ο Ξέρξης προτού διατάξει γενική επίθεσι, στέλνει πρεσβεία στον Λεωνίδα και του προσφέρει την Ηγεμονία της Ελλάδος
… «Προτιμώ να πεθάνω για την Πατρίδα μου παρά να ζήσω για να την υποδουλώσω…» ήταν η υπερήφανη Λακωνική απάντησι του Λεωνίδα στο …ΔΝΤ της εποχής.
Το στενό των Θερμοπυλών σχηματίζεται μεταξύ του όρους Καλλιδρόμου και του Μαλιακού κόλπου και κατά την αρχαιότητα ήταν πολύ στενότερη δίοδος, γιατί η θάλασσα εισχωρούσε βαθύτερα στη στεριά και το φρούριο που το υποστήριζε δεν επέτρεπε την ανάπτυξι μεγάλων Μονάδων προς παραβίασί του. Το Στενό αυτό διάλεξαν οι Ελληνικές πόλεις-κράτη προς αναχαίτισι της κατερχομένης περσικής πλημμυρίδος.
Ο Ξέρξης ακολουθούμενος υπό 2.100.000 στρατού κατά τον Ηρόδοτον και κατ’ άλλους υπό 1.600.000 ανδρών, είχε διασχίσει μέσω Ελλησπόντου ολόκληρη την Βόρειο Ελλάδα και εβάδιζε ακάθεκτος πλέον προς τον Ελληνικόν Νότον.
Και οι Ελληνίδες πόλεις μπροστά στον εξ ανατολών μέγα κίνδυνον, εξέχασαν προς στιγμήν τις μεταξύ τους διαφορές και βάλθηκαν να υπερασπισθούν τα πάτρια υπό την Ηγεμονίαν της εμπειροπολέμου πάντα Σπάρτης.
Της μεγαλύτερες όμως δυνάμεις τους, κατ’ απαίτησιν των Πελοπονησίων, τις κράτησαν στον Ισθμό της Κορίνθου, και μόνον με μικτά συμμαχικά αποσπάσματα κατέλαβαν τα βόρεια περάσματα. Όπως με σώμα 10.000 ανδρών τα Τέμπη υπό τον Σπαρτιάτη Στρατηγό Ευαίνετο και τον Θεμιστοκλή. Αλλά το απόσπασμα αυτό, μπρός στην τεράστια αριθμητική υπεροχή των Περσών, υπεχώρησε χωρίς μάχη. Σ’ αυτό συνέτεινε και η αμφίβολος στάσις των Θεσσαλών οι οποίοι τελικώς συνέπραξαν με τους Πέρσες.
Έτσι οι Περσικές στρατιές σταμάτησαν μόνον προ των Θερμοπυλών τις οποίες φύλαγε ο Λεωνίδας με Σπαρτιάτες, 1000 Τεγεάτες και Μαντινείς, 1000 από την υπόλοιπη Αρκαδία, 120 Ορχομενείς, 400 Κορινθίους, 200 από την Φλιούντα, 80 Μυκηναίους, 700 Θεσπιείς, Φωκείς, Λοκρούς και 400 Θηβαίους τους οποίους είχε στρατολογήσει ως αντιφρονούντες με το πολίτευμά τους ο Λεωνίδας και διάφοροι άλλοι, απαριθμώντας όλοι μαζί 4000 περίπου Οπλίτες πρώτης γραμμής (βαρύ πεζικό) συνοδευομένους από άλλους 7000 «ψιλούς» βοηθούς ή δούλους (ελαφρύ πεζικό).
Οι Πέρσες στέκονταν επί τέσσερις μέρες αναποφάσιστοι μπροστά στο Στενό των Θερμοπυλών ελπίζοντας ότι μόνον με τον τεράστιον όγκο τους θα προκαλούσαν τον τρόμο και τον πανικό στους Έλληνες και θα τους εξανάγκαζαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους χωρίς μάχη. Αλλά οι Έλληνες παρέμεναν απαθείς και σα να μην συνέβαινε τίποτα και κυρίως οι Σπαρτιάτες χτενίζονταν, καλλωπίζονταν και γυμνάζονταν… ανέφεραν έκπληκτοι οι κατάσκοποι και κήρυκες Πέρσες στο Μέγα Βασιλέα.
