Αιώνια κηδεία ή ξαφνικός θάνατος;
ethanlindsey/Flickr
Το πραγματικό δίλημμα του δημοψηφίσματος είναι «αιώνια κηδεία ή ξαφνικός θάνατος». Μία ή άλλη, το αποτέλεσμα θα είναι εξαιρετικά επίπονο. Όμως, αυτό το δημοψήφισμα έπρεπε να γίνει!
Το αντεπιχείρημα πολλών είναι ότι στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η εξουσία δίδεται αντιπροσωπευτικά στην κυβέρνηση για να παίρνει τις μεγάλες αποφάσεις και την ευθύνη τους--όχι για να την μετακυλίει την κρίσιμη στιγμή στον κόσμο. Και αυτό θα ίσχυε όντως υπό κανονικές και ομαλές συνθήκες.
Μολαταύτα, υπάρχει όντως μια ασάφεια στην εντολή που έλαβε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ: η εντολή της 25ης Ιανουαρίου δεν υπαγορεύει ξεκάθαρα το ποια πρέπει να είναι η συμπεριφορά της κυβέρνησης στο δίλημμα που της τέθηκε. Πόσοι την ψήφισαν για ρήξη, πόσοι για μνημόνιο light; Χωρίς δημοψήφισμα, η ελληνική κυβέρνηση θα παραβίαζε την λαϊκή εντολή είτε υπέγραφε την σκληρότατη συμφωνία, είτε πραγματοποιούσε ρήξη. Αυτό καθιστά το δημοψήφισμα ένα δημοκρατικά επιβεβλημένο ρίσκο.
Το πιο σημαντικό όμως είναι η εγγενής δημοκρατικότητα του δημοψηφίσματος, αφ' ης στιγμής πραγματοποιείται με έντιμο και σαφώς οριοθετημένο ερώτημα, και οι συνέπειές του για την ευθύνη των αποφάσεων. Με το δημοψήφισμα, ό,τι κι αν βγάλει, την πλήρη ευθύνη για αυτό που θα επακολουθήσει θα την έχει άμεσα ο ελληνικός λαός, χωρίς προσχήματα και υπεκφυγές. Είτε για καλό είτε για κακό, μετά το δημοψήφισμα θα γνωρίζουμε πως ό,τι συμβεί, συνέβη με την ρητή συναίνεση και επιβεβαίωση του ελληνικού λαού. Ό,τι κι αν αποφασιστεί, τουλάχιστον θα ξέρουμε ότι αποφάσισε ο λαός και ότι δεν παρακάμφθηκε η (όποια, ειδάλλως ανεξιχνίαστη) βούλησή του από μετα-δημοκρατικές πραγματικότητες.
Το γεγονός ότι η επιλογή του δημοψηφίσματος είναι ορθή και δημοκρατικά υπεύθυνη δεν εξωραΐζει μια κυβέρνηση εξαιρετικά προβληματική ήδη από τα γεννοφάσκια της. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία: κάθε πράγμα στον καιρό του.
Ακούσθηκε ότι δε νοείται να πραγματοποιηθεί δημοψήφισμα σε οκτώ ημέρες, αποκλείοντας έτσι την επαρκή ενημέρωση του κόσμου. Η αλήθεια είναι ότι, υπό κανονικές συνθήκες και όχι όταν έχει ήδη αρχίσει η οικονομική Αποκάλυψη, τα δημοψηφίσματα οφείλουν να προβλέπουν επαρκή και ικανό χρόνο προετοιμασίας και διαβούλευσης. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συζητάμε για οκτώ ημέρες αλλά για πέντε χρόνια! Τα υπέρ και τα κατά διλημμάτων όπως «μνημόνιο ή ρήξη, ευρώ ή δραχμή» έχουν αναλυθεί εξαντλητικά τα τελευταία πέντε χρόνια. Επίσης, όλα τα επιχειρήματα όλων των πλευρών θα ειπωθούν με όλους τους δυνατούς τρόπους πλήρως, εξαντλητικά και εξουθενωτικά μέσα στην επόμενη εβδομάδα, με πόλωση φοβερή--και ο καθείς επιλέγει.
Είναι προφανές ότι η πίσω πλευρά του ερωτήματος «ναι ή όχι στην συμφωνία» είναι «ευρώ ή δραχμή». Δεν ενδέχεται μια ομαλή συνέχεια εντός ευρώ εαν επιλεγεί η ρήξη, είτε αυτό γίνει κοινή συναινέσει είτε δια της ασφυξίας. Το «συμφωνία ή όχι» μεταφράζεται άμεσα και για όλους στο ερώτημα για το νόμισμα, αδιαπραγμάτευτα--και αποτελεί ανειλικρίνεια και ανευθυνότητα το κρυφτό που παίζεται εδώ, από κυβερνητικούς και μη.
