«Ήταν η συνειδητοποίηση του πόσο γρήγορα σάρωνε ο χρόνος τα νιάτα της, σε αντίθεση με το πόσο πολύς καιρός είχε χρειαστεί για να μαζέψει τις οικονομίες της».
Γιασουνάρι Καβαμπάτα, Η λίμνη *
Στην Ιαπωνία, λόγω της γνωστής, πάγιας σχεδόν στενότητας των κατοικήσιμων χώρων, σπανίως οι νεκροί συγγενείς όλων των βαθμίδων χωρούν στο σπίτι με τους ζωντανούς. Οι πρώην ημέτεροι δεν είναι δυνατόν να θεωρούνται ευπρόσδεκτοι ούτε καν μια μέρα. Φαίνεται τόσο δύσκολο να το αντέξει κανείς. Η παράταση της φιλοξενίας της σορού ισοδυναμεί, ως εκ των πραγμάτων, με εξόντωση των ορίων ανοχής. Σα να μπήκε ξαφνικά στην τραπεζαρία ή στην κρεβατοκάμαρα κάτι το τελείως αδιανόητο. Το αδιαχώρητο δεν ξεπερνιέται ούτε με τη φιλοσοφία του ζεν βουδισμού ούτε με τις προσευχές στα πνεύματα των προγόνων. Προτού λοιπόν οδηγηθούν στην κλίβανο, οι τεθνεώτες πρέπει να περιμένουν προφανώς κάπου αλλού τη σειρά τους. Κι έχει μεγαλώσει τόσο πολύ ο αριθμός τους τα τελευταία χρόνια. Το 2010 απεβίωσαν ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες. Μάλιστα, κατά πενήντα πέντε χιλιάδες περισσότεροι από ό, τι την αμέσως προηγούμενη χρονιά. Και οι ρυθμοί αυξάνονται. Φίλοι μου Ιάπωνες με βεβαιώνουν, τώρα που ξαναβρέθηκα για λίγο στη χώρα τους, ότι μέσα σε τρεις δεκαετίες ο συνολικός πληθυσμός τους θα συρρικνωθεί μαθηματικά κατά είκοσι εκατομμύρια. Πρωτοφανής πτώση της ζωής για τη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. Οι νεκροί θέλουν κι εδώ όμως την περιποίησή τους. Το κατευόδιό τους στοιχίζει το χρόνο είκοσι ένα δισεκατομμύρια αμερικανικά δολάρια. Δυο φορές περισσότερα, πληροφορούμαι, από όσα καταναλώνονται το ίδιο διάστημα, για τον ίδιο σκοπό, στη γη του Πόε και του Ουάσιγκτον.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι σε καμιά γειτονιά δεν αρέσουν οι κλίβανοι, καταλαβαίνει κανείς ότι ο συνετός επιχειρηματίας του είδους θα πρέπει πολλές φορές να ξεπεράσει ισχυρά εμπόδια και δυσκολίες, προκειμένου να φυγαδεύσει το πρωταρχικό σχέδιο της αποτέφρωσης και να βρει σχεδόν έτοιμο ή να δημιουργήσει τον ανάλογο, ιδεώδη χώρο. Η δημιουργία των βολικών, ταπεινών πανδοχείων για νεκρούς είναι ασφαλώς η πρόσφορη λύση. Στη Γιοκοχάμα, για παράδειγμα, θεωρούνται πλέον είδη πρώτης ανάγκης. Δεν ξεχωρίζουν από τα συνήθη κτίρια του είδους. Μου λένε εδώ, στο πολύβουο λιμάνι, ότι τα ζευγαράκια του παράνομου, του εξόφθαλμα εναλλακτικού ή και του λεγομένου καθώς πρέπει έρωτα, περνώντας έξω από τα πανδοχεία των νεκρών, αναζητούν συχνά το περιστασιακό κατάλυμα για να περάσουν τη νύχτα. Μαθαίνουν τότε ότι όλα ανεξαιρέτως τα δωμάτια είναι πολύ κρύα. Ο υπαινιγμός είτε πέσει στο κενό είτε σηματοδοτήσει συνειρμούς του Κάτω Κόσμου ανταποκρίνεται απολύτως στην κατεψυγμένη πραγματικότητα των φερέτρων, όπως αυτά, τα οποία φιλοξενεί φέρ' ειπείν με το αζημίωτο το «Λαστέλ», το ειδικό πανδοχείο του κ. Χιζαγιόσι Τεραμούρα. Χωράει έως και