εύθραυστο, σχεδόν ετοιμόρροπο, γι΄ αυτό και επικίνδυνο, όπως αποδείχθηκε και το αντίστοιχο του παρελθόντος που, εγκαίρως, το κατεδάφισαν τότε οι απλοί και άδολοι, οι οποίοι από αμέτοχοι θεατές έγιναν πρωταγωνιστές, πρώτα με το έπος του Μακεδονικού Αγώνα και, στη συνέχεια, με τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Σήμερα, φυσικά, το ζητούμενο δεν είναι η απελευθέρωση εδαφών αλλά η απελευθέρωση δυνάμεων, του αστείρευτου πνευματικού και παραγωγικού δυναμικού του ελληνισμού. Στην πρώτη περίπτωση, αυτή του παρελθόντος, η ανατροπή, θα έλεγα το θαύμα, επιτεύχθηκε, διότι υπήρχε συνείδηση εθνικής αποστολής και ο αγώνας δεν ήταν για τα λεφτά αλλά για την αρετή, «Ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούνται, αλλά περί αρετής» (Ηρόδοτος, Η, 26). Και αυτή είναι η διαφορά με το σήμερα, που το χαρακτηρίζει η έλλειψη συνείδησης αποστολής, δηλαδή η έλλειψη εθνικών στόχων, γι΄ αυτό ευνοείται ο ωχαδερφισμός, η πάρτη μας, η ατιμωρησία ακόμη και όταν τίθεται υπό διαπραγμάτευση η εθνική αξιοπρέπεια (π.χ. Σχέδιο Ανάν, Αιγαίο, Μνημόνιο), η έλλειψη αυστηρών και αμετακίνητων κόκκινων γραμμών, η μη ισχυρή αίσθηση του ανήκειν, η έλλειψη αυτογνωσίας σε τελική ανάλυση, που αποδυναμώνει την εμπιστοσύνη στις εγχώριες δυνάμεις, όσο λαμπρές και ικανές αυτές κι αν είναι.
Η έλλειψη αισθήματος αποστολής που προανέφερα έχει προκαλέσει το τεράστιο εθνικό έλλειμμα, το οποίο είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού. Μου προξενεί, για παράδειγμα, πληκτική διάθεση η παρακολούθηση τηλεοπτικών εκπομπών με φιλοξενούμενους τους «ενταγμένους» και «υπεύθυνους» ή η ανάγνωση γενικόλογων και αποσπασματικών άρθρων τους στον τοπικό Τύπο. Η έλλειψη πρωτοτυπίας, η γενικολογία και συχνά η τιποτολογία χαρακτηρίζουν εν πολλοίς τη σκέψη τους, κατ΄ αντιγραφήν της αθηναϊκής πρακτικής, όπως διαπιστώνω προσωπικά κάθε φορά που βρίσκομαι στην πατρογονική γη. Και τούτο, διότι το σύνδρομο του μικροελλαδισμού, ως συνέπεια της έλλειψης συνείδησης αποστολής, επηρεάζει καθοριστικά τη σκέψη τους.
Ποιος, άραγε, μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι υπήρξε ή υπάρχει Θεσσαλός πολιτικός με όραμα, σθένος και επιμονή κατά το προηγούμενο του Αβέρωφ, ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά στη μεταμόρφωση του Μετσόβου από μια άσημη, απομονωμένη και ξεχασμένη κτηνοτροφική περιοχή σε διεθνές σημείο αναφοράς; Ακόμη και το φωτεινό παράδειγμα του Μεγάλου Πλαστήρα παραμένει η εξαίρεση, καθότι ο εν λόγω συνέλαβε μεν την ιδέα της ομώνυμης τεχνητής λίμνης στην περιοχή των Αγράφων, αλλά οι επίγονοί του αδυνατούν να ολοκληρώσουν ένα αξιοπρεπές οδικό δίκτυο προς και πέριξ αυτής και να την εντάξουν σε ένα ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο παραγωγικής (αγροκτηνοτροφικής) ανάπτυξης, που θα την καθιστούσε διεθνώς γνωστή ως περιοχή επώνυμων αγαθών της διατροφικής αλυσίδας και όχι ως περιοχή, όπου απλώς ξαποσταίνουν οι «κουρασμένοι» των Αθηνών. Και ας μη βιαστούμε να επαναλάβουμε το γνωστό ρεφραίν ότι «αυτά δεν γίνονται», διότι θα αντιπροτείνω πως η χώρα μας για δεκαετίες είχε ταυτιστεί στο εξωτερικό με ένα και μόνο ποιοτικό προϊόν, το “brandy METAXA”, ενώ η Δανία εξελίχθηκε σε μια από τις πλέον ανεπτυγμένες χώρες στον κόσμο, με άξονα ανάπτυξης την κτηνοτροφία και την αλιεία.
