Γράφει ο
Παρέκβαση: Τώρα τελευταία, με ενδιαφέρον παρακολουθώ στενά την πολιτικο-οικονομική κατάσταση που διαμορφώνεται στην τάλαινα γενέτειρά μας. Κυρίως παρακολουθώ συζητήσεις και σχόλια που φιλοξενούνται σε εφημερίδες και οθόνες τηλεοπτικών δεκτών. Το ακόλουθο σχόλιο αναγνώστη αθηναϊκής εφημερίδας με εντυπωσίασε ιδιαίτερα και θέλω να το μοιραστώ μαζί σας. Αναφέρεται στο «υπό εξαέρωση» ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου, και λέει:
«Ο Βενιζέλος είναι πολιτικά νεκρός και το γνωρίζει. Με στριγκές κραυγές βρυκόλακος εκ πολιτικού τάφου, ελπίζει σε εκ νεκρών ανάσταση για τον ίδιο και για το περιπεσόν σε κώμα κόμμα. Άδικος κόπος, διότι η φύση και η πολιτική μάς διδάσκουν, αιώνες τώρα, ότι τα τυμπανιαία πτώματα και κόμματα δεν ανασταίνονται, απλώς σαπίζουν.
»Έρμε Βαγγέλη, όσες στριγκές κραυγές και αν εκβάλεις από το οστεοφυλάκιό σου, μην ελπίζεις. Ούτε τους ομοϊδεάτες σου του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορείς να συγκινήσεις. Έρμε Βαγγέλη, δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό. Έτσι που την πατρίδα ρήμαξες εδώ, μέσα στον τάφο άραξες. Έρμε Βαγγέλη, που δεν σε λένε Λάζαρο, το Πάσχα πέφτει τόσο μακριά...».
Αλλά και Λάζαρος να ήταν ο Βαγγέλης, η νεκρανάσταση θνητών ουδεμία αξία έχει, όπως και η αιώνια ζωή. Ο Λάζαρος «νεκραναστήθηκε» για να πεθάνει δύο φορές. Δεν κέρδισε απολύτως τίποτα, πέρα από το να δει τον δρόμο προς τον Παράδεισο στρωμένο με νεκροκεφαλές «αγίων»! Τέλος παρέκβασης.
ΤO «ΣΕΝΑΡΙΟ»
Η σημερινή Ελλάδα είναι φορτωμένη όχι μόνο με δάνεια χρηματικά αλλά και με αντιδάνεια γλωσσικά. Κι επειδή η ελληνική γλώσσα είναι η «ερωμένη» μου (η φιλοσοφία είναι η κύρια «γαμετή» μου), σκέφτηκα να πούμε λίγα λόγια για κάποιες από τις αντιδάνειες λέξεις που χρησιμοποιούμε αρκετά συχνά.
Αλλά τι πράγμα είναι η «αντιδάνεια λέξη»; Πρόκειται για μια περιπλανώμενη λέξη που ξενιτεύτηκε, εγκαταστάθηκε σε ξένους τόπους, δούλεψε εκεί και τελικά επέστρεψε στη γενέτειρά της, φορώντας αλλιώτικα ρούχα και άλλο πρόσωπο. Η ψυχή της όμως παρέμεινε ελληνική, παρότι στους ξένους τόπους άφησε μόνιμα τα σημάδια της. Μια τέτοια περιπλανώμενη λέξη είναι η λέξη «σενάριο». Ας παρακολουθήσουμε την «οδύσσειά» της.
Ξεκίνησε από το αρχαίο ρήμα «σκηνάω» (ή «σκηνέω»), που σημαίνει «μένω κάτω από σκηνή» (σε αντίσκηνο, σε «τέντα»). Από το ρήμα «σκηνάω» έχουμε το ουσιαστικό «σκηνή». Με την ίδρυση και λειτουργία του θεάτρου στην αρχαία Ελλάδα, η λέξη «σκηνή» παίρνει (και) τη σημασία του χώρου, όπου οι «υποκριτές» (ηθοποιοί) έπαιζαν τον θεατρικό του ρόλο. Έτσι έχουμε και τις γνωστές φράσεις, όπως: «οι από σκηνής ήρωες» , «ο από σκηνής φιλόσοφος» (δηλ. ο Ευριπίδης), «τα από σκηνής άσματα», «το από σκηνής μέρος» κ.ά.
Μετά έρχεται η λατινική γλώσσα, δανείζεται την ελληνική λέξη «σκηνή» και την προφέρει «scena». Από το «scena» βγάζει και το υποκοριστικό (χαϊδευτικό) «scenarium», κάτι που αργότερα οι Ιταλοί θα το προφέρουν «scenario». Αλλά η λέξη «σενάριο» παύει να σημαίνει «μικρή σκηνή». Σήμερα σημαίνει, κυρίως, δύο πράγματα: α) λεπτομερές κείμενο κινηματογραφικού ή θεατρικού έργου, και β) ενδεχόμενη τροπή μιας κατάστασης.
