Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο·
καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο·
το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
Νίκος Καζαντζάκης, «Ασκητική»
Στις 3 Ιανουαρίου 2018, λίγα εικοσιτετράωρα μετά τον ερχομό του νέου έτους, συγκλόνισε το πανελλήνιο ένα πολύνεκρο δυστύχημα στην Κρήτη. Ο απολογισμός: τρεις νεκροί και τέσσερις τραυματίες, ένας εκ των οποίων σε σοβαρή κατάσταση.
Όλοι σοκαριστήκαμε στην είδηση, όταν όμως μάθαμε την ταυτότητα των θυμάτων, εδώ στα Δωδεκάνησα, στο νησί της Ρόδου και της Τήλου, παγώσαμε ακόμη περισσότερο: ανάμεσα στους νεκρούς η Μαίρη Κωστίδη από την Τήλο, ο “καλός” της, Χρήστος Στεφανάκης από την Κρήτη και η μητέρα της, Δέσποινα Παναγιωτάκη Κωστίδη. Ο πατέρας της Μαίρης, Νίκος, σοβαρά πολυτραυματίας, μεταφέρθηκε διασωληνωμένος στο Νοσοκομείο του Ηρακλείου, ενώ η μικρή αδελφή, η Χριστίνα, τραυματίας κι αυτή με κατάγματα, αλλά τουλάχιστον εκτός κινδύνου.
Μια ανείπωτη οικογενειακή τραγωδία, το μέγεθος της οποίας δυσκολεύεται κανείς να συλλάβει. Μια γνωριμία των μελλόντων συμπεθέρων, μια ευτυχισμένη στιγμή η οποία κατέληξε σε πόνο κι οδυρμό, ένας «ματωμένος γάμος», όπως έγραψαν κάποιες ιστοσελίδες παραπέμποντας στο ομώνυμο έργο του F.García Lorca. Aχ, βρε Μαίρη, τι ειρωνεία… Σε κοιτούσα με πικρία να είσαι «πρωταγωνίστρια» σε όλα τα δελτία ειδήσεων εκείνη και τις επόμενες μέρες. Ήταν ανάγκη γι’ αυτόν το λόγο;
Την οικογένεια Κωστίδη τη γνωρίζω προσωπικά. Το σχολικό έτος 2013-2014 υπηρέτησα ως εκπαιδευτικός στο Γυμνάσιο-Λυκειακές Τάξεις Τήλου και τη Μαίρη, τη «Μαιρούλα», όπως όλοι τη φώναζαν, την είχα μαθήτρια στην Α’ Λυκείου. Ευφυής και επιμελής, πολύ καλή στις επιδόσεις της, εξαιρετική και στο ήθος της. Πάντα χαμογελαστή (με ένα χαμόγελο πολύ λαμπερό) κι ευδιάθετη, σου μετέφερε μια αύρα αισιοδοξίας. Εξαιρετική και η μαμά της, η Δέσποινα. Επίσης εγκάρδια και χαμογελαστή, γλυκιά, αφοσιωμένη σύζυγος και μητέρα, δοσμένη στη δουλειά της και στην οικογένειά της.
Κολλημένη πάνω στη Δέσποινα φέρνω πάντα στη μνήμη μου τη μικρή της κόρη, τη Χριστίνα. Η Μαίρη πάλι -όπως μου διηγόταν η ίδια η Δέσποινα- είχε μεγάλη αδυναμία στον πατέρα της (σε αυτή την κατηγορία, της κόρης της προσκολλημένης στον μπαμπά της, ανήκει και η γράφουσα). Το ζευγάρι, η Δέσποινα κι ο Νίκος, θυμάμαι ότι αποτελούσαν ενεργούς πολίτες του νησιού τους, αφού πέρα από το μαγαζί που διατηρούσαν, ασχολούνταν και οι δύο με τα πολιτιστικά και τα αθλητικά δρώμενα της Τήλου. Ένα ζευγάρι υποδειγματικό, άνθρωποι νοικοκύρηδες με αρχές και ήθος, μια οικογένεια ευρέως αγαπητή στο νησί, τόσο από τους ντόπιους όσο και από τους ξένους που το επισκέπτονται κάθε χρόνο (το facebook «βούλιαξε» από “συλλυπητήρια” και αφιερώσεις στα ελληνικά και στ’ αγγλικά).
Τα χρόνια πέρασαν, έφυγα από το νησί, αλλά με τη Δέσποινα και τη Μαιρούλα κράτησα μια επαφή «διαδικτυακή» και μάθαινα τα νέα τους από εκεί. Που και που στη Ρόδο έβρισκα φίλες και παλιές συμμαθήτριες της Μαίρης και μου έλεγαν τα νέα της: ότι σπουδάζει στην Κρήτη κι ότι είναι πολύ ευχαριστημένη. Γύρω στο Νοέμβριο είχα μια συνομιλία και με τη Δέσποινα (πού να φανταστώ ότι θα ήταν η τελευταία…) Όπως πάντα, με χόρτασε με τον καλό της λόγο, με την αγάπη και το ενδιαφέρον της. Πόσο θα μου στοιχίσει που δεν θα την ξαναδώ στην Τήλο!
