Ο Ανδρέας Παπανδρέου, η ακραία επικοινωνιακή διαχείριση των διαπραγματεύσεων για τις βάσεις από τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, η πιθανότητα ελληνοτουρκικής σύγκρουσης στη Θράκη, στο Αιγαίο και στην Κύπρο, ακόμη και η κακή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας στα μέσα της δεκαετίας του 1980, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, στα 12 εκατομμύρια έγγραφα που αποχαρακτήρισε η CIA προκειμένου να δοθούν στη δημοσιότητα. Στην πραγματικά τεράστια αυτή βάση δεδομένων περιλαμβάνονται αναλύσεις, γεγονότα και εκτιμήσεις από τη δεκαετία του 1940 έως και εκείνη του 1990. Σε κάποιες από αυτές οι εκτιμήσεις αποδείχθηκαν εκ των υστέρων σωστές, σε ορισμένες άλλες οι αναλυτές διαψεύσθηκαν από τα γεγονότα.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΕΔΟΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ gr
Ηδη από τη δεκαετία του ’50 οι Αμερικανοί φαίνεται να γνώριζαν πολύ καλά τις ευαισθησίες Ελλάδας και Τουρκίας, ενώ είχαν χαρτογραφήσει μέχρι τελευταίας μονάδας τα στρατιωτικά δεδομένα στην Κύπρο. Η πολύ καλή εικόνα που είχαν για την κατάσταση της Κύπρου τούς προσέφερε και τη δυνατότητα να προβλέψουν εκείνο που επιβεβαιώθηκε το 1974, ότι, δηλαδή, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να προβάλει πραγματική αντίσταση σε πιθανή τουρκική εισβολή παρά μόνο γενικεύοντας τη σύγκρουση στον Εβρο και στο Αιγαίο. Παραμονές των Ιουλιανών του ’65, δεν είχαν αντιληφθεί ούτε τον σχεδιασμό που υπήρχε ούτε την πιθανότητα πτώσης της κυβέρνησης Παπανδρέου. Σε έγγραφα της δεκαετίας του 1970, μετά τον «Αττίλα» του 1974 και την κρίση του «Χόρα» το 1976, αλλά και της δεκαετίας του 1980, έπειτα από την αναζωπύρωση στο Αιγαίο λόγω της εξόδου του μετονομασμένου σε «Σισμίκ» ωκεανογραφικού σκάφους, η CIA προχωράει σε εκτεταμένες αναλύσεις για την πιθανότητα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ελληνοτουρκική σύγκρουση στο αρχιπέλαγος. Η κρίση του Ιανουαρίου 1996 στα Ιμια, η οποία απουσιάζει από τα δημοσιευμένα από τη CIA έγγραφα, είχε εν πολλοίς προβλεφθεί από τους Αμερικανούς. Ωστόσο, αυτή είναι μια διαφορετική ιστορία, για την οποία εξακολουθούν να υφίστανται πολλά ερωτήματα, που μένει ακόμη να απαντηθούν.
«Απόλυτο πλεονέκτημα Αγκυρας στην Κύπρο»
Στα αποχαρακτηρισμένα –και ως εκ τούτου ελεύθερα προς αποδέσμευση– έγγραφα της CIA, περιλαμβάνονται αρκετά που αφορούν το περιβάλλον στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας μετά την κρίση του Μαρτίου του 1987, η οποία έφερε τις δύο χώρες στο κατώφλι της πολεμικής σύγκρουσης στο Αιγαίο.
Το ωκεανογραφικό ερευνητικό σκάφος της Τουρκίας «Σισμίκ», πρώην «Χόρα».
