Για το βιβλίο του Czeslaw Milosz «Αιχμάλωτη Σκέψη» (μτφρ. Ανδρέας Παππάς, εκδ. Παπαδόπουλος).
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Ο νομπελίστας ποιητής Πολωνός Τσέσλαβ Μίγουος (1911-2004) έγραψε την Αιχμάλωτη Σκέψη το 1951. Είχε μόλις αυτομολήσει στη Δύση. Ήταν τότε μια περίοδος δόξας για τον σταλινισμό σε Δύση και Ανατολή.
Το εμβόλιο κατά του ολοκληρωτισμού
Για πολλούς δυτικούς διανοούμενους ο σταλινισμός και ο κομμουνισμός ήταν το φως απέναντι στο σκότος της Δύσης. Σε πολλά σημεία του βιβλίου του ο Μίγουος εκφράζει την απογοήτευσή του από την αδυναμία των δυτικών να καταλάβουν τι συνέβαινε στην υπό σοβιετική κατοχή Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Ο κάτοικος της Ανατολικής Ευρώπης –ισχυρίζεται– δεν μπορεί να πάρει στα σοβαρά τους δυτικούς, επειδή αυτοί δεν είχαν ποτέ τις δικές του εμπειρίες. Οι δυτικοί δεν τον καταλαβαίνουν. Υποστηρίζει μάλιστα ότι παρόλο που τα πράγματα εκεί ήταν τόσο ζοφερά, μόνο αν ήσουν ευαίσθητος ή αν κατόρθωνες να ζήσεις λίγο σ’ αυτές τις χώρες μπορούσες να διαρρήξεις το πέπλο της κομμουνιστικής προπαγάνδας. Προειδοποιούσε όμως, ως ένας ανατολικός Σινκλαίρ Λιουίς (Δεν γίνονται αυτά εδώ) τους Δυτικούς πως «αν κάτι συμβαίνει κάπου, αυτό σημαίνει ότι είναι πιθανό να συμβεί οπουδήποτε». Αυτό το βιβλίο πρέπει να διαβαστεί σαν προειδοποίηση πως ακόμη και σήμερα στη Δύση δεν έχει ανακαλυφθεί το εμβόλιο κατά του ολοκληρωτισμού. Στα καθ’ ημάς μάλιστα, όπως έδειξε και η υπόθεση του Συνέδριου στην Εσθονία, για κάποιους ο κομμουνισμός εξακολουθεί να είναι φως ακόμη και σήμερα, έστω και όχι της νιότης πια.
Σκέψη ευάλωτη στον ολοκληρωτισμό
Για τον Μίγουος η ποιητική δημιουργία και η λογοτεχνία δεν πρέπει να κάνουν τους ανθρώπους να χαίρονται με ανάξια πράγματα, ούτε να μιλούν με συγκατάβαση και λυρισμό για τους αδικημένους, αλλά να κάνουν τους ανθρώπους να αγωνιούν και να ανησυχούν για τους αδικημένους και τους κυνηγημένους.
Κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι το πόσο ευάλωτη ήταν η σκέψη του 20ού αιώνα στη γοητεία των ολοκληρωτικών δογμάτων. Ο Μίγουος ήταν ένας ποιητής που δεν θεωρούσε «έγκλημα καθοσιώσεως» να είναι κανείς στρατευμένος δημιουργός, αρκεί να μην ξεχνά ότι η ποίηση πρωτίστως είναι έκφραση υποκειμενικής δράσης και όχι κομματικής ταύτισης. Το ότι όμως η ποίηση είναι πρωτίστως «έκφραση υποκειμενικής δράσης», αυτό δεν σημαίνει ότι για έναν άνθρωπο ακέραιο όπως ο Μίγουος δεν μπορεί αυτή να γίνει και η «φωνή των αιώνιων σκλάβων». Γι’ αυτόν η ποιητική δημιουργία και η λογοτεχνία δεν πρέπει να κάνουν τους ανθρώπους να χαίρονται με ανάξια πράγματα, ούτε να μιλούν με συγκατάβαση και λυρισμό για τους αδικημένους, αλλά να κάνουν τους ανθρώπους να αγωνιούν και να ανησυχούν για τους αδικημένους και τους κυνηγημένους. Ακόμη και αν αυτοί οι κυνηγημένοι έρχονταν κόντρα στους «νόμους της Ιστορίας», όπως υποστήριζε για τα εκατομμύρια θύματά της η αποκαλούμενη από τον ίδιο Νέα Σκέψη ή αλλιώς η σταλινική και κομμουνιστική σκέψη. Γεννημένος στο Σετένιε της ανεξάρτητης μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου Λιθουανίας, γνωρίζει αρχικά (1939) τον σοβιετικό ολοκληρωτισμό και στη συνέχεια, από το 1941 έως το 1944, τον ναζιστικό ολοκληρωτισμό. Το τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Το δίδαγμα των Βαλτικών Χωρών» αποτελεί μια επιτομή που πρέπει να διαβαστεί κυρίως απ’ όλους όσοι συμφώνησαν με την απόφαση να μη στείλει η Ελλάδα εκπρόσωπο στο Συνέδριο του Ταλίν. Διαβάζοντάς το θα κατανοούσαν (;) –τρόπος του γράφειν– τι σήμαινε για αυτές τις χώρες η σοβιετική κατοχή και γιατί εκεί οι άνθρωποι το 1941 υποδέχθηκαν αρχικά τους ναζί ως ελευθερωτές.
