Την Κυριακή - Πρώτη Ημέρα του Καύσωνος κατά τας Γραφάς - δεν είχα τι να κάνω τον χρόνο μου κι ο χρόνος μου δεν είχε τι να κάνει εμένα. Ετσι έμεινα σπίτι μου, έβαλα το κλιματιστικό κι επιδόθηκα στο αγαπημένο σπορ του Ελληνα: έκατσα στην πολυθρόνα και άνοιξα την τηλεόραση. Κι επειδή όλο αυτό λειτουργεί ενοχικά στο libido ενός ατόμου που κατά καιρούς γράφει «σηκωθείτε επιτέλους από τις πολυθρόνες», έκανα ΤΗΝ υπέρβαση: αντί να βάλω τίποτα στρουμφάκια, έβαλα το Κανάλι της Βουλής. Ετσι, για να έχω ένα άλλοθι ότι και καλά μη με βλέπετε αραχτή, ιδεολογικά είμαι όρθια εγώ τώρα… Διότι ακόμα και οι πολιτικοποιημένοι, ενεργοί πολίτες δικαιούνται, βρε αδελφέ, μια φέτα με καρπούζι κι ένα βλέμμα αγελάδας ενίοτε…
Ηταν η ημέρα της ψηφοφορίας που θα γινόταν τα μαύρα τα μεσάνυχτα. Αλλά οι ομιλίες άρχισαν από τις 10 το πρωί. Ε, από τις 10 το πρωί μέχρι τις 12 τη νύχτα, έμεινα προσηλωμένη στο Κανάλι της Βουλής. Λες κι είχε ξεμείνει το τηλεκοντρόλ από μπαταρίες και ο εγκέφαλος από φαιά κύτταρα. Σαν το Big Brother ένα πράμα…
Ωραία ήταν η παρέα στο σαλόνι. Το καρπούζι, η φέτα, εγώ και τα άδεια έδρανα της Βουλής. Αδεια σαν το μάτι του ηλίθιου. Οι μόνοι που υπήρχαν κάτω, ήταν αυτοί που περίμεναν τη σειρά τους να μιλήσουν. Ή αυτοί που μόλις μίλησαν κι έψαχναν πού διάολο έπεσαν τα κλειδιά τους για να μπορέσουν να φύγουν. Ή μία που κοιμόταν ήσυχα ήσυχα χωρίς να ενοχλεί κανέναν, με τα χεράκια σταυρωμένα και μια άφατη γαλήνη στο πρόσωπο.
Τελικά μεγάλος ρουφιάνος το Κανάλι της Βουλής! Βλέπεις ποιος χασμουριέται, ποιος ξύνεται, ποιος σκαλίζει τη μύτη του και ποιος παίζει mah jong στο κινητό του! Είπαμε, Big Brother!
Ετσι πέρασε όλη η ημέρα. Σηκωνόταν ένας, μίλαγε στα άδεια έδρανα, τελείωνε, έφευγε. Ανέβαινε άλλος, μίλαγε στα άδεια έδρανα, τελείωνε, έφευγε. Ερχόταν ο τρίτος, μίλαγε στα άδεια έδρανα, τελείωνε, έφευγε. Μέχρι που κάποιος (δεν θυμάμαι ποιος, ο Βαρεμένος νομίζω) ανέβηκε να μιλήσει και είπε, «θα μπορούσα να απευθυνθώ σε καθένα από σας με τα μικρά σας ονόματα». Αυτοί δεν χρειάζονται μια αιθουσάρα 300 θέσεων, μια 6άρα ροτόντα και πολύ τους ήταν!
