Γράφει στο ΦΒ ο
Nikos Roussis
Απόφαση-ροχάλα, προς την ελληνική δικαιοσύνη και τους παρτάκηδες νεοέλληνες, έβγαλε πριν λίγο το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Εκδικάζοντας την προσφυγή της ΙΒ, η οποία είχε απολυθεί από την δουλειά της επειδή αποκάλυψε ότι ήταν φορέας του Εϊτζ, το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, έκρινε ότι η εν λόγω πράξη, που έγινε αποδεκτή, ως νομιμη, από την ελληνική Δικαιοσύνη ήταν αντίθετη προς τη Σύμβαση Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και καταδίκασε την Ελλάδα, τόσον για παραβίαση των διατάξεων που απαγορεύουν τις διακρίσεις όσον και για παραβίαση του δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
Υποχρέωσε δε την Ελλάδα να καταβάλλει στην δικαιωθείσα, συνολική αποζημίωση 14.340 ευρώ για ηθική και υλική βλάβη.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα υπήρξε θέμα διάκρισης εξαιτίας της κατάστασης της υγείας της καί ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν βασίσει την απόφαση τους, να εγκρίνουν ως νόμιμη την απόλυση της, σε ανακριβείς πληροφορίες, οτι δηλαδή υπήρχε κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας.
Η Ι.Β εργάζονταν, από το 2001, σε μία επιχείρηση κατασκευής κοσμημάτων στην Αθήνα με 70 συνολικα εργαζόμενους και το 2005 γνωστοποίησε σε τρείς από τους συναδέλφους της ότι έχει προσβληθεί από τον ιό του Εϊτζ.
Τριάντα τρείς από τους συναδέλφους της έστειλαν επιστολή στον ιδιοκτήτη-επιχειρηματία, ζητώντας την απόλυση της Ι.Β, για να προστατευθεί η υγεία τους.
Παρά τις προσπάθειες του εργοδότη, που κάλεσε ειδικούς να τους εξηγήσουν το ότι δεν κινδύνευαν από μετάδοση της ασθένειας, οι συνάδελφοι της ΙΒ επέμεναν στην άποψη τους και η ΙΒ απολύθηκε.
Προσέφυγε στα ελληνικά δικαστήρια και πρωτοδίκως η απόλυση της κρίθηκε παρανομη αλλά στο Εφετείο, όπου προσέφυγαν ο εργοδότης και οι συνάδελφοι της, η απόλυση της έγινε αποδεκτή, γεγονός που επικυρώθηκε και με σχετική απόφαση του Αρείου Πάγου, στις 17 Μαρτίου 2009, με το σκεπτικό ότι "η καταγγελία της σύμβασης της ΙΒ δεν είναι παράνομη, εφόσον δικαιολογείται από το συμφέρον του εργοδότη και την αποκατάσταση της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ των εργαζομένων και την ομαλή λειτουργία της εταιρίας."
Εκδικάζοντας την προσφυγή της ΙΒ, η οποία είχε απολυθεί από την δουλειά της επειδή αποκάλυψε ότι ήταν φορέας του Εϊτζ, το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, έκρινε ότι η εν λόγω πράξη, που έγινε αποδεκτή, ως νομιμη, από την ελληνική Δικαιοσύνη ήταν αντίθετη προς τη Σύμβαση Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και καταδίκασε την Ελλάδα, τόσον για παραβίαση των διατάξεων που απαγορεύουν τις διακρίσεις όσον και για παραβίαση του δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
Υποχρέωσε δε την Ελλάδα να καταβάλλει στην δικαιωθείσα, συνολική αποζημίωση 14.340 ευρώ για ηθική και υλική βλάβη.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα υπήρξε θέμα διάκρισης εξαιτίας της κατάστασης της υγείας της καί ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν βασίσει την απόφαση τους, να εγκρίνουν ως νόμιμη την απόλυση της, σε ανακριβείς πληροφορίες, οτι δηλαδή υπήρχε κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας.
