Monday, July 8, 2019

ΕΛΛΑΣ. Αχιλλέας - Πρίαμος. 2 βασιλιάδες στην πιο συγκινητική στιγμή μιας σκληρής πολεμικής περιπέτειας.


Δύο αξιοσέβαστοι βασιλιάδες στην πιο συγκινητική στιγμή μιας σκληρής πολεμικής περιπέτειας.
Ο ένας είναι ο Αχιλλέας. Νέος, πεισματάρης και υπόδειγμα γενναιότητας. Πατέρας του είναι ο βασιλιάς της Φθίας, Πηλέας και μητέρα του η θεά Θέτις. Το επικό ποίημα «Ιλιάς», έχει ως κεντρικό θέμα την «μῆνιν τοῦ Αχιλλέως» και τα γεγονότα που αυτή προκάλεσε. Στη σκηνή που θα διαβάσετε παρακάτω, η μῆνις υποχωρεί μπροστά στο μεγαλείο του αντιπάλου και αποκαλύπτεται μία άλλη πτυχή της προσωπικότητας του ήρωα. Ο Αχιλλέας ανήκει στον συνασπισμένο στρατό των ελληνικών πόλεων που πολιορκούν την Τροία.
Ο άλλος είναι ο Πρίαμος, ο ηλικιωμένος πια βασιλιάς της Τροίας, της ένδοξης πόλης που τώρα πολιορκούν οι Αχαιοί. Ο γιος του ο Πάρης – Αλέξανδρος ερωτεύτηκε την πανέμορφη Ελένη, τη σύζυγο του βασιλιά της Σπάρτης, και την έφερε μαζί του στην Τροία. Οι Αχαιοί έχουν έρθει να την πάρουν πίσω. Ο άλλος γιος του Πριάμου, ο Έκτωρ, σκότωσε σε μία μάχη τον Πάτροκλο, ο οποίος φορούσε την πανοπλία του Αχιλλέα. Ο Πάτροκλος ήταν παιδικός φίλος του Αχιλλέα, ο οποίος εκδικήθηκε τον θάνατό του σκοτώνοντας τον Έκτορα σε μονομαχία. Ύστερα, θολωμένος από θυμό και θλίψη ατίμασε το σώμα του σκοτωμένου πρίγκιπα σέρνοντάς το στο στρατόπεδο πίσω από το άρμα του. Αυτή η ασέβεια σε νεκρό, και μάλιστα σε πολεμιστή και πρίγκιπα, εξέπληξε όχι μόνο τους Τρώες, αλλά και τους Αχαιούς. Αλλά ποιος μπορούσε να τα βάλει με τον Αχιλλέα; Όλοι έτρεμαν μπροστά στον οξύθυμο και πεισματάρη ημίθεο. Όλοι, εκτός από εκείνον που δεν είχε πια τίποτα να χάσει!
Ο Πρίαμος είχε ήδη ζήσει μια φορά την καταστροφή της πατρίδας του, όταν ήταν ακόμα παιδί, από τον στρατό του Ηρακλή. Εξελίχθηκε σ’ έναν ικανό και δίκαιο βασιλιά, τον οποίο ο λαός του αγαπούσε πολύ. Τώρα στα γεράματά του έμελλε να ζήσει και πάλι τον ίδιο όλεθρο. Αλλά πριν δει την πόλη του να καίγεται είδε τους γιους του να σκοτώνονται ο ένας μετά τον άλλον. Στην περίπτωση του Έκτορα δεν είχε ν’ αντιμετωπίσει μόνο τη θλίψη για τον χαμό του διαδόχου του, αλλά και τον πόνο που του προκαλούσε η ατίμωση του νεκρού του σώματος. Ο Έκτωρ παρέμενε άταφος έξω από τη σκηνή του Αχιλλέα και ο Πρίαμος αποφάσισε να πάει ο ίδιος στον Αχιλλέα και να ζητήσει τον νεκρό του γιο προσφέροντας λύτρα. Ξεκίνησε μία νύχτα και τρύπωσε στο στρατόπεδο των Αχαιών. Με τη βοήθεια του θεού Ερμή, εκείνου που είχε αναλάβει να συνοδεύει τους νεκρούς στον Κάτω Κόσμο, έφτασε στη σκηνή του Αχιλλέα και χωρίς δισταγμό μπήκε στη σκηνή του βασιλιά των Μυρμιδόνων. Η σκηνή που εκτυλίσσεται ανάμεσα στους δύο άνδρες και περιγράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Ω 485 – 676) είναι εντυπωσιακή!
Η συνάντηση
Ο ηλικιωμένος και βασανισμένος Πρίαμος γονατίζει μπροστά στον φονιά του παιδιού του, ακουμπά τα γόνατά του και του φιλά τα χέρια. Αυτό ήταν το εθιμοτυπικό της ικεσίας εκείνη την εποχή. Ο Αχιλλέας τα’ χασε! Οι υπόλοιποι που βρίσκονταν εκεί κοιτούσαν ο ένας τον άλλον με έκπληξη. Ο Πρίαμος παραμένει προσηλωμένος στον σκοπό του. Κοιτάζει τον Αχιλλέα και του λέει:
«Θυμήσου τον πατέρα σου, θεϊκέ Αχιλλέα, που είναι συνομήλικός μου, στο ολέθριο κατώφλι των γηρατειών. Ίσως κι εκείνον οι γύρω του να τον θλίβουν και κανείς να μην βρίσκεται κοντά του να τον υπερασπιστεί. Εκείνος όμως, ακούγοντας πως είσαι ζωντανός, να έχει χαρά μες στην καρδιά του. Διότι ελπίζει μια μέρα να δει τον αγαπημένο του γιο να επιστρέφει από την Τροία. Εγώ όμως, απ’ όλους πιο δυστυχής, αφού άριστους γέννησα γιους στην Τροία, ούτε ένας πια δεν μου έχει απομείνει…»

Εξηγεί τον σκοπό της απρόσμενης επίσκεψης και ικετεύει: «Δείξε σεβασμό στους θεούς, Αχιλλέα, και έλεος σε μένα, καθώς θυμάσαι τον πατέρα σου. Σε μένα, τον πιο αξιοθρήνητο των ανθρώπων της γης, που φέρνω στο στόμα μου το χέρι εκείνου που σκότωσε το παιδί μου.»

Κι ενώ εκείνος γονατιστός σπαράζει με λυγμούς θρηνώντας το παιδί του, ο Αχιλλέας απομακρύνει απαλά το χέρι του γέροντα από τα γόνατά του και αφήνεται στον δικό του θρήνο. Και δεν θρηνεί μονάχα τον Πάτροκλο.