* * *
Οι προαναφερόμενες επισημάνσεις δεν αποσκοπούν στον εξοστρακισμό των επαγγελματιών πολιτικών και στη δαιμονοποίηση των κομμάτων και της πολιτικής τους, αλλά στην αποτύπωση της πραγματικότητας, όπως εγώ τη διαισθάνομαι και τη βιώνω, γεγονός που οδηγεί τη σκέψη μου στην εξής διαπίστωση. Η εθνική ανάταξη και η τοπική αναγέννηση δεν θα προέλθουν από τους πολυγραμματισμένους του Χάρβαρντ και από τους καθ΄ έξιν επαίτες της συμμαχικής ή, αναλόγως, αθηναϊκής αλληλεγγύης ούτε από την ελίτ μερίδα του πληθυσμού γενικότερα, αλλά από τους απλούς πολίτες, οι οποίοι έχουν προς διάθεση ένα τεράστιο κεφάλαιο ενέργειας και δημιουργικότητας που παραμένει μονίμως στα αζήτητα. Εξάλλου, οι «ενταγμένοι» και οι «υπεύθυνοι» σε εθνικό και τοπικό επίπεδο έχουν στερέψει, προ πολλού, από κάθε ίχνος δημιουργικής φαντασίας και μέσα τους έχει εξανεμιστεί κάθε ζέση για δημιουργία.
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι η ενεργοποίηση των απλών πολιτών. Γνωρίζω πολύ καλά, πως μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν και η εξιδανίκευση μιας μερίδας πολιτών κάνει εξίσου κακό με τη δαιμονοποίηση μιας άλλης. Θεωρώ, όμως, πως οι απλοί πολίτες έχουν αστείρευτα αποθέματα δημιουργικότητας που, για να αναδειχθούν, απαιτείται διαφορετική προσέγγιση από τη γνωστή, σημερινή εχθρική αντιμετώπιση. Άλλωστε, η ελληνική εμπειρία είναι άκρως διδακτική στο σημείο αυτό. Το θαύμα της κλασικής Ελλάδας οφείλεται στην ανάδειξη των απλών πολιτών σε πρωταγωνιστές μέσω της καθιέρωσης της «άμεσης δημοκρατίας», που ανέδειξε το «εμείς» και βρίσκεται στον αντίποδα της σημερινής «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» των ελίτ και της μετριοκρατίας, που καθιέρωσε το «εγώ». Ελλείψει κάποιου θεσμικού πλαισίου για την ενεργοποίηση των απλών πολιτών, σημαντικό ρόλο μπορεί και πρέπει να παίξουν τα τοπικά ΜΜΕ, ηλεκτρονικά και έντυπα, εκείνα, τουλάχιστον, που ανθίστανται ακόμη στις σειρήνες της «ένταξης» και λειτουργούν με αίσθημα αποστολής.