Σε αναφορά της 16ης Οκτωβρίου 1987, ο ταγματάρχης Χάρι Ντινέλα, αξιωματικός της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και Αναλύσεων Απειλών (USAITAC), περιγράφει σε ένα λεπτομερές, μέχρι σήμερα απόρρητο έγγραφο, μια εικόνα σχεδόν απόλυτης στρατιωτικής ισορροπίας στο Αιγαίο και, παράλληλα, το απόλυτο πολιτικό και στρατιωτικό πλεονέκτημα της Αγκυρας στην Κύπρο. Στην περίπτωση Θράκης και Αιγαίου το έγγραφο τονίζει τα εξής πέντε σημεία:
Πρώτον, Σε περίπτωση σύγκρουσης στη Θράκη, οι απώλειες σε προσωπικό και εξοπλισμούς θα είναι ιδιαίτερα υψηλές, δίχως αυτό να εξασφαλίζει κάποιο ουσιαστικό πλεονέκτημα ή εδαφικό κέρδος.
Δεύτερον, ανάλογες υψηλές απώλειες αναμένεται να υπάρξουν και σε περίπτωση εισβολής της Τουρκίας στα έξι μεγαλύτερα ελληνικά νησιά στο Αιγαίο, τα οποία, σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, η Ελλάδα θα κατορθώσει να υπερασπιστεί επιτυχώς.
Τρίτον, ίσως η Τουρκία κατορθώσει να καταλάβει κάποιο από τα μικρότερα νησιά του Αιγαίου, με πλέον βασικό ενδεχόμενο το Καστελλόριζο.
Τέταρτον, στο Αιγαίο η Ελλάδα έχει πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας στον αέρα και στη θάλασσα, κάτι που σύμφωνα με τον αναλυτή αιτιολογεί την ελληνική επίδειξη πυγμής (ο αναλυτής πάντως χρησιμοποιεί τη λέξη «bravado» που παραπέμπει σε λιγότερο ευπρεπείς όρους όπως «τσαμπουκάς» ή «νταηλίκι») στην κρίση του Μαρτίου 1987.
Πέμπτον, καμία πλευρά δεν θέλει ελληνοτουρκικό πόλεμο. Και τονίζεται ότι: «Ωστόσο, η Ελλάδα, όπως φάνηκε τον Μάρτιο του 1987, είναι πολύ λιγότερο πιθανό να υποχωρήσει από μια κατάσταση πιθανής σύγκρουσης –ιδιαίτερα στο Αιγαίο– απ’ όσο σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή στο παρελθόν».
Στην Κύπρο
Για την περίπτωση ενός πιθανού μετώπου στην Κύπρο σημειώνονται τα εξής:
Πρώτον, η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να υπερασπιστεί τη «Νότια Κύπρο» αν σημειωθεί μια αποφασιστική τουρκική επίθεση, εκτός αν ανοίξει μέτωπα στη Θράκη και στο Αιγαίο.
Δεύτερον, σε περίπτωση πολέμου στην Κύπρο, οι απώλειες και στις δύο πλευρές, κυρίως όμως στο νότιο τμήμα του νησιού θα είναι υψηλές σε στρατό και πολίτες, ενώ θα χαθούν και περιουσίες. Στο τέλος, «η Τουρκία θα υπερισχύσει».
Τρίτον, ελληνοτουρκική σύγκρουση στο Αιγαίο θα οδηγήσει πιθανότατα σε προώθηση των Τούρκων στην Κύπρο, ιδιαίτερα αν η Τουρκία υποστεί βαριές απώλειες στο Αρχιπέλαγος.
Τέταρτον, το επίπεδο των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο αποτελεί έναν παράγοντα που καθιστά την Αθήνα πιο μετριοπαθή έναντι μιας πιθανής ελληνοτουρκικής σύγκρουσης στο Αιγαίο.
Ο στρατιωτικός αναλυτής καταλήγει, ωστόσο, ότι η υπάρχουσα στρατιωτική ισορροπία θα ανατραπεί «την επόμενη δεκαετία υπέρ της Τουρκίας», καθώς η Ελλάδα «δεν θα μπορέσει να ακολουθήσει» τον εξοπλιστικό αγώνα μακροπρόθεσμα.
