«Εξαιρετικό συμβολισμό» χαρακτηρίζει ο δημοσιογράφος Κώστας Βαξεβάνης τη διαφαινόμενη απουσία της ΧΑ από τη νέα Βουλή.
Ωστόσο, τονίζει ότι εκτός από αυτό όμως, από άποψη ουσίας δεν εξαφανίστηκαν οι φασίστες, υποστηρίζοντας ότι οι παλιοί ψηφοφόροι της ΧΑ ενσωματώθηκαν στη ΝΔ δίνοντάς της τη νίκη.
Ο Κώστας Βαξεβάνης δήλωσε χαρακτηριστικά:
«Η Χ.Α κατά πάσα πιθανότητα εκτός Βουλής. Αναμφίβολα είναι ένας εξαιρετικός συμβολισμός. Από άποψη ουσίας όμως δεν εξαφανίστηκαν οι φασίστες. Απλώς ενσωματωθηκαν στη ΝΔ ως ψηφοφόροι που της έδωσαν τη νίκη»
Η Χ.Α κατά πάσα πιθανότητα εκτός Βουλής. Αναμφίβολα είναι ένας εξαιρετικός συμβολισμός. Από άποψη ουσίας όμως δεν εξαφανίστηκαν οι φασίστες. Απλώς ενσωματωθηκαν στη ΝΔ ως ψηφοφόροι που της έδωσαν τη νίκη
Υπεθυμίζεται ότι σύμφωνα με την επίσημη εκτίμηση της Singular Logic, η ναζιστική ΧΑ δε θα καταφέρει να συγκεντρώσει το απαιτούμενο ποσοστό για να μπει στη βουλή.
Με αίμα βάφτηκε η Κυριακή των εκλογών στή Λάρισα. Σήμερα τα ξημερώματα, περίπου στις 5, ένα τροχαίο δυστύχημα στον δρόμο Λάρισας – Αγιάς, στο ύψος του Γερακαρίου, είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους δύο άτομα.
Θύματα είναι ένας άντρας και μια γυναίκα που υπέκυψαν ενώ ένα ακόμη άτομο μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο με σοβαρά τραύματα.
Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες το ΙΧ αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν ξέφυγε από το δρόμο για άγνωστο λόγο και προσέκρουσε με σφοδρότητα σε δένδρο.
Την πρώτη φορά που τα αντικρίζεις από μακριά, οδηγώντας προς την Καλαμπάκα, αισθάνεσαι ότι δύο μάτια δεν σου αρκούν για να χορτάσεις το θέαμα. Ακόμα και αν έχεις δει άπειρες φωτογραφίες τους, ακόμα και αν έχεις ακούσει ένα σωρό διηγήσεις, τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για το δέος της πρώτης επαφής μαζί τους.
Τα τερτίπια της φύσης στην πιο μεγαλοπρεπή έκφανσή τους. Οι τεράστιοι σκοτεινόχρωμοι βράχοι, που στέκουν επιβλητικά πάνω απ’ την Καλαμπάκα, μοιάζουν να έχουν δημιουργηθεί εκεί από το πουθενά, χωρίς λόγο και αιτία. Μια «παραφωνία» στο τοπίο της θεσσαλικής πεδιάδας. Μια παραφωνία που ωστόσο καταλήγει, ως θέαμα, να μην έχει ταίρι σε αρμονία.
Αν αυτή η πρώτη εικόνα από μακριά είναι εντυπωσιακή, η εμπειρία της αναρρίχησης σε έναν από τους βράχους είναι συγκλονιστική. Το γεωλογικό φαινόμενο των Μετεώρων είναι μοναδικό στον κόσμο. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν ξέρει πώς ακριβώς δημιουργήθηκαν – η Επιστήμη δεν έχει δώσει ακόμα σαφείς απαντήσεις.
Η επικρατέστερη θεωρία αναφέρει ότι κάποτε ο κάμπος ήταν θάλασσα και ότι εδώ υπήρξε ένα τεράστιο δέλτα κάποιου ποταμού που χυνόταν ορμητικά στα νερά της, μεταφέροντας ογκόλιθους και ασβεστολιθικά πετρώματα.
Η δημιουργία του γεωλογικού τοπίου έχει κατά καιρούς απασχολήσει πολλούς Έλληνες και ξένους γεωλόγους, αλλά δεν έχει ακόμη ερμηνευθεί ξεκάθαρα. Το φαινόμενο των βράχων δεν αναφέρεται ούτε στη μυθολογία ούτε από κάποιον Έλληνα ή ξένο ιστορικό.
Η πιο εμπεριστατωμένη άποψη θεωρητικά είναι αυτή που έχει διατυπώσει ο σπουδαίος Γερμανός γεωλόγος, Άλφρεντ Φίλιπσον, ο οποίος στα 1887 ξεκίνησε τα επιστημονικά ταξίδια του στην Ελλάδα. Δέκα χρόνια αργότερα δημοσίευσε τα αποτελέσματα της έρευνας του σε ένα μεγάλο έργο, αφιερωμένο αποκλειστικά στη γεωμορφία της ελληνικής επικράτειας.