Και τότε ο Ξέρξης απέστειλε κήρυκα στον Λεωνίδα με την απαίτησι: «…πέμψον τά όπλα…»
«…Μολών Λαβέ…» ήταν η υπερήφανη απάντησι του Λεωνίδα.
Όλα αυτά τα διατρέξαντα εξώργισαν πάρα πολύ τον Ξέρξη ο οποίος έστειλε και κάλεσαν τον πρώην Βασιλέα της Σπάρτης Δημάρατο που τον ακολουθούσε στην εκστρατεία του και τον ρώτησε ειρωνικά… «τι τρελλά πράγματα είναι όλα αυτά που κάνουν οι συμπατριώτες σου;;» Κι εκείνος που κατάλαβε την αλαζονική προδιάθεσι του Ξέρξη του σοβαρά:
«Βασιλιά μου…
Οι άνδρες αυτοί ήλθαν εδώ και μένουν αποφασισμένοι να μας πολεμήσουν για να μην περάσωμε στο Στενό και προς τούτο τώρα καταγίνονται και προετοιμάζονται. Και το έχουν σαν έθιμο στην Πατρίδα τους, όταν πρόκειται να ριψοκινδυνεύσουν τη ζωή τους, γυμνάζονται και καλλωπίζουν τα μαλλιά και τον εαυτό τους.
Και ξέρε το καλά… πως αν κατορθώσεις και υποτάξεις αυτούς εδώ και τους άλλους που μένουν στην Σπάρτη, δεν υπάρχει άλλη Φυλή στον κόσμο που θα τολμήση να σου εναντιωθή. Μάθε λοιπόν πως έρχεσαι αντιμέτωπος με το ευγενέστερο Βασίλειο που υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα, των Ηρακλειδών, με τους γενναιότερους δηλαδή άνδρες του κόσμου»…
Όλα αυτά όμως φαίνονταν απίστευτα στον Ξέρξη γι’ αυτό και ξαναρώτησε τον Δημάρατο: «…Πως τόσο ολίγοι αυτοί θα τα βάλουν μ’ ένα τέτοιο και τόσο στρατό σαν τον δικό μου;…»
Και ο Δημάρατος αποκρίθηκε: «…Βασιλιά μου εύχομαι να βγω ψεύτης… αλλά όλα θα γίνουν όπως στα λέω…»
Και τότε ο Μέγας Βασιλιάς διέταξε έφοδο ελαφρού πεζικού Μήδων και Κισσίων με ξίφη και μεγάλα τόξα με ακόντια και πλεκτές ασπίδες προς παραβίασι του Στενού.
Ενώ ξαφνικά ο Ουρανός σκοτείνιασε πολύ, χάθηκε ο Ήλιος και μαύρα σύννεφα, βροντές και αστραπές και καταρρακτώδης βροχή διέσχιζαν τον αιθέρα και η μανιασμένη Θάλασσα κατέστρεψε αυτοστιγμής υπέρ τα 400 περσικά πλοία και πλήθος ανθρώπων, τροφές και πλούτος πολύς χάθηκε στο βυθό της Θάλασσας… «Χειμών επιγενόμενος μέγας» λέει ο Ηρόδοτος που κατετρόμαξε και καταθορύβησε και καταπτόησε τους εχθρούς και έγιναν απρόθυμοι για πόλεμο.
Αντίθετα οι Έλληνες ερμήνευσαν το φαινόμενο αυτό, κατακαλόκαιρα, ως οργή των Θεών (αστέρος κινουμένου) που ήθελαν να εκδικηθούν την υπεροπτική και αλαζονική έπαρσι του Μεγάλου Βασιλέα. Γιατί οι Θεοί, κατά την γνώμη των Αρχαίων Ελλήνων, δεν ανέχονται την υπεροψία και τιμωρούν αυτούς που επαίρονται.
Στην απροθυμία δε των Περσών να πολεμήσουν, μετά την φοβερή αυτή θύελλα, ο Ξέρξης διέταξε και μαστιγώσεις και τιμωρίες μέχρι θανάτου και πολλοί των στρατιωτών του πέθαιναν καταπατώμενοι από τους συναδέλφους τους που έτρεχαν αποφεύγοντες τις μαστιγώσεις των αξιωματικών τους.