Προϊόντος του χρόνου, και με την εμφάνιση του κινηματογράφου, το ιταλικό «scenario» θα εισπηδήσει (και) στην Ελλάδα, θα «πολιτογραφηθεί» και θα ορθογραφηθεί ως «σενάριο». Έτσι θα ξεπηδήσουν οι Έλληνες «σεναριογράφοι» με τα καλά, τα μέτρια και τα κακά τους σενάρια. Κινηματογραφικοί και θεατρικοί «κειμενογράφοι» δεν υπάρχουν, ίσως επειδή η λέξη «κείμενο» δεν σημαίνει «γραπτός λόγος», αλλά το πράγμα που «κείτεται», που βρίσκεται «πεσμένο κάτω» (μετοχή του αρχαίου ρήματος «κείμαι»). Π.χ. η «κείμενη νομοθεσία» δεν είναι υποχρεωτικά μια «γραπτή νομοθεσία»: απλά, είναι μια νομοθεσία «ξαπλωμένη κάτω» (αν όχι «πεθαμένη») και τη βλέπουν όλοι.
ΠΑΜΕ «ΣΙΝΕΜΑ»
Και μιας και αναφέραμε τον κινηματογράφο, ευκαιρία να μιλήσουμε και για μιαν άλλη ελληνογεννημένη λέξη, που και αυτή ήρθε στην Ελλάδα με άλλα ρούχα και με άλλο πρόσωπο: τη λέξη «σινεμά». Όμως εδώ δεν πρόκειται για περιπλανώμενη λέξη. Δεν έχουμε την «οδύσσεια» του «σεναρίου», δεδομένου ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν «σινεμά» – είχαν μόνο θέατρο. Το ιστορικό του «σινεμά» έχει ως εξής:
Οι Γάλλοι σκύβουν πάνω στην ελληνική γλώσσα. Δύο αρχαία ελληνικά ρήματα «χτυπούν» το μάτι τους: το ρήμα «κινώ» και το ρήμα «γράφω». Παρατηρούν ότι τα ρήματα αυτά δίνουν τα (αντίστοιχα) ουσιαστικά: «κίνημα» και «γραφή». Τ’ αρπάζουν, τα συγκολλούν και... voilà! Γεννιέται μια καινούργια σύνθετη ελληνική λέξη, που οι Γάλλοι τη χρειάζονται: είναι η λέξη «κινηματογράφος» (cinématographe)!
Κι ενώ η λέξη «κινηματογράφος» («cinématographe) μαρτυρείται από τη χρονιά που ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Χαρίλαος Τρικούπης αναφώνησε στη Βουλή το περιλάλητο «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» (1893), δεν άργησε το πρώτο μισό της λέξης «cinématographe» να εμφανιστεί στην ελληνική καθομιλουμένη με το ντύμα του «σινεμά». Πολύ λίγο θ’ απασχολούσε τον Νεοέλληνα το ότι κάθε φορά που αποφάσιζε να πάει στο «σινεμά», (κυριολεκτικά) πήγαινε –κι εξακολουθεί να πηγαίνει– στο «κίνημα»!
Η «ΝΟΜΕΝΚΛΑΤΟΥΡΑ»
Η λέξη «νομενκλατούρα» (κατάλογος σπουδαίων προσώπων ή ηγετικών θέσεων) με «τσιγκλάει». Δεν είμαι βέβαιος για τον τόπο καταγωγής της, παρότι τα νεοελληνικά λεξικά μιλούν για λατινική λέξη. Διαβάζοντας, όμως, τους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου, συναντούμε τη φράση: «Μετά ταύτα αναστάντες κατεκλίθημεν ως έκαστος ήθελεν, ου περιμείναντες ονομακλήτορα...» (2.47e). Δηλαδή: «Ύστερα από αυτά, σηκωθήκαμε και ξαπλώσαμε στους καναπέδες, όπως ήθελε ο καθένας, χωρίς να περιμένουμε αυτόν που ανακοίνωνε φωναχτά τα ονόματα των συμποσιαστών».
Οι λέξεις «nomenclator» (nomen + clator ˂ calo) και «ονομακλήτωρ» (όνομα + κλήτωρ ˂ καλώ) δηλώνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα: «τον άνθρωπο που καλεί ονόματα». Για να λυθεί η απορία μου, σχετικά με την «καταγωγή» της λέξης, χρειάζεται ψάξιμο. Ώσπου να βρω την πολυτέλεια του χρόνου, μένω με τα συμπεράσματα των λεξικών...