Σύμφωνα με τη θεωρία του Φίλιπσον, η δημιουργία αυτών των τεράστιων ογκολίθων οφείλεται σε ένα δελτοειδή κώνο από ποταμίσιους ογκόλιθους και ασβεστολιθικά πετρώματα, που για εκατομμύρια χρόνια χύνονταν σε θαλάσσια έκταση που κάλυπτε τότε τη Θεσσαλία.
Πριν από 25-30 εκατομμύρια χρόνια μετά από γεωλογικές μεταβολές που συνέβησαν κατά τη διάρκεια των αιώνων, ανυψώθηκε το κεντρικό τμήμα της σημερινής Ελλάδος και βυθίστηκε η περιοχή της Θεσσαλίας, η οποία αποτέλεσε μία λίμνη. Αργότερα δημιουργήθηκε το άνοιγμα των Τεμπών, με αποτέλεσμα τα νερά να χυθούν στο σημερινό Αιγαίο και να αποκαλυφθεί η θεσσαλική πεδιάδα.
Είναι εντυπωσιακή η επιλογή φράσεων του Φίλιπσον για τη μορφολογική – γεωγραφική περιγραφή των βράχων των Μετεώρων, στη μελέτη που δημοσίευσε στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Γερμανός γεωλόγος ανέφερε επανειλημμένα ότι στην παγκόσμια βιβλιογραφία δεν απαντάται φυσικό τοπίο ανάλογο με αυτό των Μετεώρων, τόσο σε έκταση όσο και μέγεθος.
«Το βραχώδες τοπίο των Μετεώρων αδιαμφισβήτητα ανήκει στα πλέον πρωτόγνωρα και μοναδικά, τα οποία μπορεί να δει κανείς στον κόσμο. Αυτός ο λαβύρινθος από κατακόρυφα φαράγγια ανάμεσα στα λιτά, αναρριχώμενα στον ουρανό, συμπλέγματα βράχων, οι οποίοι σε κάθε βήμα του περιηγητή προσφέρουν ατελείωτη πολυπλοκότητα και ποικιλία, με πάντα νέες μορφές που φαίνεται να ξεπροβάλλουν μέσα από τις τολμηρές φαντασιώσεις ενός Ντορέ, και μαζί με αυτή η άφθονη θαμνώδης βλάστηση, η οποία περιβάλλει τους πόδες των βράχων με ζωντανό πράσινο.
Η θέα προς την πεδιάδα με τα χωράφια και τις συστοιχίες από μουριές, με την πλατιά κοίτη του Πηνειού και στο βάθος τις χιονισμένες κορυφές της Πίνδου, αυτά όλα αφήνουν μία εντύπωση, την οποία δεν μου είναι δυνατό να συγκρίνω με καμιά γνωστή. Στη βαθιά σιωπή αυτών των γκριζωπών ρωγμών των βράχων, στις οποίες απουσιάζει το ζωογόνο βουητό του νερού, που οπουδήποτε αλλού σε παρόμοια στενά δεν περνά απαρατήρητο, αντηχεί σαν αντίλαλος από έναν μακρινό ξένο κόσμο ο ξεκάθαρος ήχος της καμπάνας».
Το άγριο και απροσπέλαστο τοπίο αποτέλεσε πρόσφορο χώρο για τους χριστιανούς ασκητές που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, σε χρονολογία που δεν είναι ακριβώς γνωστή.
Σύμφωνα με διάφορες γνώμες βυζαντινολόγων υποστηρίζεται ότι ξεκίνησε πριν από το 11ο αιώνα. Άλλες ιστορικές όμως πληροφορίες αναφέρουν ως πρώτο ασκητή οικιστή κάποιον Βαρνάβα που το 950-970 ίδρυσε την πολύ παλιά Σκήτη του Αγίου Πνεύματος. Ακολούθησαν η ίδρυση της Μεταμόρφωσης (1020) και αυτή της Σκήτης Σταγών ή Δούπιανη το 1160.
Η μοναστική ζωή στα Μετέωρα σημείωσε ύφεση στα χρόνια της παρακμής και της πτώσης της βυζαντινής αυτοκρατορίας και της συνακόλουθης οθωμανικής κατάκτησης της Θεσσαλίας το 1393. Από τα τέλη του 15ου αιώνα και κυρίως το 16ο αιώνα τα Μετέωρα γνωρίζουν τη μεγαλύτερή τους ακμή, καθώς ιδρύονται νέες μονές, καθολικά και μοναστηριακά κτίσματα, κοσμημένα με απαράμιλλης τέχνης αγιογραφίες.
Με την πάροδο του χρόνου η μοναστηριακή αυτή πολιτεία άρχισε να ενισχύεται με μοναχούς για να φθάσει στο απόγειο της ακμής της γύρω στο 17ο αιώνα. Από την εποχή αυτή ωστόσο αρχίζει και η παρακμή, με αποτέλεσμα σήμερα να λειτουργούν μόνο έξι από τα 30 Μοναστήρια, καθώς και κάποια τμήματα ορισμένων άλλων.
Τα υπόλοιπα έχουν εξαφανισθεί. Από το 1988 αυτά τα έξι (Μεταμόρφωσης, Βαρλαάμ, Αγίου Νικολάου του Αναπαυσά, Ρουσάνου, Αγίας Τριάδος και Αγίου Στεφάνου) περιλαμβάνονται στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.