Στις εφορμήσεις αυτές των Περσών ο Λεωνίδας αντιπαρέτασσε μικρά τμήματα τα οποία έρχονταν σ’ επαφή με τον εχθρό προσποιούντο ότι υποχωρούν παρασύροντας έτσι τους εχθρούς μέσα σε στενότερο χώρο για να μην μπορούν να αναπτυχθούν και όταν έβλεπε την κατάλληλη στιγμή διέτασσε αναστροφή των τμημάτων του με προτεταμένη την αιχμή των δοράτων. Με το επαναλαμβανόμενο αυτό στρατήγημα του Λεωνίδα η συμπλοκή που επακολουθούσε ήταν φοβερή για τους Πέρσες, γι’ αυτό και ο Ξέρξης βλέποντας τις μεγάλες φθορές των ανδρών του αναπήδησε τρεις φορές εκ του θρόνου του οργιζόμενος κατά πάντων και διέτασσε αμέσως νέα εφόρμησι κατά διαδοχικές φάλαγγες ελπίζοντας σε καταπόνησι και εξόντωσι των Ελλήνων.
Αλλά όλες οι επιθέσεις των Περσών απεκρούσθησαν και το σχέδιο του Ξέρξη να εξαντλήση και να καταβάλη τους Έλληνες απέτυχε, χάρις το στρατηγικό δαιμόνιον του Λεωνίδα, ο οποίος επωφελούμενος της στενότητος του χώρου των Θερμοπυλών με τα μικρά τμήματα που αντιπαρέτασσε κρατούσε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του σε εφεδρεία, ώστε όταν έβλεπε μαχόμενο τμήμα του να περιέρχεται σε φυσική κόπωσι, το αντικαθιστούσε αμέσως με άλλο που έμπαινε στη μάχη εντελώς ξεκούραστο προκαλώντας μεγάλες απώλειες στους καταπονημένους Πέρσες οπλίτες και αξιωματικούς.
Μ’ αυτό το σύστημα και τακτική στρατηγικής απεκρούσθη ακόμη και το αήττητο σώμα των αθανάτων του Σατράπου Υδάρνη! Κατά το απόγευμα όμως της δευτέρας ημέρας που οι Πέρσες βρίσκονταν σχεδόν σε απόγνωσι, ένας Μαλιέας, του οποίου το όνομα κατέταξε από τότε η Ιστορία ως συνώνυμον του προδότου, ονόματι Εφιάλτης, παρουσιάσθηκε στον Ξέρξη και του απεκάλυψε την «Ανωπαίαν Ατραπόν» που ωδηγούσε στα νώτα των Ελλήνων. Το ίδιο βράδυ ο Ξέρξης διέταξε τον Σατράπη Υδάρνη να ακολουθήση με ισχυρή δύναμι αυτό το μονοπάτι, ώστε την επομένη το πρωί να βρίσκεται στα νώτα των Ελλήνων.
Ο Λεωνίδας είχε τάξει προς φύλαξιν της ατραπού και προστασίας του Στρατοπέδου 1000 Φωκείς τους οποίους ρώτησε ο Υδάρνης αν υπάρχουν μεταξύ τους Σπαρτιάτες, κι’ εκείνοι απάντησαν αρνητικά. Ο Υδάρνης τότε τους επετέθη, τους απώθησε και πήρε τον κατήφορο προς το στενό των Θερμοπυλών οδηγούμενος πάντα από τον Εφιάλτη υπό το φως του φεγγαριού.
Ο Λεωνίδας πληροφορήθηκε εγκαίρως, το πρωί από τους ημεροσκόπους και από μισθοφόρους Έλληνες των Περσών που λιποτάχτησαν και πήγαν στο στρατόπεδο των Ελλήνων, για τον κίνδυνο που διέτρεχε, γι’ αυτό και διέταξε τους άλλους συμμάχους Έλληνες να φύγουν για τον Ισθμό της Κορίνθου για να χρησιμεύσουν περισσότερο στην Πατρίδα.