Ως προς την ισορροπία δυνάμεων, οι Αμερικανοί εκείνη την εποχή εκτιμούν, μεταξύ άλλων, ότι στα μέσα της δεκαετίας του ’90 η Τουρκία «θα έχει διπλάσια ή και περισσότερα» F-16 από την Ελλάδα, ενώ «ταυτόχρονα, εκσυγχρονίζει τον στόλο με νέα πλοία». Ο ταγματάρχης καταλήγει λέγοντας ότι, υπό τις συνθήκες του 1987, η Ελλάδα είναι πολύ πιθανότερο να είναι η πλευρά που θα ξεκινήσει εχθροπραξίες. Σημειώνει, ωστόσο, ότι όσο η Τουρκία «δυναμώνει την επόμενη δεκαετία, η πιθανότητα της Ελλάδας να ξεκινήσει εχθροπραξίες πιθανότατα θα μειωθεί».
Ιούνιος 1988. Ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου με τον Τουργκούτ Οζάλ στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, κατά την αναχώρηση του Τούρκου προέδρου από την Αθήνα.
Η κατάσταση που οδήγησε στην κρίση του Μαρτίου 1987 παρατηρούνταν με ανησυχία από τη CIA, αρκετά χρόνια νωρίτερα. Σε έγγραφο με τίτλο «Οι επιδεινούμενες ελληνοτουρκικές σχέσεις» και ημερομηνία 8 Μαρτίου 1985, τονίζεται, μεταξύ άλλων, ότι τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους η Αθήνα και η Αγκυρα κατόρθωσαν να αποφύγουν «κλιμάκωση εχθροπραξιών σε ένα περιστατικό, όπου ένας μικρός αριθμός Τούρκων στρατιωτικών υποτίθεται ότι πέρασε τα σύνορα στη Θράκη και άνοιξε πυρ ως απάντηση σε λεκτικές προκλήσεις από μια ελληνική περίπολο».
Οι ΗΠΑ εξέταζαν εναλλακτικές εγκαταστάσεις για τις βάσεις
Ισως η πλέον ενδεικτική επίδειξη πυγμής, με χαρακτηριστικά ακραίου επικοινωνιακού και πολιτικού εντυπωσιασμού, του Ανδρέα Παπανδρέου της πρώτης περιόδου, ήταν η διαχείριση των διαπραγματεύσεων για τις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα. Σε έγγραφό του της 10ης Μαΐου 1983, ο Μίλτον Κόβνερ, υπεύθυνος της Υπηρεσίας για τη Δυτική Ευρώπη, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι οι πρώιμες ενδείξεις πως οι ΗΠΑ εξετάζουν το ενδεχόμενο «εναλλακτικών εγκαταστάσεων» εκτός Ελλάδας, «ιδιαίτερα στην Τουρκία, απλώς θα οδηγούσε στην επιδείνωση της κατάσταση και θα προσέθετε περισσότερη υποστήριξη στην κυβέρνηση στην υποτιθέμενη υπεράσπιση των ελληνικών εθνικών συμφερόντων». Ο Κόβνερ είχε εκτιμήσει ότι αν οι Αμερικανοί δεν υποχωρήσουν από κάποιες συγκεκριμένες θέσεις (στο έγγραφο παραλείπονται αρκετές παράγραφοι οι οποίες πιθανότατα περιγράφουν τη φύση και τις δυνατότητες των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων), τότε ο Παπανδρέου θα είχε μια σειρά από επιλογές, ανάμεσα στις οποίες να καταφύγει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή «και να ζητήσει Εθνικό Δημοψήφισμα για το θέμα, δηλώνοντας ότι η κυβέρνησή του θα συναινέσει στη λαϊκή βούληση».
