Αντώνης Γ. Παπαναστασίου λίγες ημέρες πριν αποχαιρετίσει τα εγκόσμια. Φωτογραφία του ανηψιού του Δημητρη Παπαγεωργίου |
Ο Μπαρμπαντώνης, ο κατά κόσμον Αντώνης Παπαναστασίου του Γεωργίου γεννήθηκε στη Χαϊδεμένη, ένα πολύ μικρό χωριό λίγο έξω από την πόλη των Τρικάλων. Σύζυγος της, αδερφής της Μητέρας μου, Σοφίας με την οποία απέκτησαν τέσσερις κόρες . Τα σπίτια μας πλάϊ πλάϊ. Με το «εισιτήριο» του ανεψιού μπαινοέβγαινα, για να ακριβολογήσω, μεγάλωσα σε αυτό το σπίτι με τη μεγάλη αυλή που τα καλοκαίρια κοιμόμαστε στρωματσάδα και παρέα μ’ ένα ραδιόφωνο μετρούσαμε τα άστρα. Από μικρός το μάτι μου έπεφτε σ΄ένα βαθύ τραύμα που έφερε στο δεξί του χέρι και στην ερώτηση: «τι είν’ αυτό Θείε ;» έπαιρνα πάντα την ίδια απάντηση: Απ’ τον πόλεμο ! Το τραύμα διέτρεχε όλο το χέρι, από πάνω ως κάτω, λες και το χάραξε υνί. Σαν μεγάλωσα κάθε που αργούσαμε την 28η Ωκτωμβρίου καθόμαστε και τα λέγαμε. Εγώ ρωτούσα και κείνος απαντούσε. Δεν ήταν από τους Ανθρώπους ,ο Θείος μου, που θα σου ανοίγονταν εύκολα. Σαν είδε όμως το αδηφάγο ενδιαφέρον μου για το χρονικό του «Μετώπου» και έχοντας πλέον γεράσει, έδειχνε να απολαμβάνει την αφήγηση: «…φύλαγα τα πρόβατα όταν ακουστήκαν οι σειρήνες του πολέμου. Τ’ αφεντικό μου είπε να πάω στη στρατολογία και να μάθω. Πήγα, και πριν προλάβω να ρωτήσω με έστειλαν στο μέτωπο. Δεν πρόλαβα καν να αποχαιρετήσω τη φαμίλια. Ήταν νύχτα όταν φθάσαμε στη κλεισούρα της Βορείου Ηπείρου. Από κει, πάντα νύχτα, μας προώθησαν πιο ψηλά λίγο έξω από τη Κορυτσά . Οπλισμό δεν είχαμε (!). Ήμασταν όλοι, φτωχόπαιδα τσοπαναραίοι. Η διαταγή ήταν να πάμε μπροστά, να ξεθάψουμε σκοτωμένους Ιταλούς και να τους πάρουμε τον οπλισμό (!)Όταν σιγούσαν τα πολυβόλα σερνόμασταν μες το χιόνι ψάχνοντας για σκοτωμένους. Φρίκη ! μακελειό ! Είδα αιμόφυρτο Ιταλό να παρακαλάει για τη ζωή του και μείς με κάτι στειλιάρια τον αποτελειώσαμε…έτσι απέκτησα όπλο ! Στο ξαναλέω: Τα φτωχόπαιδα μπήκαν μπροστά ! Η ψείρα με τις χούφτες… δεν μας άφηνε να κλείσουμε μάτι. Ξυνόμασταν και κυλιόμασταν στο χιόνι για να σβήσουμε τη φαγούρα….ξεκοπήκαμε από τη μονάδα. Μείναμε δυο πίσω από κάτι οξιές. Ένας κρότος με κούφανε ένοιωσα μούσκεμα…πλημμύρησα από αίμα γύρισα και είδα τον άλλον με τ’άντερα στο χώμα ! Κυλίστηκα αιμόφυρτος μέχρι το ποτάμι. Μετά από δυό μέρες ξύπνησα στο «χάνι του μπαρλαμπάνη» στην κλεισούρα, σ’ένα πρόχειρο καταυλισμό πρώτων βοηθειών. ..Γιάννενα, Αθήνα στον Ευαγγελισμό, κατόπιν στο πολυτεχνείο, που για τις ανάγκες του πολέμου είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο, και όταν μπήκαν οι Γερμανοί με μετέφεραν, μαζί με άλλους, μ’ ένα καμιόνι στα Τρίκαλα…» Δεν είχαν τελειωμό οι εξιστορήσεις του Μπαρμπαντώνη. Από όλη αυτή την «τοιχογραφία» του έπους ξεχώρισα την λεπτομέρεια περί «γυμνών χεριών» δηλαδή φαντάροι ενός κατώτερου θεού (φτωχόπαιδα) χωρίς οπλισμό να γίνονται λαγωνικά , άγρια ζώα, για λάφυρα… κάτι που ως τότε αγνοούσα ως πληροφορία στην ιστορική συγγραφή.Αρνήθηκε την καθιερωμένη άδεια περιπτέρου και αρκέστηκε στην πενιχρή σύνταξη του κράτους. Αρνήθηκε δάνειο, με ευνοϊκούς για την εποχή όρους, προκειμένου να αναστηλώσει το «φτωχοκάλυβό του». Απολάμβανε δωρεάν μετακίνηση με το αστικό λεωφορείο και όταν εκείνο δεν είχε άλλον επιβάτη ο μπαρμπαντώνης απέκρυπτε την ταυτότητα της αναπηρίας και έκοβε το αντίτιμο του εισιτηρίου για να κρατηθεί η αστική γραμμή, που συνέδεε το μικρό χωριό με την πόλη και τανάπαλι, όρθια !Μεγάλωσε και σπούδασε μα αξιοπρέπεια τα παιδιά του δουλεύοντας σκληρά μέχρι τα γεράματα. Αλήθεια. Πόσο διαφορετικοί είναι οι αποκαλούμενοι Ήρωες ;….Στη μνήμη του.