Ο Αχιλλέας γνώριζε πως αν πήγαινε στην Τροία να πολεμήσει, δεν θα επέστρεφε ποτέ. Η μητέρα του τον είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό και προσπάθησε να τον κρύψει. Ο Αχιλλέας όμως προτιμούσε να πεθάνει νέος, αλλά δοξασμένος παρά να ζήσει άσημος ως τα βαθειά του γεράματα. Έτσι, γνωρίζει καλά πως δεν πρόκειται να ξαναδεί τον πατέρα του και η ιδέα του Πρίαμου να ξεκινήσει τη συζήτηση αναφερόμενος στον Πηλέα βρήκε στόχο! Ο Αχιλλέας κλαίει μαζί με τον εχθρό του, σε μία τρομερή στιγμή που και οι δύο αντικρίζουν την κοινή μοίρα των ανθρώπων. Η φοβερή του οργή που τον οδήγησε να ξεπεράσει κάθε όριο, παγώνει μπροστά στον οίκτο και τον σεβασμό για τον ευγενή γέροντα με άσπρα μαλλιά. Απλώνει το χέρι του και σηκώνει τον Πρίαμο, που μετά βίας στέκεται στα πόδια του:

Ο πάγος σπάει
«Στ’ αλήθεια δύσμοιρε, πόσες συμφορές δεν σε βρήκαν. Πώς βρήκες δύναμη στ’ αλήθεια να έρθεις μόνος και να σταθείς μπροστά στα μάτια εκείνου που τόσους γιους σου έχω σκοτώσει; Σίδερο η καρδιά σου! Έλα όμως, κάτσε εδώ στον θρόνο, ν’ αφήσουμε τους πόνους μας να καταλαγιάσουν κι ας είμαστε πικραμένοι. Τίποτα με τον θρήνο δεν γίνεται!

Διότι έτσι κανόνισαν οι θεοί για τους ταλαίπωρους θνητούς, να ζούνε μες στις πίκρες. Ανέμελοι μόνο εκείνοι ζούνε. Διότι στο κατώφλι του Διός δύο πιθάρια με δώρα υπάρχουν. Ένα γεμάτο βάσανα κι ένα με τα καλά. Σε όποιον δώσει και από τα δύο, άλλοτε του συμβαίνουν πράγματα καλά κι άλλοτε βασανίζεται. Σε όποιον όμως δώσει μονάχα από τις λύπες, καταραμένος ζει πάνω στη γη τη θεϊκή, από θεούς κι ανθρώπους κυνηγημένος.»

Ανακαλώντας τις αναμνήσεις του, ο Αχιλλέας, σε μία νοητική διεργασία που θυμίζει ψυχανάλυση, συνειδητοποιεί πως ο πατέρας του, ο Πηλέας, ήταν από τους πιο τυχερούς ανθρώπους. Από εκείνους που ο Δίας μοίρασε δώρα και από τα δύο πιθάρια. Ήταν βασιλιάς, παντρεύτηκε μία θεά, απέκτησε γιο που έγινε ο μέγιστος ήρωας των Ελλήνων. Τώρα όμως ήρθε η ώρα για τα βάσανα. Δεν πρόκειται να έχει τον γιο του κοντά του, να τον φροντίσει στα γεράματα και η βασιλεία του θα μείνει χωρίς διάδοχο. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και ο Πρίαμος, που έζησε μία δοξασμένη βασιλική ζωή και όλοι τον θαύμαζαν. Έλεγαν πως είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου, ώσπου τον βρήκε η δυστυχία, ο πόλεμος, ο χαμός των παιδιών του και σύντομα, η καταστροφή της πόλης του. Δεν μας το λέει ο Αχιλλέας, αλλά καθώς περιγράφει την τύχη των δύο γερόντων, ίσως να μην του διέφυγε η σύμπτωση πως και οι δύο πέρασαν από την ευτυχία στη δυστυχία εξαιτίας μίας απόφασης των παιδιών τους. Ο Πηλέας θα μείνει ολομόναχος επειδή ο Αχιλλέας περιφρόνησε τον θάνατο προτιμώντας τη δόξα, και ο Πρίαμος υφίσταται τις συνέπειες του φλογερού έρωτα του Πάρη για την Ελένη.

Ο Αχιλλέας και ο Πρίαμος, ο κατακτητής και ο κατακτημένος συνάπτουν μία σιωπηλή συμμαχία, που όπως κάθε συμμαχία εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον. Και οι δύο έχουν την ανάγκη να κλείσουν τους λογαριασμούς τους με το παρελθόν, γνωρίζοντας πως δεν έχουν μέλλον.
Ο ΟΜΗΡΟΣ

Οι λογαριασμοί κλείνουν
«Βάστα γερά όμως και μην σπαράζεις στην καρδιά σου, πριν πάθεις άλλο κακό. Διότι σε τίποτα δεν θα σε ωφελήσει η λύπη για τον γιο σου. Δεν πρόκειται να τον αναστήσεις», παρηγορεί ο Αχιλλέας τον νέο του φίλο δίνει εντολή στους υπηρέτες του να πλύνουν το σώμα του Έκτορα και να το φροντίσουν όπως πρέπει. Υπόσχεται ανακωχή έντεκα ημερών, ώστε να κηδευτεί ο νεκρός όπως πρέπει. Ύστερα ολοκληρώνεται η συναλλαγή σύμφωνα με το εθιμοτυπικό της εποχής, δηλαδή με την καταβολή λύτρων. Με τον τρόπο αυτό, ο ικέτης διατηρεί την αξιοπρέπειά του, καθώς εξαγοράζει τον γιο του και δεν του δίνεται ως ελεημοσύνη. Από την άλλη, ο Αχιλλέας μπορεί να πει στον νεκρό Πάτροκλο «μην μου θυμώσεις Πάτροκλε, αν μάθεις εκεί στον Άδη πως ελευθέρωσα τον Έκτορα για χάρη του πατέρα του, γιατί τα λύτρα δεν ήταν ταπεινά. Και από αυτά εγώ σε σένα θα δώσω όσα σου αναλογούν»

Το χάος μπήκε σε τάξη και τώρα πια οι δύο άντρες, που αύριο θα είναι και πάλι εχθροί, απολαμβάνουν την γαλήνη που αναζητούσαν. Ο Αχιλλέας προσκαλεί τον Πρίαμο να δειπνήσουν μαζί. Έτσι, όπως κάποτε δειπνούσε με τον Πάτροκλο. Και καθώς δειπνούν, ο Όμηρος ανοίγει ένα παράθυρο στις γαληνεμένες ψυχές δύο εχθρών, που απολαμβάνουν μία ιερή στιγμή φιλίας.

