Κώστας Βάρναλης (Πύργος Βουλγαρίας 1884 - Αθήνα 1974): ποιητής,
πεζογράφος καὶ δοκιμιογράφος μὲ διαλεκτικὴ ὑλιστικὴ ὀπτικὴ τῆς τέχνης.
πεζογράφος καὶ δοκιμιογράφος μὲ διαλεκτικὴ ὑλιστικὴ ὀπτικὴ τῆς τέχνης.
«Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, γράφει ὁ Μενέλαος Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι. Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ».
«Ἡ πεῖρα τῆς κοινωνικῆς θεωρίας, γράφει ὁ Μιχαὴλ Περάνθης, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ ἀγωγή, μαζὶ μὲ μία ἐκτάκτως λεπτὴ ἕλξη πρὸς τὸ αἰσθητικὸ καὶ τὸ ὡραῖο, τὸ καλλιτεχνικὸ ὡραῖο, ποὺ ρέει στὸ αἷμα του, διαμόρφωσαν ἕνα προσωπικὸ καὶ φιλοσοφημένο λογοτεχνικὸ χαρακτῆρα, -ποὺ συγκέντρωσε τὶς ἐλπίδες γιὰ τὴν καλλιέργεια καὶ στὸν τόπο μας τῆς ἀριστερῆς τέχνης».
|
Οἱ μοιραῖοιΜὲς στὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα,μὲς σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές, (ἀπάνου ἐστρίγγλιζε ἡ λατέρνα) ὅλη ἡ παρέα πίναμε ἐψές, ἐψές, σὰν ὅλα τὰ βραδάκια, νὰ πᾶνε κάτου τὰ φαρμάκια. Σφιγγόταν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλο καὶ κάπου ἐφτυοῦσε καταγῆς, ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς! Ὅσο κι ὁ νοῦς ἂν τυραννιέται ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται! (Ἥλιε καὶ θάλασσα γαλάζα καὶ βάθος τοῦ ἄσωτου οὐρανοῦ, ὤ! τῆς αὐγῆς κροκάτη γάζα γαρούφαλλα τοῦ δειλινοῦ, λάμπετε-σβήνετε μακριά μας, χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας!) Τοῦ ἑνοῦ ὁ πατέρας χρόνια δέκα παράλυτος - ἴδιο στοιχειὸ τοῦ ἄλλου κοντόμερη ἡ γυναῖκα στὸ σπίτι λιώνει ἀπὸ χτικιό, στὸ Παλαμήδι ὁ γυιὸς τοῦ Μάζη κ᾿ ἡ κόρη τοῦ γιαβῆ στὸ Γκάζι. -Φταίει τὸ ζαβὸ τὸ ριζικό μας! -Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ! -Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας! -Φταίει πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ κρασί! «Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;... κανένα στόμα δὲν τὅβρε καὶ δὲν τὄπε ἀκόμα. Ἔτσι, στὴν σκοτεινὴ ταβέρνα πίνουμε πάντα μας σκυφτοί, σὰν τὰ σκουλήκια κάθε φτέρνα ὅπου μᾶς εὕρει, μᾶς πατεῖ: δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα! προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα! |
Ἡ μπαλάντα τοῦ κυρ-ΜέντιουΔὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδιακαὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια! Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό! Μεροδούλι, ξενοδούλι! Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι, οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό. Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια, παραβγαίνανε στὴν παίδεια μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά, φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά! Ἀνωχώρι, Κατωχώρι, ἀνηφόρι, κατηφόρι, καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή, ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή. Εἴκοσι χρονῶ γομάρι σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι κι᾿ ἔχτισα, στὴν ἐμπασιὰ τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά. Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι (ἄλλο μπόι κι᾿ ἄλλο πόδι) ὄργωνα στὰ ρέματα τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα. Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα» κουβαλοῦσα πολυβόλα νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ. Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη ἐκουβάλησα τὴ νύφη καὶ τὴν προῖκα της βουνό, τὴν τιμή της οὐρανό! Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ. Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός: «Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός! Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι. Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί, νὰ ζητᾷς τὴν ἀρετή! -Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου! -Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου! -Ἀντραλίζομαι!... Πεινῶ!... -Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!» Κι᾿ ἔλεα: ὅταν μίαν ἡμέρα παρασφίξουνε τὰ γέρα, θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ, τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό! Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ (ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή), Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη, τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του νὰ φιλάει τὰ γένια του! Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα, μὲ πετάξανε μακριὰ νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά. Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο: «Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν! Σῶσε τὸ γέρο κυρ Μέντη ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη, σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ τὸν κυρ λύκο νὰ γενῇ! Τὸ σκληρὸν ἀφέντη κᾶνε ἀπὸ λύκο ἄνθρωπο κᾶνε!...» Μὰ μὲ τὴν κουβέντα αὐτὴ πόρτα μοῦ ῾κλεισε κι᾿ αὐτί. Τότενες τὸ μαῦρο φίδι τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά: «Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια, μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ. Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου, μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ λευτεριά, παίρνει σπαθί. Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου- τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου! Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό. Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο χάιντε Σύμβολον αἰώνιο! Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς. Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς». Όλα τα ποιήματα του διαβάστε πατώντας επάνω στους τίτλους που βλέπετε στην αρχή. |