Σε καμία περίπτωση δεν επιθυμώ να προσδώσω ιδιότητες στα τοπικά ΜΜΕ που είναι εκτός και πέραν των δυνατοτήτων τους. Δεν μπορώ, όμως, να μην επισημάνω πως οι δυνατότητές τους είναι απείρως περισσότερες από αυτές ενός ατόμου, ο οποίος το καλύτερο που μπορεί να προσφέρει είναι η σπορά ενός σπόρου, μιας ιδέας, όπως πιστεύω πως έπραξα με την εργασία μου που δημοσιεύτηκε προ έτους περίπου στο μηνιαίο περιοδικό «Στρατηγική» (Δεκ. 2010, σελ. 118-125), την οποία και επισυνάπτω. Οφείλω, όμως, να ομολογήσω πως ο σπόρος που έσπειρα με τη δημοσίευση αυτού του άρθρου δεν καρποφόρησε, αφού δεν υπήρξε από κάποια πλευρά ανταπόκριση, γεγονός που μ΄ έκανε να αισθανθώ ότι μονολογώ. Παρόλα αυτά δεν κιοτεύω. Τον προβληματισμό μου τον μετέφερα σε ένα άλλο ακροατήριο με αφορμή μια ομιλία μου στα Τρίκαλα και τον αναπτύσσω έτι περαιτέρω σε ένα ανολοκλήρωτο ακόμη βιβλίο, το οποίο για να καταστεί εύκολα, ανέξοδα και ευρύτερα προσβάσιμο θα το εκδώσω διαδικτυακά και θα το κυκλοφορήσω ως ψηφιακό (e-book), κάποια στιγμή μέσα στο φθινόπωρο.
* * *
Οι προσωπικού χαρακτήρα αναφορές μου δεν αποσκοπούν στην αυτάρεσκη προβολή ή να πείσουν για την ορθότητα των θέσεών μου. Έκρινα, ωστόσο, χρήσιμη τη δημοσιοποίησή τους όχι από εγωτικό οίστρο αλλά, διότι θεωρώ χρέος μου να κοινολογήσω κάποιες γνώσεις και εμπειρίες ζωής, που ενδεχομένως να φανούν χρήσιμες στην επιζητούμενη ζύμωση ιδεών, που απαιτεί συλλογική δράση και, οι οποίες ιδέες, μπορεί να οδηγήσουν από το δέον γενέσθαι στο γενέσθαι, από τη θεωρία στην υλοποίηση.
Θα το διατυπώσω διαφορετικά. Δεν ομιλώ ως ένας απομεμακρυσμένος παρατηρητής και «εγώ-πληκτος» των Αθηνών αλλά ως ένας πολίτης με βιώματα που δεν αντέχει τη μιζέρια των «μονόδρομων» και προτάσσει κάποιες απόψεις ως ζύμη προβληματισμού, ως βάση για την έναρξη ενός ευρύτερου διαλόγου που αφορά στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Θεωρώ χρέος μου, όπως την βιωματική εμπειρία και την επιστημονική μου γνώση να την καταθέσω στο «δήμο» για διαβούλευση με στόχο να διευρυνθεί ο προβληματισμός των προτάσεών μου από άλλους με φαντασία και ανιδιοτελές πάθος, από τους μη ενταγμένους, οι οποίοι διατηρούν το προνόμιο της «ουσίας», δηλαδή να μην είναι στην «εξουσία» (=εκτός ουσίας).
Ενδεχομένως, μέσα από τις γραμμές αυτού του κειμένου να αναδύονται έντονα συναισθήματα ανησυχίας, ίσως και πόνου, και να αιωρείται ένα βασανιστικό όσο και αναπάντητο «γιατί». Εάν πράγματι αυτό συμβαίνει δεν οφείλεται σε απόγνωση του γράφοντος αλλά σε υπερφόρτωση εμπειριών, που εκ των πραγμάτων διευρύνουν το πεδίο για συγκρίσεις και για αναγωγές στα τοπικά δεδομένα. Ευτυχείς συγκυρίες της ζωής με αξίωσαν να συνδιαλεχθώ με ανθρώπους από όλη την κοινωνική κλίμακα στη χώρα μας και σχεδόν σε κάθε γωνιά της υφηλίου. Είχα, δηλαδή, τη δυνατότητα να επισκεφθώ δεκάδες χώρες σε κάθε γωνιά της γης, να μελετήσω τα συστήματά τους, να συγκρίνω νοοτροπίες, να ανταλλάξω εμπειρίες, να σφυρηλατήσω φιλίες. Το γενικό συμπέρασμα που διαμόρφωσα από αυτή την πλούσια βιωματική μου οδύσσεια είναι ότι ως πολίτες του ελλαδικού κράτους βρισκόμαστε σε ανυποληψία στο εξωτερικό και σε κάθετη πτώση ατομικής και συλλογικής ζωτικότητας και δημιουργικότητας στο εσωτερικό, παρότι οι εξαιρέσεις δεν λείπουν. Και τούτο, διότι οι θεσμικοί φορείς του κράτους «μας» παραλύουν την ενεργητικότητά μας και αυτό απλοελληνικά αποδίδεται σήμερα ως «οικονομική κρίση» και παρουσιάζεται ως απόρροια του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, με εμφανή στόχο οι ένοχοι να συγκαλύψουν τις ευθύνες τους. Θα αναφέρω ένα εξειδικευμένο παράδειγμα και παρακαλώ να το εκλάβετε ως ενδεικτική περίπτωση ενός γενικευμένου ελλαδικού φαινομένου, που αναδεικνύει την πηγή της κακοδαιμονίας και της ενοχής.