Η πρώτη πράξη του δράματος αυτού του ασύλληπτα τραγικού γεγονότος διαδραματίστηκε στην Κρήτη, στην κηδεία του νεαρού Χρήστου (έμαθα από τις φίλες της, ότι η Μαίρη τον υπεραγαπούσε και τον αποκαλούσε πάντα «ο Χρηστάκος μου»). Η δεύτερη πράξη του δράματος εκτυλίχθηκε την Παρασκευή, 12 Ιανουαρίου, στον Ιερό Ναό Ταξιαρχών Ρόδου με την κηδεία των δύο γυναικών, μάνας και κόρης. Ζήτησα άδεια από την υπηρεσία μου και πήγα. Και παρά το γεγονός ότι ύστερα από την κηδεία του πατέρα μου (τον έχασα νωρίς, στα 16 μου) δε βρήκα το κουράγιο να ξαναπάω σε κηδεία, αυτή τη φορά όμως το ένιωθα ως ηθικό καθήκον, ως εσωτερική ανάγκη, κάτι μέσα μου έλεγε ότι δεν μπορούσα να λείψω.
Σύσσωμο το νησί της Τήλου έδωσε το «παρών» σε αυτή την κηδεία κι αυτό με συγκίνησε βαθύτατα. Τους είδα όλους συντετριμμένους, ενωμένους στον κοινό πόνο, έμοιαζαν να μην το πιστεύουν ακόμη. Κάποιος από το συγκεντρωμένο πλήθος είπε χαμηλόφωνα: «Όλος αυτός ο κόσμος έπρεπε να ήταν εδώ για το γάμο της Μαιρούλας!» Σκέφτηκα από μέσα μου πόσο δίκιο είχε…
Λίγες μέρες πριν είχα διαβάσει στο διαδίκτυο το μήνυμα της Δημάρχου Τήλου, Μαρίας Καμμά και το ψήφισμα του Δημοτικού Συμβουλίου, πολύ φορτισμένα συναισθηματικά: «Θα είμαστε εκεί, δε θα είστε μόνες…». Και πράγματι, ήταν όλοι εκεί. Αν μη τι άλλο, σε αυτά τα μικρά μέρη, παρ’ όλες τις αντιξοότητες της νησιωτικότητας, παρ’ όλη τη συχνή ολιγωρία του κρατικού μηχανισμού μπροστά στις ανάγκες των «ξεχασμένων» κατοίκων-ακριτών, σε αυτούς τους ανθρώπους μένει τουλάχιστον κάτι πολύ σημαντικό: οι διαπροσωπικές ανθρώπινες σχέσεις.
Κι αυτό το βιώνει όποιος πάει να δουλέψει εκεί, οι δεσμοί στην τοπική κοινωνία είναι πολύ ισχυροί -παρά τις καθημερινές μικροτριβές της ρουτίνας, στις οποίες υπόκεινται άλλωστε όλες οι ανθρώπινες σχέσεις. Γι’ αυτό, προσωπικά, προτρέπω συναδέλφους και γενικότερα κάθε δημόσιο υπάλληλο που του δίνεται η ευκαιρία, να υπηρετήσει έστω έναν χρόνο σ’ ένα από τα ακριτικά αυτά νησιά μας του Αιγαίου. Είναι, κατά την άποψή μου, μια εμπειρία ζωής, γνωρίζεις από κοντά τις ιδιαίτερες ανάγκες αυτών των ανθρώπων, αποτελεί «εύσημα» για την καριέρα σου να προσφέρεις σε έναν ακριτικό τόπο στηρίζοντας τους κατοίκους από το μετερίζι σου.
Τραγικό πρόσωπο στη νεκρώσιμη ακολουθία η μητέρα της Δέσποινας και γιαγιά της Μαιρούλας, η κ. Μαίρη (γιαγιά μόνο κατ’ όνομα, γιατί η κ. Μαίρη είναι νεότατη). Συντετριμμένη, αλλά πάντα αξιοπρεπής στον πόνο και τη θλίψη της, μου εξομολογήθηκε στον καφέ ότι ετοίμαζε -με το ωραίο της πάντα γούστο- να στείλει στη συνονόματη εγγονή της τα ‘προικιά’, εν όψει του επερχόμενου αρραβώνα. Δίπλα στην κ. Μαίρη τα αδέλφια της Δέσποινας, η Ελένη και ο Στέφανος, με έκδηλη την οδύνη τους κι εκείνοι. Παρούσα και η προγιαγιά της Μαιρούλας, η κ. Δέσποινα. Από την οικογένεια του Νίκου είδα την αδελφή του, την Ελένη, γιατί η μητέρα του, όπως έμαθα, βρίσκεται στην Κρήτη, κοντά στο γιο της που παλεύει ακόμη με τα τραύματά του και στην εγγονή της, η οποία παλεύει με σωματικά και ψυχικά τραύματα.