Την ελευθερία αγαπώ και την καταλαβαίνω
Μετά το 1944 η σοβιετική «τάξη αποκαθίσταται». Κυριαρχούν εκ νέου οι εκπρόσωποι της «Διαλεκτικής της Ιστορίας», οι γνώστες των νόμων της εξέλιξης της ανθρώπινης Ιστορίας, οι «ασφαλίτες» της Νέας Σκέψης. Παρόλο που υπεραγαπούσε την πατρίδα του και ως ποιητής ακόμη περισσότερο τη γλώσσα της, αποφασίζει το 1951, ενώ υπηρετούσε στο διπλωματικό σώμα της νεοσύστατης Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας, να αυτομολήσει στη Δύση. Επέστρεψε στην Πολωνία το 1992, σαράντα δύο χρόνια αργότερα. Εκεί όπου οι πολίτες της, όπως δείχνει ο Άντζει Βάιντα στο έργο του Βαλέσα, η δύναμη της ελπίδας, τραγουδούσαν το ροκ τραγούδι «την ελευθερία αγαπώ και την καταλαβαίνω». Ο Μίγουος στα ζοφερά χρόνια του σταλινισμού γράφει όχι γι’ αυτούς ακριβώς τους πολίτες που αγαπούν και καταλαβαίνουν την ελευθερία, αλλά για εκείνους τους –ως επί το πλείστον φίλους του– διανοούμενους οι οποίοι, παρόλο που αγαπούσαν την ελευθερία και την κατανοούσαν, αποφάσισαν να υποκριθούν ότι αγαπούν και κατανοούν τον κομμουνισμό.
Η Νέα Σκέψη και οι μέθοδοί της
Πως κατόρθωναν αυτοί οι διανοούμενοι να ζουν και να δημοσιεύουν έργα τους μέσα σ’ αυτό το ζοφερό και ανελεύθερο καθεστώς; Μα φυσικά παίρνοντας το χάπι Μούρτι-Μπινγκ και χρησιμοποιώντας τη μέθοδο Κετμάν.
Πως κατόρθωναν αυτοί οι διανοούμενοι να ζουν και να δημοσιεύουν έργα τους μέσα σ’ αυτό το ζοφερό και ανελεύθερο καθεστώς; Μα φυσικά παίρνοντας το χάπι Μούρτι-Μπινγκ και χρησιμοποιώντας τη μέθοδο Κετμάν.