Φως στο σκοτάδι
«… και ο Πρίαμος θαύμαζε τον Αχιλλέα. Πόσο σπουδαίος και όμορφος, ίδιος θεός! Αλλά και ο Αχιλλέας κοιτούσε με θαυμασμό τον Πρίαμο, που είχε όψη ευγενική και μιλούσε τόσο όμορφα!»

Η Ιλιάδα τελειώνει και πάλι με γεύμα. Αυτή τη φορά το παραθέτει ο Πρίαμος μετά την ολοκλήρωση της κηδείας του Έκτορα. Τι έγινε μετά, όταν ο πόλεμος συνεχίστηκε, το μαθαίνουμε από άλλα κείμενα. Ο Όμηρος άρχισε το ποίημά του με το περίφημο «Τραγούδησε θεά την οργή του Πηλείδη Αχιλλέα, την ολέθρια, που μύρια βάσανα φόρτωσε τους Αχαιούς» και το τελειώνει με τον στίχο «Έτσι φρόντιζαν αυτοί του Έκτορα ταφή, του δαμαστή των αλόγων».
Έτσι τίμησε και ο Όμηρος τον γενναίο Έκτορα. Γύρω από το νεκρό του σώμα δύο γενναίοι άντρες του πολέμου απόλαυσαν για λίγο την ευλογία της ειρήνης. Δύο εχθροί είδαν ο ένας στα μάτια του άλλου τις αρετές πίσω από τις φρικαλεότητες του πολέμου. Είδαν τον άνθρωπο της ειρήνης που είχε χαθεί μέσα στο σκοτάδι του πολέμου. Και τον σεβάστηκαν.
ΠΗΓΗ : http://www.grethexis.com/el/achilles-stunning-encounter-priam-king-troy/

Sunday, July 7, 2019

Ίσχύρός και Άδύνάτός- Ο διάλογος Αθηναίων - Μηλίων, ανατριχιαστικά επίκαιρος



ΒΆΞΈΒΆΝΉΣ:Πόύ Πήγαν οι Χρύσάύγίτές.;


«Εξαιρετικό συμβολισμό» χαρακτηρίζει ο δημοσιογράφος Κώστας Βαξεβάνης τη διαφαινόμενη απουσία της ΧΑ από τη νέα Βουλή. 
Ωστόσο, τονίζει ότι εκτός από αυτό όμως, από άποψη ουσίας δεν εξαφανίστηκαν οι φασίστες, υποστηρίζοντας ότι οι παλιοί ψηφοφόροι της ΧΑ ενσωματώθηκαν στη ΝΔ δίνοντάς της τη νίκη.
Ο Κώστας Βαξεβάνης δήλωσε χαρακτηριστικά:
«Η Χ.Α κατά πάσα πιθανότητα εκτός Βουλής. Αναμφίβολα είναι ένας εξαιρετικός συμβολισμός. Από άποψη ουσίας όμως δεν εξαφανίστηκαν οι φασίστες. Απλώς ενσωματωθηκαν στη ΝΔ ως ψηφοφόροι που της έδωσαν τη νίκη»
Η Χ.Α κατά πάσα πιθανότητα εκτός Βουλής. Αναμφίβολα είναι ένας εξαιρετικός συμβολισμός. Από άποψη ουσίας όμως δεν εξαφανίστηκαν οι φασίστες. Απλώς ενσωματωθηκαν στη ΝΔ ως ψηφοφόροι που της έδωσαν τη νίκη
286 άτομα συζητούν σχετικά με αυτό

Υπεθυμίζεται ότι σύμφωνα με την επίσημη εκτίμηση της Singular Logic, η ναζιστική ΧΑ δε θα καταφέρει να συγκεντρώσει το απαιτούμενο ποσοστό για να μπει στη βουλή.

Λάρισα. Ο χάρος τους περίμενε στο δέντρο .χάράμάτά εκλογών

Με αίμα βάφτηκε η Κυριακή των εκλογών στή Λάρισα. Σήμερα τα ξημερώματα, περίπου στις 5, ένα τροχαίο δυστύχημα στον δρόμο Λάρισας – Αγιάς, στο ύψος του Γερακαρίου, είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους δύο άτομα. 
Θύματα είναι ένας άντρας και μια γυναίκα που υπέκυψαν ενώ ένα ακόμη άτομο μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο με σοβαρά τραύματα.
Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες το ΙΧ αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν ξέφυγε από το δρόμο για άγνωστο λόγο και προσέκρουσε με σφοδρότητα σε δένδρο.
Λ.Ε.
kosmolarissa.gr
*φωτό αρχείου

Saturday, July 6, 2019

Μετέωρα.Εδώ η φύση έκανε υπομονή εκατομμύρια.χρόνια


Την πρώτη φορά που τα αντικρίζεις από μακριά, οδηγώντας προς την Καλαμπάκα, αισθάνεσαι ότι δύο μάτια δεν σου αρκούν για να χορτάσεις το θέαμα. Ακόμα και αν έχεις δει άπειρες φωτογραφίες τους, ακόμα και αν έχεις ακούσει ένα σωρό διηγήσεις, τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για το δέος της πρώτης επαφής μαζί τους.
Τα τερτίπια της φύσης στην πιο μεγαλοπρεπή έκφανσή τους. Οι τεράστιοι σκοτεινόχρωμοι βράχοι, που στέκουν επιβλητικά πάνω απ’ την Καλαμπάκα, μοιάζουν να έχουν δημιουργηθεί εκεί από το πουθενά, χωρίς λόγο και αιτία. Μια «παραφωνία» στο τοπίο της θεσσαλικής πεδιάδας. Μια παραφωνία που ωστόσο καταλήγει, ως θέαμα, να μην έχει ταίρι σε αρμονία.