Κράτησε μόνον 300 Σπαρτιάτες των οποίων τα παιδιά ήταν μεγάλα και θ’ άφηναν διαδόχους, δύο τρεις υπηρέτες για τον καθένα, τους 700 Θεσπιείς που αρνήθηκαν να φύγουν και 400 Θηβαίους που κατά τον Πλούταρχο ήταν αντιφρονούντες προς το πολιτικό καθεστώς των Θηβών και δεν θα γίνονταν δεκτοί στην Πατρίδα τους η οποία και εμήδισε μετά την Μάχη των Θερμοπυλών. Παρέμειναν δηλαδή ως θεματοφύλακες των Ιερών και των Οσίων της Φυλής και της Πατρίδος, περί τους 1000 Οπλίτες Α’ γραμμής, άλλοι 1000 περίπου είλωτες και δούλοι και οι 400 Θηβαίοι αντιφρονούντες με τους άλλους συμπατριώτες τους.
Ο Λεωνίδας μετά τα γεγονότα αυτά, συνέταξε την αναφορά του προς τους Εφόρους της Σπάρτης και δια κλήρου εξέλεξε δύο στρατιώτες να την μεταφέρουν, οι οποίοι θα εσώζωντο φεύγοντας. Αλλά εκείνοι απήντησαν υπερήφανα: «Είμαστε εδώ για να πολεμήσωμε, και όχι για να κάνωμε τον ταχυδρόμο…!» Και τότε ο Λεωνίδας ανέθεσε σε δύο είλωτες την αποστολή αυτή.
Κι’ ενώ άρχιζαν οι προετοιμασίες για την μάχη και την αιώνια θυσία, εμφανίζεται ένας Σπαρτιάτης τυφλός από τραύμα της προηγουμένης, ονόματι Εύρυτος, οδηγούμενος από τον υπηρέτη του, και ζητά να τοποθετηθή στην πρώτη γραμμή για να πολεμήσει και πάλι για την Πατρίδα.
Η συγκίνησις είναι μεγάλη, και όλοι οι Σπαρτιάτες, αλλά και οι Θεσπιείς ορκίζονται: «ή ταν ή επί τας» – «Νίκη ή Θάνατος». Ενώ την ίδια στιγμή συλλαμβάνεται ένας Θηβαίος ερχόμενος από το μέρος των Περσών, ο οποίος λέει στους Σπαρτιάτες: «ότι οι Πέρσες είναι πάρα πολύ κοντά..»… «Τότε και εμείς είμαστε πάρα πολύ πλησίον…» του απαντούν!! Κι’ ένας άλλος Τραχίνιος που τους λέει πως: «οι Πέρσες είναι τόσο πολλοί που θα καλύψουν τον Ήλιο με τα βέλη τους»
«Καλλίτερα… θα πολεμήσωμε υπό σκιάν…» απαντά ο πρωτοπολέμαρχος Διηνέκης.
Τέλος ο Ξέρξης προτού διατάξει γενική επίθεσι, στέλνει πρεσβεία στον Λεωνίδα και του προσφέρει την Ηγεμονία της Ελλάδος.
… «Προτιμώ να πεθάνω για την Πατρίδα μου παρά να ζήσω για να την υποδουλώσω…» ήταν η υπερήφανη Λακωνική απάντησι του Λεωνίδα.
Αλλά η απόφασι του Λεωνίδα να θυσιασθή στις Θερμοπύλες ενώ μπορούσε και είχε χρόνο να υποχωρήση, ύστερα μάλιστα από τον διήμερον ηρωικό και απόλυτα επιτυχή αγώνα, ερμηνεύεται κατά διαφόρους τρόπους από πολλούς ιστορικούς, δικούς μας και ξένους. Η τυφλή υπακοή στον αυστηρό και υπέρτατο Σπαρτιατικό Νόμο, χωρίς την συνειδητή αναγκαιότητα για κάτι το ιδιαίτερα ιερό και υπέροχο, για το ηθικό και ιστορικό γόητρο της Σπάρτης, δεν δικαιολογεί την μεγάλη και ανεπανάληπτη αυτή εθελοθυσία και μάλιστα του ιδίου του Βασιλέως και αρχηγού του συμμαχικού εκστρατευτικού Σώματος, του οποίου οι κύριες δυνάμεις διετάχθησαν να υποχωρήσουν για να χρησιμεύσουν στην μελετωμένη υπερτάτη άμυνα του Ισθμού της Κορίνθου.