Η Ι.Β εργάζονταν, από το 2001, σε μία επιχείρηση κατασκευής κοσμημάτων στην Αθήνα με 70 συνολικα εργαζόμενους και το 2005 γνωστοποίησε σε τρείς από τους συναδέλφους της ότι έχει προσβληθεί από τον ιό του Εϊτζ.
Τριάντα τρείς από τους συναδέλφους της έστειλαν επιστολή στον ιδιοκτήτη-επιχειρηματία, ζητώντας την απόλυση της Ι.Β, για να προστατευθεί η υγεία τους.
Παρά τις προσπάθειες του εργοδότη, που κάλεσε ειδικούς να τους εξηγήσουν το ότι δεν κινδύνευαν από μετάδοση της ασθένειας, οι συνάδελφοι της ΙΒ επέμεναν στην άποψη τους και η ΙΒ απολύθηκε.
Προσέφυγε στα ελληνικά δικαστήρια και πρωτοδίκως η απόλυση της κρίθηκε παρανομη αλλά στο Εφετείο, όπου προσέφυγαν ο εργοδότης και οι συνάδελφοι της, η απόλυση της έγινε αποδεκτή, γεγονός που επικυρώθηκε και με σχετική απόφαση του Αρείου Πάγου, στις 17 Μαρτίου 2009, με το σκεπτικό ότι "η καταγγελία της σύμβασης της ΙΒ δεν είναι παράνομη, εφόσον δικαιολογείται από το συμφέρον του εργοδότη και την αποκατάσταση της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ των εργαζομένων και την ομαλή λειτουργία της εταιρίας."
Εκδικάζοντας την προσφυγή της ΙΒ, η οποία είχε απολυθεί από την δουλειά της επειδή αποκάλυψε ότι ήταν φορέας του Εϊτζ, το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, έκρινε ότι η εν λόγω πράξη, που έγινε αποδεκτή, ως νομιμη, από την ελληνική Δικαιοσύνη ήταν αντίθετη προς τη Σύμβαση Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και καταδίκασε την Ελλάδα, τόσον για παραβίαση των διατάξεων που απαγορεύουν τις διακρίσεις όσον και για παραβίαση του δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
Υποχρέωσε δε την Ελλάδα να καταβάλλει στην δικαιωθείσα, συνολική αποζημίωση 14.340 ευρώ για ηθική και υλική βλάβη.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα υπήρξε θέμα διάκρισης εξαιτίας της κατάστασης της υγείας της καί ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν βασίσει την απόφαση τους, να εγκρίνουν ως νόμιμη την απόλυση της, σε ανακριβείς πληροφορίες, οτι δηλαδή υπήρχε κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας.
Η Ι.Β εργάζονταν, από το 2001, σε μία επιχείρηση κατασκευής κοσμημάτων στην Αθήνα με 70 συνολικα εργαζόμενους και το 2005 γνωστοποίησε σε τρείς από τους συναδέλφους της ότι έχει προσβληθεί από τον ιό του Εϊτζ.
Τριάντα τρείς από τους συναδέλφους της έστειλαν επιστολή στον ιδιοκτήτη-επιχειρηματία, ζητώντας την απόλυση της Ι.Β, για να προστατευθεί η υγεία τους.
Παρά τις προσπάθειες του εργοδότη, που κάλεσε ειδικούς να τους εξηγήσουν το ότι δεν κινδύνευαν από μετάδοση της ασθένειας, οι συνάδελφοι της ΙΒ επέμεναν στην άποψη τους και η ΙΒ απολύθηκε.
Προσέφυγε στα ελληνικά δικαστήρια και πρωτοδίκως η απόλυση της κρίθηκε παρανομη αλλά στο Εφετείο, όπου προσέφυγαν ο εργοδότης και οι συνάδελφοι της, η απόλυση της έγινε αποδεκτή, γεγονός που επικυρώθηκε και με σχετική απόφαση του Αρείου Πάγου, στις 17 Μαρτίου 2009, με το σκεπτικό ότι "η καταγγελία της σύμβασης της ΙΒ δεν είναι παράνομη, εφόσον δικαιολογείται από το συμφέρον του εργοδότη και την αποκατάσταση της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ των εργαζομένων και την ομαλή λειτουργία της εταιρίας."