Ο Θωμάς Ψύρρας γεννήθηκε το 1954 στον Τύρναβο της Θεσσαλίας, όπου και έζησε τα παιδικά του χρόνια. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε εκδότης του εκπαιδευτικού περιοδικού Σημείο, μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Αυτόκαι μέλος της συντακτικής επιτροπής του λογοτεχνικού περιοδικού Γραφή της Λάρισας. Διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία στην επιμόρφωση των καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης. Μελέτες και άρθρα του δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Γραφή, Σημείο, Διάλογος, Αντί και στις εφημερίδες Ελευθερία, Αυγή, Ελευθεροτυπία και Καθημερινή. Η συνομιλία μας έγινε με αφορμή την κυκλοφορία της συλλογής διηγημάτων με τίτλο Θα βοσκήσω το μαύρο, εκδόσεις Μεταίχμιο.
Η Χαριτίνη Μαλισσόβα είναι εκπαιδευτικός και αρθρογράφος λογοτεχνίας στην εφημερίδα Θεσσαλία.
-------------------------------------
Η συλλογή διηγημάτων σας με τίτλο Θα βοσκήσω το μαύρο, με ιστορίες ανθρώπων κάθε ηλικίας σε διάφορες προσωπικές αλλά και στιγμές της ιστορίας του τόπου μας, κυκλοφόρησε πρόσφατα. Πείτε μας λίγα λόγια.
Πρόκειται για διηγήματα στα οποία σημερινοί, σύγχρονοί μας, αφηγητές αναλαμβάνουν να ιστορήσουν κομμάτια της δικής τους ζωής ή τμήματα από ζωές άλλων που αφορούν δεκατρείς «μαύρες» περιόδους της νεοελληνικής ιστορίας: μεσοπόλεμος, κατοχή, εμφύλιος, δικτατορία, μεταπολίτευση, καταναλωτισμός, μετανάστευση εσωτερική κι εξωτερική, τρομοκρατία, κρίση...
Οι απλοί άνθρωποι βιώνουν την Ιστορία ως μια μορφή της δικής τους «μοίρας», καθώς αντιλαμβάνονται εκ των υστέρων ότι η Ιστορία θάβει χωρίς να λύνει τα προβλήματα που εγείρει. Συνεπώς, ο αναστοχασμός για όσα συνέβησαν είναι η βάση από την οποία εκκινούν οι αφηγητές μου.
Στα διηγήματά σας είναι ευδιάκριτο ότι και ο πιο απλός άνθρωπος μπορεί να κρύβει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία. Θέλετε να σχολιάσετε;
Όντως οι ήρωες των διηγημάτων είναι απλοί άνθρωποι. Αυτό δεν σημαίνει ότι αφηγούνται μια απλοϊκή ιστορία. Κάθε άλλο... Οι αφηγητές των διηγημάτων χρησιμοποιούν το παρελθόν. Άλλωστε, ας μην το ξεχνάμε: το παρελθόν είναι η πηγή της Τέχνης (το μέλλον είναι το οπλοστάσιο της ρητορικής). Δίχως διάθεση νοσταλγίας ή εξωραϊσμού (πράγμα που συμβαίνει συχνά στις ηθογραφήσεις) αναστοχάζονται και συνδέουν την τωρινή τους κατάσταση με το παρελθόν και κυρίως με τα μεγάλα γυρίσματα της Ιστορίας. Οι απλοί άνθρωποι βιώνουν την Ιστορία ως μια μορφή της δικής τους «μοίρας», καθώς αντιλαμβάνονται εκ των υστέρων ότι η Ιστορία θάβει χωρίς να λύνει τα προβλήματα που εγείρει. Συνεπώς, ο αναστοχασμός για όσα συνέβησαν είναι η βάση από την οποία εκκινούν οι αφηγητές μου.
Παλαιότερα βλέπαμε να αντιμετωπίζεται σχεδόν χλευαστικά η χρήση της ντοπιολαλιάς – τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στα βιβλία σας την υπερασπίζεστε.
Η κάθε διαδικασία μυθοποίησης συνδέεται αναπόφευκτα με συγκεκριμένο τόπο, συγκεκριμένο χώρο και συγκεκριμένους αφηγητές. Ο συγγραφέας οφείλει να σεβαστεί τα όρια που τίθενται από αυτές τις πρωταρχικές επιλογές του, οι οποίες είναι, ευτυχώς, δεσμευτικές. Λειτουργούν ως «προσωπικοί κανόνες» και τον βοηθούν να περιμαζέψει το χάος των αφηγηματικών ψηφίδων που γυρνούν στο μυαλό του, τον βοηθούν να βάλει τάξη στα επεισόδια, τον τρόπο της οργάνωσης, τη λεκτική εκφορά... Αυτό το δοκίμασα στα μυθιστορήματα Πυκνός καιρός και περισσότερο στο Μαράν Αθά. Στα τωρινά διηγήματά μου επέλεξα οι αφηγητές να κινούνται ή να εκκινούν από τη Λάρισα, τον Τύρναβο, τον κάμπο. Κατά συνέπεια ο λόγος τους –και για λόγους αληθοφάνειας και πειστικότητας– δεν μπορούσε παρά να διανθίζεται από γλωσσικά στοιχεία της περιοχής. Πάντως δεν πρόκειται ακριβώς για μεταφορά (φωνητικά τουλάχιστον) της θεσσαλικής ντοπιολαλιάς. Απλώς στον λόγο των ντόπιων αφηγητών παρεισφρέουν κάποια χαρακτηριστικά τοπικά ιδιόλεκτα. Το διαρκές ζητούμενο, ενώ εστιάζεις στο τοπικό, είναι το πανανθρώπινο και το παγκόσμιο.