Όσοι το έχουν ζήσει, λένε ότι αν βρεθείς στα Μετέωρα με ομίχλη το θέαμα είναι από αυτά που δεν ξεχνάς ποτέ στη ζωή σου. Σα να έχεις διακτινιστεί σε ένα απόκοσμο τοπίο, όπου η φύση παραδίδει με μυστηριώδη μορφή ένα από τα αριστουργήματά της.
Ένα αριστούργημα που αν δεν έχεις ήδη εξερευνήσει, καλό θα είναι, προς τέρψιν των αισθήσεων σου, να το κάνεις χθες…
Δύσκολο να παραιτηθώ από τις εικόνες –Φιλίπ Ζακοτέ
H συνολική επιφάνεια του Ha Long Bay ή του Κόλπου του Δράκου, όπως θα μεταφράζαμε πρόχειρα στη γλώσσα μας, καλύπτει περί τα χίλια πεντακόσια τετραγωνικά χιλιόμετρα. Απέχει διακόσια περίπου χιλιόμετρα ανατολικά από το Ανόι. Χίλια οχτακόσια και πλέον νησιά ξεφυτρώνουν εκεί, το ένα αρκετά κοντά στο άλλο, καθιστώντας την περιοχή επισήμως ένα από τα λεγόμενα νεώτερα εφτά θαύματα του κόσμου. Ανήκει άλλωστε στις τοποθεσίες εκείνες που έχει θέσει ο οργανισμός της UNESCO υπό την προστασία του, ήδη από το 1994, στο πλαίσιο του γνωστού προγράμματος της «διατήρησης της παγκόσμιας κληρονομιάς». Σύμφωνα με την επικρατούσα δοξασία, τα νησιά συναποτελούν όλα τα σωτήρια εκείνα υπερδιαμάντια που ξέρασε ο πιστός σύμμαχος Δράκος του Κόλπου, με τη δέουσα ορμή την κατάλληλη στιγμή, για να απωθήσει τους εχθρούς που εισέβαλαν κάποτε στο Βιετνάμ. Υπάρχει και μια άλλη καταγωγική παραλλαγή, η οποία θέλει να πιστέψουμε ότι πρόκειται για τους ίδιους τους ακίνητους γόνους μιας προστάτιδας Δράκαινας, η οποία, αντί για οτιδήποτε άλλο, γέννησε τεράστιους βράχους. Πάντως εδώ ηττήθηκαν διαδοχικά οι στόλοι των Κινέζων, τρεις φορές συνολικά κατά την αρχαιότητα, αλλά και των Μογγόλων, το 1288, όταν αμφότεροι δοκίμασαν να αποβιβάσουν στρατεύματα στη μητρώα βιετναμέζικη γη.
Συγκεντρώνοντας το δικαιολογημένο ενδιαφέρον εκατοντάδων χιλιάδων επισκεπτών κάθε χρόνο, αυτό το νησιωτικό σύμπλεγμα συγκαταλέγεται στα εμβλήματα της γεωγραφικής φυσιογνωμίας της χώρας. Το σχήμα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το όνομα των βραχονησίδων και των υπολοίπων προεξοχών της γης. Άλλη μια φορά η φαντασία συμμετέχει πρόθυμα στην ολοκλήρωση του έργου μιας εντυπωσιακής αλληλουχίας γεωφυσικών προσαρμογών. Αναφέρω τις εξής ενδεικτικές βαφτιστικές δηλώσεις: ο Κύων, η Χελώνα, ο Παπαγάλος, οι Πετεινοί που μαλώνουν, η Ανθρωποκεφαλή, η Σέλα του Αλόγου, η Μητέρα και ο Γιος που χαιρετούν τον Πατέρα, οι Πύλες που ανοίγουν στον Ουρανό, ο Πελεκάνος. Μόνο ένα τρίτο των νησιών διαθέτει προς το παρόν όνομα. Τα υπόλοιπα φαίνεται να περιμένουν στη σειρά την έμπνευση των αρχών ή την ευρηματικότητα κάποιων προσφυών κατοίκων για να πάρουν μέρος στο παιχνίδι της ατελεύτητης και πολυμήχανης ονοματοποιίας. Δύο από όλα αυτά κατοικούνται. Μάλιστα το ένα ονομάζεται Ποίημα. Οι πηγές των ιστορικών μάς βεβαιώνουν ότι ο βασιλιάς Le Thanh Tong, ένα μεσημέρι του όχι τόσο μακρινού 1464, διέταξε τον γραμματέα του να σκαλίσει σε έναν εισαγωγικό βράχο του νησιού τους στίχους του, που μόλις προ ολίγου είχε συνθέσει.