Μετέωρα: Το απίθανο γεωλογικό φαινόμενο που δεν έχει ερμηνεύσει ακόμα η επιστήμη - Εικόνα 2

Αν αυτή η πρώτη εικόνα από μακριά είναι εντυπωσιακή, η εμπειρία της αναρρίχησης σε έναν από τους βράχους είναι συγκλονιστική. Το γεωλογικό φαινόμενο των Μετεώρων είναι μοναδικό στον κόσμο. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν ξέρει πώς ακριβώς δημιουργήθηκαν – η Επιστήμη δεν έχει δώσει ακόμα σαφείς απαντήσεις.
Η επικρατέστερη θεωρία αναφέρει ότι κάποτε ο κάμπος ήταν θάλασσα και ότι εδώ υπήρξε ένα τεράστιο δέλτα κάποιου ποταμού που χυνόταν ορμητικά στα νερά της, μεταφέροντας ογκόλιθους και ασβεστολιθικά πετρώματα.
Η δημιουργία του γεωλογικού τοπίου έχει κατά καιρούς απασχολήσει πολλούς Έλληνες και ξένους γεωλόγους, αλλά δεν έχει ακόμη ερμηνευθεί ξεκάθαρα. Το φαινόμενο των βράχων δεν αναφέρεται ούτε στη μυθολογία ούτε από κάποιον Έλληνα ή ξένο ιστορικό.

Μετέωρα: Το απίθανο γεωλογικό φαινόμενο που δεν έχει ερμηνεύσει ακόμα η επιστήμη - Εικόνα 3

Η πιο εμπεριστατωμένη άποψη θεωρητικά είναι αυτή που έχει διατυπώσει ο σπουδαίος Γερμανός γεωλόγος, Άλφρεντ Φίλιπσον, ο οποίος στα 1887 ξεκίνησε τα επιστημονικά ταξίδια του στην Ελλάδα. Δέκα χρόνια αργότερα δημοσίευσε τα αποτελέσματα της έρευνας του σε ένα μεγάλο έργο, αφιερωμένο αποκλειστικά στη γεωμορφία της ελληνικής επικράτειας.
Σύμφωνα με τη θεωρία του Φίλιπσον, η δημιουργία αυτών των τεράστιων ογκολίθων οφείλεται σε ένα δελτοειδή κώνο από ποταμίσιους ογκόλιθους και ασβεστολιθικά πετρώματα, που για εκατομμύρια χρόνια χύνονταν σε θαλάσσια έκταση που κάλυπτε τότε τη Θεσσαλία.

Μετέωρα: Το απίθανο γεωλογικό φαινόμενο που δεν έχει ερμηνεύσει ακόμα η επιστήμη - Εικόνα 4

Πριν από 25-30 εκατομμύρια χρόνια μετά από γεωλογικές μεταβολές που συνέβησαν κατά τη διάρκεια των αιώνων, ανυψώθηκε το κεντρικό τμήμα της σημερινής Ελλάδος και βυθίστηκε η περιοχή της Θεσσαλίας, η οποία αποτέλεσε μία λίμνη. Αργότερα δημιουργήθηκε το άνοιγμα των Τεμπών, με αποτέλεσμα τα νερά να χυθούν στο σημερινό Αιγαίο και να αποκαλυφθεί η θεσσαλική πεδιάδα.
Είναι εντυπωσιακή η επιλογή φράσεων του Φίλιπσον για τη μορφολογική – γεωγραφική περιγραφή των βράχων των Μετεώρων, στη μελέτη που δημοσίευσε στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Γερμανός γεωλόγος ανέφερε επανειλημμένα ότι στην παγκόσμια βιβλιογραφία δεν απαντάται φυσικό τοπίο ανάλογο με αυτό των Μετεώρων, τόσο σε έκταση όσο και μέγεθος.

Μετέωρα: Το απίθανο γεωλογικό φαινόμενο που δεν έχει ερμηνεύσει ακόμα η επιστήμη - Εικόνα 5

«Το βραχώδες τοπίο των Μετεώρων αδιαμφισβήτητα ανήκει στα πλέον πρωτόγνωρα και μοναδικά, τα οποία μπορεί να δει κανείς στον κόσμο. Αυτός ο λαβύρινθος από κατακόρυφα φαράγγια ανάμεσα στα λιτά, αναρριχώμενα στον ουρανό, συμπλέγματα βράχων, οι οποίοι σε κάθε βήμα του περιηγητή προσφέρουν ατελείωτη πολυπλοκότητα και ποικιλία, με πάντα νέες μορφές που φαίνεται να ξεπροβάλλουν μέσα από τις τολμηρές φαντασιώσεις ενός Ντορέ, και μαζί με αυτή η άφθονη θαμνώδης βλάστηση, η οποία περιβάλλει τους πόδες των βράχων με ζωντανό πράσινο.
Η θέα προς την πεδιάδα με τα χωράφια και τις συστοιχίες από μουριές, με την πλατιά κοίτη του Πηνειού και στο βάθος τις χιονισμένες κορυφές της Πίνδου, αυτά όλα αφήνουν μία εντύπωση, την οποία δεν μου είναι δυνατό να συγκρίνω με καμιά γνωστή. Στη βαθιά σιωπή αυτών των γκριζωπών ρωγμών των βράχων, στις οποίες απουσιάζει το ζωογόνο βουητό του νερού, που οπουδήποτε αλλού σε παρόμοια στενά δεν περνά απαρατήρητο, αντηχεί σαν αντίλαλος από έναν μακρινό ξένο κόσμο ο ξεκάθαρος ήχος της καμπάνας».

Μετέωρα: Το απίθανο γεωλογικό φαινόμενο που δεν έχει ερμηνεύσει ακόμα η επιστήμη - Εικόνα 6

Το άγριο και απροσπέλαστο τοπίο αποτέλεσε πρόσφορο χώρο για τους χριστιανούς ασκητές που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, σε χρονολογία που δεν είναι ακριβώς γνωστή.
Σύμφωνα με διάφορες γνώμες βυζαντινολόγων υποστηρίζεται ότι ξεκίνησε πριν από το 11ο αιώνα. Άλλες ιστορικές όμως πληροφορίες αναφέρουν ως πρώτο ασκητή οικιστή κάποιον Βαρνάβα που το 950-970 ίδρυσε την πολύ παλιά Σκήτη του Αγίου Πνεύματος. Ακολούθησαν η ίδρυση της Μεταμόρφωσης (1020) και αυτή της Σκήτης Σταγών ή Δούπιανη το 1160.
Η μοναστική ζωή στα Μετέωρα σημείωσε ύφεση στα χρόνια της παρακμής και της πτώσης της βυζαντινής αυτοκρατορίας και της συνακόλουθης οθωμανικής κατάκτησης της Θεσσαλίας το 1393. Από τα τέλη του 15ου αιώνα και κυρίως το 16ο αιώνα τα Μετέωρα γνωρίζουν τη μεγαλύτερή τους ακμή, καθώς ιδρύονται νέες μονές, καθολικά και μοναστηριακά κτίσματα, κοσμημένα με απαράμιλλης τέχνης αγιογραφίες.