Οι αναγνώστες σας, ενώ αγαπούν στο σύνολο το βιβλίο, καθένας έχει και διαφορετική αγαπημένη ιστορία του. Τι σημαίνει αυτό για εσάς;
Αυτό κι αν είναι!.. Όντως, σε όσους διάβασαν όλα τα διηγήματα του βιβλίου, ρωτώ: «Ποιο σ’ άρεσε περισσότερο;». Ο καθένας επιλέγει διαφορετικό διήγημα (και μάλιστα αυτό συμβαίνει με ανθρώπους του σιναφιού). Αυτό σημαίνει, μάλλον, ότι έγραψα ένα καλό βιβλίο!...
Αγαπάτε περισσότερο τη μικρή φόρμα;
Δεν έχω ιδιαίτερη προτίμηση. Δηλαδή δεν πιέζομαι να γράψω σε μικρή ή σε μεγάλη. Αν και έχω την εντύπωση πως μάλλον με βολεύει η μεγάλη φόρμα. Άλλωστε και τα δεκατρία διηγήματα δεν ανήκουν σ’ αυτό που κάποιος θα έλεγε short story. Το αντίθετο μάλλον. Κάποια, για τα σημερινά δεδομένα του διηγήματος, είναι ιδιαίτερα εκτεταμένα. Θέλω άπλα γιατί μάλλον μπορώ να στρίβω καλύτερα!... Α, και κάτι άλλο: η άπλα με βοηθάει να δουλεύω τον λόγο, γιατί θεωρώ ότι καλός πεζός λόγος είναι εκείνος που, όταν τον διαβάζει ο προικισμένος αναγνώστης, να μην παρατηρεί ότι είναι καλογραμμένος.
Ποιοι είναι οι συγγραφείς που σας κινητοποίησαν να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Αν σας πω ότι δεν μπορώ να απαντήσω... θα φανεί γελοίο; Αλλά έτσι είναι. Σε έναν μεγάλο βαθμό. είμαστε τα διαβάσματά μας. Κι επειδή είμαι παμφάγος ως αναγνώστης και ως ακροατής, θα μπορούσα να σας αραδιάσω τα πλέον αντιφατικά: από τα λαϊκά παραμύθια, τα φωτορομάντσα των λαϊκών περιοδικών, από τις αφηγήσεις στα καφενεία, έως τον Σολωμό, τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη, τον Δημοσθένη Βουτυρά, τον Τσιφόρο, τον Άρη Αλεξάνδρου, τον Βαλτινό, τον Νόλλα, τον Σωτήρη Δημητρίου, τον Μπαλζάκ, τον Τσέχοφ, τον Κορτάσαρ, τον Μαρκές, τον Σάλιντζερ, το Μπόρχες, τον Τόμας Πύντσον, τον Μίλαν Κούντερα... Μάλλον δεν θα βγάλετε άκρη!
Το διαρκές ζητούμενο, ενώ εστιάζεις στο τοπικό, είναι το πανανθρώπινο και το παγκόσμιο.
Υπάρχουν νέοι Έλληνες συγγραφείς που θεωρείτε ότι συνεχίζουν άξια την πορεία των παλαιότερων λογοτεχνών;
Ευτυχώς υπάρχουν και είναι αρκετοί. Υπάρχει μια νέα φουρνιά, σαραντάρηδες και κάτω, που είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη, αφηγηματικά προκλητική και ιδίως πολυφωνική: για παράδειγμα η Λένα Κιτσοπούλου, η Κάλλια Παπαδάκη, η Μαρία Κουγιουμτζή, ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης, η Βάσια Τζανακάρη, η Μαρία Τσολακούδη, ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, ο Μάκης Τσίτας, ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, ο Στάθης Ιντζές, ο Θάνος Γώγος... Το ζητούμενο απ’ αυτούς είναι να ανανεώσουν τη θεματογραφία και να ανοίξουν τη νεοελληνική πεζογραφία σε διεθνείς δρόμους... (συγγνώμη απ’ όσους ξεχνώ).