Ούριες οι λέξεις. Δεν προπορεύονται, ακολουθούν για την ώρα τις ματιές μας. Συμφιλιώνονται γρήγορα με το περιβάλλον. Συνεπείς, υπάκουες. Φτάνουν ως τα πράγματα. Τ’ ακουμπούν μάλιστα, αλλά δεν ενοχλούν. Η αίσθηση του αβαρούς: το συγκεκριμένο αίσθημα αυτών των συντεταγμένων. Η πραγματικότητα ένα καλά τονισμένο φωνήεν, ένα πρόσφορο σύμφωνο. Ο καιρός λες μια κλείδα αγαθών στιγμών. Μπορεί σε κάποια στροφή της ημέρας o κόσμος που σκεφτόμαστε να είναι, άραγε, ο κόσμος που μέσα του ζούμε; Σε αντίθεση με ό,τι, π.χ., φρονούσε ο Γκαστόν Μπασελάρ; Υπάρχει ακόμη στην ατμόσφαιρα, όπως φαίνεται, ένα υπολογίσιμο απόθεμα της καλής τύχης, της εύνοιας που φέρνει τους ναυαγούς μόνο στα σωστά κύματα.
*
Το όνομα προέχει. Άλλωστε ως ρητή βαφτιστική δήλωση περιφρουρεί την αξία της εθνικής φύσης. Είναι η αδιαπραγμάτευτη συνθήκη ιδιοκτησίας, η οποία προέρχεται από την ενδοχώρα της καθαρής επινόησης. Αν και δεν είναι δυνατόν να ακυρωθεί ως κρατική υπόθεση, ως οντότητα αλήθειας, η ανωνυμία του νησιού ισούται με βάσκανο. Η φαντασία σπεύδει να διεκδικήσει για λογαριασμό της το άπαν του πέτρινου όγκου. Το όνομα της βραχονησίδας είναι το καύχημα του φαντασιακού, καθώς μετατρέπεται σε άμεση φυλετική πρακτική. Τα πάντα, εκτός από τον Θεό, δηλαδή τη Φύση, είναι παροδικά και χάνονται σε απλά συμβεβηκότα και τροποποιήσεις. Το πρωτεύον, θυμίζω, δίδαγμα του Σπινόζα. Γι’ αυτό ακριβώς και τα νησιά, ως κυριολεκτικές εκφράσεις, ως ρεαλιστικά μνημεία κειμένων, δηλώνουν σταθερά μη ροή, μη μεταφορά.
Η διαύγεια περισσότερο από ποτέ συνεπίκουρη. Παρά την ένταση των όσων έχουν εμφιλοχωρήσει με την πάροδο του χρόνου στο τοπίο, οι γραμμές παραμένουν ανέπαφες. Αφηγούνται νηνεμία. Το παρόν, εύπλαστο υλικό από αλλεπάλληλα σήματα παραδίδεται αμαχητί. Το ζυμάρι από εντυπώσεις μιας θητείας στην Ινδοκίνα πλάθεται στους ρυθμούς της ανάσας μου. Οι εμπειρικές συγκυρίες είναι από θαυμασμό και επίγνωση. Υπεισέρχομαι στις λεπτομέρειες του χώρου. Ερευνώ οτιδήποτε προφταίνει τον νου μου. Ανακεφαλαιώνοντας όψεις, συντηρώ επιφάνειες αισθήσεων. Το τώρα ισούται με μιαν απήχηση βάθους.
Παρά την οργή, την οποία συσσώρευσαν τα γνωστά γεγονότα του προηγούμενου αιώνα, οι Βιετναμέζοι διατηρούν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού: παραμένουν προσηνείς, δείχνουν ανεξίκακοι, επιλήσμονες όχι βέβαια, αλλά ήρεμοι, φορείς μιας δικαιοσύνης. Συνάντησα πολλούς τρίτους που έζησαν και εργάστηκαν στη χώρα τους, διατηρώντας τις καλύτερες των εντυπώσεων από τις επαφές με τους γηγενείς. Βέβαια υπάρχει και η άλλη όψη, η εσωτερική ή εκείνη που επιφυλάσσουν σε άλλες στιγμές του επικοινωνιακού δούναι και λαβείν. Απομονώνω για λόγους δεοντολογίας μερικές φράσεις από το μυθιστόρημα του John Sandford, HeatLightning, όπου αποδίδεται μια πιο σφαιρική άποψη. Η συνύπαρξη δύο δράσεων, η εναλλαγή των θετικών και των αρνητικών προσήμων, οι ακραίες, εναντιωματικές ροπές των «απρογραμμάτιστων» εκδηλώσεων στη σκηνή του βίου, οι τρόποι ενός φαινομενικά εύθραυστου, ετοιμόρροπου λες σώματος σε αντιπαράθεση με τη λανθάνουσα δύναμη των σχεδόν αδήλων, πάντως στιβαρότατων μυών συμπληρώνουν το πλέγμα των εναλλαγών της συμπεριφοράς. Κατά λέξη, όπως τα εννοεί το πρωτότυπο: “Sinclair ran his tongue over his lower lip, then shook his head. I’ve worked with the Vietnamese for a long time. They can be a subtle bunch of people and they know how to nurse a grudge. On the other hand, they can be the biggest bunch of homeboy hicks that you could imagine”.
