Η ψυχή –κυρίως αυτή του ανθρώπου– είναι ένα θέμα που απασχολεί πολλούς. Κάποτε (όταν σπούδαζα Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο La Trobe) απασχόλησε και μένα. Είχα τρέξει στον Πλάτωνα για να βρω την ουσία και το μέλλον της αμαρτωλής ψυχής μου, αλλά γρήγορα απογοητεύτηκα. Ο Αθηναίος σοφός δεν μου έδινε αυτό που ζητούσα: μια συστηματική περί ψυχής πραγματεία. Αυτό που μου έδινε ήταν κάποιες σκόρπιες σκέψεις, περασμένες από το στόμα του Σωκράτη, κυρίως στους διάλογους Φαίδρος και Φαίδων. Τελικά, αυτός που με πήρε από το χέρι και μου έδειξε ολόγυμνη την ψυχή μου, ήταν ο Σταγειρίτης σοφός – ο μεγάλος Αριστοτέλης. Νιώθω τώρα την υποχρέωση να σας καλέσω σ’ έναν περίπατο στα στενορύμια του μυαλού του. Εκεί θα βρείτε και τη δική σας ψυχή. Αλλά πρώτα θα εξηγήσω γιατί με απογοήτευσε ο Πλάτωνας.
Η ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ
Στον πλατωνικό διάλογο Φαίδων, ο Πλάτωνας βάζει τον Σωκράτη να λέει: «…επειδάν πίω το φάρμακον ουκέτι υμίν παραμενώ, αλλ’ οιχήσομαι απιών εις μακάρων δή τινας ευδαιμονίας» (115d). Δηλαδή: «…αφού πιω το δηλητήριο, δεν θα μείνω πια κοντά σας, αλλά θα φύγω γρήγορα και θα πάω ν’ απολαύσω κάποιες ευδαιμονίες ευτυχισμένων ανθρώπων».
Στο σημείο αυτό περίμενα να δω τον Πλάτωνα να βάζει τον Κρίτωνα να ρωτά τον Σωκράτη: «Δάσκαλε, καλά μας τα λες, αλλά σε ποιον ακριβώς τόπο πρόκειται να πας και με ποιο σώμα θα ταξιδέψεις, αφού σε λίγο θα κάψουμε ετούτο εδώ το χωματένιο σώμα που κουβαλάς;»
Το ερώτημα αυτό είναι «φουσκωμένο», σαν γυναίκα στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης της. Εμπερικλείει άλλα, σπουδαία ερωτήματα. Για παράδειγμα, «Με ποια σημάδια μια ασώματη ψυχή ξεχωρίζει από μιαν άλλη;» «Με ποιον τρόπο μια ασώματη ψυχή κινείται, χωρίς τις απαραίτητες φυσικές διαστάσεις – ύψος, πλάτος, βάθος;» «Πώς επικοινωνούν και πώς χαίρονται δύο ασώματες ψυχές στον (υποτιθέμενο) άλλον κόσμο;»
Ένιωσα μεγάλη απογοήτευση, όταν δεν είδα να σφυροκοπούνται τα ερωτήματα αυτά στους διαλόγους του Πλάτωνα. Την απογοήτευση αυτή ήρθε αργότερα να μου τη μαλακώσει λίγο ο Απόστολος Παύλος, πετώντας στα πόδια των Ιουδαίων της Κορίνθου ετούτα εδώ τα σπουδαία ερωτήματα: «Πώς εγείρονται οι νεκροί; Ποίω δε σώματι έρχονται;» (Προς Κορινθίους Α΄ 15:35). Δηλαδή: «Με ποιον τρόπο ανασταίνονται οι πεθαμένοι, και με ποιο σώμα έρχονται (στη μεταθανάτια ζωή);»
Όμως η απάντηση που ο ίδιος πειράται να δώσει γεννά άλλα, πιο δύσκολα, ερωτήματα. Απαντά, λοιπόν, και λέει: «Σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν. Ει έστιν σώμα ψυχικόν, έστιν και πνευματικόν» (ό.π. 15:44). Δηλαδή: «Σπέρνεται σώμα φυσικό, ανασταίνεται σώμα πνευματικό. Εάν υπάρχει σώμα φυσικό, υπάρχει και πνευματικό». Εδώ, με τη λέξη «σπέρνεται», εννοεί «ενταφιάζεται». Συνεπώς, θέλει να πει: θάβουμε ένα φυσικό ανθρώπινο σώμα, και μετά έχουμε ένα αναστημένο πνευματικό σώμα.
