Μ Ι Α Ξ Ε Χ Α Σ Μ Ε Ν Η Δ Ι Α Θ Η Κ Η
Η Αμερική μπορεί να είναι η πιο πλούσια χώρα του κόσμου, αλλά είναι η πιο αιμοβόρα, όσον αφορά τους φτωχούς της, που για κάποιον λόγο, έπεσαν στην
αφάνεια και στην ανυποληψία.
Μιλάω για λογαριασμό των χιλιάδων άστεγων στην πόλη του Σικάγου της Α-
μερικής, που την έζησα που την έζησα σαν κανονικός πολίτης, σαν ξέχωρος πο-
λίτης και σαν άστεγος.
Ο κάθε άστεγος έχει και τη δική του ιστορία.
Η συνήθης ιστορία είναι, ότι χειροδίκησες πάνω στη γυναίκα σου; πάς φυλακή
καταδικάζεσαι και σε διώχνει η γυναίκα σου, ότι τάχα φοβάται για τη σωματική της ακεραιότητα και καταλήγεις άστεγος.
Στο σύνολο που δεν έχει όνομα, αλλά αριθμό και μια τραγική ιστορία.
Η δική μου ιστορία, ήταν μια τυπική αμερικάνικη.
Όταν έχεις μια γυναίκα που δεν δουλεύει και κάθετε όλη τη μέρα στο σπίτι και
όαν γυρίζεις από την δουλειά κουρασμένος και σου αρχινά την γκρίνια, νομίζω σε
κάποιο σημείο θα αντιδράσεις και μπορεί και να παραφερθείς.
Αυτή είναι η δική μου ιστορία.
Του Στήβ ήταν ακόμα πιο τραγική. Στη δική του ιστορία υπήρχε και μοιχεία και
όμως εκείνος που τιμωρήθηκε, ήταν ο Στήβ, τον οποίον εγώ τον συνάντησα στη γέφυρα της Fullerton Avenue και Kennedy Expressway.
Πρέπει να ομολογήσω, ότι μου φέρθηκε σαν αδερφός, μοιραστήκαμε για πάπλωμα
την μοναδική μπατανία, με παρηγόρησε, διότι ήμουν αποφασισμένος να αυτοκτονή-σω και φρόντισε για την τροφή μου και ο ίδιος έμενε νηστικός, από την ζητιανιά που έκανε στο σταυροδρόμι.
Από τη μέρα που γίνεσαι άστεγος, σιχαίνεσαι την υπόλοιπη κοινωνία, γίνεσαι ένα
σκουπίδι, ένας αριθμός, χωρίς όνομα, χωρίς προσωπικότητα.
Όλα σου φαίνονται αδιάφορα και όλοι αδιάφοροι. Δεν έχεις φίλους, δεν έχεις συγ-γενείς και στην αρχή ντρέπεσαι να αντικρίσεις την κοινωνία, αλλά μετά το συνηθί-ζεις και νομίζεις, ότι αυτή είναι η φυσιολογική ζωή και δεν μπορείς να δικαιολογή-σεις, τα ψηλά και τα πολυτελή σπίτια και τις μεγάλες κουρσάρες.
Η πίκρα μέσα σου σε κάνει σκληρό και όταν καμιά φορά το παιδί σου, σου φέρνει κάνα κομμάτι ψωμί αρνείσαι να το δεχτείς, διότι το θεωρείς προδοσία στην τραυμα-
τισμένη σου υπόληψη.
Οι μόνοι σου φίλοι και συγγενείς είναι οι απανταχού της Γής άστεγοι.
Οι μόνοι που σε νοιώθουν και σε συμπονάνε είναι αυτοί.
Μπορεί και να παρανομήσουν, λίγο σπάνιο, για να σε φροντίσουν, άμα αρρωστή-σεις σοβαρά.
Μοιράζονται ένα τσιγάρο σε ρουφηξιές και ποτέ, μα ποτέ δεν ρίχνει ο ένας τον άλ-
λον, είναι υποδειγματική η δικαιοσύνη μεταξύ των αστέγων.
Αν μια φορά ζήσεις σαν άστεγος, είναι δύσκολο να επιστρέψεις στη κανονική ζωή
και να ζήσεις σαν νόμιμος πολίτης.
Η προσαρμογή είναι αδύνατη.