Τα απρόβλεπτα εξογκώματα, οι προβολές των πανύψηλων βράχων, οι εξοχές. Κάποιοι κώνοι με θαυμαστή, ανυπότακτη βλάστηση να σέρνεται πάνω τους, να θέλει να τους στεφανώσει από παντού. Αυτές οι εμμονές της γης, θαυμαστικά, κατακόρυφοι όγκοι να ξεπροβάλλουν εδώ κι εκεί, να μας θυμίζουν ότι δεν τα έχει σκεπάσει ακόμη όλα το πέλαγος. Επίμονη στίξη ενός απέραντου, ανοικτού μηνύματος ναυτίλων και ψαράδων. Οι πέτρες σύντροφοι της έμπνευσης μιας φύσης γλυπτικής. Η επίκληση του Γουάλας Στήβενς στις «Δοξασίες του καλοκαιριού» ακούγεται τόσο καθαρά ξαφνικά. Ας τη μοιραστούμε, αναγνώστες: «Ο βράχος δεν κομματιάζεται. Είναι η αλήθεια / Ορθώνεται απ’ τη γη και τη θάλασσα και τις σκεπάζει…»
Ένας θύλακας ανθρώπων ανάμεσα στους βράχους. Πλωτό ψαροχώρι. Το πρώτο που συναντάμε μετά από μια ώρα περίπου από τότε που αφήσαμε την ακτή. Η βάρκα μας περιφέρεται για λίγο ανάμεσα από τις εξέδρες που σφύζουν από ζωή. Νεογέννητα παιδιά στις φασκιές τους, άλλα μεγαλύτερα παίζουν τελείως αμέριμνα με τα σκυλιά τους. Οι γονείς τους πουλάνε ψάρια, επιζούν κοντά στους βράχους, μια προέκταση των βυθών οι σκιές τους στις τέντες, στα χωρίσματα από πλαστικό, τα οποία ορίζουν μαθηματικά τον υδρόβιο χώρο τους, τις περιουσίες μιας πατρώας αλιείας. Στο βάθος ανταποκρίνεται η Κίνα, η νήσος Χαϊνάν. Δεν είναι βεβαίως ορατή από εδώ που βρίσκομαι αυτήν τη στιγμή. Αλλά τη βρίσκει αμέσως στον καινούργιο, ατσαλάκωτο χάρτη το δάχτυλό μου, καθώς ξεμακραίνει λίγο προς τα δεξιά από τον Κόλπο του Δράκου. Ο αφρός της θέας έρχεται προς το μέρος μου. Με καθησυχάζει ένα γίγνεσθαι, που μπορεί, σαν παντοδύναμο και μυστηριακό που είναι, να μετατραπεί σε καταστροφική θύελλα.
Βρέθηκαν δύο ολόκληρες ώρες, ευτυχώς. Επισκέψεις σε δύο θαλασσινές σπηλιές. Ιδιαίτερα φροντισμένες. Χαμηλοί φωτισμοί, ασφαλή σκαλοπάτια. Μας υποδέχεται ο χρόνος σταλακτίτης. Οι αλλεπάλληλες, οι νηφάλιες κρυσταλλώσεις απείρων στιγμών. Ο χρόνος, το αλάτι του σταλαγμίτη. Ο οδηγός μας, ένας ήρεμος χειριστής πατριδογνωσίας, με στρωτά αγγλικά, μας αφήνει συχνά να μαντέψουμε για λίγο τι ακριβώς αναπαριστούν διάφοροι συνδυασμοί των απολιθωμάτων της έκφρασης. Στην αρχή είναι δύσκολο να εντοπίσουμε ανάμεσα στις σκιές κάτι το σαφές, π.χ. το πρόσωπο μιας νέας γυναίκας, το κεφάλι και την πλούσια χαίτη ενός αλόγου ή το σώμα ενός παιδιού που ψαρεύει. Μετά τις πρώτες υποδείξεις του συνοδού μας, η εξοικείωση με τις μορφές αυτών των τυχαιοτήτων της γλυπτικής καθίσταται υπόθεση καλής θέλησης. Μια σειρά αμοιβαίων διεισδύσεων των πλασμάτων που γέννησε η γεωφυσική τέχνη και του εαυτού εξοικονομεί ένα πεδίο αισθητικών πραγματώσεων ανώτερης ποιότητας. Μάτι, καλοπροαίρετη όραση και διαδοχικά αντικείμενα ξαφνικά δείχνουν ότι συμφωνούν ανεπιφύλακτα, εξουδετερώνοντας πιθανές αντιφάσεις, αντιρρήσεις και δυσκολίες πρόσληψης. Ναι, πράγματι σ’ εκείνη τη γωνία κρέμεται, έτοιμος ν’ αποσπασθεί και να αιωρηθεί πάνω από τα κεφάλια μας, ένας θαλασσαετός. Ή μήπως είναι δαίμονας μεταμφιεσμένος σε γεράκι; Κι εκείνη η καλλονή είναι άραγε μια επιτόπια Ευρυδίκη που επιστρέφει οριστικά στο ημίφως του πανθέου, που ευδοκιμεί τόσο παραστατικά στον συγκεκριμένο πέτρινο θόλο; Εν τέλει πρόκειται για έργα της σκέψης μας, για λεκτικές λάμψεις ή για έργα αυτοτελή των σπηλαίων και μόνο; Έχει υποστηριχθεί ότι «όταν λέμε αυτό που βλέπουμε ματαιοπονούμε, διότι αυτό που βλέπουμε δεν ενοικεί ποτέ σ’ αυτό που λέμε, και γι’ αυτό όσο κι αν παρουσιάζουμε με εικόνες, μεταφορές, συγκρίσεις αυτό που λέμε, ο τόπος στον οποίο ακτινοβολούν δεν είναι ίδιος μ’ αυτό που διανοίγουν τα μάτια, αλλά ο τόπος που ορίζουν οι ακολουθίες της σύνταξης». Μπορεί ο Μισέλ Φουκώ να επιβεβαιώνεται και σε αυτή την περίπτωση, αλλά η ψευδαίσθηση της ακριβοδίκαιης απόδοσης των προφανών ή πιθανότατων τίτλων σε αυτές τις προτάσεις από πέτρα παραμένει ό,τι πιο συναρπαστικό δώρο μάς επιφυλάσσει η παραμονή στο εσωτερικό της δημιουργικής σπηλιάς.