* * *
Στην εφημερίδα των Αθηνών «Ελευθεροτυπία» (27/07/2011, σ. 5), δημοσιεύτηκε ως πληρωμένη καταχώρηση (ξένη δημοσίευση) αποκαλυπτική επιστολή ενός εκ των κορυφαίων εργοληπτών της χώρας, με τον οποίο διατηρώ φιλική σχέση επί τριακονταετία και μπορώ να εγγυηθώ προσωπικά για την «ποιότητα» του ανδρός. Η αποκάλυψη αφορά τέσσερις υπουργούς, οι οποίοι, προτάσσοντας τη διατήρηση της κομματικής τους πελατείας, προβαίνουν σε ασύστολη κατασπατάληση εθνικών και ευρωκοινοτικών πόρων για την κατασκευή ισάριθμων πολιτικών αεροδρομίων στις εκλογικές τους περιφέρειες. Στη μια μάλιστα περίπτωση αποφασίστηκε η κατασκευή νέου αεροδρομίου, παρότι σε απόσταση μόλις 20 χλμ λειτουργεί άλλο Διεθνές Αεροδρόμιο. Και αυτά, σε μια κρίσιμη οικονομικά περίοδο, για την υπέρβαση της οποίας απαιτείται περισσότερο από κάθε άλλη φορά χρηστή διοίκηση και, επί του προκειμένου, όταν υφίστανται άμεσες ανάγκες εκσυγχρονισμού και επέκτασης των ήδη υπαρχόντων αεροδρομίων σε εκείνες τις νησιωτικές περιοχές, που παρουσιάζεται διπλασιασμός της επιβατικής κίνησης και στις οποίες ήδη έχουν γίνει σοβαρές ιδιωτικές επενδύσεις με την προτροπή του ίδιου του κράτους.
Και ας μη βιαστούμε να ρίξουμε το λίθο του αναθέματος στους προαναφερόμενους πολιτικούς και την περίπτωση να τη θεωρήσουμε μεμονωμένη, καθότι ο καταγγέλλων είναι σαφής πως αυτή η συμπεριφορά δεν είναι κομματικά μονόχρωμη, αφού αποτελεί κατεστημένη πολιτική νοοτροπία. Αποδίδω ιδιαίτερη βαρύτητα στα λεγόμενα του καταγγέλλοντος, διότι, ως συστημικός, γνωρίζει πρόσωπα και καταστάσεις εκ των έσω, γνωρίζει το σύστημα πολύ καλά και έχει ως πρόσθετο προτέρημα ότι τολμά να μιλήσει. Γι΄ αυτό, θα επικαλεστώ δύο ακόμη αποκαλυπτικά δημοσιεύματά του στην εφημερίδα των Αθηνών «Καθημερινή» (10/11/2009 και 08/12/2009, αντίστοιχα). Στα δημοσιεύματα αυτά περιγράφεται με λεπτομέρεια η διακομματική και διαχρονική νοοτροπία της κατασπατάλησης δημόσιου χρήματος με αδιαφανείς τρόπους. Στο «σπορ» αυτό διακρίθηκε συντοπίτης μας μεγαλοϋπουργός του πρόσφατου παρελθόντος, ο οποίος κατονομάζεται ως εμπνευστής της ομώνυμης «σχολής» σκέψης για το πώς μπορείς να εκτελέσεις ένα έργο αγνοώντας νόμους και διαδικασίες με συνέπεια την συστηματική υπερδιόγκωση του αρχικού κόστους κατασκευής του. Και αυτά ατιμωρητί. Κάπως έτσι οδηγηθήκαμε στο δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας μέσω μιας ταφικής σιωπής των «υπευθύνων» και «συν-υπευθύνων».