Οχι ότι άκουσα και τους ασύλληπτα εμπνευσμένους λόγους. Ολοι φωνάζανε - γιατί όποιος φωνάζει έχει δίκιο - και λίγο - πολύ διαβάζανε το κομματικό τους προσπέκτους. Εκτός από έναν που νομίζω ότι διάβαζε το προσπέκτους του βουλευτικού αυτοκινήτου. Τα ίδια και τα ίδια λέγανε, το ίδιο ύφος είχανε, την ίδια γραβάτα φοράγανε, το ίδιο δάχτυλο κουνούσανε. Τέτοια βαρεμάρα να μη λάχει σε άνθρωπο. Πώς να αντισταθείς να μην παραφράσεις τον Καβάφη, «τη μια μονότονη ώρα άλλη μονότονη απαράλλακτη ακολουθεί»;
Ομως, ρε παιδί μου, βαριούνται ξεβαριούνται, δουλειά τους δεν είναι να κάτσουν και να παρακολουθήσουν τις ομιλίες; Επιλογή τους δεν ήταν να γίνουν βουλευτές; Τους έπιασε κανείς με το ζόρι να τους δέσει πισθάγκωνα πάνω στο έδρανο; Αυτοί δεν λύσσαξαν να μπουν στο Κοινοβούλιο; Και μόλις μπήκαν, κάνουν στα τρελοί να βγουν! Και λίγο πριν από τις ομιλίες των πολιτικών αρχηγών και την ψηφοφορία, να μαζευτούν πάλι σαν τα μυρμηγκάκια, να ψηφίσουν και να ξαναφύγουν βολίδα…
Δεν λαϊκίζω κι ούτε θα κάτσω να μετρήσω πόσα κινητά δικαιούνται, πόσα αεροπορικά εισιτήρια, πόση βενζίνη, τι έξτρα επιδόματα και πόσο θα πέσει η βουλευτική αποζημίωση. Κάποιες από τις παροχές είναι δικαιολογημένες, κάποιες υπερβολικές - τόσο απλά!
Αλλά: Ενας εργαζόμενος σήμερα αμείβεται («σήμερα» και «αμείβεται» στην ίδια φράση - οκέι, λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα) με βάση το 8ωρο εργασίας («8ωρο» - μαζεύτηκαν πολλές οι μαλακίες). Ενας βουλευτής για να πάρει ό,τι παίρνει τέλος πάντων, δεν πρέπει κι αυτός να χτυπάει 8ωρο; ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ; Κάθε, μα κάθε, μα κάθε μέρα; Και μη μας πουν, «ξέρετε δεν ήμουνα στην αίθουσα γιατί εκείνη την ώρα έσωζα το έθνος στα γραφεία του κόμματος!». Στο κυλικείο το σώζουν το έθνος. Οσοι δεν το σώζουν από το σπίτι τους.
Δεν είναι, βέβαια, και ό,τι καλύτερο μαζί με τα ξερά να καίγονται και τα χλωρά. Μακράν εμού η γενίκευση, «όλοι τους είναι αλήτες και λαμόγια». Ολοι τους δεν είναι αλήτες και λαμόγια. Γιατί αν ήταν, ποιος τους ψήφισε; Ποιος τους έστειλε εκεί μέσα; Η Βουλή δεν είναι ψαροταβέρνα όποιος θέλει μπαίνει - όχι ακόμα, τουλάχιστον…
(Οχι ότι όλα τα κουλά συμβαίνουν εν Ελλάδι. Προχθές μάθαμε πως ούτε ο αντιπρόεδρος της Ισπανίας διάβασε ποτέ το Μνημόνιο. Προφανώς εκείνη την ώρα έπαιζε πλακωτό με τον Χρυσοχοΐδη. Και δεν ξέρουμε τι παίζει γενικώς στα κοινοβούλια του Νότου γιατί το ψηφιακό μας σήμα πιάνει ολούθε στα πευκάκια, αλλά όχι εκείθε κατά τη ρεματιά…)
Και τέλος πάντων, εκεί που έτρωγα την τελευταία μπουκιά φέτα και κατάπινα το τελευταίο κουκούτσι καρπουζιού, μπήκε στην Αίθουσα του Κοινοβουλίου η Ντόρα… Και προχώρησε… Και κάθησε… Κι έδωσε νέο νόημα στον στίχο του Μεγάλου:
«Στης Βουλής την ολόμαυρη ράχη
Περπατώντας η Ντόρα μονάχη»…
Τις θερμές μου ευχές για έναν χαρούμενο και δημιουργικό καύσωνα!