Στην συνείδησι λοιπόν και στην σκέψι του Λεωνίδα κυριαρχούσε κάποιος ανώτερος και πολύ ιερός στόχος και σκοπός που του επέβαλε να αυτοθυσιασθή, μαζί με τους 300 του, τους Θεσπιείς και τους Θηβαίους που έμειναν μαζί του. Και ο Στόχος και ο Σκοπός αυτός ήταν η πολεμική Αρετή, η Ανδρεία, το ηθικό μεγαλείο και η πατρογονική Δόξα της Σπάρτης η οποία ταυτιζόταν με αυτή ταύτη την γενναιότητα των Σπαρτιατών και με την αμετάθετη Πίστι τους στον υπέρτατο και απαράβατο Νόμο… να μην δείξουν ποτέ τα νώτα τους στον οποιονδήποτε και οσονδήποτε εχθρό. Γιατί ένα τέτοιο προηγούμενο, ένα και μόνον αναγκαίο παράδειγμα από τον ίδιο τον Βασιλέα θα εκλόνιζε εις το διηνεκές την Πίστι και Αφοσίωσι των Πολιτών και Οπλιτών της Σπάρτης προς την Ιερή και απαράβατη αυτή Παράδοσι.
«…Αυτώ δε απιέναι ου καλώς έχειν, μενόντι δε αυτού κλέος μέγα ελείπετο και η Σπάρτη ευδαιμονίη ουκ εξηλείφετο…» Δηλαδή: Το να αποφάσιζε υποχώρησι ο Λεωνίδας δεν θα έπραττε ορθά και σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα, ενώ αν έμενε, όπως και συνέβη στις Θερμοπύλες, μέγα κλέος… αιώνια δόξα και ανεξάλειπτη ευδαιμονία και τιμή θα αποκτούσε η Σπάρτη…. Λέει ο Ηρόδοτος.
Αλλά και ο χρησμός του Μαντείου των Δελφών δεν διαφέρει σε νόημα και βαθειές έννοιες ευφορίας υψηλών ιδανικών των Πολιτών της Σπάρτης, που λέει:
«Υμίν δ’ ώ Σπάρτης οικήτορες ευρυχώροιο, η μέγα άστυ ερικυδές υπ’ ανδράσι Περσεΐδησι πέρθεται, η το μεν ουχί, αφ’ Ηρακλέους δε γενέθλης πενθήσει βασιλή φθινόμενον Λακεδαίμονος ούρος. Ου γαρ τον ταύρων σχήσει μένος ουδέ λεόντων αντιβίην. Ζηνός γαρ έχει μένος. Ουδέ ε φημι σχήσεσθαι, πριν τωνδ’ έτερον δια πάντα δάσηται»
«Ω, εσείς κάτοικοι της ευρυχώρου Σπάρτης ή η μεγάλη και υπερήφανη πόλις θα χαθή από την επιδρομή των Περσών ή αν αυτό δεν γίνει η Λακεδαίμονα όλη θα κλάψη τον Βασιλιά της που κρατά από την γενιά του Ηρακλέους. Γιατί ούτε ταύρων ούτε λιονταριών μένος θα μπορέσει να τον συγκρατήση κατά την Μάχην. Έχει μέσα του την Θεϊκή Δύναμιν του Διός και δεν θα σταματήση δε θα καμφθή πλέον αν ο ένας από τους δύο Βασιλείς δεν πέσει νεκρός…»
Η εθελοθυσία λοιπόν του Λεωνίδα δεν ήταν απλώς πειθαρχία στα πολεμικά κελεύσματα της Σπάρτης, αλλά η μετά θρησκευτικής ευλαβείας διάσωσις και διαιώνισις των Ιερών αυτής παραδόσεων.