Όμως ακόμα και μετά από αυτήν την παραδοχή, προκύπτουν προβλήματα σχετικά με τα πιθανά αποτελέσματα του δημοψηφίσματος--ερωτήματα στα οποία δεν έχουν δοθεί οι απολύτως απαραίτητες ξεκάθαρες απαντήσεις. Εντάξει, το «ναι» θα σημάνει συναίνεση στην όποια συμφωνία μας δοθεί και, κατά πάσα πιθανότητα, παραίτηση της κυβερνήσεως και εκλογές για να σχηματιστεί κυβέρνηση που θα υλοποιήσει την συμφωνία. Τί ακριβώς θα σημάνει όμως το «όχι»; Είτε με οικειοθελή και άμεση αποχώρηση από το ευρώ είτε (τις πρώτες ημέρες) χωρίς, τί προτίθεται να πράξει η κυβέρνηση την επόμενη μέρα; Τί μέτρα θα λάβει, με ποιόν τρόπο θα πληρώσει μισθούς και συντάξεις, τί φορολογία θα επιβάλει, τί θα κάνει με το εξωτερικό χρέος, από πού θα «κόψει» και πώς; Ποιό είναι το σχέδιο, χωρίς εξωραϊσμούς; Ποιοί οι κίνδυνοι του χάους; Οι απαντήσεις δεν είναι αυτονόητες, και αποτελούν την μεγάλη «τρύπα» στην εντιμότητα του δημοψηφίσματος από κυβερνητικής πλευράς.
Εκπλήσσει όμως το πόσοι επιτίθενται στο ίδιο το ενδεχόμενο του δημοψηφίσματος καθ' αυτό, όχι στο ακριβές ερώτημά του, στις προθέσεις και θέσεις των κυβερνώντων ή στο άδηλο του μέλλοντος. Πόσοι το ονομάζουν ανεύθυνο ή ακόμα και εγκληματικό. (Ακούσαμε επίσης φωνές ότι το δημοψήφισμα είναι «αντιδημοκρατικό» ή «πραξικοπηματικό», αλλά με αυτές τις φωνές δεν θα ασχοληθούμε....) Δηλαδή ποια θα ήταν η υπεύθυνη στάση της κυβέρνησης; Η μονομερής υλοποίηση μιας επιλογής για την οποία η κυβέρνηση ουδέποτε έλαβε σαφή εντολή, είτε αυτή είναι η συγκεκριμένη συμφωνία είτε είναι η ρήξη; Με έκπληξη βλέπουμε να καταβάλλεται μια τεράστια προσπάθεια όχι προς την χειραγώγηση προς μια συγκεκριμένη επιλογή στο δημοψήφισμα («ψηφίστε ____!»), όπερ και θα ήταν το δημοκρατικώς εύλογο, αλλά στην καταγγελία του ίδιου του δημοψηφίσματος ως απεχθούς--που, όπως και να το κάνουμε, αποτελεί την άμεση απεύθυνση στο εκλογικό σώμα για ένα εξαιρετικά κρίσιμο θέμα.
Και τέλος πάντων, όσοι καταγγέλλουν το ίδιο το δημοψήφισμα θα προτιμούσαν την υπογραφή της συμφωνίας και την παραμονή στο ευρώ. Αυτοί όμως δεν διατράνωναν στις διαδηλώσεις «Μένουμε Ευρώπη» ότι συγκροτούν την «σιωπηρή πλειοψηφία»; Αφού είναι η σιωπηρή πλειοψηφία, τί έχουν να φοβηθούν από ένα δημοψήφισμα στο οποίο καλούνται να ψηφίσουν, με την πλειοψηφία--οσοδήποτε σιωπηρή ή θορυβώδη--να υπαγορεύει ανεπίστρεπτα την πολιτική της;
Υπάρχει όμως και ένας άλλος αναβαθμός καταγγελίας του δημοψηφίσματος, σοβαρότερος από τον προηγούμενο και εμφανέστατος στα κοινωνικά δίκτυα. Αναφέρομαι σε όσους συμπολίτες μας (διάσπαρτους στο πολιτικό φάσμα αλλά με έντονη παρουσία στο «δημοκρατικό τόξο») θα προτιμούσαν κατά βάθος να μην ψηφίζει καν ο λαός, ενδεχομένως γενικά και όχι μόνο στα δημοψηφίσματα, «γιατί δεν είναι ώριμος για τις μεγάλες αποφάσεις», «γιατί μπορεί να αποφασίσει την καταστροφή» ή γιατί «χειραγωγείται εύκολα από αγύρτες» κ.λπ.--και εν τέλει, διότι οι αποφάσεις του λαού μπορεί και να μην μας αρέσουν, άρα ας τις αποτρέψουμε.