δέκα οκτώ εκδημήσαντες, προς εκατόν πενήντα επτά δολάρια την ημέρα. Ανώτατο όριο παραμονής είναι το τετραήμερο. Η ζήτηση αναγκάζει τους τεθνεώτες να αναζητήσουν την οριστική λύση του δράματος στους πλησιέστερους κλιβάνους. Κατά τα άλλα, οι οικείοι, οι συγγενείς και οι φίλοι μπορούν βεβαίως να επισκεφθούν τους νεκρούς τους χωρίς περιορισμούς. Μαθαίνω επίσης ότι η έξοδος του φερέτρου γίνεται με τον πιο διακριτικό τρόπο. Μέσα από ειδικές διόδους και σχεδόν απόρρητους αγωγούς του κτιρίου, ούτως ώστε τίποτε να μην παραπέμπει αμέσως ή εμμέσως στο άδηλο πεπρωμένο των συγκεκριμένων ψυχών - πελατών. Έτσι δεν ενοχλούνται ποτέ οι γείτονες, ούτε προκαλούνται σχόλια από τους εντελώς ανυποψίαστους περαστικούς. Ο νεκρός παραμένει έως την τελευταία στιγμή το υπόδειγμα του πολιτισμένου κατοίκου. Ο κύριος με τους αβρούς τρόπους. Η άψογη κυρία. Ή το ήσυχο παιδάκι.
*
Παραθέτω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής ένα απόσπασμα από τη ζωή ενός συστηματικού πελάτη των πάνδημων δωματίων του έρωτα, του εξηνταεφτάχρονο Εγκούτσι, ο οποίος, ως γνωστόν, αποτελεί μια από τις χαρακτηριστικότερες περσόνες του πρώτου Ιάπωνα νομπελίστα, του διακεκριμένου στυλίστα Γιασουνάρι Καουαμπάτα: «Σαν άνθρωπος που ήταν, αισθανόταν κάπου κάπου το κενό της μοναξιάς, μια ψυχρή κατάθλιψη. Δε θα ήταν αυτό το μέρος ιδανικό για να πεθάνει; Να προκαλέσει την περιέργεια και την αποδοκιμασία του κόσμου - έτσι δε θα τελείωνε τη ζωή του με τον κατάλληλο θάνατο; Όλοι του οι γνωστοί θα εκπλήσσονταν. Δεν μπορούσε να υπολογίσει το πλήγμα που θα προκαλούσε στην οικογένειά του. Όμως το να πεθάνει στον ύπνο του, απόψε, ανάμεσα σ' αυτές τις δυο κοπέλες δε θα ήταν αυτή η καλύτερη ευχή για ένα γέρο στην ηλικία του; Όχι, δεν ήταν έτσι. Θα τον μετέφεραν σαν το γέρο-Φούκουρα σ' ένα άθλιο πανδοχείο και θα έλεγαν στον κόσμο ότι είχε αυτοκτονήσει με υπνωτικά χάπια. Μια και δε θα υπήρχε κανένα σημείωμα, θα διαδιδόταν ότι ήταν απελπισμένος για την πιθανή εξέλιξη των πραγμάτων. Μπορούσε να φανταστεί το αχνό χαμόγελο της πατρόνας».** Το μοτίβο της μεταφοράς της σορού από το σπίτι στο απαραίτητο πανδοχείο κατατρύχει τους χρήστες της ζωής, αλλά θέλγει, όπως άλλωστε θα περίμενε κανείς, τους χρήστες της λογοτεχνίας. Η σορός του γέρο-Φούκουρα είναι κατά συνέπεια το κατ' εξοχήν άλλοθι της αφήγησης.
*
Γνωρίζουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες έμπαιναν στον Άδη πάντα οπισθοβατώντας, με την πλάτη να κοιτάζει μονίμως το έρεβος: κατ΄ επέκτασιν, αυτό, το οποίο είχαν εκείνοι μπροστά τους, ήταν σταθερά το παρελθόν και μόνον αυτό. Οι νεκροί, οι οποίοι συνωστίζονται την περίοδο αυτή στο περιζήτητο για τις επείγουσες υπηρεσίες του «Λαστέλ», θεωρούν τον μικρόκοσμο του πανδοχείου σαν να ήταν η ιδεώδης παράταση του παρόντος. Αυτό που έχουν μπροστά τους είναι η χειροπιαστή εγγύηση μιας πολυτιμότατης αναψυχής. Έστω για τέσσερις μόνον ημέρες.