«…Ουκ εών φεύγειν ουδέν πλήθος ανθρώπων εκ μάχης…» Χωρίς να είναι σε κανένα Σπαρτιάτη επιτρεπτόν να εγκαταλείψη το πεδίον της Μάχης προ οιουδήποτε εχθρού…
Γι’ αυτό και ο Λεωνίδας με τους 300 του κυρίως έπρεπε να δώσει ένα λαμπρότατο και αναμφισβήτητο παράδειγμα σεβασμού και βαθειάς προς τα πατροπαράδοτα θέσμια ήθη και έθιμα της Σπάρτης. Και το παράδειγμα της Θυσίας ήταν αποκλειστικό προνόμιον και δίδαγμα για την Σπάρτη της οποίας η ύπαρξις και υπόστασις στηριζόταν στις υψηλές ηθικές αξίες και μόνον. Δείγμα και αυτό της λιτότητος του πολιτεύματος και των πολιτών της. Γιατί οι υλικές της δυνάμεις ήταν πολύ περιορισμένες και οι Οπλίτες της δεν εξεπέρασαν ποτέ εύκολα τους δέκα χιλιάδες άνδρες.
Με την αμετακίνητη αυτή λοιπόν απόφασί του ο Λεωνίδας υπηρετούσε προαιώνια προστάγματα και στόχους ανώτερης στρατηγικής για την υπεράσπισι της Πατρίδος και υπαγόρευε το ύψιστο και αδιάλειπτο χρέος και Ιερό Καθήκον των Πολιτών προς την Πόλι.
Κι’ έτσι, ενώ από την μία μεριά εκάλυπτε την υποχώρησι των άλλων Πελοποννησίων, από την άλλη και με προσωπική του επιστασία προετοίμαζε την εσχάτην άμυνα στα στενά των Θερμοπυλών. Ενώ παράλληλα ο Μάντις Μεγιστίας εξετάζοντας τους οιωνούς προμάντευσε τη μεγάλη θυσία και προείπε στον Λεωνίδα το πικρό τέλος. Και ο Λεωνίδας απευθυνόμενος προς τον Δία ικέτευσε: «Τεθναίην Σπάρτα άξια μησάμενος» (Ας αξιωθώ να πράξω άξια της Σπάρτης και ας πεθάνω).
Και έπραξε υπεράξια της Σπάρτης, της Ελλάδος και της Υφηλίου ο Λεωνίδας.
Σπονδές έκανε και ο Ξέρξης όχι τόσο για να εξιλεώση τους Θεούς υπέρ αυτού, αλλά για να δώση δικό του χρησμό πείθοντας τους πολυπληθείς στρατιώτες να του χαρίσουν την νίκη.
Είναι η Τρίτη ημέρα της Μάχης, 24 Αυγούστου 480π.Χ. και κατά τις 10:00 το πρωί ο Υδάρνης φάνηκε να κατεβαίνη ανεμπόδιστος από την Ανωπαίαν Ατραπόν. Γι’ αυτό και ο Λεωνίδας βιαζόμενος να συμπλακή με τον κύριον όγκο των Περσών προτού δεχθή κτυπήματα εκ των νώτων, βγήκε από το Στενό, παρέταξε τους άνδρες του και επετέθη πρώτος με μεγάλην ορμή κατά των προφυλακών και προκαλυπτικών περσικών τμημάτων. Κατέφθασαν όμως αμέσως περσικές ενισχύσεις και η συμπλοκή έγινε τρομερή. Στο διάστημα αυτό και άλλα περσικά τμήματα πήραν μέρος στην μάχη και οι Έλληνες εμάχοντο τώρα σώμα με σώμα σχεδόν κυκλωμένοι από παντού. Πολλά δόρατα έσπασαν και η Μάχη συνεχίζετο με τα ξίφη. Σκοτώθηκαν πολλοί Πέρσες επιφανείς που ήθελαν να δουν από κοντά πως μάχονται οι Σπαρτιάτες καθώς και οι δύο αδελφοί του Ξέρξη, ο Αβροκόμας και ο Υπεράνθης.
Ήλθεν όμως και η στιγμή εκείνη που κλονίσθη και με ένα δεύτερο και τρίτο κτύπημα, έπεσε και ο Λεωνίδας.
Γύρω από το νεκρό Βασιλιά έγινε μάχη φοβερή και αγώνας άγριος που εθύμιζε τρωϊκά τρόπαια. Τέλος οι Πέρσες απωθήθησαν και οι Σπαρτιάτες μπόρεσαν να σηκώσουν στα χέρια τον νεκρό Βασιλιά τους και αποσύρθηκαν προς το Φωκικό Τείχος, ανεκόπησαν όμως από τις ανεξάντλητες περσικές δυνάμεις και εκ των νώτων άρχισαν να προσβάλλονται τώρα και από το σώμα των αθανάτων του Υδάρνη.