Μετέωρα: Το απίθανο γεωλογικό φαινόμενο που δεν έχει ερμηνεύσει ακόμα η επιστήμη - Εικόνα 7

Με την πάροδο του χρόνου η μοναστηριακή αυτή πολιτεία άρχισε να ενισχύεται με μοναχούς για να φθάσει στο απόγειο της ακμής της γύρω στο 17ο αιώνα. Από την εποχή αυτή ωστόσο αρχίζει και η παρακμή, με αποτέλεσμα σήμερα να λειτουργούν μόνο έξι από τα 30 Μοναστήρια, καθώς και κάποια τμήματα ορισμένων άλλων.
Τα υπόλοιπα έχουν εξαφανισθεί. Από το 1988 αυτά τα έξι (Μεταμόρφωσης, Βαρλαάμ, Αγίου Νικολάου του Αναπαυσά, Ρουσάνου, Αγίας Τριάδος και Αγίου Στεφάνου) περιλαμβάνονται στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.
Όσοι το έχουν ζήσει, λένε ότι αν βρεθείς στα Μετέωρα με ομίχλη το θέαμα είναι από αυτά που δεν ξεχνάς ποτέ στη ζωή σου. Σα να έχεις διακτινιστεί σε ένα απόκοσμο τοπίο, όπου η φύση παραδίδει με μυστηριώδη μορφή ένα από τα αριστουργήματά της.
Ένα αριστούργημα που αν δεν έχεις ήδη εξερευνήσει, καλό θα είναι, προς τέρψιν των αισθήσεων σου, να το κάνεις χθες…
Πηγή : iellada.gr