Ο Μίγουος δανείζεται τον όρο Μούρτι-Μπινγκ από το βιβλίο του Στανίσλαβ Βιτκίεβιτς Αδηφαγία (στα ελληνικά σε μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά από τις εκδόσεις Κέδρος). Ο Βιτκίεβιτς αυτοκτόνησε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1939, όταν οι σοβιετικοί, στη βάση του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, εισέβαλαν και κατέλαβαν τα εδάφη της Ανατολικής Πολωνίας. Εκεί όπου αργότερα στο Κάτιν οι σοβιετικοί σκότωσαν είκοσι χιλιάδες Πολωνούς αξιωματικούς, αλλά και διανοούμενους και επιστήμονες. Το Μούρτι-Μπινγκ ήταν ένα χάπι που όποιος το έπαιρνε κατακτούσε τη γαλήνη και την ευτυχία. Κατά τον Μίγουος αυτό το χάπι βοηθούσε απλούς πολίτες, αλλά κυρίως τους διανοούμενους να καταλάβουν και να ενστερνιστούν τη Νέα Πίστη, τον Ιστορικό και Διαλεκτικό Υλισμό. Οι διανοούμενοι της εποχής προσαρμόζονταν στη Νέα Πίστη και τη Μέθοδο, αφού λάμβαναν το χάπι Μούρτι-Μπινγκ. Είναι λάθος όμως η ερμηνεία εκείνων που υποστήριζαν ότι ο Μουρτιμπινγκισμός ήταν απλά για τον Μίγουος ένα υποκατάστατο της Νέας Σκέψης. Ο Μουρτιμπινγκισμός ουσιαστικά ήταν ο ίδιος ο Διαλεκτικός Υλισμός, η ίδια η Νέα Σκέψη.
Ο Μίγουος όμως γράφει και για το «Κετμάν», όρο που δανείστηκε από το βιβλίο του Γκομπινό Θρησκείες και Φιλοσοφίες στην Κεντρική Ασία. Το Κετμάν είναι ένας τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς σε ολοκληρωτικά καθεστώτα όπου ο καθένας αποκρύπτει τις πραγματικές του σκέψεις. Εδώ ο καθένας, προτού εκστομίσει οποιαδήποτε λέξη, πρέπει προηγουμένως να έχει εκτιμήσει τις συνέπειες που αυτή μπορεί να έχει. Προχωρά και σε μια ταξινόμηση του Κετμάν. Το εθνικό, το αισθητικό, το σκεπτικιστικό, το μεταφυσικό και το ηθικό Κετμάν.
Αλλά η προσχώρηση των διανοουμένων στη Νέα Σκέψη είχε και άλλη βάση. Διαχρονική αυτή, θα πρόσθετα. Για τον Μίγουος η αποδοχή της Νέας Πίστης «ιδιαίτερα στους διανοούμενους, εξηγείται με το ότι ο άνθρωπος δεν έχει ουσιαστικά εσωτερικό “κέντρο”. Ασκώντας πίεση στον άνθρωπο, η Νέα Πίστη συμβάλλει στο να υπάρξει ένα τέτοιο κέντρο, ή έστω να δημιουργηθεί η αίσθηση πως υπάρχει».
Συμφωνία με τον Διάβολο
Ο συγγραφέας περιγράφει εδώ τη ζωή τεσσάρων διανοουμένων «χρηστών» του Μούρτι-Μπινγκ και του Κετμάν, οι οποίοι ήταν και φίλοι του. Είναι ο ηθικολόγος Α, ο απογοητευμένος εραστής Β, ο σκλάβος της Ιστορίας Γ και ο τροβαδούρος Δ. Αυτοί οι τέσσερις φίλοι του συγγραφέα αποτελούν ιδεότυπους του διανοούμενου που ξέρει να υποκρίνεται. Του ανθρώπου που από αλλού ξεκίνησε –από τον εθνικισμό και τον αντιρωσισμό– και αλλού η ζωή του ολοκληρωτισμού τον πήγε. Που κατόρθωσε καταπίνοντας το χάπι Μούρτι-Μπινγκ και χρησιμοποιώντας τη μέθοδο Κετμάν να κάνει μια συμφωνία με τον Διάβολο του ολοκληρωτισμού και όχι απλά του αυταρχισμού, όπως ακόμη και σήμερα ορισμένοι χαρακτηρίζουν τα καθεστώτα του «υπαρκτού».
Ένα συγκινητικό έργο που αποκαλύπτει όχι μόνο πώς λειτουργεί ο ολοκληρωτισμός αλλά και πώς προσαρμόζονται σ’ αυτόν οι διανοούμενοι. Μια καταγγελία των δυτικών διανοούμενων που τότε –μήπως όχι μόνο τότε;– δεν αντιτάχθηκαν στον ολοκληρωτισμό.