Η άχνα του απογεύματος λίγο προτού γίνει κι αυτό ένα ακόμη χνούδι ανάμνησης. Η αυθαιρεσία των υποχρεώσεών μου αναγκάζει το δρομολόγιο να συντμηθεί κατά πολύ. Μπαίνω στο λεωφορείο της επιστροφής ως συνεπής λειτουργός μιας τακτικής υποχώρησης. Αφήνω πίσω μου τον Κόλπο του Δράκου με έκδηλη αμηχανία. Με τις νότες της τελευταίας ματιάς κατακυρώνομαι, το ξέρω, στους ευπειθέστερους των νοσταλγών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ
Γουάλας Στίβενς, Adagia, μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Νεφέλη 1999 Μισέλ Φουκώ, Οι λέξεις και τα πράγματα, μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Γνώση 2008 Philippe Jaccottet, Καπνός και κρύσταλλο, Ποιήματα 1946-1967, εισαγωγή: Jean Starobinski, μετάφραση-επίμετρο: Θανάσης Χατζόπουλος, εκδόσεις Τυπωθήτω - Γιώργος Δαρδανός 2006 John Sanford, Heat Lighting, εκδ. G.P. Putnam's Sons 2008
https://m.facebook.com/story.php?story_fbid=2313314455362975&id=148687618492347
Mια μερίδα του ελληνικού πληθυσμού ήταν πάντοτε ρατσιστική και σκατόψυχη. Και όχι αγαπητέ αναγνώστη, όχι με μουσουλμάνους/άραβες/άλλες φάτσες-ράτσες και πάει λέγοντας. Η χειρότερη ρατσιστική σκατοψυχιά σε αυτό το δύσμοιρο τόπο, παίχτηκε από Έλληνες σε Έλληνες, πριν καν οι παππούδες των Χρυσαυγιτών βρουν Γερμανούς για να γίνουν συνεργάτες τους.
Το 1914, οι Έλληνες του Πόντου εξεγείρονται κατά των Τούρκων και οι Τούρκοι τους τσακίζουν.
Από το 1916 αρχίζουν να έρχονται πρόσφυγες, 400.000 περίπου χριστιανοί Έλληνες του Πόντου που ζητάνε τη βοήθεια της μαμάς Πατρίδας. Τι γίνεται λοιπόν; Ας δούμε μια ανταπόκριση της εποχής από την εφημερίδα «Εφημερίς των Βαλκανίων»:
«Οι δυστυχείς Καυκάσιοι λιμοκτονούν και πάλιν, παρά τας διαφόρους διαβεβαιώσεις, ότι ελήφθη πάσα φροντίς να μη μένωσι νηστικοί, ότι θα γίνουν πρατήρια, ότι τέλος δεν θ’ αποθάνουν από την πείναν και το κρύο… Μετά φρίκης μανθάνομεν ότι αποθνήσκουν 44 καθ’ εκάστην…. Εμάθομεν ακόμη ότι τα δήθεν Νοσοκομεία των προσφύγων είναι σε αθλία κατάστασιν, υπάρχουν μόνον δύο ιατροί, οι οποίοι μόλις προφταίνουν να πιστοποιούν τους θανάτους, Δεν θέλομεν να είπωμεν περισσότερα, νομίζομεν όμως ότι αν τους παραδίδομεν εις τον Μουσταφά Κεμάλ, θα τους μεταχειρίζετο ίσως καλύτερον…»
Το 1922, έχουμε και την πολύ γνωστότερη Καταστροφή της Σμύρνης. Ο Ελληνικός Στρατός που έχει εκστρατεύσει στη Μικρά Ασία τρώει τεράστιο πακέτο από το στρατό του Κεμάλ Ατατούρκ, υποχωρεί άτακτα, χιλιάδες πιάνονται αιχμάλωτοι ενώ οι υπόλοιποι φεύγουν τρέχοντας για να προλάβουν κανένα καράβι για την Ελλάδα. Τι θα γινόταν λοιπόν για τους εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες της Μικράς Ασίας που θα ξέμεναν χωρίς καμιά προστασία;
Την απάντηση δίνει ένα πολύ ωραίο απόσπασμα που διασώζει ο Γρηγόρης Δαφνής:
Λίγο πριν την αναχώρηση από τη Σμύρνη των ελληνικών υπηρεσιών και ενώ το μέτωπο είχε σπάσει, ο νεαρός πολιτικός Γεώργιος Παπανδρέου ενημερώνεται από τον Στεργιάδη για την επερχόμενη καταστροφή. Στην ερώτηση του Παπανδρέου «Γιατί δεν ειδοποιείτε τον κόσμο να φύγει;», ο Στεργιάδης απαντά: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα»
Kι αυτό γιατί στα μάτια της βασιλικής παράταξης στην Ελλάδα όλοι οι Μικρασιάτες ήταν τσιράκια του Βενιζέλου. Άρα, ποινή θανάτου δια της εγκατάλειψης, καθώς ξεμένουν για να διαλέξουν ανάμεσα στην πυρκαγιά, τον πνιγμό ή τους Τούρκους που έρχονται με άγριες διαθέσεις