Και οι Σπαρτιάτες μαχόμενοι συνεχώς και κουβαλώντας μαζί τους και το νεκρό Βασιλιά τους, συγκεντρώθηκαν σε παρακείμενον ανάχωμα καλούμενον «λόφος του Κολωνού» όπου περικυκλώθηκαν από παντού μαχόμενοι με ξίφη, με μαχαίρια, με τα χέρια και με τα δόντια ακόμη και έπεσαν όλοι, μέχρι και τον τελευταίο, καταματωμένοι από τα πολλά τραύματα, χωρίς να παραδοθή κανείς, εκτός από τους Θηβαίους, οι οποίοι τελικώς παρεδόθησαν στους Πέρσες.
Και οι Πέρσες, παρ’ ότι κανένας εκ των Σπαρτιατών δεν φαινόταν να ζή, για αρκετή ώρα τους ετόξευαν από μακρυά, φοβούμενοι μήπως ξαναζωντανεύσουν…
Εκ των 300 διεσώθη μόνον ο Αριστόδημος ο οποίος είχε απομακρυνθεί του πεδίου της μάχης κατά την προηγουμένη, λόγω σοβαρωτάτου τραυματισμού του, αλλά καταπεριφρονηθείς στην Σπάρτη, ξέπλυνε μετά από ένα περίπου χρόνο την ντροπή, πέφτοντας μαχόμενος στην πρώτη γραμμή της μάχης των Πλαταιών.
Αλλά και οι νεκροί των Περσών ήταν τόσοι πολλοί που ο Ξέρξης φοβούμενος κλονισμό του ηθικού του Στρατού του, διέταξε να ανοιχθή μεγάλη τάφρος, κατά την νύκτα, και να ταφούν όπως όπως οι νεκροί τους… Έτσι την επομένη επί του πεδίου της Μάχης, κείτονταν μόνον τα πτώματα των Ελλήνων, όπου ο ασιάτης κυρίαρχος διέταξε να βρεθή το πτώμα του Λεωνίδα, να αποκεφαλισθή και να στηθή όρθιο.
Μεταξύ των νεκρών ήταν ακόμα και ο Μάντις Μεγιστίας για τον οποίον στήθηκε αργότερα και ειδική στήλη με το ακόλουθο επίγραμμα:
«Μνήμα τόδε κλειναίο Μεγιστία ον ποτε Μήδοι Σπερχειόν ποταμόν κτείναν αμειψάμενοι, μάντιος ος τότε Κήρας επερχομένας σαφά ειδώς ουκ έτλη Σπάρτης ηγεμόνα προλειπείν!»
(Τούτο το μνήμα είναι του ξακουστού μάντι Μεγιστία τον οποίον εσκότωσαν οι Πέρσες διαβαίνοντας τον Σπερχειό ποταμό, που αν και εγνώριζε τον ερχομό του θανάτου του δεν καταδέχθηκε να φύγη και να αφήση μόνον τον Βασιλέα της Σπάρτης)
Ανάλογη στήλη στήθηκε και για τους άλλους πεσόντες Έλληνες των Μαχών των δύο πρώτων ημερών, με επίγραμμα: «Μυριάσιν ποτέ τήδε τριηκοσίαις εμάχοντο εκ Πελοποννήσου χιλιάδες τέτορες» (Εδώ επολέμησαν 4000 Πελοποννήσιοι προς τρία εκατομμύρια Πέρσες)
Ενώ η πόλις των Θεσπιέων τιμώντας την ανδρεία και αυτοθυσία των πολιτών της, οι οποίοι παρέμειναν μέχρι το τέλος της Μάχης πιστοί στον Λεωνίδα και οι διασωθέντες κατέφυγαν στα όρη, αντί να μυδίσουν, αφιέρωσε στα ηρωϊκά τέκνα της, ξεχωριστή στήλη με επίγραμμα:
«Άνδρες τοίποτ’ έναιον υπό κροτάφοις Ελικώνος Λήματι των αυχεί Θεσπιάς ευρυχώριος» (Γενναίοι άνδρες πολεμώντας στις πλαγιές του Ελικώνος έδωσαν το σθένος στην ευρύχωρη πατρίδα τους Θεσπιές να καυχιέται πολύ γι’ αυτούς).