Σε άλλο σημείωμα με τίτλο «Ο Παπανδρέου και ο στρατός» (Απρίλιος του 1983), αναφέρεται ότι η εκλογή του ηγέτη του ΠΑΣΟΚ στην πρωθυπουργία αντιμετωπιζόταν από το σώμα των αξιωματικών «με βαθιά ανησυχία» – κάτι το οποίο γνώριζε καλά ο νέος πρωθυπουργός. Ωστόσο, όπως κρίνουν οι συντάκτες, στον πρώτο ενάμιση χρόνο της θητείας του, είχε πείσει την πλειοψηφία των στρατιωτικών ότι δεν θα ήταν απαραίτητη η περαιτέρω ανάμειξή τους στην πολιτική για τη διασφάλιση της παραμονής της Ελλάδας στο δυτικό στρατόπεδο. Μεταξύ άλλων, σημειώνεται, το πέτυχε αυτό διατηρώντας σε υψηλά επίπεδα τις αμυντικές δαπάνες και παρέχοντας αυξήσεις στους εν ενεργεία στρατιωτικούς. Επιπλέον όμως, αναγνωρίζεται στο σημείωμα ότι η σκληρή στάση του Παπανδρέου στο θέμα του ΝΑΤΟ και των βάσεων απολαμβάνει τη στήριξη του στρατού, που είναι «πάνω από όλα σθεναρά εθνικιστικός» στην πολιτική του κοσμοθεωρία. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα εξελίσσεται σταδιακά «στην κατεύθυνση της νόρμας που επικρατεί στη Δυτική Ευρώπη», κάτι που «θα είναι η καλύτερη εγγύηση» κατά της επανάληψης των στρατιωτικών επεμβάσεων του παρελθόντος. Οι δυσκολίες των Αμερικανών να συνεννοηθούν με την κυβέρνηση Παπανδρέου είναι ορατές και σε σημείωμα του Ιανουαρίου του 1984. Τότε, έπειτα από συνάντησή του με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα αναφέρει ότι η υπόθεση των συνομιλιών για τo Σύμφωνο Αμυντικής και Οικονομικής Συνεργασίας (ακρωνύμιο DECA) αντιμετωπιζόταν, «τουλάχιστον στο επίπεδο του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Καψή», ως μία «συγκρουσιακή διαπραγμάτευση». Σημειώνει, ως ενδεικτική, τη μη συνεργάσιμη στάση του Ελληνα υπουργού, την απαίτησή του να αποχωρήσουν από την Ελλάδα δύο Αμερικανοί στρατιώτες που κατηγορούνταν ότι φωτογράφιζαν παράνομα στρατιωτικές εγκαταστάσεις.
Υπό το βλέμμα των δημοσιογράφων, αλλά και του... Ελ. Βενιζέλου, Καψής και Μπέρλιντ υπογράφουν στις 8 Σεπτεμβρίου του 1983 τη συμφωνία για τις αμερικανικές βάσεις.
Το καθεστώς Καντάφι
Στα έγγραφα της CIA υπάρχουν αναφορές και στις σχέσεις που είχε το καθεστώς του τότε προέδρου της Λιβύης Μουαμάρ Καντάφι τόσο με την Αθήνα, όσο και με την Αγκυρα σε στρατιωτικό επίπεδο. «Οι Ελληνες», αναφέρεται σε έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 1984, «επιζητούν την κεφαλαιοποίηση των υποτιθέμενων συμπαθειών μεταξύ της σοσιαλιστικής κυβέρνησης στην Αθήνα και του ριζοσπαστικού λιβυκού καθεστώτος, ενώ οι Τούρκοι προσβλέπουν στην ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά που μοιράζονται με τη Λιβύη». Στο έγγραφο τονίζεται ότι ο Καντάφι είχε εκδηλώσει την πρόθεση να μεσολαβήσει μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων, ωστόσο «καμία από τις δύο πλευρές δεν πήρε σοβαρά την προσφορά του».