Προς μεγάλη δυστυχία των Βασιλικών όμως, κάποιοι από τους φουκαράδες πρόσφυγες τα καταφέρνουν να γλιτώσουν από όλα αυτά και έρχονται στην Ελλάδα πάμφτωχοι και εξαθλιωμένοι έχοντας πουλήσει ό,τι είχαν και δεν είχαν για να μπουν σε ένα καράβι και τα αδέρφια τους στην Ελλάδα θα τους βοηθήσουν όπως μπορούν.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του:
“Έμενε ο κόσμος στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε καμιά αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντήρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράγματα. Το τι τραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δεν λέγεται. Ατιμαστήκανε. Γίνανε χάλια, χάλια, χάλια. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε.
Και κατόπιν εδώ που ήρθανε τα ίδια. Προσπαθήσανε, κάνανε χίλια δυό να βρίσκουνε το ψωμί τους, μέχρι να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Αν ένας πατέρας είχε πέντε-έξη παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ο ένας από δω, άλλα ο άλλος από κει. Καταστροφή μάνα μου…
Και οι ντόπιοι δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δυό. Φύγετε από δω ρε! Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού. Ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήταν εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουνε. Απατεώνες”.
Ας δούμε τι γράφει ο τότε εισαγγελέας Βαζούρας:
“Η βρισιά τουρκόσπορος μαζί με σωρό ανάλογες βρισιές, όπως σκατοουγλούδες, παληοαούτηδες κ.λπ. ήταν στην ημερήσια διάταξη, από ανώτερα και κατώτερα κυβερνητικά όργανα…” Το χάσμα ενισχύθηκε και συντηρήθηκε από τον άγριο οικονομικό ανταγωνισμό. τόσο στην ιδιοποίηση της γης, όσο και στις εμπορικές δραστηριότητες.”
Ή ο μετέπειτα πρωθυπουργός, Παναγιώτης Κανελλόπουλος:
«Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, που από το 1915 είχε διχασθεί δεν αντίκρυσε τους πρόσφυγες με συμπάθεια, όταν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας τους έριξαν πάνω στους βράχους της Ελλάδας. Δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια.»
Aκόμα πιο γλαφυρά τα καταγράφει ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος:
«Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες τίποτα άλλο από τα στόματα όλων αυτών παρά κατάρες στο Βενιζέλο και βλαστήμιες: ‘’Αχ αυτοί οι τουρκοσπορίτες Έλληνες της Μικράς Ασίας μας πήραν στο λαιμό τους. Μακάρι να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους’’…»
Οι Μικρασιάτες τότε απελπισμένοι κατέληξαν σαν πρόσφυγες μέχρι και στο Χαλέπι της Συρίας (!), απ’ όπου μας έρχονται σήμερα άλλοι απελπισμένοι πρόσφυγες, Σύροι αυτή τη φορά, για να γλιτώσουν από τον πόλεμο και διάφοροι Έλληνες να ζητούν να τους στείλουν στον πάτο της θάλασσας!
Ίδια αντιμετώπιση, φυσικά, πολλά χρόνια μετά το 1922, είχαν από τους συντηρητικούς ντόπιους οι Έλληνες πρόσφυγες που ήρθαν από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης μετά την κατάρρευση το 1991.
Οι πρόγονοι μας δεν φυλάκιζαν τους εγκληματίες. Είτε τους έβαζαν πρόστιμο, είτε τους εξόριζαν, είτε τους θανάτωναν. Γι αυτό δεν υπήρχαν φυλακές, παρά μόνο προσωρινά κρατητήρια. Θεωρούσαν τρελή ιδέα να ταΐζουν έναν εγκληματία για χρόνια, ελπίζοντας να γίνει καλός άνθρωπος.
Παρά τα όσα βλέπουμε στις κινηματογραφικές ταινίες ή διαβάζουμε σε αμφίβολης αξιοπιστίας ιστορικά μυθιστορήματα, στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχαν φυλακές ή μάλλον για να πούμε καλύτερα, δεν υπήρχε η ποινή της φυλάκισης. Σε μια τόσο πρώιμη ιστορικά εποχή, η έννοια του σωφρονισμού όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα δεν ήταν νοητή.