Οι Πολωνοί βεβαίως αμέσως κατανόησαν ότι πίσω από αυτά τα πρόσωπα ήσαν ο Γιέζι Αντζεγιέφσκι (ο ηθικολόγος), ο Ταντέους Μπορόφσκι (ο απογοητευμένος εραστής), ο Γιέζι Πουτράμεντ (ο σκλάβος της Ιστορίας) και ο Κονστάντι Ιλντέφονς Γκαουτσίνσκι (ο τροβαδούρος). Επίσης αναφέρεται και σ’ έναν άλλο πολύ σπουδαίο Πολωνό ποιητή, επαναστάτη, με τα αρχικά Β. Μπρ. (Βλαντίσλαβ Μπρονιέφσκι). Αυτός διώχτηκε το 1939 από τη σταλινική NKVD και το 1945 «μετανοημένος» (;) έγραψε, άλλος ένας, μια «Ωδή στον Στάλιν». Όλοι αυτοί, υποχρεωτικά, αν και είχαν διαφορετικές αφετηρίες, έγιναν εκπρόσωποι του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, μιας λογοτεχνίας χρήσιμη μόνο για το κόμμα. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός «προϋποθέτει την ταύτιση του “νέου” με το προλεταριάτο και του προλεταριάτου με το Κόμμα. Οι λογοτεχνικοί του χαρακτήρες είναι είτε υποδειγματικοί πολίτες, δηλαδή κομμουνιστές, είτε ταξικοί εχθροί». Μικρογραφία του «εμείς ή αυτοί».
Ο Μίγουος σε πολλά σημεία αυτοσαρκάζεται. Συνειδητοποιεί ότι μέχρι να αυτομολήσει το 1951, ήταν κάτι σαν τους φίλους του. Γιατί τελικά στον ολοκληρωτισμό «δημιουργικοί» είναι μόνο εκείνοι που πιστεύουν στο κόμμα και όχι στην ελευθερία. Και αντίθετα από τις κοινοτοπίες του καθεστώτος περί του ανθρώπου ως επίκεντρου της ιστορίας, όπως γράφει ο Μίγουος στο όγδοο κεφάλαιο, ο άνθρωπος ήταν «ο βασικός αντίπαλος» του καθεστώτος.
Συγκινητικό έργο που αποκαλύπτει όχι μόνο πώς λειτουργεί ο ολοκληρωτισμός αλλά και πώς προσαρμόζονται σ’ αυτόν οι διανοούμενοι. Μια καταγγελία των δυτικών διανοούμενων που τότε –μήπως όχι μόνο τότε;– δεν αντιτάχθηκαν στον ολοκληρωτισμό. Με τιμητική εξαίρεση τους Αντρέ Ζιντ, Τζορτζ Όργουελ, Άρθουρ Κέστλερ –σύμφωνα με τον Μίγουος– και τον «δεξιό» Ρευμόν Αρόν, θα πρόσθετα.
Ο Ανδρέας Παππάς αποδίδει με ακρίβεια τα περισσότερα πολωνικά ονόματα, αλλά ο Milosz στα ελληνικά αξίζει να γίνει Μίγουος και όχι Μίλος.
Δεν πρέπει να υπάρξει βιβλιόφιλος που να μη διαβάσει αυτό εδώ το Ποίημα κατά του ολοκληρωτισμού.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και διδάκτωρ κοινωνιολογίας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Αν όλα στον κόσμο διέπονται από τους νόμους της λογικής, αν η ελευθερία ταυτίζεται με την κατανόηση αυτής της οικουμενικής έλλογης αναγκαιότητας, αν ο άνθρωπος συνειδητοποιήσει ότι αυτό που είναι αναγκαίο και αυτό που είναι επιθυμητό συμπίπτουν, τότε, ναι, μια νέα κοινωνία ελεύθερων πολιτών είναι εφικτή στο μέλλον. Με αυτή την έννοια, ο κομμουνιστής που πέρασε τρία χρόνια στο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας ήταν ελεύθερος, στο μέτρο που την τιμωρία του, όπως και την τιμωρία των συγκρατούμενών του, τη θεωρούσε λογική και αναγκαία».
Czeslaw Milosz
Μτφ. Ανδρέας Παππάς
Παπαδόπουλος 2017
Σελ. 303, τιμή εκδότη €16,99