* * *
Αναφέρω τα συγκεκριμένα παραδείγματα, για να δείξω, πέραν των (συν)υπευθύνων της πτώχευσης, την ανθελληνική νοοτροπία του αθηναιοκεντρικού κράτους, που κατασπαταλά το δημόσιο χρήμα, που εγκρίνει και κατασκευάζει έργα τα οποία δεν έχουν εθνική αναφορά, ούτε καν τοπική χρησιμότητα. Δηλαδή, δεν εντάσσονται σε κάποια αναπτυξιακή λογική αλλά σπέρνονται ανά την επικράτεια έργα βιτρίνας ή κατασκευάζονται έργα που εξυπηρετούν κατά βάση, εάν όχι κατ΄ αποκλειστικότητα, το μεγαθήριο των Αθηνών, όπως επεξηγώ λεπτομερώς στο άρθρο που σας επισυνάπτω.
Οι αναφορές μου στα συγκεκριμένα γεγονότα που δημοσιοποιήθηκαν στον αθηναϊκό Τύπο από ένα σημαίνον πρόσωπο του «συστήματος» έχει και μια άλλη διάσταση, πιο πρακτική. Αποτελούν αγωνιώδες κάλεσμα προς τα θεσσαλικά ΜΜΕ να αναλάβουν ενεργότερο ρόλο στην ενημέρωση, για να διεγερθούν συνειδήσεις, να γίνουν μπροστάρηδες μιας δραστήριας μειοψηφίας. Είμαι πεπεισμένος πως η συλλογική δράση, που είναι το ζητούμενο, ξεκινά από άτομα και συνεχίζεται από μια δραστήρια μειοψηφία, πίσω από την οποία ακολουθεί το σύνολο των πολιτών και, τελικά, παίρνει τη δυναμική της κοινής γνώμης. Η κοινή γνώμη, όταν είναι γνήσια, διαθέτει μαγικές δυνάμεις. Ας μην αγνοήσουμε τη δύναμη αυτή που είναι τόσο σημαντική για την ανάταξη της παρακμάζουσας Θεσσαλίας. Νισάφι πια με τις μεταρρυθμίσεις και τα προγράμματα των «υπευθύνων».
Πιστεύω, πως οι διευθύνσεις των ηλεκτρονικών και έντυπων ΜΜΕ της Θεσσαλίας έχουν φαντασία και τη θέληση να διερευνήσουν αποτελεσματικούς τρόπους μιας ελπιδοφόρου για τον τόπο μας παρέμβασης. Θα έλεγα, εάν δεν θεωρηθώ υπερβολικός, πως έχουν ηθικό χρέος και πατριωτική υποχρέωση να τολμήσουν την έναρξη ενός διαλόγου προβληματισμού, ακόμη και διακαναλικών συζητήσεων, καθώς και άλλων παρεμβάσεων με θεσσαλική και όχι στενά τοπικιστική αναφορά, που θα αποσκοπούν στην παραγωγή ιδεών με πρακτικό αντίκρισμα για την χειμαζόμενη Θεσσαλία, διότι η Ιστορία θα είναι τελικά σκληρή με όλους μας.
* * *
Εν είδει υποσημείωσης: προτείνω, όπως, από τον διάλογο προβληματισμού που θα ενεργοποιηθεί από τα τοπικά ΜΜΕ, όταν και εάν τελικά αποφασιστεί, αποκλειστούν οι «υπεύθυνοι», ώστε να μην εκνευριστούν οι συμπατριώτες μας από τις κενολογίες τους και η όποια προσπάθεια ακυρωθεί εν τη γενέσει της. Άλλωστε, οι της «εξουσίας» είναι «εκτός ουσίας»! Αυτοί ας περιοριστούν στα πολιτικά “talk show”.
Με εκτίμηση
Δρ. Γεώργιος Μούρτος
e-mail: georgemourtos@yahoo.com