Στον Αθηναίο της εποχής του Δράκοντα και του Σόλωνα ή στον Σπαρτιάτη του πελοποννησιακού πολέμου, θα φαινόταν τελείως παλαβή η ιδέα να κλείνεται ένας εγκληματίας σ’ ένα δωμάτιο και να τρέφεται απ’ όλους τους υπόλοιπους μέχρι να ξαναγίνει καλός άνθρωπος. Στην αρχαία Ελλάδα οι βασικές ποινές ανάλογα με το αδίκημα ήταν το χρηματικό πρόστιμο, η δήμευση της περιουσίας, η εξορία και ο θάνατος. Φυλακές σαν τις σημερινές δεν υπήρχαν, παρά μόνο κάποια οικήματα που προσομοιάζουν με τα σημερινά κρατητήρια, όπου κρατούνταν για λίγο όσοι περίμεναν δίκη ή όσοι είχαν καταδικαστεί και περίμεναν εκτέλεση, γράφει ο Δημήτρης Καμπουράκης στο newsit.gr. Σ’ ένα τέτοιο κρατητήριο ήπιε το κώνειο ο Σωκράτης.
Ο πρώτος που πρότεινε εγκλεισμό σε φυλακή ήταν ο Πλάτωνας στην ιδανική «Πολιτεία» του, όπου μιλούσε για τρία είδη φυλακών. Το πρώτο είδος έπρεπε να είναι κοντά στην αγορά όπου οι έγκλειστοι θα παραδειγμάτιζαν τους άλλους και θα παραδειγματίζονταν παράλληλα οι ίδιοι, έχοντας καθημερινή επαφή με τους πολίτες. Το δεύτερο είδος φυλακής έπρεπε να βρίσκεται στην πιο άγρια περιοχή της πόλης όπου βασικός στόχος θα ήταν η τιμωρία και ο εκφοβισμός.
Για το τρίτο είδος φυλακής δεν προσδιόριζε τόπο στέγασης, αλλά περίγραφε την αποστολή της. Σ’ αυτήν θα υπήρχε πενταετής πλήρης απομόνωση των φυλακισμένων και η μόνη τους επαφή θα ήταν μ’ ένα συμβούλιο της πόλης που θα φρόντιζε για την επανένταξη τους.
Ο Πλάτωνας ήταν πολύ κοντύτερα από κάθε άλλον στις σημερινές σωφρονιστικές απόψεις, αφού στους «Νόμους του» διατύπωνε την πεποίθηση ότι «κανένας δεν είναι κακός με τη θέληση του». Διατυπώνοντας λοιπόν έστω και έμμεσα τη θεωρία ότι έχει και η κοινωνία μέρος της ευθύνης για τη μετατροπή ενός πολίτη σε εγκληματία, ήταν πλέον λογικό να προτείνει μέσα κοινωνικού σωφρονισμού και επιστροφής του ανθρώπου αυτού στην κανονικότητα.
Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι ιδέες του Πλάτωνα ήταν εξαιρετικά πρωτοποριακές για την εποχή, ακόμα και για τα πιο ανοιχτά μυαλά. Ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια» αμφισβητεί τις Πλατωνικές απόψεις, λέει ότι οι εγκληματίες είναι κοινωνικά επικίνδυνοι και καταλήγει ότι πρέπει να τιμωρούνται σκληρά όπως τα ζώα, ανάλογα με το έγκλημα.
Πάντως, η ανυπαρξία της ποινής της φυλάκισης, αλλά και το γεγονός ότι η τιμωρία του προστίμου και της δήμευσης δεν είχε νόημα για τους φτωχούς, οδηγούσε υποχρεωτικά στην υπερβολική χρήση της έσχατης των ποινών. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχαία Ελλάδα καταδίκαζαν ανθρώπους σε θάνατο για ψύλλου πήδημα. Όταν στον Πελοποννησιακό πόλεμο η Εκκλησία του Δήμου των Αθηναίων ανασκεύασε μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες την απόφαση της για εκτέλεση όλων των πολιτών της Μυτιλήνης επειδή είχαν στασιάσει, ο Διόδοτος στη αγόρευση του αναφέρεται διεξοδικά σ’ αυτό το θέμα. Εξηγεί ότι οι ποινές γίνονται ολοένα και αυστηρότερες, με αποτέλεσμα όλα σχεδόν τα αδικήματα να τιμωρούνται τελικά με θάνατο.
Καταλήγει όμως ότι παρά ταύτα, η τέλεση των εγκλημάτων συνεχίζεται, άρα η θανατική ποινή δεν αποτελεί αποτελεσματικό μέτρο πρόληψης των αδικημάτων. Ο Διόδοτος έπεισε τότε τους Αθηναίους να διορθώσουν μια τρομακτική αδικία.
Ενώ την προηγούμενη μέρα, εν’ βρασμώ ψυχής είχαν αποφασίσει τον σφαγιασμό όλου του πληθυσμού της Μυτιλήνης και είχαν στείλει τη διαταγή, την επόμενη μέρα το ξανασκέφτηκαν κι έστειλαν δεύτερο πλοίο με επιεικέστερη διαταγή που πρόλαβε το πρώτο πριν μπει στο λιμάνι της πόλης. Έτσι η αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία γλύτωσε από το χειρότερο όνειδος της ιστορίας της.