Το πλέον πρόσφατο έγγραφο που αφορά την Ελλάδα, έχει ημερομηνία 30 Ιουνίου 1994 και αφορά την ένταση μεταξύ Αθηνών και Τιράνων για την Ελληνική Εθνική Μειονότητα στη νότια Αλβανία. Ο συγγραφέας του συγκεκριμένου σημειώματος εξέφραζε φόβο ότι «μια διμερής κρίση στο μειονοτικό θέμα, που θα οδηγούσε σε ελληνικά αντίποινα, θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τη φιλοαμερικανική κυβέρνηση (σ.σ. των Τιράνων) προς όφελος των πρώην κομμουνιστών και να έχουν περιφερειακές επιπτώσεις».
Αποθάρρυνση των επενδύσεων
Η οικονομική πολιτική της πρώτης κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ ήταν μία ακόμη από τις ανησυχίες των Αμερικανών. Σε σημείωμα του Μαρτίου 1983, οι συντάκτες τονίζουν ότι ο Παπανδρέου έχει «αποθαρρύνει τις επενδύσεις», καθώς έχει «αποξενώσει τους επιχειρηματίες» με αυξήσεις φόρων και μισθών, πολιτικές ελέγχου των τιμών και απειλές κρατικοποιήσεων. Παρότι επικριτικοί απέναντι στις επιλογές της σοσιαλιστικής κυβέρνησης, αναγνωρίζουν ότι μέρος των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας οφείλεται στη διεθνή κρίση και ότι η Ν.Δ. παρέδωσε καμένη γη στα δημόσια οικονομικά (αναφέρουν ενδεικτικά ότι οι προεκλογικές παροχές του 1981 οδήγησαν το έλλειμμα στο 17,4% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος). Το σημείωμα στέκεται στον διορισμό του Γεράσιμου Αρσένη ως υπουργού Εθνικής Οικονομίας χωρίς να απολέσει τη θέση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ αναφέρει ότι ο προϋπολογισμός για το 1982 περιλάμβανε αύξηση των δημοσίων δαπανών κατά 34% και ότι η κυβέρνηση αύξησε τον κατώτατο μισθό κατά 35%.
Στο ίδιο σημείωμα του Μαρτίου 1983, γίνεται αναφορά σε υποθέσεις που ακόμη ταλαιπωρούν το ελληνικό Δημόσιο, όπως η κρατικοποίηση της Λάρκο, αλλά και στην πετρελαϊκή εταιρεία Esso Pappas, τη «μεγαλύτερη αμερικανική επένδυση στις ΗΠΑ». Η εξαγορά της, αναφέρουν οι συντάκτες, παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση ως κίνηση κατά των πολυεθνικών, αλλά «η εταιρεία ήταν που έβαλε μπρος την πώληση». Σημειώνουν ότι είναι «ολοένα και πιο απίθανο» ο Παπανδρέου να εκπληρώσει τις προεκλογικές του δεσμεύσεις για αποχώρηση από την ΕΟΚ ή δημοψήφισμα, καθώς συνειδητοποιεί τη συνεισφορά των κοινοτικών πόρων στη μείωση των δίδυμων ελλειμμάτων (το δημοσιονομικό και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών). Και αναδεικνύουν μια «δυσάρεστη έκπληξη»: το ισοζύγιο εμπορίου ειδών τροφής με τους εννέα εταίρους στην ΕΟΚ, που ήταν πλεονασματικό πριν από την ένταξη της Ελλάδας, έχει μεταβληθεί πλέον σε ελλειμματικό.