Tuesday, July 2, 2019

Ο πρέσβης Γιώργος Βέης στον Κόλπο του Δρακου: 200 Χιλ. από το Ανόϊ


Ο πρεσβευτής και ποιητής
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

Στον Κόλπο του Δράκου: διακόσια χιλιόμετρα από το Ανόι


Δύ­σκο­λο να πα­ραι­τη­θώ από τις ει­κό­νες –Φι­λίπ Ζα­κο­τέ
H συ­νο­λι­κή επι­φά­νεια του Ha Long Bay ή του Κόλ­που του Δρά­κου, όπως θα με­τα­φρά­ζα­με πρό­χει­ρα στη γλώσ­σα μας, κα­λύ­πτει πε­ρί τα χί­λια πε­ντα­κό­σια τε­τρα­γω­νι­κά χι­λιό­με­τρα. Απέ­χει δια­κό­σια πε­ρί­που χι­λιό­με­τρα ανα­το­λι­κά από το Ανόι. Χί­λια οχτα­κό­σια και πλέ­ον νη­σιά ξε­φυ­τρώ­νουν εκεί, το ένα αρ­κε­τά κο­ντά στο άλ­λο, κα­θι­στώ­ντας την πε­ριο­χή επι­σή­μως ένα από τα λε­γό­με­να νε­ώ­τε­ρα εφτά θαύ­μα­τα του κό­σμου. Ανή­κει άλ­λω­στε στις το­πο­θε­σί­ες εκεί­νες που έχει θέ­σει ο ορ­γα­νι­σμός της UNESCO υπό την προ­στα­σία του, ήδη από το 1994, στο πλαί­σιο του γνω­στού προ­γράμ­μα­τος της «δια­τή­ρη­σης της πα­γκό­σμιας κλη­ρο­νο­μιάς». Σύμ­φω­να με την επι­κρα­τού­σα δο­ξα­σία, τα νη­σιά συ­να­πο­τε­λούν όλα τα σω­τή­ρια εκεί­να υπερ­δια­μά­ντια που ξέ­ρα­σε ο πι­στός σύμ­μα­χος Δρά­κος του Κόλ­που, με τη δέ­ου­σα ορ­μή την κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή, για να απω­θή­σει τους εχθρούς που ει­σέ­βα­λαν κά­πο­τε στο Βιετ­νάμ. Υπάρ­χει και μια άλ­λη κα­τα­γω­γι­κή πα­ραλ­λα­γή, η οποία θέ­λει να πι­στέ­ψου­με ότι πρό­κει­ται για τους ίδιους τους ακί­νη­τους γό­νους μιας προ­στά­τι­δας Δρά­και­νας, η οποία, αντί για οτι­δή­πο­τε άλ­λο, γέν­νη­σε τε­ρά­στιους βρά­χους. Πά­ντως εδώ ητ­τή­θη­καν δια­δο­χι­κά οι στό­λοι των Κι­νέ­ζων, τρεις φο­ρές συ­νο­λι­κά κα­τά την αρ­χαιό­τη­τα, αλ­λά και των Μογ­γό­λων, το 1288, όταν αμ­φό­τε­ροι δο­κί­μα­σαν να απο­βι­βά­σουν στρα­τεύ­μα­τα στη μη­τρώα βιετ­να­μέ­ζι­κη γη.             
Συ­γκε­ντρώ­νο­ντας το δι­καιο­λο­γη­μέ­νο εν­δια­φέ­ρον εκα­το­ντά­δων χι­λιά­δων επι­σκε­πτών κά­θε χρό­νο, αυ­τό το νη­σιω­τι­κό σύ­μπλεγ­μα συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στα εμ­βλή­μα­τα της γε­ω­γρα­φι­κής φυ­σιο­γνω­μί­ας της χώ­ρας. Το σχή­μα κα­θο­ρί­ζει σε με­γά­λο βαθ­μό το όνο­μα των βρα­χο­νη­σί­δων και των υπο­λοί­πων προ­ε­ξο­χών της γης. Άλ­λη μια φο­ρά η φα­ντα­σία συμ­με­τέ­χει πρό­θυ­μα στην ολο­κλή­ρω­ση του έρ­γου μιας εντυ­πω­σια­κής αλ­λη­λου­χί­ας γε­ω­φυ­σι­κών προ­σαρ­μο­γών. Ανα­φέ­ρω τις εξής εν­δει­κτι­κές βα­φτι­στι­κές δη­λώ­σεις: ο Κύ­ων, η Χε­λώ­να, ο Πα­πα­γά­λος, οι Πε­τει­νοί που μα­λώ­νουν, η Αν­θρω­πο­κε­φα­λή, η Σέ­λα του Αλό­γου, η Μη­τέ­ρα και ο Γιος που χαι­ρε­τούν τον Πα­τέ­ρα, οι Πύ­λες που ανοί­γουν στον Ου­ρα­νό, ο Πε­λε­κά­νος. Μό­νο ένα τρί­το των νη­σιών δια­θέ­τει προς το πα­ρόν όνο­μα. Τα υπό­λοι­πα φαί­νε­ται να πε­ρι­μέ­νουν στη σει­ρά την έμπνευ­ση των αρ­χών ή την ευ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα κά­ποιων προ­σφυών κα­τοί­κων για να πά­ρουν μέ­ρος στο παι­χνί­δι της ατε­λεύ­τη­της και πο­λυ­μή­χα­νης ονο­μα­το­ποι­ί­ας. Δύο από όλα αυ­τά κα­τοι­κού­νται. Μά­λι­στα το ένα ονο­μά­ζε­ται Ποί­η­μα. Οι πη­γές των ιστο­ρι­κών μάς βε­βαιώ­νουν ότι ο βα­σι­λιάς Le Thanh Tong, ένα με­ση­μέ­ρι του όχι τό­σο μα­κρι­νού 1464, διέ­τα­ξε τον γραμ­μα­τέα του να σκα­λί­σει σε έναν ει­σα­γω­γι­κό βρά­χο του νη­σιού τους στί­χους του, που μό­λις προ ολί­γου εί­χε συν­θέ­σει.
Ού­ριες οι λέ­ξεις. Δεν προ­πο­ρεύ­ο­νται, ακο­λου­θούν για την ώρα τις μα­τιές μας. Συμ­φι­λιώ­νο­νται γρή­γο­ρα με το πε­ρι­βάλ­λον. Συ­νε­πείς, υπά­κου­ες. Φτά­νουν ως τα πράγ­μα­τα. Τ’ ακου­μπούν μά­λι­στα, αλ­λά δεν ενο­χλούν. Η αί­σθη­ση του αβα­ρούς: το συ­γκε­κρι­μέ­νο αί­σθη­μα αυ­τών των συ­ντε­ταγ­μέ­νων. Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ένα κα­λά το­νι­σμέ­νο φω­νή­εν, ένα πρό­σφο­ρο σύμ­φω­νο. Ο και­ρός λες μια κλεί­δα αγα­θών στιγ­μών. Μπο­ρεί σε κά­ποια στρο­φή της ημέ­ρας o κό­σμος που σκε­φτό­μα­στε να εί­ναι, άρα­γε, ο κό­σμος που μέ­σα του ζού­με; Σε αντί­θε­ση με ό,τι, π.χ., φρο­νού­σε ο Γκα­στόν Μπα­σε­λάρ; Υπάρ­χει ακό­μη στην ατμό­σφαι­ρα, όπως φαί­νε­ται, ένα υπο­λο­γί­σι­μο από­θε­μα της κα­λής τύ­χης, της εύ­νοιας που φέρ­νει τους ναυα­γούς μό­νο στα σω­στά κύ­μα­τα.
*