Το πρόβλημα με την απάντηση αυτή είναι πασιφανές. Όταν μιλάμε για «πνεύμα», εννοούμε κάτι που δεν έχει στοιχεία ύλης (χώμα, νερό, αέρα, φωτιά). Και αυτό που δεν έχει ύλη, δεν μπορεί να έχει διαστάσεις. Και αυτό που δεν έχει διαστάσεις, δεν μπορεί να «εγείρεται» και να κινείται στον φυσικό χώρο. Αν προσπαθήσουμε να μιλήσουμε για κάποιον «άλλον» (μη φυσικό) χώρο, τότε μπαίνουμε στο χώρο της μεταφυσικής αερολογίας.
Αυτά, εν ολίγοις, με την απογοήτευσή μου, τόσο με τον Πλάτωνα όσο και με τον Απόστολο Παύλο. Καιρός τώρα να στρέψουμε την προσοχή μας στον Αριστοτέλη, στον κατ’ εξοχήν συστηματικό Έλληνα φιλόσοφο.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Ο Αριστοτέλης, στην Περί ψυχής πραγματεία του, μιλώντας για την ψυχή, πατά σταθερά στον φυσικό χώρο και παρακολουθεί τα φυσικά δεδομένα. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η ουσία της ψυχής, όχι η μεταθανάτια τύχη της. Έτσι, καταφέρνει να υπερακοντίσει τον δάσκαλό του, τον Πλάτωνα, διατυπώνοντας τον πιο τέλειο (κατά την άποψή μου) ορισμό, που ανταποκρίνεται στην ουσία και φύση της ψυχής. Στον ορισμό αυτό περιστρέφεται ολόκληρη η πραγματεία του – ένα σπουδαίο φιλοσοφικό σύγγραμμα, για το οποίο εμείς οι φιλάρχαιοι Νεοέλληνες δικαιολογημένα υπερηφανευόμαστε.
Στην προσπάθειά μας να παρουσιάσουμε τη σκέψη του Σταγιρίτη σοφού, σχετικά με την ψυχή, θα χρησιμοποιήσουμε εδώ τη νεοελληνική γλώσσα, εμβολιάζοντάς τη, όταν και όπου χρειάζεται, με λόγια του Αριστοτέλη, προσπερνώντας τις λεπτομερείς αναλύσεις και αποφεύγοντας τα εκτεταμένα σχόλια. Δεν είναι απαραίτητο να έχει κανείς σπουδάσει φιλοσοφία για να κατανοήσει αυτά που ακολουθούν στη σειρά αυτή των άρθρων.
Να πούμε εδώ ότι, για τον Αριστοτέλη, οτιδήποτε ζει, έχει ψυχή. Συνεπώς, και το αθώο γαϊδουράγκαθο έχει ψυχή. Αν δεν είχε, δεν θα ζούσε, δεν θ’ άφηνε απογόνους και δεν θα πέθαινε. Να πούμε, επίσης, ότι η λέξη «ψυχή» έρχεται κατ’ ευθείαν από το ρήμα «ψύχω», που σημαίνει «ψυχραίνω», «δροσίζω», «φυσώ», «πνέω». Και από το ουσιαστικό «ψυχή» έρχεται το «ψυγείο», που κανονικά έπρεπε να είναι «ψυχείο». Αλλά ας μη μας «ψυχοπλακώνει» η «ψυχοφθόρος» και «ψυχοκτόνος» λεπτομέρεια. Ας προχωρήσουμε «ψύχραιμα» και «ψυχωμένα» στην «ψυχωφελή» ανάγνωση της Περί ψυχής πραγματείας του Αριστοτέλη.
(Συνεχίζεται)