Δε θα ξεχάσω τα πρόσωπα από τις φίλες της Μαίρης και πάλαι ποτέ μαθήτριές μου στην Τήλο: την Πόπη, τη Γρηγορία, τις δύο Σοφίες, τη Μαρία… Εκτός από δακρυσμένη, η όψη τους είχε κάτι το χαμένο, το απλανές. Ένας βουβός θρήνος. Τις χαιρέτησα και τις συλλυπήθηκα, αλλά έμοιαζαν να είναι αλλού.
Στο «τελευταίο αντίο» στη Μαίρη και στη Δέσποινα, παρευρέθηκε και η μητέρα του μέλλοντος γαμπρού, του Χρήστου, από την Κρήτη, γεγονός που με άγγιξε βαθιά. Παρά τον άφατο πόνο και την οδύνη της, η γυναίκα αυτή έδωσε το «παρών». Κι ήταν γλυκιά κι ευγενική με όσους τη συλλυπούνταν.
Το «παρών» έδωσε και ο εκπαιδευτικός κόσμος της Τήλου, μαθητές κι εκπαιδευτικοί από τα σχολεία της. Μου είπαν, μάλιστα, η κ. Όλγα Βλάχου από το Συμβουλευτικό Σταθμό Νέων και η ψυχολόγος κ. Ήρα Λουτσιού ότι βρίσκονται σε συνεχή επαφή με τα νέα παιδιά της Τήλου για την ψυχολογική τους υποστήριξη μετά το τραγικό αυτό συμβάν, από το οποίο το νησί δεν έχει ακόμα συνέλθει και, όπως φαίνεται, θα αργήσει να συνέλθει. Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί και τη χρονιά κατά την οποία υπηρετούσα στην Τήλο, όταν χάσαμε ξαφνικά σε τροχαίο το διευθυντή μας, τον αείμνηστο Δημήτρη Κασσανδρινό. Και τότε χρειάστηκε ψυχολογική υποστήριξη η εκπαιδευτική κοινότητα του νησιού κι ευχαριστώ από αυτές τις γραμμές τη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Δωδεκανήσου και τον Προϊστάμενό μας, κ. Παπαδομαρκάκη, για την αμέριστη τότε συμπαράστασή τους.
Μετά από τέτοια δραματικά γεγονότα, όπως μια εξόδιος ακολουθία (με τα πολύ σοφά της λόγια, σημειωτέον), φεύγει κανείς γεμάτος υπαρξιακούς προβληματισμούς και μεταφυσικά ερωτήματα για το εφήμερο της ζωής, για το ουσιαστικό νόημά της, για τη λεπτή γραμμή που χωρίζει την ύπαρξη από την ανυπαρξία. Προκύπτει, όμως, και μια απορία αντικειμενική μέσα από όλες αυτές τις τραγωδίες της ασφάλτου: γιατί η χώρα μας να πληρώνει κάθε χρόνο τόσο βαρύ φόρο αίματος σε τροχαία δυστυχήματα; (Μόνο τώρα στις γιορτές είχαμε κάμποσα περιστατικά.) Γιατί αυτός ο ακήρυχτος πόλεμος στο οδόστρωμα; Τι κάνουμε λάθος;
Εύχομαι ολόθερμα -ab imo pectore- στο Νίκο και στη μικρή Χριστίνα να συνέλθουν γρήγορα και να αναρρώσουν από τις πληγές τους. Εύχομαι, επίσης, στους συγγενείς να ζήσουν και να θυμούνται πάντα τους εκλιπόντες. Όπως γράφει κι ο Θουκυδίδης στο μνημειώδη «Επιτάφιό» του, ας τους παρηγορήσει το γεγονός ότι το τέλος της ζωής των αγαπημένων τους προσώπων ήρθε σε στιγμή υπέρτατης ευτυχίας. Εύχομαι ο «πανδαμάτωρ χρόνος» να δώσει το κουράγιο στους ανθρώπους αυτούς που έμειναν πίσω να συνεχίσουν. Κι από εδώ και πέρα ο Θεός να τους δίνει μόνο χαρές.
Όσο για τη Δέσποινα και τη Μαίρη, που μας βλέπουν πια από ψηλά, θα τις θυμόμαστε πάντα με αγάπη και συγκίνηση. Οι άνθρωποι φεύγουν, τα καλά τους όμως έργα κι ο καλός τους χαρακτήρας μένουν στην καρδιά μας και στη μνήμη μας για πάντα.