Η «αστοχία» για την περίοδο των Ιουλιανών
Σε δεκασέλιδη έκθεση του Μαρτίου του 1965, τέσσερις μήνες πριν από τα Ιουλιανά, η CIA αποτιμά το πρώτο έτος της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, κρίνοντας ότι πιθανότατα ο «Γέρος της Δημοκρατίας» θα αντιμετωπίσει έναν μάλλον... ομαλό κυβερνητικό βίο. Οι συντάκτες ξεκινούν περιγράφοντας τη χαλάρωση των καταπιεστικών μέτρων της μετεμφυλιακής περιόδου κατά των Αριστερών. Μεταξύ άλλων, αναφέρουν την απελευθέρωση «πολιτικών» κρατουμένων που είχαν φυλακιστεί για εγκλήματα που διέπραξαν στις μέρες του Εμφυλίου. Τα εισαγωγικά τα τοποθετούν οι ίδιοι οι αναλυτές της μυστικής υπηρεσίας – και τα χρησιμοποιούν επίσης για τη φράση «πορείες ειρήνης», σημειώνοντας ότι ο Παπανδρέου τις επέτρεπε, ενώ ο Καραμανλής ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο. Η έκθεση χαρακτηρίζει «πρωταρχικό συστατικό στοιχείο της αστάθειας» της κυβέρνησης της Eνωσης Κέντρου, το ζήτημα της διαδοχής του 77χρονου πρωθυπουργού. Οι αναλυτές περιγράφουν τους δύο επικρατέστερους δελφίνους: τον γιο του πρωθυπουργού, Ανδρέα Παπανδρέου, και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Στον Παπανδρέου, που βρίσκεται εκτός κυβέρνησης την περίοδο εκείνη, αποδίδεται η μομφή ότι «ασκεί αριστερή επιρροή» στην εξωτερική πολιτική και ότι «δεν έχει διαψεύσει» ρεπορτάζ που ρίχνουν την ευθύνη στην Ουάσιγκτον για την αποπομπή του από το υπουργικό συμβούλιο. Αναφέρονται, επίσης, φήμες ότι πρόκειται να ηγηθεί νέου σχηματισμού στα αριστερά της Ενωσης Κέντρου, που θα περιλαμβάνει στελέχη της ΕΔΑ (την οποία χαρακτηρίζουν «κόμμα-βιτρίνα» του ΚΚΕ).
Ο Μητσοτάκης –υπουργός Οικονομικών τότε– χαρακτηρίζεται «ικανός και δυναμικός», ενώ τονίζεται ότι «έχει δείξει αφοσίωση» στον Γ. Παπανδρέου. Οι συντάκτες σημειώνουν ωστόσο ότι είναι άγνωστο το μέγεθος της πολιτικής του επιρροής εκτός Κρήτης. Η έκθεση δεν αποδεικνύεται ιδιαίτερα διορατική όσον αφορά τη θύελλα που ερχόταν. Οι σχέσεις του πρωθυπουργού με το παλάτι χαρακτηρίζονται καλές. Ο νέος βασιλιάς «δεν είναι ευτυχής» με κάποιες από τις πολιτικές του Παπανδρέου, αναφέρεται, αλλά η δημοτικότητα του πρωθυπουργού είναι «αρκετή για να αποθαρρύνει το παλάτι από κάποια κίνηση αντικατάστασής του». Οσο για τον στρατό, αναφέρεται ότι οι φήμες περί πραξικοπήματος, «που κυκλοφορούσαν ευρέως πριν από την ανάληψη της εξουσίας από την Ενωση Κέντρου, έχουν εξαφανιστεί τους τελευταίους μήνες».
Στα ενδιαφέροντα έγγραφα περιλαμβάνεται και μια εκτενής έκθεση για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις με ημερομηνία λίγες ημέρες πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου (3 Απριλίου 1967), όπου παρουσιάζονται στατιστικά στοιχεία, τα οποία αναδεικνύουν το χάσμα που έκτοτε έχει προκύψει μεταξύ των δύο χωρών. Με βάση στοιχεία του 1966 οι πληθυσμοί σε Ελλάδα και Τουρκία είναι 8,6 και 33,1 εκατομμύρια αντιστοίχως, ενώ ως ικανοί προς στράτευση κρίνονται τα 1,6 εκατ. ανδρών στην πρώτη περίπτωση και τα 3,6 εκατ. στη δεύτερη. Το ΑΕΠ της Ελλάδας αγγίζει τα 6 δισ. δολάρια και της Τουρκίας τα 7,5 και ο στρατιωτικός προϋπολογισμός είναι 240 εκατ. και 365 εκατ. δολάρια αντιστοίχως.