Τουλάχιστον από όλους, όσους γνώρισα, κανένας δεν επέστρεψε στην κανονική ζωή στην οικογένεια του.
Όλοι τους πέθαναν σαν άστεγοι, με δημοτική κηδεία, χωρίς παπά και θυμιατήρια.
Έρχομαι τώρα στην ιστορία του Στήβ, που την έζησα από κοντά, διότι όλα αυτά
τα χρόνια ζήσαμε σαν αδέρφια, στα μεγάλα κρύα του Σικάγου και στις καυτές μέρες
του.
Νομίζω ήταν το δέκατο τέταρτο έτος μου, σαν άστεγος, όταν παρουσιάστηκε ένα παλικαράκι στον Στήβ και τον αποκάλεσε πατέρα.
Ταράχτηκα όταν το άκουσα, αν και ήξερα, ότι ο Στήβ είχε δύο αγόρια.
Αυτό το παλικάρι ήταν ο μεγάλος, γεροδεμένο παιδί με τα ίδια χαρακτηριστικά σαν τον Στήβ και του μίλησε ελληνικά.
Εγώ έκανα πως δεν άκουγα και επίτηδες σκεπάστηκα με την κουβέρτα, αλλά κατά
βάθος τα άκουσα όλα. Είπε ο Στήβ στον γιό του, τώρα που έγινες είκοσι ένα χρονών
να πάς στην χρηματιστηριακή εταιρεία CHARLES SCHWAMP, επί της Lake street
να τους πεις, ποιός είσαι, να τους δείξεις την ταυτότητά σου και αυτοί θα σου δείξουν
το πορτοφόλιό σου, με τις μετοχές της Google, που τις αγόρασα, τότε όταν γεννήθη-κες θα είναι περίπου τρείς χιλιάδες μετοχές.
Δεν ξέρω τι αξία έχουν σήμερα, αλλά είναι δικά σου, πάρτα και κάνε τη ζωή σου.
Πράγματι το παλικάρι έφυγε και μετά δυο βδομάδες ήρθε και του είπε του πατέρα του, ότι οι μετοχές αξίζουν ένα εκατομμύριο διακόσιες τριάντα έξι χιλιάδες δολάρια.
Μου είπαν ,αν τα πάρω όλα μονομιάς θα πληρώσω, περίπου πεντακόσιες χιλιάδες δολάρια σε φόρους. Αν τα παίρνω εκατό κάθε χρόνο σε δεκατέσσερα χρόνια οι φόροι
θα είναι γύρω στα δώδεκα χιλιάδες δολάρια, πράγμα που με συμφέρει.
Έτσι να κάνεις τον συμβούλεψε ο πατέρας του και το παιδί έφυγε.
Μετά μια βδομάδα το παλικάρι ξαναήρθε και άκουσα το παιδί που έλεγε στον Στήβ, άμα δεν σου φτάνουν αυτά να σου φέρω και άλλα.
Όχι, όχι του είπε ο πατέρας του, φτάνουν και παραφτάνουν, αλλά εγώ δεν μπορώ να γυρίσω στο σπίτι και αυτό το ξέρεις πολύ καλά.
Η μαμά χώρισε με αυτόν που συζούσε και είναι διατεθειμένη να σε συγχωρέσει.
Δεν γίνεται παιδί μου, εγώ έχω άλλες υποχρεώσεις, τα λεφτά θα τα κρατήσω και
σε ευχαριστώ, αλλά να γυρίσω πίσω δεν γίνεται.
Από κείνα τα λεφτά έκανα τα εισιτήρια μου και ήρθα στην Ελλάδα. Δεν παρου-
σιάστηκα σε κανέναν. πήγα κατ’ευθείαν στο χωριό μου και άνοιξα τον κλειδωμένο
για χρόνια στάβλο της γιαγιάς μου και κοιμήθηκα σαν άρχοντας των αστέγων ..
Βασίλης Τζιτζής
Σκάλα Καλλιράχης,Θάσος
**Την παραπάνω ιστορία μας την έστειλε ο καλός μας φίλος ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ με τη σε ίωση ότι ο συγγραφέας είναι Κοκκινογειώτης,όπως και ο ιδιος
|
Το Σικάγο σε φωτογραφίες κατάψυξης |