Γενναιότεροι των Ελλήνων, κατά την γιγαντομαχία αυτή ψυχής και ύλης, λέει ο Ηρόδοτος, ανεδείχθησαν ο Διηνέκης και οι αδελφοί γιοί του Ορσιφάντη, Αλφειός και Μάρων Λακεδαιμόνιοι, ο αρχηγός των Θεσπιέων Δημόφιλος Διάδρομος, ο Μάντις Μεγιστίας, ο Ακαρνάν και ο Διθύραμβος Θεσπιείς.
Το Πανελλήνιον και Παγκόσμιον αίσθημα Τιμής και ευγνωμοσύνης όμως το εξέφρασε και το παρέδωσε αθάνατο προς τις επερχόμενες γενεές ο Σιμωνίδης, με ειδικό εγκώμιο του οποίου διεσώθη το ακόλουθο υπέροχο σε σύλληψι και πατριωτικό παλμό, απόσπασμα:
«Των εν Θερμοπύλαις θανόντων ευκλεής μεν α τύχα, καλός δ’ ο πότμος, βωμός δ’ ο τάφος, πρό γόων δε μνάστις, ο δ’ οίκτος έπαινος. Εντάφιον δε τοιούτον ούτ’ ευρώς ούθ’ ο πανδαμάτωρ αμαυρώσει χρόνος. Ανδρών δ’ αγαθών όδε σηκός οικέταν ευδοξίαν Ελλάδος είλετο. Μαρτυρεί δε και Λεωνίδας, Σπάρτας Βασιλεύς, αρετάς μέγαν λελοιπώς κόσμον αέναον τε κλέος.»
(Αυτοί που έπεσαν στις Θερμοπύλες είχαν λαμπρή τύχη, ένδοξο θάνατο και ο τάφος τους έγινε ιερός βωμός. Τιμές τους πρέπουν και όχι θρήνοι και αντί οίκτου θερμότατον έπαινον αποσπούν. Αυτών των Ηρώων την Τιμή, το όνομα και η Δόξα δεν μπορεί να αμαυρώσει ούτε ο πανδαμάτωρ Χρόνος. Σε αυτόν τον Τύμβο των γενναίων προμάχων έχει στήσει τον θρόνο της η Δόξα της Ελλάδος. Αυτή την υποθήκη μας αφήνει και ο Λεωνίδας, ο Βασιλεύς της Σπάρτης, που με τον ηρωικό του θάνατο άφησε απαράμιλλο παράδειγμα Αρετής και Κλέους που όσο υπάρχουν άνθρωποι στην Γή αιώνιο θα μένει.)
Τέλος η θυσία του Λεωνίδα υπερέβαλε τους σκοπούς του. Είχε Πανελλήνια απήχησι, και σήμερα απολαμβάνει παγκόσμια αναγνώρισι, δόξα και τιμή. Το όνομά του αποτελεί συνωνυμία αυτοθυσίας και αυταπαρνήσεως. Έγινε θρύλος και σύμβολο φιλοπατρίας, γενναιότητος και ηρωισμού.
Η σύγχρονος Ελλάς, με την βοήθεια των ξενητεμένων Λακώνων, ετοποθέτησε τον ανδριάντα του στον Τόπο της μεγάλης θυσίας με παραστάτες του τον Ευρώτα και τον Ταΰγετο, και εις ανάμνησι των ανδρών του εφυτεύθησαν σε ευθεία γραμμή στον χώρο των Στενών 300 κυπαρίσσια. Η σκιά του Λεωνίδα και των 300 του, βαραίνει από τότε το υψηλό και ιερό χρέος των Ελλήνων μαχητών και το επίγραμμα του Σιμωνίδη: «Ω ξειν, αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα, των κείνων ρήμασι πειθόμενοι»…
Και δεν διαφέρει σε τίποτε από την επωδό της Μανιάτισσας μάνας μοιρολογίτρας, που παραγγέλνει στον γιό της που έπεσε στο Μέτωπο του Έπους του ’40: «Πές του να μείνει εκειδά και να φυλάει το σύνορο… Τι πάνου από όλους εμάς στέκει τρανή μας Μάνα η Ελλάς…».
Olympia.gr