*
Λέγεται ότι ο Λεονάρντο ντα Βίντσι είχε πείσει τους μαθητές του να παρατηρούν με αυξημένη επιμέλεια τους διαβρωμένους τοίχους, ιδίως αυτούς, τους οποίους είχε προ πολλού διασχίσει η αδυσώπητη υγρασία. «Θα δείτε εκεί», ισχυριζόταν με έμφαση, «ομοιώματα θείων τόπων, με βουνά, ερείπια, βράχους, μεγάλες πεδιάδες. Και ακόμη, θα δείτε μάχες και παράξενες μορφές να εμπλέκονται σε βίαιες πράξεις. Διότι σε αυτούς τους τοίχους συμβαίνει το ίδιο με τους ήχους της καμπάνας, όπου στις αντηχήσεις θα ακούσεις κάθε λέξη που μπορείς να φανταστείς». *** Θα μπορούσε άραγε να διακρίνει κάτι αντίστοιχο στο εξωτερικό περίβλημα του «Λαστέλ» ο Λεονάρντο, αυτός ο ακαταπόνητος ταξιδευτής, αν ο δρόμος του τον έφερνε σήμερα στη Γιοκοχάμα; Πάντως οι τοίχοι, όπως διαπιστώνω, είναι μονότονα γκρίζοι. Απέριττοι. Το βλέμμα τους προσπερνά αμέσως, αναζητώντας, ως συνήθως, εκπλήξεις της στιγμής, εμβληματικές παγόδες, αρχετυπικές γκέισες, που μόλις έχουν βγει για ψώνια, διατηρητέους ναΐσκους, και τα παρεμφερή της δαιδαλώδους, ιδιαίτερα απρόβλεπτης για μένα Γιοκοχάμα. Τίποτε δεν δείχνει ότι πρόκειται για μια τακτική, εξαιρετικά φροντισμένη, βεβαίως άοσμη και άλλο τόσο εμπιστευτική σύναξη των τυχερών πτωμάτων. Αν δεν με καλούσαν οι επαρκώς ενημερωμένοι φίλοι στο εσωτερικό αυτού του παράδοξου λειμώνα των παγωμένων ασφοδέλων, θα πίστευα ότι προσπερνώ κι εγώ μια ακόμη ουδέτερη ζώνη παραστάσεων, μια ακόμη μη-σημασία. Η κοινοτυπία της πρόσοψης συνιστά, για να το διατυπώσω διαφορετικά, την καλοδεχούμενη παραμυθία των συγκυριών. Εξωτερικά το «Λαστέλ» παραμένει συνειδητά ταυτόσημο με τους απλούς, τους στοιχειώδεις δείκτες της ζωής. Με την προγραμματισμένη κοινωνικότητα των προσωρινά ζώντων. Με τους συνακόλουθους ρυθμούς και τις εντάσεις της δήλης πραγματικότητας.
Αλλά δεκαοκτώ ένοικοι νεκροί δημιουργούν πολύ συχνά ασφυξία. Μάλλον δεν υπάρχει άλλη λύση: θα αναζητηθεί από τον ιδιοκτήτη, μου λένε, λίαν προσεχώς μια προέκταση, μια σιωπηλή προσθήκη. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τις πτέρυγες των γυμναστηρίων, των σχολείων και των εθνικών πάρκων. Εκτός κι αν ο κ. Χιζαγιόσι Τεραμούρα αναζητήσει μιαν άλλη συνοικία, όπου διατίθενται ενδεχομένως κάπως πιο ευρύχωρα οικήματα για τις ανακουφιστικές, αναντίρρητα δημοφιλείς επενδύσεις του.
Γιώργος Βέης
* μετάφραση: Καίτη Μπουλούκου-Τσισκάκη, εκδόσεις Καστανιώτης, 1996.
** Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών, μετάφραση: Έφη Κουκουμπάνη-Πολυτίμου, εκδόσεις Καστανιώτης, 1995.
*** Κίραν Κάρσον, Τσάι του τριφυλλιού, μετάφραση: Άρης Μπερλής, εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», 2003.