Η υπόρρητη πλευρά αυτής της στάσης είναι ότι η διακυβέρνηση πρέπει να γίνεται «από τους ειδικούς», οι επιλογές να λαμβάνονται «από τους τεχνοκράτες». «Σάμπως είναι όλοι ειδικοί στα της οικονομίας;» Θα ήταν προτιμότερο να μιλήσουν καθαρά, χωρίς προσχήματα. Ναι, υπάρχει χώρος για θεωρητικές διαφωνίες επί της λογικής του πολιτεύματος--μπορούμε να συζητήσουμε στο φως ακόμα και αντιλήψεις τύπου «η πολλή δημοκρατία βλάπτει». Να διατυπώνονται όμως οι θέσεις καθαρά και με σαφήνεια! Όχι με μισόλογα και ήξεις-αφήξεις. Αφού είναι σαφές τί ακριβώς θέλουν να πουν και ποιες καταστάσεις να νομιμοποιήσουν, γιατί κρύβονται μέσα σε τόσες λέξεις;
Κανείς ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι η δημοκρατική επιλογή θα είναι και η καλύτερη επιλογή, αυτή με το λιγότερο κόστος και το μεγαλύτερο όφελος. Τα περί «πανσόφου λαού» αποτελούν απλό λαϊκισμό. Όμως, και πάλι η δημοκρατική επιλογή είναι η προτιμητέα. Ό,τι και αν αποφασίσει αυτός ο λαός, θα έχει την ευθύνη αλλά και το κόστος των επιλογών του. Πλέον δεν θα υπάρχουν αυταπάτες για το ποιος φταίει ή δε φταίει. Θα το έχει αποφασίσει ο ίδιος ο λαός, όχι οι προφάσεις δημοκρατίας, οι σοφοί τεχνοκράτες και οι δομές παράκαμψης της δημοκρατίας. Πλέον είναι εμφανείς οι επιλογές, εμφανή τα διακυβεύματα, γνωστοί οι εκατέρωθεν κίνδυνοι. Εκτός εάν φθάσουμε να ζήσουμε και την φανερή πλέον εκτροπή του να μην επιτραπεί καν στην εκλεγμένη κυβέρνηση να ζητήσει την ξεκάθαρη τοποθέτηση του λαού.
Σε κάθε περίπτωση, εδώ είναι ευκαιρία να μιλήσουμε για την φοβερή αφέλεια των οπαδών της ρήξης όταν φιλοτεχνούν το σχήμα «οι φτωχοί έχουν το συμφέρον τους στην ρήξη και στην δραχμή, οι πλούσιοι στο μνημόνιο και στο ευρώ», ήδη από τις ημέρες των διαδηλώσεων «Μένουμε Ευρώπη». Διότι κατ' εξοχήν αυτοί που θα κερδίσουν οικονομικά από την δραχμή θα είναι οι πλούσιοι, όσοι δηλαδή έχουν σοβαρά χρήματα έξω από την χώρα, η αξία των οποίων θα τριπλασιαστεί. Ενώ ειδικά οι υπερπλούσιοι θα τριπλασιάσουν και την πολιτική τους δύναμη, η οποία φυσικά συναρτάται άμεσα με την οικονομική, με τον κάθε έναν να ελέγχει το παιχνίδι με το ολόδικό του, επώνυμο πλέον κόμμα, ενίοτε στα όρια της μαφίας--η αρχή έγινε ήδη στις προηγούμενες δημοτικές εκλογές, απλώς με την δραχμή θα γίνουν όλα ευκολότερα. Με τα τριπλασιασμένα (λόγω συναλλάγματος και πληθωρισμού) χρήματα στο εξωτερικό, ή ακόμα και μετοικίζοντας εκεί, οι έχοντες θα επιβιώσουν ό,τι και αν γίνει. Είναι οι φτωχότεροι, οι μη έχοντες εντυπωσιακές αποταμιεύσεις σε ευρώ, των οποίων η επιβίωση θα δοκιμαστεί πραγματικά, ειδικά τους πρώτους πολλούς μήνες.
Το παραπάνω όμως, οσοδήποτε σοβαρό, δεν αποτελεί ένα τελεσίδικο επιχείρημα υπέρ του «ναι». Το δίλημμα είναι φοβερό, και σε κάθε πλευρά βρίσκονται πολύ σοβαρά επιχειρήματα. Όσοι συντάσσονται αυτονόητα υπέρ του «ναι», πρέπει να μας πουν πώς φαντάζονται την βιωσιμότητα της ελληνικής κατάστασης στο διηνεκές, η οποία έχει μπει εδώ και χρόνια σε έναν φαύλο και ατέλειωτο κύκλο φθηνού δανεισμού, αιώνιας ύφεσης, εξοντωτικής φορολογίας χωρίς μόνιμες λύσεις, επιβίωσης του παλιού και ετοιμόρροπου πολιτικού και οικονομικού συστήματος--σε έναν αργό αλλά βέβαιο θάνατο της χώρας, εξοντωτικό στη διάρκειά του. Όσοι συντάσσονται αυτονόητα υπέρ του «όχι», πρέπει να κατανοήσουν ειλικρινώς τις φοβερές, ασύγκριτες με την όποια αντιπολιτευτική τρομοκρατία συνέπειες της ρήξης και της εξόδου από το ευρώ--την σφοδρότητα ενός άμεσου, ξαφνικού θανάτου, με κόστος απροσμέτρητο. Και στις δύο περιπτώσεις, το υπεσχημένο «φως στο τέλος του τούνελ» δεν είναι και τόσο ευκρινές για όλους μας.
Όπως είπαμε, έχουμε να επιλέξουμε μεταξύ «αιώνιας κηδείας» ή «ξαφνικού θανάτου». Μία ή άλλη, το αποτέλεσμα θα έχει πολύ πόνο.λπ π