Το όνο­μα προ­έ­χει. Άλ­λω­στε ως ρη­τή βα­φτι­στι­κή δή­λω­ση πε­ρι­φρου­ρεί την αξία της εθνι­κής φύ­σης. Εί­ναι η αδια­πραγ­μά­τευ­τη συν­θή­κη ιδιο­κτη­σί­ας, η οποία προ­έρ­χε­ται από την εν­δο­χώ­ρα της κα­θα­ρής επι­νό­η­σης. Αν και δεν εί­ναι δυ­να­τόν να ακυ­ρω­θεί ως κρα­τι­κή υπό­θε­ση, ως οντό­τη­τα αλή­θειας, η ανω­νυ­μία του νη­σιού ισού­ται με βά­σκα­νο. Η φα­ντα­σία σπεύ­δει να διεκ­δι­κή­σει για λο­γα­ρια­σμό της το άπαν του πέ­τρι­νου όγκου. Το όνο­μα της βρα­χο­νη­σί­δας εί­ναι το καύ­χη­μα του φα­ντα­σια­κού, κα­θώς με­τα­τρέ­πε­ται σε άμε­ση φυ­λε­τι­κή πρα­κτι­κή. Τα πά­ντα, εκτός από τον Θεό, δη­λα­δή τη Φύ­ση, εί­ναι πα­ρο­δι­κά και χά­νο­νται σε απλά συμ­βε­βη­κό­τα και τρο­πο­ποι­ή­σεις. Το πρω­τεύ­ον, θυ­μί­ζω, δί­δαγ­μα του Σπι­νό­ζα. Γι’ αυ­τό ακρι­βώς και τα νη­σιά, ως κυ­ριο­λε­κτι­κές εκ­φρά­σεις, ως ρε­α­λι­στι­κά μνη­μεία κει­μέ­νων, δη­λώ­νουν στα­θε­ρά μη ροή, μη με­τα­φο­ρά.
Η διαύ­γεια πε­ρισ­σό­τε­ρο από πο­τέ συ­νε­πί­κου­ρη. Πα­ρά την έντα­ση των όσων έχουν εμ­φι­λο­χω­ρή­σει με την πά­ρο­δο του χρό­νου στο το­πίο, οι γραμ­μές πα­ρα­μέ­νουν ανέ­πα­φες. Αφη­γού­νται νη­νε­μία. Το πα­ρόν, εύ­πλα­στο υλι­κό από αλ­λε­πάλ­λη­λα σή­μα­τα πα­ρα­δί­δε­ται αμα­χη­τί. Το ζυ­μά­ρι από εντυ­πώ­σεις μιας θη­τεί­ας στην Ιν­δο­κί­να πλά­θε­ται στους ρυθ­μούς της ανά­σας μου. Οι εμπει­ρι­κές συ­γκυ­ρί­ες εί­ναι από θαυ­μα­σμό και επί­γνω­ση. Υπει­σέρ­χο­μαι στις λε­πτο­μέ­ρειες του χώ­ρου. Ερευ­νώ οτι­δή­πο­τε προ­φταί­νει τον νου μου. Ανα­κε­φα­λαιώ­νο­ντας όψεις, συ­ντη­ρώ επι­φά­νειες αι­σθή­σε­ων. Το τώ­ρα ισού­ται με μιαν απή­χη­ση βά­θους.
Πα­ρά την ορ­γή, την οποία συσ­σώ­ρευ­σαν τα γνω­στά γε­γο­νό­τα του προη­γού­με­νου αιώ­να, οι Βιετ­να­μέ­ζοι δια­τη­ρούν το πλε­ο­νέ­κτη­μα του αιφ­νι­δια­σμού: πα­ρα­μέ­νουν προ­ση­νείς, δεί­χνουν ανε­ξί­κα­κοι, επι­λή­σμο­νες όχι βέ­βαια, αλ­λά ήρε­μοι, φο­ρείς μιας δι­καιο­σύ­νης. Συ­νά­ντη­σα πολ­λούς τρί­τους που έζη­σαν και ερ­γά­στη­καν στη χώ­ρα τους, δια­τη­ρώ­ντας τις κα­λύ­τε­ρες των εντυ­πώ­σε­ων από τις επα­φές με τους γη­γε­νείς. Βέ­βαια υπάρ­χει και η άλ­λη όψη, η εσω­τε­ρι­κή ή εκεί­νη που επι­φυ­λάσ­σουν σε άλ­λες στιγ­μές του επι­κοι­νω­νια­κού δού­ναι και λα­βείν. Απο­μο­νώ­νω για λό­γους δε­ο­ντο­λο­γί­ας με­ρι­κές φρά­σεις από το μυ­θι­στό­ρη­μα του John Sandford, Heat Lightning, όπου απο­δί­δε­ται μια πιο σφαι­ρι­κή άπο­ψη. Η συ­νύ­παρ­ξη δύο δρά­σε­ων, η εναλ­λα­γή των θε­τι­κών και των αρ­νη­τι­κών προ­σή­μων, οι ακραί­ες, ενα­ντιω­μα­τι­κές ρο­πές των «απρο­γραμ­μά­τι­στων» εκ­δη­λώ­σε­ων στη σκη­νή του βί­ου, οι τρό­ποι ενός φαι­νο­με­νι­κά εύ­θραυ­στου, ετοι­μόρ­ρο­που λες σώ­μα­τος σε αντι­πα­ρά­θε­ση με τη λαν­θά­νου­σα δύ­να­μη των σχε­δόν αδή­λων, πά­ντως στι­βα­ρό­τα­των μυών συ­μπλη­ρώ­νουν το πλέγ­μα των εναλ­λα­γών της συ­μπε­ρι­φο­ράς. Κα­τά λέ­ξη, όπως τα εν­νο­εί το πρω­τό­τυ­πο: “Sinclair ran his tongue over his lower lip, then shook his head. I’ve worked with the Vietnamese for a long time. They can be a subtle bunch of people and they know how to nurse a grudge. On the other hand, they can be the biggest bunch of homeboy hicks that you could imagine”.
Τα απρό­βλε­πτα εξο­γκώ­μα­τα, οι προ­βο­λές των πα­νύ­ψη­λων βρά­χων, οι εξο­χές. Κά­ποιοι κώ­νοι με θαυ­μα­στή, ανυ­πό­τα­κτη βλά­στη­ση να σέρ­νε­ται πά­νω τους, να θέ­λει να τους στε­φα­νώ­σει από πα­ντού. Αυ­τές οι εμ­μο­νές της γης, θαυ­μα­στι­κά, κα­τα­κό­ρυ­φοι όγκοι να ξε­προ­βάλ­λουν εδώ κι εκεί, να μας θυ­μί­ζουν ότι δεν τα έχει σκε­πά­σει ακό­μη όλα το πέ­λα­γος. Επί­μο­νη στί­ξη ενός απέ­ρα­ντου, ανοι­κτού μη­νύ­μα­τος ναυ­τί­λων και ψα­ρά­δων. Οι πέ­τρες σύ­ντρο­φοι της έμπνευ­σης μιας φύ­σης γλυ­πτι­κής. Η επί­κλη­ση του Γουά­λας Στή­βενς στις «Δο­ξα­σί­ες του κα­λο­και­ριού» ακού­γε­ται τό­σο κα­θα­ρά ξαφ­νι­κά. Ας τη μοι­ρα­στού­με, ανα­γνώ­στες: «Ο βρά­χος δεν κομ­μα­τιά­ζε­ται. Εί­ναι η αλή­θεια / Ορ­θώ­νε­ται απ’ τη γη και τη θά­λασ­σα και τις σκε­πά­ζει…»