Έχετε υπηρετήσει στη δημόσια εκπαίδευση ως φιλόλογος· κείμενά σας έχουν ανθολογηθεί σε βιβλία των νέων ελληνικών. Τι πιστεύετε ότι γίνεται λάθος στο σχολείο και τα παιδιά δεν αγαπούν τη λογοτεχνία;
Θα μπορούσα να σας μιλώ για ώρες. Απλώς επισημαίνω: α) για να διδάξει ο δάσκαλος λογοτεχνία πρέπει να διαβάζει λογοτεχνία (πόσοι διαβάζουν;) β) για να υπάρχει μαθητικό κοινό με ενδιαφέρον στη λογοτεχνία πρέπει να υπάρχει μαμά και μπαμπάς που να διαβάζουν λογοτεχνία (πόσοι γονείς διαβάζουν;) γ) για να χαίρεται ο μαθητής τη λογοτεχνία δεν πρέπει να του σερβίρεται ως «γνωστικό αντικείμενο» δ) για να απολαμβάνει ο μαθητής τη λογοτεχνία πρέπει να υπάρχει σχολείο που να λειτουργεί ως «σχολείο» που να διευκολύνει την ανάγνωση και την προσωπική ανακάλυψη. Και το πιο σημαντικό: το ρήμα «διαβάζω» δεν πρέπει να έχει προστακτική. Κανείς δεν αγάπησε τη λογοτεχνία επειδή του την επέβαλε κάποιος.
Ποια είναι κατά την άποψή σας τα χαρακτηριστικά του καλού (επαρκούς) αναγνώστη;
Θα αριθμήσω τρία χαρακτηριστικά αναγνωστικής προδιάθεσης:
α) Η ανοιχτότητα στα αναγνώσματα: για να εκτιμήσεις ένα αριστούργημα πρέπει να έχεις διαβάσει πρωτύτερα αρκετά σκύβαλα ώστε να έχεις μέτρο σύγκρισης.
β) Η διάθεση ανακάλυψης: να ψάχνεις τα ράφια για να βρεις και να χαρείς αυτό που βρήκες.
γ) Η βεβαιότητα ότι η λογοτεχνία «μορφώνει», δηλαδή ότι μορφοποιεί το εσωτερικό σου άγαλμα και μπορεί να σου αλλάξει τον τρόπο που αντιμετωπίζεις τη ζωή.
Το ρήμα «διαβάζω» δεν πρέπει να έχει προστακτική. Κανείς δεν αγάπησε τη λογοτεχνία επειδή του την επέβαλε κάποιος.
Γιατί τα καλά βιβλία δεν είναι συνήθως ευπώλητα;
Δεν ισχύει αυτό με τρόπο απόλυτο. Υπάρχουν εξαιρετικά βιβλία που ευθύς εξαρχής έγιναν ευπώλητα. Υπάρχουν κι άλλα, που έπρεπε να περιμένουν τον χρόνο τους. Το καλό δεν χάνεται. Αργά ή γρήγορα θα ’ρθει στην επιφάνεια και θα τραβήξει το ενδιαφέρον. Βέβαια οι μηχανισμοί της λογοτεχνικής κριτικής στην Ελλάδα είναι υποτυπώδεις, ευκαιριακοί και αθηνοκεντρικοί. Αλλά αυτό δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Έτσι πορευτήκαμε κι ως φαίνεται έτσι θα πάμε για καιρό ακόμα...
Η γενιά που πήγαμε στο σχολείο μετά το ’80 ζήσαμε τον «δικομματισμό» και ως αναγνώστες: οι μεν μιλούσαν για την ξύλινη γλώσσα των αριστερών, οι δε υπαινίσσονταν ότι μόνο οι αριστεροί είναι καλοί συγγραφείς – κάτι που βλέπουμε να συμβαίνει και στον κινηματογράφο. Πώς σχολιάζετε;
Είμαστε ευτυχώς αρκετά μακριά και από την εποχή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που επέβαλλε συγκεκριμένη νόρμα συγγραφής, ή την εποχή που η λογοτεχνία κρινόταν αποκλειστικά με κριτήρια ιδεολογικοπολιτικά ή την εποχή που επικέντρωνε μόνο στο «αισθητικό». Οι περιπέτειες του 20ού αιώνα πρέπει να μας κάνουν λίγο πιο σοφούς. Όποιος εξετάζει το καλλιτέχνημα μόνον ως αισθητικό αντικείμενο το κολοβώνει. Όποιος εξετάζει ένα έργο τέχνης μόνο με βάση την «πολιτική» του θέση το στραγγαλίζει. Το σημερινό ζητούμενο είναι η δραστικότητα του έργου. Και όσο πιο δραστικά επιχειρείται η μεταφορά ενός μύθου σε ιδέες (για να μιλήσω για την πεζογραφία), τόσο μεγαλύτερη είναι η απομάκρυνση από λογής «αλήθειες». Άλλωστε για σημαντικά πράγματα δεν μπορείς να αποδεικνύεις, αλλά μόνο να δείχνεις.
Εσείς έχετε λίγο περισσότερη αδυναμία σε κάποιο από τα διηγήματα του βιβλίου;
Όχι. Αν είχα τέτοιες αδυναμίες θα έπρεπε να βγάλω μια συλλογή μόνο με ένα διήγημα!
Χαριτίνη Μαλισσόβα
Δημοσιεύτηκε 20 Δεκεμβρίου 2017
/diastixo.gr/
Θα βοσκήσω το μαύρο
Θωμάς Ψύρρας
Μεταίχμιο
280 σελ.
ISBN 978-618-03-1194-5
Τιμή: €15,50