Ένας θύ­λα­κας αν­θρώ­πων ανά­με­σα στους βρά­χους. Πλω­τό ψα­ρο­χώ­ρι. Το πρώ­το που συ­να­ντά­με με­τά από μια ώρα πε­ρί­που από τό­τε που αφή­σα­με την ακτή. Η βάρ­κα μας πε­ρι­φέ­ρε­ται για λί­γο ανά­με­σα από τις εξέ­δρες που σφύ­ζουν από ζωή. Νε­ο­γέν­νη­τα παι­διά στις φα­σκιές τους, άλ­λα με­γα­λύ­τε­ρα παί­ζουν τε­λεί­ως αμέ­ρι­μνα με τα σκυ­λιά τους. Οι γο­νείς τους που­λά­νε ψά­ρια, επι­ζούν κο­ντά στους βρά­χους, μια προ­έ­κτα­ση των βυ­θών οι σκιές τους στις τέ­ντες, στα χω­ρί­σμα­τα από πλα­στι­κό, τα οποία ορί­ζουν μα­θη­μα­τι­κά τον υδρό­βιο χώ­ρο τους, τις πε­ριου­σί­ες μιας πα­τρώ­ας αλιεί­ας. Στο βά­θος αντα­πο­κρί­νε­ται η Κί­να, η νή­σος Χαϊ­νάν. Δεν εί­ναι βε­βαί­ως ορα­τή από εδώ που βρί­σκο­μαι αυ­τήν τη στιγ­μή. Αλ­λά τη βρί­σκει αμέ­σως στον και­νούρ­γιο, ατσα­λά­κω­το χάρ­τη το δά­χτυ­λό μου, κα­θώς ξε­μα­κραί­νει λί­γο προς τα δε­ξιά από τον Κόλ­πο του Δρά­κου. Ο αφρός της θέ­ας έρ­χε­ται προς το μέ­ρος μου. Με κα­θη­συ­χά­ζει ένα γί­γνε­σθαι, που μπο­ρεί, σαν πα­ντο­δύ­να­μο και μυ­στη­ρια­κό που εί­ναι, να με­τα­τρα­πεί σε κα­τα­στρο­φι­κή θύ­ελ­λα.
Βρέ­θη­καν δύο ολό­κλη­ρες ώρες, ευ­τυ­χώς. Επι­σκέ­ψεις σε δύο θα­λασ­σι­νές σπη­λιές. Ιδιαί­τε­ρα φρο­ντι­σμέ­νες. Χα­μη­λοί φω­τι­σμοί, ασφα­λή σκα­λο­πά­τια. Μας υπο­δέ­χε­ται ο χρό­νος στα­λα­κτί­της. Οι αλ­λε­πάλ­λη­λες, οι νη­φά­λιες κρυ­σταλ­λώ­σεις απεί­ρων στιγ­μών. Ο χρό­νος, το αλά­τι του στα­λαγ­μί­τη. Ο οδη­γός μας, ένας ήρε­μος χει­ρι­στής πα­τρι­δο­γνω­σί­ας, με στρω­τά αγ­γλι­κά, μας αφή­νει συ­χνά να μα­ντέ­ψου­με για λί­γο τι ακρι­βώς ανα­πα­ρι­στούν διά­φο­ροι συν­δυα­σμοί των απο­λι­θω­μά­των της έκ­φρα­σης. Στην αρ­χή εί­ναι δύ­σκο­λο να εντο­πί­σου­με ανά­με­σα στις σκιές κά­τι το σα­φές, π.χ. το πρό­σω­πο μιας νέ­ας γυ­ναί­κας, το κε­φά­λι και την πλού­σια χαί­τη ενός αλό­γου ή το σώ­μα ενός παι­διού που ψα­ρεύ­ει. Με­τά τις πρώ­τες υπο­δεί­ξεις του συ­νο­δού μας, η εξοι­κεί­ω­ση με τις μορ­φές αυ­τών των τυ­χαιο­τή­των της γλυ­πτι­κής κα­θί­στα­ται υπό­θε­ση κα­λής θέ­λη­σης. Μια σει­ρά αμοι­βαί­ων διεισ­δύ­σε­ων των πλα­σμά­των που γέν­νη­σε η γε­ω­φυ­σι­κή τέ­χνη και του εαυ­τού εξοι­κο­νο­μεί ένα πε­δίο αι­σθη­τι­κών πραγ­μα­τώ­σε­ων ανώ­τε­ρης ποιό­τη­τας. Μά­τι, κα­λο­προ­αί­ρε­τη όρα­ση και δια­δο­χι­κά αντι­κεί­με­να ξαφ­νι­κά δεί­χνουν ότι συμ­φω­νούν ανε­πι­φύ­λα­κτα, εξου­δε­τε­ρώ­νο­ντας πι­θα­νές αντι­φά­σεις, αντιρ­ρή­σεις και δυ­σκο­λί­ες πρό­σλη­ψης. Ναι, πράγ­μα­τι σ’ εκεί­νη τη γω­νία κρέ­με­ται, έτοι­μος ν’ απο­σπα­σθεί και να αιω­ρη­θεί πά­νω από τα κε­φά­λια μας, ένας θα­λασ­σα­ε­τός. Ή μή­πως εί­ναι δαί­μο­νας με­ταμ­φιε­σμέ­νος σε γε­ρά­κι; Κι εκεί­νη η καλ­λο­νή εί­ναι άρα­γε μια επι­τό­πια Ευ­ρυ­δί­κη που επι­στρέ­φει ορι­στι­κά στο ημί­φως του παν­θέ­ου, που ευ­δο­κι­μεί τό­σο πα­ρα­στα­τι­κά στον συ­γκε­κρι­μέ­νο πέ­τρι­νο θό­λο; Εν τέ­λει πρό­κει­ται για έρ­γα της σκέ­ψης μας, για λε­κτι­κές λάμ­ψεις ή για έρ­γα αυ­το­τε­λή των σπη­λαί­ων και μό­νο; Έχει υπο­στη­ρι­χθεί ότι «όταν λέ­με αυ­τό που βλέ­που­με μα­ταιο­πο­νού­με, διό­τι αυ­τό που βλέ­που­με δεν ενοι­κεί πο­τέ σ’ αυ­τό που λέ­με, και γι’ αυ­τό όσο κι αν πα­ρου­σιά­ζου­με με ει­κό­νες, με­τα­φο­ρές, συ­γκρί­σεις αυ­τό που λέ­με, ο τό­πος στον οποίο ακτι­νο­βο­λούν δεν εί­ναι ίδιος μ’ αυ­τό που δια­νοί­γουν τα μά­τια, αλ­λά ο τό­πος που ορί­ζουν οι ακο­λου­θί­ες της σύ­ντα­ξης». Μπο­ρεί ο Μι­σέλ Φου­κώ να επι­βε­βαιώ­νε­ται και σε αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση, αλ­λά η ψευ­δαί­σθη­ση της ακρι­βο­δί­και­ης από­δο­σης των προ­φα­νών ή πι­θα­νό­τα­των τί­τλων σε αυ­τές τις προ­τά­σεις από πέ­τρα πα­ρα­μέ­νει ό,τι πιο συ­ναρ­πα­στι­κό δώ­ρο μάς επι­φυ­λάσ­σει η πα­ρα­μο­νή στο εσω­τε­ρι­κό της δη­μιουρ­γι­κής σπη­λιάς.
Η άχνα του απο­γεύ­μα­τος λί­γο προ­τού γί­νει κι αυ­τό ένα ακό­μη χνού­δι ανά­μνη­σης. Η αυ­θαι­ρε­σία των υπο­χρε­ώ­σε­ών μου ανα­γκά­ζει το δρο­μο­λό­γιο να συ­ντμη­θεί κα­τά πο­λύ. Μπαί­νω στο λε­ω­φο­ρείο της επι­στρο­φής ως συ­νε­πής λει­τουρ­γός μιας τα­κτι­κής υπο­χώ­ρη­σης. Αφή­νω πί­σω μου τον Κόλ­πο του Δρά­κου με έκ­δη­λη αμη­χα­νία. Με τις νό­τες της τε­λευ­ταί­ας μα­τιάς κα­τα­κυ­ρώ­νο­μαι, το ξέ­ρω, στους ευ­πει­θέ­στε­ρους των νο­σταλ­γών.

ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ ΠΑ­ΡΑ­ΘΕ­ΜΑ­ΤΩΝ
Γουά­λας Στί­βενς, Adagia, μτ­φρ. Χά­ρης Βλα­βια­νός, εκδ. Νε­φέ­λη 1999
Μι­σέλ Φου­κώ, Οι λέ­ξεις και τα πράγ­μα­τα, μια αρ­χαιο­λο­γία των επι­στη­μών του αν­θρώ­που, μτ­φρ. Κω­στής Πα­πα­γιώρ­γης, εκδ. Γνώ­ση 2008
Philippe Jaccottet, Κα­πνός και κρύ­σταλ­λο, Ποι­ή­μα­τα 1946-1967, ει­σα­γω­γή: Jean Starobinski, με­τά­φρα­ση-επί­με­τρο: Θα­νά­σης Χα­τζό­που­λος, εκ­δό­σεις Τυ­πω­θή­τω - Γιώρ­γος Δαρ­δα­νός 2006
John Sanford, Heat Lighting, εκδ. G.P. Putnam's Sons 2008

wibiya widget